Μόλις ο Πίτερ ανέβασε τη βαλίτσα της στο τρένο, φάνηκε πως δεν έβλεπε την ώρα να τελειώνει. Όχι όμως να φύγει. Της εξήγησε ότι ένιωθε απλώς άβολα που το τρένο από στιγμή σε στιγμή θα άρχιζε να κινείται. Έξω στην πλατφόρμα, κοιτάζοντας ψηλά εκεί που ήταν το παράθυρό τους, στάθηκε και χαιρετούσε. Χαμογελούσε και χαιρετούσε. Το χαμόγελό του προς την Κέιτι ήταν διάπλατο, ηλιόλουστο, δίχως καμιά αμφιβολία στον κόσμο, σαν να πίστευε πως η μικρή θα ήταν για πάντα γι’ αυτόν ένα θαύμα, όπως κι αυτός για κείνη. Το χαμόγελο προς τη γυναίκα του έμοιαζε αισιόδοξο και γεμάτο εμπιστοσύνη, με κάτι μέσα σαν επιμονή κι αποφασιστικότητα. Κάτι που δεν θα μπορούσε εύκολα να διατυπωθεί με λέξεις και, πράγματι, ίσως να μη διατυπωνόταν ποτέ. Αν είχε υπονοήσει κάτι τέτοιο η Γκρέτα, θα της είχε απαντήσει: Μη γίνεσαι γελοία. Κι εκείνη θα είχε συμφωνήσει μαζί του, πιστεύοντας πως είναι αφύσικο άνθρωποι που βλέπονται κάθε μέρα, συνεχώς, να πρέπει να δώσουν την όποια εξήγηση.
Όταν ο Πίτερ ήταν μωρό, η μητέρα του τον είχε μεταφέρει μέσα από κάτι βουνά, που η Γκρέτα ξεχνούσε το όνομά τους, για να διαφύγουν από τη σοβιετική Τσεχοσλοβακία και να μπουν στη Δυτική Ευρώπη. Είχαν μαζί κι άλλους ανθρώπους βέβαια. Σκόπευε κι ο πατέρας του Πίτερ να είναι μαζί τους, αλλά τον είχαν στείλει σε σανατόριο ακριβώς πριν από την ημερομηνία της μυστικής αναχώρησης. Ήταν να τους ακολουθήσει όταν θα μπορούσε, αλλά τελικά πέθανε.
«Έχω διαβάσει τέτοιες ιστορίες» είπε η Γκρέτα όταν της πρωτομίλησε γι’ αυτό ο Πίτερ. Του εξήγησε πως στις ιστορίες το μωρό έβαζε τα κλάματα και κάθε φορά ήταν αναγκασμένοι να το πνίξουν ή να το στραγγαλίσουν για να μη θέσει σε κίνδυνο ο θόρυβος ολόκληρη την παράνομη ομάδα.
Ο Πίτερ είπε ότι ποτέ του δεν είχε ακούσει τέτοια ιστορία και δεν μπορούσε να ξέρει τι θα είχε κάνει η μητέρα του υπό τέτοιες συνθήκες.
Αυτό που έκανε πάντως η μητέρα του ήταν να φτάσει στη Βρετανική Κολομβία, όπου βελτίωσε τα αγγλικά της και έπιασε δουλειά, διδάσκοντας τις λεγόμενες Αρχές Οικονομίας σε μαθητές γυμνασίου. Μεγάλωσε μόνη της τον Πίτερ και τον έστειλε στο κολέγιο, και τώρα ο γιος της ήταν μηχανικός. Όταν ερχόταν επίσκεψη στο διαμέρισμά τους κι αργότερα στη μονοκατοικία τους, καθόταν πάντα στο σαλόνι, ποτέ δεν έμπαινε στην κουζίνα παρά μόνο αν την καλούσε η Γκρέτα. Τέτοιος ήταν ο χαρακτήρας της. Δεν σχολίαζε ποτέ μα ποτέ. Δεν σχολίαζε, δεν έμπαινε απρόσκλητη, δεν υποδείκνυε, μολονότι σε κάθε δουλειά του σπιτιού που απαιτούσε εξάσκηση ή δεξιοτεχνία άφηνε πολύ πίσω τη νύφη της.
Επίσης, ξεφορτώθηκε το διαμέρισμα όπου είχε μεγαλώσει ο Πίτερ και μετακόμισε σ’ ένα μικρότερο που δεν είχε υπνοδωμάτιο, παρά μονάχα χώρο για έναν καναπέ κρεβάτι. Δηλαδή τώρα ο Πίτερ δεν μπορεί να γυρίσει στη μαμά του; την πείραξε η Γκρέτα, αλλά εκείνη έδειξε να ξαφνιάζεται. Υπέφερε με τα αστειάκια. Ίσως να ήταν πρόβλημα γλώσσας. Όμως τα αγγλικά ήταν πια η γλώσσα της καθημερινότητάς της, και μάλιστα η μόνη γλώσσα που γνώριζε ο Πίτερ. Είχε μάθει Αρχές Οικονομίας –μολονότι όχι από τη μητέρα του– την εποχή που η Γκρέτα μάθαινε τον Χαμένο Παράδεισο. Εκείνη απέφευγε οτιδήποτε χρήσιμο σαν τη χολέρα. Εκείνος, όπως φάνηκε, έκανε το αντίθετο.
Με το τζάμι ανάμεσά τους και την Κέιτι να μην αφήνει να μειωθούν οι χαιρετούρες, ενέδωσαν σε βλέμματα κωμικά ή στ’ αλήθεια τρελά καλής διάθεσης. Εκείνη σκέφτηκε πόσο όμορφος ήταν και πόσο φαινόταν να μην το συνειδητοποιεί. Τα μαλλιά του ήταν κομμένα πολύ κοντά, στρατιωτικά, στο στιλ της εποχής –ιδίως αν ήσουν μηχανικός ή κάτι τέτοιο– και το ανοιχτόχρωμο δέρμα του δεν κοκκίνιζε ποτέ σαν το δικό της, δεν έκανε ποτέ πανάδες από τον ήλιο, μόνο μαύριζε ομοιόμορφα οποιαδήποτε εποχή.
Κάπως σαν την εμφάνισή του ήταν και οι απόψεις του. Όταν πήγαιναν να δουν κάποια ταινία, ποτέ δεν ήθελε να μιλήσει γι’ αυτή μετά. Θα έλεγε πως ήταν καλή ή πολύ καλή ή εντάξει. Δεν έβλεπε τον λόγο να προχωρήσει παραπάνω. Περίπου με τον ίδιο τρόπο έβλεπε τηλεόραση, διάβαζε βιβλία. Είχε υπομονή με τέτοια πράγματα. Αυτοί που τα έφτιαξαν έκαναν προφανώς ό,τι καλύτερο μπορούσαν. Η Γκρέτα αρπαζόταν, έπαιρνε φόρα και τον ρωτούσε αν θα έλεγε το ίδιο και για μια γέφυρα. Πως οι άνθρωποι που την έφτιαξαν έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό, κι έτσι η γέφυρα έπεσε.
Αντί ν’ αρπαχτεί μαζί της, έβαζε απλώς τα γέλια.
Δεν ήταν το ίδιο, έλεγε.
Όχι;
Όχι.
Η Γκρέτα θα έπρεπε να έχει καταλάβει ότι αυτή η στάση –η ανεκτική, της μη παρέμβασης– ήταν ευλογία για κείνη γιατί ήταν ποιήτρια και στα ποιήματά της υπήρχαν πράγματα που με τίποτα δεν θα τα έλεγες χαρούμενα ή εύκολο να εξηγηθούν.
(Η μητέρα του και οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργαζόταν ο Πίτερ –όσοι το ήξεραν δηλαδή– έλεγαν ακόμη γυναίκα ποιητής. Εκείνον τον είχε εκπαιδεύσει να μην το λέει. Στους υπόλοιπους δεν χρειαζόταν εκπαίδευση. Οι συγγενείς που είχε αφήσει πίσω στη ζωή της, όπως και οι άνθρωποι που γνώριζε τώρα ως νοικοκυρά και μητέρα, δεν υπήρχε λόγος να εκπαιδευτούν γιατί δεν ήξεραν τίποτα γι’ αυτή την ιδιαιτερότητα.)
