Έχει και μερικά (πολύ) καλά αυτή η δουλειά. Ας πούμε μια τυπική τσαγκαροδευτέρα που την έχεις βγάλει όπως όπως στο γραφείο να απογειώνεται την στιγμή που καλείς LA κι ένας ζωντανός θρύλος σε καλημερίζει από την άλλη άκρη της γραμμής λέγοντας “giasou tikani?”. O Giorgio Moroder είναι όντως θρύλος. Είναι καθοριστικός, εμβληματικός, πιονέρος. Είναι όλες αυτές οι λέξεις που από την πληθωριστικά καταχρηστική τους χρήση καταλήγουν κλισέ. Μόνο που στην περίπτωση του 74χρονου που γεννήθηκε στα ιταλοαυστριακά σύνορα είναι πέρα για πέρα αληθινές. Ο Moroder είναι ένας από τους 2-3 πιο σημαντικούς ανθρώπους στην εξέλιξη της μοντέρνας χορευτικής μουσικής, της μουσικής που ιδρώνει ανθρώπους, συνήθως σε σκοτεινές σάλες, εδώ και 35+ χρόνια. Οραματιστής, πρωτοπόρος, φουτουριστής, μάλλον ακούσια εκπλήρωνε όλες αυτές τις ποιότητες. Γιατί, αν κάτι συμπέρανα από τη σύντομη τηλεφωνική επικοινωνία που είχα μαζί του ενόψει της πρώτης εμφάνισης του σε ελληνικό club (Balshevik, Μύκονος, 2/7), ο τύπος δεν είχε ιδέα ότι έγραφε ιστορία. Δεν υπήρξε ποτέ σταρ. Αλλά, αντίθετα ήταν ένας blue collar τεχνίτης της καθετοποιημένης μουσικής βιομηχανίας που αντιλαμβανόταν τη μουσική διαδικασία παραδοσιακά. Είναι ολοφάνερο στο πώς μιλάει για το νέο του άλμπουμ, αλλά κυρίως στον αφοπλιστικά ειλικρινή τρόπο που «απορρίπτει» τη νυχτερινή διασκέδαση που, εν πολλοίς, (και) ο ίδιος διαμόρφωσε. Την ίδια μέρα που μιλήσαμε, κυκλοφόρησε και το νέο του κομμάτι, το “Giorgio’s Theme” – πρώτο μετά από 20 χρόνια. Μπορείτε να το ακούτε όση ώρα διαβάζετε τι είπαμε: για το τι ετοιμάζει, για τους Daft Punk, τα χρόνια της disco, την αγάπη του για τους Beatles και τις τρεις γενιές θαυμαστών που μπορεί να υπερηφανεύεται ότι έχει…
Πού σας βρίσκω; Με τι ασχολείστε τελευταία; Έχω πάντα ως βάση το Λος Άντζελες. Δουλεύω πάνω σε κάποια demos, σε κάποιες ιδέες για το επερχόμενο μου άλμπουμ. Νομίζω ότι έχω καταλήξει σε έναν κορμό 10 κομματιών και το επόμενο βήμα είναι να βρούμε εκείνες τις φωνές που χρειάζονται για να γίνει ένας πολύ ενδιαφέρων δίσκος. Πού νομίζω ότι θα γίνει στο τέλος. Παράλληλα προετοιμάζομαι και για τα dj sets που έχω κλεισμένα, ενώ μόλις τελείωσα τα γυρίσματα ενός promo video. Μπορώ να πω ότι είμαι αρκετά απασχολημένος.
Να πούμε λίγα πράγματα παραπάνω για τη νέα κυκλοφορία; Είναι το πρώτο σας άλμπουμ μετά από 22 χρόνια… Δεν έχω να πω πολλά μέχρι να βρούμε τουλάχιστον τους ερμηνευτές. Είμαι πολύ ευχαριστημένος με τα κομμάτια και τις ενορχηστρώσεις τους, αυτό που μένει είναι να το προτείνουμε στους κατάλληλους για να τραγουδήσουν, κατόπιν να το παρουσιάσουμε στη δισκογραφική και μετά να φτάσει στο κοινό. Θα είναι πάντως μουσική για να χορέψεις.
Νιώθετε κάπως ότι η συμμετοχή σας στον περσινό δίσκο των Daft Punk σηματοδότησε τη «Δευτέρα Παρουσία» σας; Νομίζω ότι εδώ κι ένα χρόνο ξανακούω παντού το όνομά σας, διαβάζω αφιερώματα, αντιλαμβάνομαι μια δίκαιη και καθολική αναγνώριση της καριέρας σας… Είναι υπέροχο. Έζησα χρυσές μέρες στο παρελθόν, όμως το γεγονός ότι με τίμησαν με τον πρόσκλησή τους οι Daft Punk, η συνεργασία μας πήγε τόσο καλά και ο δίσκος τους ήταν σπουδαίος, το κάνει ακόμα καλύτερο. Φυσικά, με βοήθησε να κάνω come back. Με έβαλε στη διαδικασία ενός νέου άλμπουμ, ξεκίνησα dj sets, μου ζητάνε να κάνω remixes όπως αυτό που τελείωσα πρόσφατα για τους Coldplay.
Πώς είναι να σας γνωρίζει και να σας αποθεώνει ακόμα και μια γενιά που έχει ενδεχομένως μικρότερη ηλικία από τις μεγάλες σας επιτυχίες; Πολύ ενδιαφέρον. Αυτά τα παιδιά όντως δεν είχαν γεννηθεί όταν βγήκαν οι μεγάλες μου επιτυχίες π.χ. το “I Feel Love” και τα βλέπω στα clubs που κάνω DJing, όχι μόνο να περνάνε καλά αλλά να ξέρουν ακόμα και τους στίχους από κάποια τραγούδια. Είναι το internet. Ψάχνεις, ανακαλύπτεις, μαθαίνεις. Το βλέπω και στο γιο μου, που είναι 25, ο οποίος είναι μεγάλος fan της Motown και συνεχώς βρίσκει πράγματα από το παρελθόν της.
Στην ουσία έχω τρεις γενιές θαυμαστών: τους ανθρώπους της ηλικίας μου, τα παιδιά τους που είναι τώρα 40-50 και τα εγγόνια τους που αναφερθήκαμε πριν. Μάλλον, κάνω μουσική για όλους.
Αισθάνεστε λοιπόν «νονός» της μοντέρνας χορευτικής μουσικής; (σ.σ. γελάει και κάνει λίγες ντροπές στην άλλη άκρη του ακουστικού). Τι να σου πω; Για να το λένε, μπορεί και να είναι έτσι.
Αυτό με το DJing πώς προέκυψε; Δύο χρόνια πριν έπαιξα για πρώτη φορά στις Κάννες σε ένα show του Elton John, αλλά πίστευα ότι θα ήταν έτσι απλά για μια φορά.
Μα καλά σε 45 χρόνια καριέρας έπρεπε να περάσετε τα 70 για να το δοκιμάσετε, πώς κι αργήσατε τόσο; Για να πω την αλήθεια, δεν το είχα σκεφτεί ποτέ. Ας πούμε, είχε τύχει να μου ζητήσει η Louis Vuitton να παρουσιάσω κάτι σε μια επίδειξη. Κι έφτιαξα 2-3 κομμάτια, τα οποία απλά έπαιξα. Αλλά, αυτό δεν ήταν DJing. Από τις Κάννες και μετά, έπαψε να είναι κάτι τυχαίο και γίνεται πιο συστηματικά.
Τι παίζετε; Κυρίως δικά σας κομμάτια; Σε ένα ποσοστό 70%, ναι. Έχω και μερικά remixes, όπως αυτό των Coldplay που σου είπα πριν και 2-3 κομμάτια άλλων καλλιτεχνών που μου αρέσουν πραγματικά.
Ποιοι είναι αυτοί; Παίζω ένα κομμάτι που λέγεται “Ecstasy” από ένα σχήμα που λέγεται, νομίζω, PBS, μετά ένα άλλο από το αγγλικό κοριτσίστικο γκρουπ The Saturdays (σ.σ. μερακλής) που μου αρέσουν πολύ. Κι ένα τρίτο που για να είμαι ειλικρινής, δεν έχω ιδέα τι είναι (γελάει δυνατά).