Αργότερα στη ζωή της θα το έβρισκε δύσκολο να εξηγήσει τι ακριβώς ήταν αποδεκτό εκείνη την εποχή και τι δεν ήταν. Θα έλεγες ότι, ναι, ο φεμινισμός δεν ήταν. Τότε όμως θα έπρεπε να εξηγήσεις πως ο φεμινισμός δεν ήταν καν μια λέξη που χρησιμοποιούσε ο κόσμος. Και τότε θα στεκόσουν και θα έλεγες πως το να έχεις οποιαδήποτε σοβαρή ιδέα, πόσω μάλλον φιλοδοξία, ή ίσως ακόμα και το να διαβάζεις κάποιο αληθινό βιβλίο, μπορούσε να θεωρηθεί ύποπτο, κάτι που εξαιτίας του έπαθε πνευμονία το παιδί σου, ενώ μια παρατήρηση για τα πολιτικά σε πάρτι του γραφείου θα μπορούσε να κοστίσει στον άντρα σου την προαγωγή του. Δεν είχε σημασία ποιο πολιτικό κόμμα θα αφορούσε. Τη ζημιά θα την έκανε το γεγονός ότι την παρατήρηση την ξεστόμισε γυναίκα.
Ο κόσμος θα γελούσε τότε και θα έλεγε: Θα αστειεύεσαι βέβαια, κι εσύ θα έπρεπε να πεις: Ναι, αλλά όχι πολύ. Κι έπειτα θα τους έλεγε: Το καλό πάντως ήταν πως, αν έγραφες ποίηση, ήταν καλύτερο να είσαι γυναίκα παρά άντρας. Κι εκεί ήταν που ερχόταν πιο ακίνδυνο, κάπως σαν σαντιγί, το γυναίκα ποιητής. Ο Πίτερ δεν ένιωθε έτσι, έλεγε η Γκρέτα, όμως μην ξεχνάτε πως είχε γεννηθεί στην Ευρώπη. Είχε καταλάβει, ωστόσο, πώς ένιωθαν για κάτι τέτοια πράγματα οι άντρες με τους οποίους συνεργαζόταν.
Εκείνο το καλοκαίρι, για έναν μήνα, ίσως και περισσότερο, ο Πίτερ θα ήταν υπεύθυνος για μια δουλειά στο Λουντ, πολύ ψηλά ή μάλλον όσο ψηλότερα μπορούσες να πας στα βόρεια, στην ενδοχώρα. Δεν υπήρχε πρόβλεψη για να τον συνοδεύσουν η Κέιτι και η Γκρέτα.
Όμως η Γκρέτα είχε κρατήσει επαφές με μια κοπέλα με την οποία δούλευε παλιά στη βιβλιοθήκη του Βανκούβερ και που είχε παντρευτεί πια και ζούσε στο Τορόντο. Εκείνο το καλοκαίρι η κοπέλα θα περνούσε έναν μήνα στην Ευρώπη με τον άντρα της –ήταν δάσκαλος– και είχε γράψει στην Γκρέτα να τη ρωτήσει αν η Γκρέτα και η οικογένειά της μπορούσαν να τους κάνουν τη χάρη –η κοπέλα ήταν πολύ ευγενική– να μείνουν στο σπίτι του Τορόντο για λίγο εκείνο το διάστημα, για να μην κάθεται άδειο. Και η Γκρέτα της είχε απαντήσει ότι ο Πίτερ είχε δουλειά, όμως η Κέιτι κι εκείνη αποδέχονταν την προσφορά.
Εξού τώρα και οι χαιρετούρες δίχως τελειωμό από την πλατφόρμα κι από το τρένο.
Υπήρχε εκείνη την εποχή ένα περιοδικό, το The Echo Answers, που εκδιδόταν σε όχι τακτά διαστήματα στο Τορόντο. Η Γκρέτα το είχε ανακαλύψει στη βιβλιοθήκη και τους είχε στείλει μερικά ποιήματα. Δύο από αυτά τα ποιήματα είχαν δημοσιευθεί, με αποτέλεσμα, όταν ήρθε στο Βανκούβερ ο εκδότης του περιοδικού το περασμένο φθινόπωρο, να την καλέσουν μαζί με άλλους συγγραφείς να τον γνωρίσει. Το πάρτι γινόταν στο σπίτι ενός συγγραφέα που το όνομά του της φαινόταν πως το ήξερε όλη της τη ζωή. Γινόταν αργά το απόγευμα, που ο Πίτερ ήταν ακόμη στη δουλειά, κι έτσι η Γκρέτα φώναξε μπέιμπι σίτερ, πήρε το λεωφορείο του Βόρειου Βανκούβερ και διέσχισε τη γέφυρα Λάιονς Γκέιτ και το Στάνλι Παρκ. Έπειτα χρειάστηκε να περιμένει μπροστά στον Κόλπο Χάντσον για να κάνει τη μακριά διαδρομή μέχρι την πανεπιστημιούπολη, όπου έμενε ο συγγραφέας. Κατεβαίνοντας στην τελευταία στροφή του λεωφορείου, βρήκε τον δρόμο και τον διέσχισε με τα πόδια ψάχνοντας τα νούμερα των σπιτιών. Φορούσε ψηλοτάκουνα, που την ανάγκαζαν να βαδίζει πολύ πιο αργά. Και το πιο σοφιστικέ μαύρο φόρεμά της, που κούμπωνε με φερμουάρ στην πλάτη, άγγιζε απαλά τη μέση και παραήταν στενό στους γοφούς. Την έκανε να μοιάζει κάπως γελοία, σκέφτηκε, έτσι όπως παραπατούσε λιγάκι διασχίζοντας τους κυρτούς, δίχως πεζοδρόμια δρόμους, μοναδικός άνθρωπος εκεί γύρω μέσα στο απομεσήμερο που έσβηνε. Μοντέρνα σπίτια, φαρδιά παράθυρα, όπως σε κάθε πολλά υποσχόμενο νέο προάστιο, καμιά σχέση με τη γειτονιά που περίμενε να βρει. Άρχισε ν’ αναρωτιέται μήπως είχε πάρει λάθος δρόμο, κι αυτή η σκέψη δεν τη στενοχώρησε καθόλου. Μπορούσε να γυρίσει στη στάση του λεωφορείου, όπου υπήρχε ένας πάγκος. Μπορούσε να βγάλει τα παπούτσια της και να καθίσει εκεί να ηρεμήσει για τον μακρύ, μοναχικό δρόμο για το σπίτι.
Όταν όμως είδε τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, είδε και το νούμερο, ήταν πολύ αργά για να κάνει μεταβολή. Θόρυβος ξεγλιστρούσε από την κλειστή πόρτα και χρειάστηκε να χτυπήσει το κουδούνι δύο φορές.
Την υποδέχτηκε μια γυναίκα που έμοιαζε να περίμενε κάποιον άλλον. «Υποδέχτηκε» ήταν η λάθος λέξη – η γυναίκα άνοιξε την πόρτα και η Γκρέτα είπε πως εδώ πρέπει να γινόταν το πάρτι.
«Σαν τι φαίνεται να γίνεται;» είπε η γυναίκα κι έγειρε στο κούφωμα. Ο δρόμος έκλεισε μέχρι που εκείνη –η Γκρέτα– είπε: «Μπορώ να περάσω;» και τότε η άλλη έκανε μια κίνηση που φάνηκε να της φέρνει μεγάλο πόνο. Η γυναίκα δεν ζήτησε να την ακολουθήσει η Γκρέτα, αλλά η Γκρέτα το έκανε έτσι κι αλλιώς.
Κανείς δεν της μίλησε ούτε την πρόσεξε, όμως σε λίγη ώρα μια έφηβη έσπρωξε έξω έναν δίσκο πάνω στον οποίο είχε ποτήρια με κάτι που έμοιαζε με ροζ λεμονάδα. Η Γκρέτα πήρε ένα και το κατέβασε με μια διψασμένη γουλιά, κι έπειτα πήρε άλλο ένα. Ευχαρίστησε το κορίτσι και δοκίμασε ν’ ανοίξει συζήτηση για τη μακριά διαδρομή μες στη ζέστη, όμως το κορίτσι ήταν αδιάφορο και γύρισε την πλάτη κάνοντας τη δουλειά του.
Η Γκρέτα προχώρησε. Συνέχισε να χαμογελάει. Κανείς δεν την κοιτούσε δείχνοντας πως την αναγνωρίζει ή χαίρεται, και γιατί να το έκαναν; Τα βλέμματα γλιστρούσαν κι έπεφταν από πάνω της κι έπειτα ο κόσμος συνέχιζε τις συζητήσεις του. Γελούσαν. Όλοι εκτός από τη Γκρέτα ήταν εφοδιασμένοι με φίλους, ανέκδοτα, μισά μυστικά, όλοι έμοιαζαν να έχουν βρει κάποιον να τους καλωσορίσει. Εκτός από τους εφήβους που βλοσυρά κι αμείλικτα σέρβιραν τα ροζ ποτά τους.
Πάντως, δεν παραιτήθηκε. Το ποτό τη βοηθούσε και αποφάσισε να πιει άλλο ένα μόλις εμφανιζόταν ξανά ο δίσκος. Έψαξε να βρει κάποια παρέα συζητητών όπου να διαφαίνεται κάποια τρύπα, για να μπορέσει να χωθεί. Της φάνηκε πως βρήκε όταν άκουσε τα ονόματα των ταινιών για τις οποίες μιλούσαν. Ευρωπαϊκές ταινίες, σαν κι αυτές που είχαν αρχίσει εκείνη την εποχή να προβάλλονται στο Βανκούβερ. Άκουσε το όνομα εκείνης που πήγαν να δουν με τον Πίτερ. Τα 400 χτυπήματα. «Α, την είδα αυτή». Το είπε δυνατά και με ενθουσιασμό κι όλοι την κοίταξαν και κάποιος, που προφανώς τους εκπροσωπούσε, είπε: «Αλήθεια;».
Η Γκρέτα ήταν βέβαια μεθυσμένη. Είχε κατεβάσει βιαστικά το Pimm’s Νο 1 και τον χυμό από ροζ γκρέιπφρουτ. Δεν πήρε κατάκαρδα αυτόν τον σνομπ, όπως θα είχε κάνει φυσιολογικά. Απλώς προχώρησε, γνωρίζοντας ότι κατά κάποιον τρόπο είχε χάσει τον προσανατολισμό της, αλλά με μια αίσθηση πως υπήρχε μια ατμόσφαιρα ζαλισμένης ανοχής στο δωμάτιο και δεν είχε σημασία που δεν έκανε φίλους, μπορούσε απλώς να περιφέρεται εδώ κι εκεί και μόνη της να κρίνει και να κατακρίνει.
Σε έναν αψιδωτό διάδρομο βρισκόταν μια παρέα ανθρώπων που ήταν σημαντικοί. Είδε ανάμεσά τους τον οικοδεσπότη, τον συγγραφέα του οποίου το όνομα και το πρόσωπο γνώριζε τόσο πολύ καιρό. Μιλούσε δυνατά και ξαναμμένα και ήταν σαν να υπήρχε μια απειλή γύρω απ’ αυτόν και κάποιους άλλους άντρες, λες και με το που θα σε κοίταζαν θα ξεστόμιζαν κάποια προσβολή. Οι γυναίκες τους, κατάλαβε τελικά, απάρτιζαν τον κύκλο στον οποίο είχε προσπαθήσει να μπει.
Η γυναίκα που είχε ανοίξει την πόρτα δεν ανήκε σε καμιά από αυτές τις παρέες, ήταν η ίδια συγγραφέας. Η Γκρέτα την είδε να γυρίζει όταν φώναξαν το όνομά της. Ήταν το όνομα μιας συνεργάτιδας του περιοδικού στο οποίο είχε δημοσιευθεί και δική της δουλειά. Σ’ αυτήν τη βάση δεν θα ήταν λογικό να σηκωθεί να πάει να συστηθεί; Μια αντάξιά της, κι ας ήταν ψυχρή στην πόρτα;
Τώρα όμως η γυναίκα είχε γείρει χαλαρά το κεφάλι στον ώμο του άντρα που είχε φωνάξει το όνομά της και μια διακοπή δεν θα ήταν ευπρόσδεκτη.
Παρατηρώντας το αυτό η Γκρέτα κάθισε στο πάτωμα, αφού καρέκλες δεν υπήρχαν. Έκανε μια σκέψη. Σκέφτηκε πως, όταν πήγαινε με τον Πίτερ σε κάποιο πάρτι μηχανικών, η ατμόσφαιρα ήταν ευχάριστη έστω κι αν οι κουβέντες ήταν βαρετές. Κι αυτό γιατί η θέση όλων εκεί μέσα ήταν σταθερή και τακτοποιημένη, τουλάχιστον για εκείνη την ώρα. Εδώ κανείς δεν ήταν ασφαλής. Κρίσεις και κατακρίσεις μπορούσαν να γίνονται πίσω από την πλάτη ακόμα και των γνωστών και αυτών που είχαν εκδώσει δουλειά τους. Αποκτούσες ένα ύφος εξυπνάδας ή θράσους όποιος κι αν ήσουν.
Κι εκείνη εδώ λαχταρούσε να της πετάξει ο οποιοσδήποτε ένα οποιοδήποτε κοκαλάκι συζήτησης.
Όταν επεξεργάστηκε τη θεωρία της δυσάρεστης ατμόσφαιρας, ένιωσε ανακουφισμένη και δεν την ένοιαζε πια και τόσο αν της μιλούσε κανείς ή όχι. Έβγαλε τα παπούτσια της και η ανακούφιση ήταν τεράστια. Κάθισε με την πλάτη ακουμπισμένη σ’ έναν τοίχο και τα πόδια απλωμένα σε ένα από τα μικρότερα περάσματα του πάρτι. Δεν ήθελε να ρισκάρει να χύσει το ποτό της στο χαλάκι, γι’ αυτό το τέλειωσε βιαστικά.
Ένας άντρας κοντοστάθηκε από πάνω της. «Πώς ήρθατε εδώ;» της είπε.
Λυπήθηκε τα νωθρά, αργοκίνητα πόδια του. Λυπήθηκε όποιον ήταν αναγκασμένος να στέκεται όρθιος.
Του είπε πως ήταν καλεσμένη.
«Ναι. Ήρθατε όμως με το αυτοκίνητό σας;»
«Περπάτησα». Όμως αυτό δεν ήταν αρκετό και σε λιγάκι κατάφερε να προσφέρει θυσία και το υπόλοιπο.
«Ήρθα με λεωφορείο κι ύστερα περπάτησα».
Ένας από τους άντρες που συμμετείχαν πριν στον ιδιαίτερο κύκλο είχε σταθεί τώρα πίσω από τον άντρα με τα παπούτσια. «Εξαιρετική ιδέα» είπε. Έμοιαζε πράγματι έτοιμος να της μιλήσει.
Ο πρώτος άντρας δεν πολυνοιαζόταν γι’ αυτόν εδώ. Είχε μαζέψει τα παπούτσια της Γκρέτα, όμως εκείνη τα αρνήθηκε, του εξήγησε πως την πονούσαν πάρα πολύ.
«Κρατήστε τα. Αλλιώς να τα κρατήσω εγώ. Μπορείτε να σηκωθείτε;»
Αναζήτησε τον πιο σημαντικό άντρα για να τη βοηθήσει, αλλά δεν ήταν εκεί. Τώρα θυμήθηκε τι είχε γράψει. Ένα θεατρικό για τη σέκτα των ρώσων θρησκευτικών προσφύγων Δουχοβόρων, το οποίο είχε προκαλέσει μεγάλο θόρυβο γιατί οι Δουχοβόροι θα έπρεπε να είναι γυμνοί. Δεν ήταν βέβαια αληθινοί Δουχοβόροι, ηθοποιοί ήταν. Και τελικά δεν τους επέτρεψαν να είναι γυμνοί.
Προσπάθησε να το εξηγήσει αυτό στον άντρα που τη βοήθησε να σηκωθεί, όμως εκείνος ήταν ολοφάνερο πως δεν ενδιαφερόταν. Τον ρώτησε τι έγραφε εκείνος. Της είπε πως δεν έγραφε τέτοια πράγματα, ήταν δημοσιογράφος. Επισκέπτης εκείνου του σπιτιού μαζί με τον γιο και την κόρη του, εγγόνια των οικοδεσποτών. Εκείνα –τα παιδιά– ήταν που σέρβιραν τα ποτά.
«Φονικά» είπε αναφερόμενος στα ποτά. « Έγκλημα σωστό».
Τώρα βρίσκονταν έξω. Εκείνη προχώρησε στο γρασίδι φορώντας μόνο τις κάλτσες της, αποφεύγοντας παρατρίχα μια λακκούβα.
«Κάποιος ξέρασε εδώ πέρα» είπε στον συνοδό της.