Δεν είναι ότι δε μ’ άρεσαν οι ντισκοτέκ, απλά δεν πήγαινα. Δούλευα πάρα πολύ τότε, είχα πολλές υποχρεώσεις και καθόμουν στο στούντιο ακόμα και μέχρι τα μεσάνυχτα, σχεδόν κάθε μέρα. Έφευγα λοιπόν από κει, μπουχτισμένος από τη μουσική και ήθελα απλά να ηρεμώ και να ξεκουράζομαι. Την απήχηση των δικών μου tracks, την καταλάβαινα όταν τα έπαιζα σε φίλους.
Έχω διαβάσει ότι δε σας άρεσε να πηγαίνετε στα clubs, ας πούμε στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 που βγάλατε τόσα hits. Είναι αλήθεια αυτό; Δεν είναι ότι δε μ’ άρεσε, απλά δεν πήγαινα. Δούλευα πάρα πολύ τότε, είχα πολλές υποχρεώσεις και καθόμουν στο στούντιο ακόμα και μέχρι τα μεσάνυχτα, σχεδόν κάθε μέρα. Έφευγα λοιπόν από κει, μπουχτισμένος από τη μουσική και ήθελα απλά να ηρεμώ και να ξεκουράζομαι. Την απήχηση των δικών μου tracks, την καταλάβαινα όταν τα έπαιζα σε φίλους.
Ναι, αλλά πώς καταφέρατε να συλλάβετε αυτό που συμβαίνει στους ανθρώπους μετά τα μεσάνυχτα; Πώς καταφέρατε να εκφράσετε την σεξουαλική ενέργεια και προβλέψετε τη συνολική ατμόσφαιρα των ντίσκο, κάνοντας ακόμα και τον David Bowie να πει στον Brian Eno «αυτή είναι η μουσική του μέλλοντος», μόλις άκουσε το “I Feel Love”; Δεν ξέρω, υποθέτω ότι είχα πάντα μέσα μου την ιδέα του ρυθμού, Αγαπώ το uptempo, τα κομμάτια που βγάζουν ενέργεια και όλες οι συνθέσεις μου έβγαιναν πάντα φυσικά.
Αμέτρητοι καλλιτέχνες σας αναφέρουν ως βασική επιρροή τους, εσείς αλήθεια από ποιους επηρεαστήκατε όταν ξεκινούσατε; Καταρχάς, αγαπούσα τους Beatles. Ήμουν 21-22 όταν ξεκίνησαν και μου άρεσε κάθε τραγούδι τους. Μετά ασχολήθηκα λίγο και με το R’n’B και κάπως έτσι κατέληξα στο πρώτο μου χιτ, το “Looky Looky” το 1969. Όταν ήμουν στην Ιταλία άκουγα πολύ βρετανικό ραδιόφωνο και πάντα είχα σε μεγάλη εκτίμηση τους βρετανούς και τους αμερικάνους μουσικούς.
Ποια είναι η καλύτερη μουσική δεκαετία κατά τη γνώμη σας; Τα ‘70s ήταν πολύ καλά γιατί εμφανίστηκε η disco που ήταν τελικά πολύ επιδραστική και κρατάει ακόμα, άσχετα αν λέγεται EDM ή όπως αλλιώς. Θα έλεγα τα ‘70s, λοιπόν.
Μετά από όλα αυτά τα χρόνια, μετά από τόσα βραβεία, δίσκους, πωλήσεις, συνεργασίες και, φυσικά, χρήμα και δόξα, υπάρχει κάτι που σας έχει μείνει απωθημένο; Δεν έκανα ένα μιούζικαλ. Θα το ήθελα πολύ, αλλά απαιτεί τόσο τόσο πολύ δουλειά που δεν βρήκα ποτέ τον χρόνο. Ναι μεν έκανα τόσα σάουντρακ, όμως αυτά μου έπαιρναν ας πούμε 2-3 εβδομάδες και μετά προχωρούσα στο επόμενο. Το μιούζικαλ είναι κάτι πολύ διαφορετικό.
Είναι η πρώτη σας φορά στην Ελλάδα; Ναι, στη Μύκονο συγκεκριμένα. Ανυπομονώ. Θέλω να δοκιμάσω τα φοβερά ελληνικά φαγητά και να πιω και λίγο ούζο.
Ο Giorgio Moroder θα διαλέξει μουσική για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο club Ballshevik της Μυκόνου την Τετάρτη 2 Ιουλίου, καλεσμένος της Red Bull Music Academy.