«Αλήθεια» είπε εκείνος και την έβαλε σ’ ένα αυτοκίνητο. Ο αέρας έξω τής είχε αλλάξει τη διάθεση, η γεμάτη αγαλλίαση ταραχή είχε μετατραπεί σε κάτι στα όρια της αμηχανίας, ίσως και της ντροπής.
«Βόρειο Βανκούβερ» είπε εκείνος. Θα πρέπει να του το είχε πει η ίδια. «Εντάξει; Συνεχίζουμε. Στο Λάιονς Γκέιτ».
Η Γκρέτα είχε την ελπίδα πως δεν θα τη ρωτούσε τι δουλειά είχε στο πάρτι. Αν αναγκαζόταν να πει πως είναι ποιήτρια, τότε εκείνος θα θεωρούσε την τωρινή της κατάσταση, την κατρακύλα της, θλιβερά αντιπροσωπευτική. Έξω δεν ήταν σκοτάδι, είχε όμως βραδιάσει. Φαινόταν να προχωρούν προς τη σωστή κατεύθυνση, παράλληλα στο νερό κι έπειτα πάνω σε μια γέφυρα. Τη γέφυρα της οδού Μπιούραρντ. Έπειτα κι άλλη κίνηση, κι εκείνη όλο ν’ ανοίγει τα μάτια στα δέντρα που προσπερνούσαν κι έπειτα όλο να τα ξανακλείνει δίχως να το θέλει. Όταν σταμάτησε το αυτοκίνητο, κατάλαβε πως ήταν πολύ νωρίς για να έχουν φτάσει σπίτι. Ή μάλλον σπίτι της.
Εκείνα τα μεγάλα φυλλώδη δέντρα από πάνω τους. Δεν έβλεπες αστέρια. Μονάχα κάποια λάμψη στο νερό ανάμεσα στο σημείο όπου βρίσκονταν, όπου κι αν ήταν αυτό, και στα φώτα της πόλης.
«Κάτσε απλώς και σκέψου» της είπε.
Τη μάγεψε η λέξη.
«Να σκεφτώ».
«Πώς θα μπεις στο σπίτι, λόγου χάρη. Θα καταφέρεις να φανείς αξιοπρεπής; Όχι υπερβολικά όμως. Ατάραχη; Υποθέτω έχεις σύζυγο».
«Θα πρέπει πρώτα να σ’ ευχαριστήσω που με πας σπίτι» του είπε. «Γι’ αυτό θα πρέπει να μου πεις πώς σε λένε».
Της είπε πως της το είχε ήδη αναφέρει. Ίσως και δύο φορές. Δεν πειράζει όμως, πάμε άλλη μία. Χάρις Μπένετ. Μπένετ. Ήταν γαμπρός των ανθρώπων που έδιναν το πάρτι. Εκείνα τα παιδιά που σέρβιραν ήταν τα παιδιά του. Είχαν έρθει οι τρεις τους επίσκεψη από το Τορόντο. Ικανοποιήθηκε τώρα;
«Έχουν μητέρα;»
«Και βέβαια έχουν. Αλλά είναι στο νοσοκομείο».
«Λυπάμαι».
«Δεν χρειάζεται. Είναι καλό νοσοκομείο. Για διανοητικά προβλήματα. Ή θα μπορούσαμε να πούμε συναισθηματικά προβλήματα».
Γρήγορα γρήγορα του είπε πως τον άντρα της τον έλεγαν Πίτερ και ήταν μηχανικός και είχαν μια κόρη που την έλεγαν Κέιτι.
«Α, πολύ ωραία» της είπε κι άρχισε να αποτραβιέται.
Στη γέφυρα Λάιονς Γκέιτ είπε: «Συγγνώμη που ακούστηκα έτσι. Σκεφτόμουν αν θα σε φιλούσα ή όχι κι αποφάσισα πως όχι».
Η σκέψη της ήταν πως της έλεγε ότι κάτι πάνω της την έκανε ανάξια να φιληθεί. Η ταπείνωση ήταν σαν χαστούκι που την επανέφερε μεμιάς στη νηφαλιότητα.
«Λοιπόν, όταν περάσουμε τη γέφυρα πάμε κατευθείαν στον σταθμό, στο Μαρίν Ντράιβ;» συνέχισε εκείνος. «Θα περιμένω να με οδηγήσεις εσύ».
Το φθινόπωρο, τον χειμώνα και το καλοκαίρι που ακολούθησαν δεν περνούσε σχεδόν ούτε μία μέρα που να μην τον σκεφτεί. Όπως όταν βλέπεις ακριβώς το ίδιο κι απαράλλαχτο όνειρο με το που σε παίρνει ο ύπνος. Ακουμπούσε το κεφάλι στο μαξιλάρι της πλάτης του καναπέ και φανταζόταν πως ήταν στην αγκαλιά του. Έλεγες πως δεν θα θυμόταν το πρόσωπό του, να όμως που αυτό πρόβαλλε με κάθε λεπτομέρεια, το πρόσωπο ενός ζαρωμένου και με πολύ κουρασμένη όψη είρωνα, κλειστού άντρα. Και το σώμα του ούτε εκείνο έλειπε, εμφανιζόταν σε λογικό βαθμό φθαρμένο, αλλά επαρκές και μοναδικά επιθυμητό.
Από τη λαχτάρα της, σχεδόν έβαζε τα κλάματα. Κι όμως, όλη αυτή η φαντασίωση εξαφανιζόταν, έπεφτε σε χειμερία νάρκη όταν γύριζε σπίτι ο Πίτερ. Τότε έβγαιναν στο προσκήνιο οι καθημερινές τρυφερότητες, σίγουρες κι αξιόπιστες όπως πάντα.
Για την ακρίβεια, το όνειρο έμοιαζε πολύ με το κλίμα του Βανκούβερ – μια μελαγχολική, λες, λαχτάρα, μια βροχερή ονειροπόλα θλίψη, ένα φορτίο που μετατοπιζόταν γύρω από την καρδιά.
Και η απόρριψη του φιλιού, που θα μπορούσε να φανεί σαν πρόστυχη ριπή του ανέμου;
Αυτήν απλώς τη διέγραψε από το μυαλό της. Την ξέχασε εντελώς.
Και η ποίησή της; Ούτε αράδα ούτε λέξη. Ούτε υποψία πως κάποτε της άρεσε.
Έδινε βέβαια χώρο στις κρίσεις αυτές να μπουν στο σπίτι κυρίως όταν έπαιρνε τον υπνάκο της η Κέιτι. Καμιά φορά έλεγε το όνομά του δυνατά, ενέδιδε στην ηλιθιότητα. Και τότε ακολουθούσε μια ζεματιστή ντροπή που την έκανε να περιφρονεί τον εαυτό της. Ηλιθιότητα, ναι. Ηλίθια.
Τότε ήρθε ένα ξάφνιασμα, η προοπτική κι ύστερα η βεβαιότητα της δουλειάς στο Λουντ, η προσφορά του σπιτιού στο Τορόντο. Μια ξεκάθαρη αλλαγή κλίματος, ένα ξέσπασμα τόλμης.
Βρέθηκε να γράφει ένα γράμμα. Δεν ξεκινούσε με συμβατικό τρόπο. Ούτε «Αγαπητέ Χάρις». Ούτε «Με θυμάσαι».
Γράφω αυτό το γράμμα σαν να βάζω ένα μπιλιέτο στο μπουκάλι –
και να ελπίζω
πως θα φτάσει στην Ιαπωνία.
Ό,τι κοντινότερο σε ποίημα τον τελευταίο καιρό.
Δεν είχε ιδέα ποια ήταν η διεύθυνση. Είχε αρκετή τόλμη και παραλογισμό ώστε να πάρει τηλέφωνο τους ανθρώπους που είχαν κάνει το πάρτι. Όταν όμως απάντησε η γυναίκα, το στόμα της ξεράθηκε, το ένιωσε αχανές σαν τούντρα και αναγκαστικά έκλεισε το τηλέφωνο. Έπειτα, με την Κέιτ στο καρότσι, πήγε μέχρι τη δημόσια βιβλιοθήκη και βρήκε έναν τηλεφωνικό κατάλογο του Τορόντο. Υπήρχαν πολλοί Μπένετ, όμως ούτε ένας Χάρις ή Χ. Μπένετ.
Τότε της ήρθε μια τρομερή ιδέα, να κοιτάξει στις νεκρολογίες. Δεν κρατιόταν. Περίμενε να τελειώσει ο άντρας που διάβαζε το φύλλο της εφημερίδας που είχε η βιβλιοθήκη. Συνήθως δεν διάβαζε την εφημερίδα του Τορόντο, γιατί για να την πάρεις έπρεπε να περάσεις τη γέφυρα και ο Πίτερ έφερνε πάντα σπίτι τη Vancouver Sun. Ξεφύλλισε με θόρυβο τις σελίδες της και τελικά βρήκε το όνομά του στην κορυφή μιας στήλης. Δεν είχε πεθάνει λοιπόν. Αρθρογράφος σε εφημερίδα. Φυσικό να μην ήθελε να τον ενοχλεί κόσμος που θα τον ζητούσε με το όνομά του στο σπίτι.
Έγραφε για πολιτική. Το γράψιμό του φαινόταν έξυπνο, αλλά εκείνη δεν έδινε δεκάρα γι’ αυτό.
Εκεί του έστειλε το γράμμα, στην εφημερίδα. Δεν μπορούσε να ξέρει αν άνοιγε ο ίδιος την αλληλογραφία του και σκέφτηκε πως, αν έβαζε στον φάκελο την ένδειξη «Προσωπικό», θα ήταν σαν να πήγαινε γυρεύοντας, γι’ αυτό και έπειτα από κείνο για το μπουκάλι έγραψε μόνο την ημερομηνία της άφιξής της και την ώρα του τρένου. Δίχως όνομα. Σκέφτηκε πως όποιος άνοιγε τον φάκελο ίσως φανταζόταν καμιά ηλικιωμένη συγγενή που της άρεσε να γράφει εκκεντρικά. Τίποτα που να ενοχοποιεί εκείνον, έστω κι αν υποτεθεί πως τέτοιο αλλόκοτο γράμμα θα του το έστελναν σπίτι και θα το άνοιγε η γυναίκα του, που τώρα πια θα είχε βγει από το νοσοκομείο.
Η Κέιτι προφανώς δεν είχε καταλάβει από το γεγονός ότι ο Πίτερ ήταν έξω στην πλατφόρμα πως δεν θα ταξίδευε μαζί τους. Όταν αυτές άρχισαν να κινούνται κι εκείνος όχι, κι όταν με αυξανόμενη ταχύτητα τον άφησαν πια τελείως πίσω, δέχτηκε άσχημα τη λιποταξία. Ηρέμησε όμως σε λίγο και είπε στην Γκρέτα πως ο πατέρας της θα ήταν εκεί το πρωί.
Όταν έφτασε εκείνη η ώρα, η Γκρέτα ήταν ανήσυχη, όμως η Κέιτι δεν έκανε απολύτως καμιά αναφορά στην απουσία. Η Γκρέτα τη ρώτησε αν πεινάει κι εκείνη είπε πως ναι, κι έπειτα εξήγησε στη μητέρα της –όπως είχε εξηγήσει σ’ εκείνην η Γκρέτα πριν ακόμη ανέβουν στο τρένο– ότι τώρα έπρεπε να βγάλουν τις πιτζάμες τους και να πάνε για πρωινό σε άλλο δωμάτιο.
«Τι θέλεις για πρωινό;»
«Κρις πις». Αυτό σήμαινε κρίσπις ρυζιού.
«Να δούμε αν έχουν».
Είχαν.
«Πάμε τώρα να βρούμε τον μπαμπά;»
Υπήρχε ένας χώρος για να παίζουν τα παιδιά, αλλά ήταν κάπως μικρός. Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι –αδέρφια, όπως έδειχναν τα ασορτί κουνελάκια που τα είχαν ντύσει– τον είχαν καταλάβει. Το παιχνίδι τους ήταν να οδηγούν μικρά οχήματα το ένα εναντίον του άλλου και τελευταία στιγμή να παίρνουν στροφή. ΜΠΑΜ ΜΠΟΥΜ ΜΠΑΜ.
«Να σας γνωρίσω την Κέιτι» είπε η Γκρέτα. «Εγώ είμαι η μαμά της. Εσάς πώς σας λένε;»
Η σύγκρουση έγινε ακόμα πιο σφοδρή, αλλά δεν σήκωσαν το βλέμμα.
«Δεν είναι εδώ ο μπαμπάς» είπε η Κέιτι.
Η Γκρέτα αποφάσισε πως καλά θα έκαναν να γυρίσουν πίσω να φέρουν το βιβλίο της Κέιτι με τον παιδικό ήρωα, τον Κρίστοφερ Ρόμπιν, να το πάρουν πάνω, στο βαγόνι με τη γυάλινη θολωτή οροφή, και να το διαβάσουν. Λογικά δεν θα ενοχλούσαν κανέναν γιατί το πρόγευμα δεν είχε τελειώσει και το ενδιαφέρον ορεινό τοπίο δεν είχε αρχίσει ακόμη.
Το πρόβλημα ήταν ότι δεν πρόλαβε να τελειώσει το βιβλίο και η Κέιτι ήθελε να το ξαναρχίσει, και μάλιστα αμέσως. Την πρώτη φορά ήταν ήσυχη, τώρα όμως άρχισε να μπαίνει στη μέση στο τέλος κάθε αράδας. Την επόμενη φορά επαναλάμβανε τραγουδιστά τη μια μετά την άλλη τις λέξεις, μολονότι δεν ήταν ακόμη έτοιμη να διαβάσει μόνη της. Η Γκρέτα φανταζόταν πόσο ενοχλητικό θα ήταν αυτό για τον κόσμο μόλις θα γέμιζε το βαγόνι. Τα παιδιά στην ηλικία της Κέιτι δεν έχουν πρόβλημα με τη μονοτονία. Για την ακρίβεια τη λατρεύουν, βουτάνε μέσα της και τυλίγουν τη γλώσσα γύρω από τις οικείες λέξεις λες κι είναι καραμέλα που θα κρατήσει για πάντα.
Ένας νεαρός και μια νεαρή ανέβηκαν τη σκάλα και κάθισαν στην απέναντι πλευρά του διαδρόμου από εκεί που κάθονταν η Γκρέτα και η Κέιτι. Είπαν καλημέρα με μεγάλο κέφι και η Γκρέτα χαιρέτησε κι εκείνη. Η Κέιτι μάλλον αποδοκίμασε τη γνωριμία τους και συνέχισε να απαγγέλλει γλυκά, με το βλέμμα στο βιβλίο.
Από την απέναντι πλευρά ακούστηκε η φωνή του νεαρού σχεδόν τόσο χαμηλή όσο η δική της:
Στο Μπάκιγχαμ Πάλας αλλάζουν φρουρά –
ο Κρις και η Άλις πάνε κοντά.
Μόλις τελείωσε αυτό το απόσπασμα, άρχισε άλλο. «Σαμ-άι-αμ, δεν μ’ αρέσουν αυτά».
Η Γκρέτα γέλασε, όχι όμως και η Κέιτι. Η Γκρέτα έβλεπε πως η μικρή είχε σκανδαλιστεί λιγάκι. Να βγαίνουν ανόητες λέξεις από κάποιο βιβλίο, αυτό το καταλάβαινε, όχι όμως κι από το στόμα κάποιου δίχως βιβλίο.
«Συγγνώμη» είπε ο νεαρός στην Γκρέτα. «Είμαστε προνήπιο. Αυτά διαβάζουμε». Έσκυψε μπροστά και μίλησε στην Κέιτι σοβαρά και γλυκά.
«Ωραίο δεν είναι αυτό το βιβλίο;»
«Θέλει να πει ότι δουλεύουμε με προνήπια» είπε η νεαρή στην Γκρέτα. «Καμιά φορά τα μπερδεύουμε όμως».
Ο νεαρός συνέχισε να μιλάει στην Κέιτι.
«Λοιπόν, ίσως μπορώ να μαντέψω το όνομά σου. Πώς σε λένε; Μήπως Ρούφους; Μήπως Ρόβερ;»
Η Κέιτι δάγκωσε τα χείλη της αλλά δεν άντεξε να μην απαντήσει αυστηρά.
«Δεν είμαι σκύλος» είπε.
«Σωστά. Τι χαζούλης που ήμουν. Εγώ είμαι αγόρι και με λένε Γκρεγκ. Αυτό το κορίτσι το λένε Λόρι».
«Σε πείραζε» είπε η Λόρι. «Να του δώσω μια;»
Η Κέιτι το σκέφτηκε. «Όχι» είπε.
«“Η Άλις παντρεύεται στρατιώτη απ’ τη φρουρά”» συνέχισε ο Γκρεγκ, «“Οι στρατιώτες δουλεύουν πολύ σκληρά, λέει η Άλις”».
Στο δεύτερο Άλις, η Κέιτι μπήκε γλυκά στη μέση.
Η Λόρι είπε στην Γκρέτα ότι τριγυρνούσαν τους παιδικούς σταθμούς και έπαιζαν σκετς. Ήταν η λεγόμενη προετοιμασία για ανάγνωση. Στην πραγματικότητα ήταν ηθοποιοί. Η κοπέλα θα κατέβαινε στο Τζάσπερ, όπου θα δούλευε ως σερβιτόρα για το καλοκαίρι και θα παρουσίαζε και κάποια κωμικά νούμερα. Αυτό δεν ήταν ακριβώς προετοιμασία για ανάγνωση. Ψυχαγωγία ενηλίκων το έλεγαν.
«Χριστέ μου» είπε. Γέλασε. «Μάζευε κι ας είν’ και ρώγες».
Ο Γκρεγκ ήταν ελεύθερος και θα σταματούσε στο Σασκατούν. Εκεί ζούσε η οικογένειά του.
Ήταν κι οι δύο πολύ ωραίοι, σκέφτηκε η Γκρέτα. Ψηλοί, ευλύγιστοι, σχεδόν αφύσικα αδύνατοι, εκείνος με σγουρά σκούρα μαλλιά, εκείνη μαύρα μαλλιά και στιλπνά, σαν Παναγία. Λίγο αργότερα, όταν τους ανέφερε την ομοιότητα, της είπαν πως την είχαν εκμεταλλευτεί μερικές φορές όταν ήταν να βρουν κάπου να μείνουν. Διευκόλυνε πολύ τα πράγματα, μόνο που έπρεπε να θυμούνται να ζητούν δύο κρεβάτια και να φροντίζουν τη νύχτα να τα ξεστρώνουν.
Και τώρα, της είπαν, τώρα δεν χρειαζόταν πια ν’ ανησυχούν. Δεν υπήρχε τίποτα να σκανδαλίσει. Χώριζαν έπειτα από τρία χρόνια μαζί. Διήγαγαν ενάρετο βίο για μήνες, τουλάχιστον μεταξύ τους.
«Τώρα τέλος το Μπάκιγχαμ Πάλας» είπε ο Γκρεγκ στην Κέιτι. «Πρέπει να κάνω τις ασκήσεις μου».
Η Γκρέτα φαντάστηκε πως αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να κατέβει κάτω ή τουλάχιστον στον διάδρομο για λίγη γυμναστική, αντί γι’ αυτό όμως με τη Λόρι έριξαν πίσω το κεφάλι, τέντωσαν τον λαιμό κι άρχισαν να τιτιβίζουν, να κρώζουν και να λένε παράξενα, μονότονα τραγουδάκια. Η Κέιτι καταγοητεύτηκε, τα θεώρησε όλα αυτά δώρο, μια παράσταση για χάρη της. Συμπεριφέρθηκε μάλιστα σαν σωστό κοινό – έμεινε ακίνητη μέχρι που τελείωσε κι έπειτα ξέσπασε σε γέλια.
Κάποιοι άνθρωποι που είχαν σκοπό ν’ ανέβουν τη σκάλα είχαν σταματήσει στη βάση της, λιγότερο μαγεμένοι από την Κέιτι και δίχως να ξέρουν τι να κάνουν.
«Συγγνώμη» είπε ο Γκρεγκ χωρίς εξήγηση, αλλά με τόνο ζεστό και φιλικό. Άπλωσε το χέρι στην Κέιτι.
«Πάμε να δούμε αν έχουν παιδότοπο».
Η Λόρι και η Γκρέτα τούς ακολούθησαν. Η Γκρέτα ευχόταν να μην είναι από εκείνους τους μεγάλους που πιάνουν φιλίες με παιδιά κυρίως για να δοκιμάσουν τις δικές τους χάρες, κι έπειτα βαριούνται και κατσουφιάζουν όταν συνειδητοποιούν πόσο άοκνες μπορούν να γίνουν οι τρυφερότητες ενός παιδιού.
Μέχρι το μεσημεριανό ή και νωρίτερα ήξερε πια ότι δεν χρειαζόταν ν’ ανησυχεί. Αυτό που είχε συμβεί δεν ήταν να εξαντληθεί ο Γκρεγκ από τις εκδηλώσεις στοργής της Κέιτι, αλλά να μπουν στο παιχνίδι και κάμποσα άλλα παιδιά κι εκείνος να μη δείχνει με τίποτα πως εξαντλήθηκε.
Δεν έστησε διαγωνισμό. Διαχειρίστηκε την κατάσταση έτσι ώστε η προσοχή που είχε αρχικά τραβήξει πάνω του να στραφεί στη γνωριμία των παιδιών μεταξύ τους κι έπειτα σε παιχνίδια που ήταν ζωηρά ή ακόμα και άγρια, αλλά όχι κακοπροαίρετα. Δεν υπήρξαν ξεσπάσματα. Λάφυρα εξαφανίστηκαν. Απλώς δεν υπήρχε χρόνος – συνέβαιναν τόσα πιο ενδιαφέροντα πράγματα. Ήταν ένα θαύμα, πόση άνεση με τ’ αγρίμια σ’ έναν χώρο τόσο μικρό. Και η ξοδεμένη ενέργεια υποσχόταν υπνάκους το απόγευμα.
«Είναι εξαιρετικός» είπε η Γκρέτα στη Λόρι.
«Βασικά είναι εκεί» είπε η Λόρι. «Δεν κάνει οικονομία δυνάμεων. Ξέρεις, πολλοί ηθοποιοί το κάνουν αυτό. Κυρίως ηθοποιοί. Ψόφιοι εκτός σκηνής».
Αυτό κάνω κι εγώ, σκέφτηκε η Γκρέτα, οικονομία δυνάμεων, τον περισσότερο καιρό. Φυλάγομαι με την Κέιτι, φυλάγομαι με τον Πίτερ.
Στη δεκαετία που είχαν ήδη μπει, αλλά στην οποία τουλάχιστον εκείνη δεν είχε δώσει και μεγάλη σημασία, τέτοιου είδους πράγματα θα τα πρόσεχαν πολύ. Το «να είσαι εκεί» επρόκειτο να πάρει μια σημασία που δεν την είχε παλιότερα. Να πηγαίνεις με το ρεύμα. Να είσαι δοτικός. Κάποιοι άνθρωποι ήταν δοτικοί, άλλοι όχι και τόσο δοτικοί. Φράγματα ανάμεσα στο μέσα και στο έξω του μυαλού επρόκειτο να ποδοπατηθούν. Το απαιτούσε η αυθεντικότητα. Πράγματα όπως τα ποιήματα της Γκρέτα, πράγματα που δεν ξεχύνονταν με ορμή προς τα έξω, ήταν ύποπτα, ίσως και άξια χλευασμού. Εκείνη βέβαια συνέχιζε να κάνει αυτό που έκανε, να αγχώνεται υπερβολικά και να ερευνά εξονυχιστικά, μυστικά σκληρή σαν ατσάλι απέναντι στην αντικουλτούρα. Εκείνη τη στιγμή, πάντως, το παιδί της παραδινόταν στον Γκρεγκ και σ’ ό,τι έκανε εκείνος – η Γκρέτα ήταν ολοκληρωτικά ευγνώμων.
Το απόγευμα, όπως είχε προβλέψει η Γκρέτα, τα παιδιά πήγαν για ύπνο. Το ίδιο και οι μανάδες τους σε κάποιες περιπτώσεις. Άλλες έπαιζαν χαρτιά. Ο Γκρεγκ και η Γκρέτα έγνεψαν με το χέρι στη Λόρι όταν κατέβηκε στο Τζάσπερ. Η κοπέλα τούς έστειλε φιλιά από την πλατφόρμα. Εμφανίστηκε ένας μεγαλύτερος άντρας, της πήρε τη βαλίτσα, τη φίλησε στοργικά, κοίταξε κατά το τρένο και έγνεψε στον Γκρεγκ. Ο Γκρεγκ τού έγνεψε κι εκείνος.
«Ο τωρινός της αγαπητικός» είπε.
Κι άλλες χαιρετούρες καθώς ξεκινούσε το τρένο, κι έπειτα με την Γκρέτα πήγαν την Κέιτι πίσω στην κουκέτα τους, όπου τη μικρή την πήρε ο ύπνος ανάμεσά τους, την πήρε ο ύπνος ακριβώς τη στιγμή που το τρένο τραντάχτηκε. Άνοιξαν την κουρτίνα της κουκέτας να πάρουν αέρα, τώρα που δεν υπήρχε κίνδυνος να πέσει έξω το παιδί.
«Τρομερό να έχεις παιδί» είπε ο Γκρεγκ. Άλλη μια έκφραση καινούργια εκείνη την εποχή, ή τουλάχιστον καινούργια για την Γκρέτα.
«Συμβαίνει» του είπε.
«Είσαι τόσο ήρεμη. Τώρα θα πεις: “Έτσι είναι η ζωή”».
«Δεν θα το πω» είπε η Γκρέτα και κάρφωσε το βλέμμα πάνω του μέχρι που εκείνος κούνησε το κεφάλι και γέλασε.
Της είπε ότι μπλέχτηκε με την ηθοποιία λόγω της θρησκείας του. Η οικογένειά του ανήκε σε κάποια σέκτα για την οποία δεν είχε ακούσει ποτέ η Γκρέτα. Η σέκτα αυτή δεν είχε πολλά μέλη, αλλά ήταν πολύ πλούσια, ή τουλάχιστον έτσι ήταν κάποια μέλη της. Είχαν χτίσει μια εκκλησία με θέατρο μέσα, σε μια πόλη στα λιβάδια. Εκεί ήταν που άρχισε να παίζει πριν κλείσει τα δέκα. Ανέβαζαν παραβολές από την Αγία Γραφή, αλλά και από το σήμερα, για τα απαίσια πράγματα που συνέβαιναν στους ανθρώπους που δεν πίστευαν ό,τι εκείνοι. Η οικογένειά του ήταν πολύ περήφανη γι’ αυτόν και βέβαια το ίδιο κι εκείνος για τον εαυτό του. Ούτε στον ύπνο του δεν θα τους έλεγε όλα αυτά που συνέβαιναν όταν οι πλούσιοι προσήλυτοι έρχονταν να ανανεώσουν τους όρκους τους και να αναζωογονήσουν την αγιότητά τους. Τέλος πάντων, στ’ αλήθεια του άρεσε να παίρνει όλη την επιδοκιμασία και του άρεσε και η ηθοποιία.
Μέχρι που μια μέρα, έτσι απλά, του ήρθε η ιδέα ότι μπορούσε να γίνει ηθοποιός και να μην τα περνάει όλα αυτά στην εκκλησία. Προσπάθησε να το θέσει ευγενικά, όμως του είπαν πως είχε βάλει το χέρι του γι’ αυτό ο Διάβολος. Εκείνος είπε: χα χα, εγώ ξέρω ποιος έχει βάλει το χέρι του.
Αντίο.
«Δεν θέλω να νομίζεις πως ήταν όλα άσχημα. Ακόμη πιστεύω στην προσευχή και σ’ όλα αυτά. Ποτέ όμως δεν θα μπορούσα να πω στην οικογένειά μου τι συνέβαινε. Οτιδήποτε πλησίαζε έστω την αλήθεια θα τους σκότωνε. Μήπως κι εσύ δεν ξέρεις τέτοιους ανθρώπους;»
Του είπε πως, όταν πρωτομετακόμισαν με τον Πίτερ στο Βανκούβερ, η γιαγιά της, που ζούσε στο Οντάριο, είχε έρθει σε επαφή με έναν παπά τής εκεί εκκλησίας. Ο παπάς ήρθε να τους δει κι εκείνη, η Γκρέτα, του φέρθηκε πολύ ακατάδεχτα. Ο παπάς τής είπε ότι θα προσευχηθεί γι’ αυτήν κι εκείνη του μίλησε με έναν τρόπο σαν να του έλεγε: Μην μπαίνεις στον κόπο. Η γιαγιά της ήταν ετοιμοθάνατη εκείνη την εποχή. Η Γκρέτα ντρεπόταν και γινόταν έξαλλη που ντράπηκε κάθε φορά που το σκεφτόταν.
Ο Πίτερ δεν τα καταλάβαινε όλα αυτά. Η μητέρα του δεν πήγε ποτέ στην εκκλησία, μολονότι ένας λόγος που τον είχε μεταφέρει μέσα από τα βουνά ήταν προφανώς για να μπορούν να είναι καθολικοί. Εκείνος έλεγε πως οι καθολικοί είχαν πιθανόν ένα πλεονέκτημα, μπορούσες να παίζεις εκ του ασφαλούς μέχρι να πεθάνεις.
Ήταν η πρώτη φορά τον τελευταίο καιρό που η Γκρέτα σκέφτηκε τον Πίτερ.
Το θέμα ήταν πως έπινε μαζί με τον Γκρεγκ καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της βασανιστικής, αλλά και κάπως ανακουφιστικής κουβέντας. Ο νεαρός είχε βγάλει ένα μπουκάλι ούζο. Εκείνη πρόσεχε αρκετά, όπως έκανε με κάθε οινοπνευματώδες από το πάρτι των συγγραφέων κι έπειτα, αλλά σίγουρα κάποια επίδραση την είχε πάνω της το ποτό. Αρκετή ώστε ν’ αρχίσουν να τρίβουν απαλά ο ένας τα χέρια του άλλου κι έπειτα ν’ αρχίσουν λίγο να φιλιούνται και να χαϊδεύονται. Κι όλα αυτά αναγκαστικά πλάι στο σώμα του κοιμισμένου παιδιού.
«Να σταματήσουμε καλύτερα» είπε η Γκρέτα. «Αλλιώς θα είναι ελεεινό».
«Δεν είμαστε εμείς» είπε ο Γκρεγκ. «Κάποιοι άλλοι είναι».
«Πες σ’ αυτούς να σταματήσουν λοιπόν. Ξέρεις πώς τους λένε;»
«Περίμενε. Ρεγκ. Ρεγκ και Ντόροθι».
«Κόφ’ το, Ρεγκ. Έχω κι ένα αθώο παιδί».
«Μπορούμε να πάμε στην κουκέτα μου. Δεν είναι μακριά».
«Δεν έχω –»
«Έχω εγώ».
«Πάνω σου;»
«Όχι βέβαια. Τι τέρας νομίζεις πως είμαι;»
Τακτοποίησαν λοιπόν ό,τι ρούχο είχε αναστατωθεί, ξεγλίστρησαν από το κουπέ, έδεσαν προσεκτικά κάθε κουμπί της κουκέτας όπου κοιμόταν η Κέιτι και, με μια κάποια επιδεικτική αδιαφορία, προχώρησαν από το κουπέ της Γκρέτα στο δικό του. Αυτό δεν ήταν καθόλου απαραίτητο τελικά – δεν συνάντησαν κανέναν. Όσοι άνθρωποι δεν ήταν στο βαγόνι με τη θολωτή οροφή βγάζοντας φωτογραφίες τα αιώνια βουνά είτε βρίσκονταν στο μπαρ του τρένου είτε κοιμούνταν.
Στο ακατάστατο κουπέ του Γκρεγκ συνέχισαν από κει όπου είχαν μείνει. Δεν υπήρχε χώρος να ξαπλώσουν κανονικά δυο άνθρωποι, κατάφεραν όμως να κυλιστούν ο ένας πάνω στον άλλον. Στην αρχή πνιχτά γέλια χωρίς σταματημό, έπειτα το μεγάλο σοκ της ηδονής, δίχως να έχουν αλλού να κοιτάξουν παρά στα ορθάνοιχτα μάτια ο ένας του άλλου. Δαγκώνοντας ο ένας τον άλλον για να συγκρατήσουν κάποιον άγριο ήχο.
«Όμορφα» είπε ο Γκρεγκ. «Μια χαρά».
«Πρέπει να γυρίσω».
«Τόσο γρήγορα;»
«Μπορεί να ξυπνήσει η Κέιτι και δεν θα είμαι εκεί».
«Εντάξει, εντάξει. Πρέπει έτσι κι αλλιώς να ετοιμαστώ για το Σασκατούν. Τι θα γινόταν αν φτάναμε εκεί στη μέση όλου αυτού; Γεια σου, μαμά. Γεια σου, μπαμπά. Συγγνώμη μια στιγμή γιατί έχω να – ω ρε!»
Η Γκρέτα ντύθηκε και τον άφησε. Στην πραγματικότητα δεν την ένοιαζε ποιος θα την έβλεπε. Ήταν αδύναμη, σοκαρισμένη, αλλά κεφάτη, σαν μονομάχος –το σκέφτηκε μάλιστα προσεκτικά αυτό και χαμογέλασε– έπειτα από συνάντηση στην αρένα.
Έτσι κι αλλιώς, δεν συνάντησε ψυχή.
Η κάτω κόπιτσα της κουρτίνας ήταν ανοιγμένη. Ήταν σίγουρη πως θυμήθηκε να την κουμπώσει. Μολονότι, έστω και μ’ αυτήν ανοιχτή, η Κέιτι ήταν απίθανο να βγει και σίγουρα δεν θα το προσπαθούσε. Μια φορά που την άφησε η Γκρέτα για ένα λεπτό να πάει στην τουαλέτα, της είχε εξηγήσει λεπτομερώς ότι δεν πρέπει ποτέ να επιχειρήσει ν’ ακολουθήσει και η Κέιτι είχε πει «Δεν θα το έκανα», σαν εκτός απ’ όλα τα άλλα να ήθελε να δείξει πως η μαμά της της φερόταν σαν να ’ταν μωρό.
Η Γκρέτα έπιασε τις κουρτίνες για να τις ανοίξει διάπλατα και είδε πως η Κέιτι δεν ήταν εκεί.
Τρελάθηκε. Σήκωσε με μιαν απότομη κίνηση το μαξιλάρι, λες κι ένα παιδί στο μέγεθος της Κέιτι θα κατάφερνε να σκεπαστεί μ’ αυτό. Χτύπησε με τα χέρια την κουβέρτα λες και η Κέιτι θα μπορούσε να κρύβεται από κάτω. Επιβλήθηκε στον εαυτό της και προσπάθησε να σκεφτεί πού είχε σταματήσει το τρένο ή αν ήταν σταματημένο την ώρα που η ίδια ήταν μαζί με τον Γκρεγκ. Όσο ήταν σταματημένο, αν τελικά είχε σταματήσει, θα μπορούσε άραγε ένας απαγωγέας να έχει ανέβει στο τρένο και με κάποιο τρόπο να το είχε σκάσει με την Κέιτι μαζί;
Στάθηκε στον διάδρομο, προσπαθώντας να σκεφτεί τι έπρεπε να κάνει για να σταματήσει το τρένο.
Έπειτα σκέφτηκε, έβαλε τον εαυτό της να σκεφτεί, πως τίποτα τέτοιο δεν θα μπορούσε να έχει συμβεί. Μη γίνεσαι γελοία. Η Κέιτι θα ξύπνησε, θα είδε πως δεν ήταν εκεί η μαμά της και θα πήγε να τη βρει. Ολομόναχη, θα πήγε να τη βρει.
Εδώ κοντά, πρέπει να είναι κάπου εδώ κοντά. Οι πόρτες από τη μια κι από την άλλη άκρη του βαγονιού ήταν πολύ βαριές για να τις ανοίξει η μικρή.
Η Γκρέτα δεν μπορούσε να σαλέψει. Ολόκληρο το σώμα της, το μυαλό της, άδειασαν. Δεν μπορεί να συνέβη αυτό. Γύρνα πίσω, γύρνα πίσω, στο σημείο πριν πάει με τον Γκρεγκ. Σταμάτα εκεί. Σταμάτα.
Στην απέναντι πλευρά του διαδρόμου ήταν μια θέση ελεύθερη εκείνη τη στιγμή. Το πουλόβερ μιας γυναίκας και ένα περιοδικό είχαν μείνει να τη διεκδικούν. Λίγο πιο πέρα, μια θέση με τις κόπιτσες όλες κουμπωμένες, όπως ήταν πριν η δική της – η δική τους. Τις άνοιξε όλες με μια κίνηση. Ο γέρος που κοιμόταν εκεί γύρισε πλευρό, αλλά δεν ξύπνησε. Δεν υπήρχε τρόπος να κρύβει κάποιον.
Τι ηλιθιότητα.
Κι έπειτα άλλος φόβος. Ας πούμε πως η Κέιτι πήγε στη μια ή στην άλλη άκρη του βαγονιού και πράγματι κατάφερε ν’ ανοίξει μια πόρτα. Ή πως πήρε από πίσω κάποιον που την είχε ανοίξει. Μεταξύ των βαγονιών υπήρχε ένας μικρός διάδρομος όπου στην πραγματικότητα βάδιζες πάνω από το σημείο που συνδέονταν τα βαγόνια. Εκεί μπορούσες ξαφνικά και ανησυχητικά να νιώσεις την κίνηση του τρένου. Μια βαριά πόρτα πίσω σου και άλλη μια μπροστά σου, και δεξιά κι αριστερά στον διάδρομο η κλαγγή μεταλλικών ελασμάτων. Αυτά τα ελάσματα κάλυπταν τις σκάλες που έπεφταν όταν σταματούσε το τρένο.
Πάντα βιαζόσουν όταν διέσχιζες αυτά τα περάσματα, εκεί όπου ο κρότος και το κούνημα σου θύμιζαν ότι τα πράγματα συναρμολογούνται με τρόπο που, τελικά, ίσως δεν είναι και τόσο αναπόφευκτος. Σχεδόν ανέμελος αυτός ο κρότος και το κούνημα, κι όμως με τόση σπουδή.
Η πόρτα στην άκρη ήταν βαριά ακόμα και για την Γκρέτα. Ή την Γκρέτα την είχε εξαντλήσει ο φόβος. Έσπρωξε δυνατά με τον ώμο.
Κι εκεί, ανάμεσα στα βαγόνια, σ’ ένα από εκείνα τα μονίμως θορυβώδη ελάσματα – εκεί καθόταν η Κέιτι. Με μάτια ορθάνοιχτα και στόμα ελαφρώς ανοιχτό, έκπληκτη και μόνη. Δίχως καθόλου να κλαίει, όμως όταν είδε τη μητέρα της τινάχτηκε.
Η Γκρέτα την άρπαξε, την τράβηξε στον γοφό της και γύρισε τρεκλίζοντας στην πόρτα που μόλις είχε ανοίξει.
Όλα τα βαγόνια είχαν ονόματα για να τιμούν μάχες, εξερευνήσεις ή επιφανείς Καναδούς. Το όνομα του δικού τους βαγονιού ήταν Κόνοτ. Αυτό δεν θα το ξεχνούσε ποτέ.
Η Κέιτ ήταν σώα και αβλαβής. Τα ρούχα της δεν είχαν πιαστεί, όπως θα μπορούσαν, στις κινούμενες κοφτερές άκρες των μεταλλικών ελασμάτων.
«Πήγα να σε ψάξω» είπε.
Πότε; Ένα λεπτάκι πριν ή μόλις την είχε αφήσει η Γκρέτα;
Σίγουρα όχι. Κάποιος θα την είχε εντοπίσει εκεί, θα την είχε μαζέψει, θα είχε χτυπήσει συναγερμό.
Η μέρα ήταν ηλιόλουστη, αλλά όχι στ’ αλήθεια ζεστή. Το πρόσωπο και τα χέρια της ήταν πολύ κρύα.
«Νόμιζα πως ήσουν στις σκάλες» είπε.
Η Γκρέτα τη σκέπασε με την κουβέρτα στην κουκέτα τους και τότε ήταν που άρχισε να τρέμει η ίδια, σαν να είχε πυρετό. Ένιωσε άρρωστη, μάλιστα ένιωσε τη γεύση εμετού στο λαρύγγι της. «Μη με σπρώχνεις» είπε η Κέιτι και τραβήχτηκε μακριά.
«Μυρίζεις κάτι άσχημο» είπε.
Η Γκρέτα πήρε τα χέρια από πάνω της και έγειρε πίσω.
Ήταν τόσο φριχτό, τόσο φριχτές οι σκέψεις της για το τι θα μπορούσε να είχε συμβεί. Το παιδί ακόμη διαμαρτυρόταν έντονα και έμενε μακριά της.
Κάποιος σίγουρα θα την είχε βρει την Κέιτι. Κάποιος καλός άνθρωπος, όχι κακός, θα την είχε εντοπίσει εκεί πέρα και θα την είχε μεταφέρει κάπου όπου θα ήταν ασφαλής. Η Γκρέτα θα είχε ακούσει τη δυσάρεστη αναγγελία, την είδηση πως είχε βρεθεί ένα παιδί μόνο του στο τρένο. Ένα παιδί που είχε πει πως το λένε Κέιτι. Θα είχε τρέξει απ’ όπου κι αν βρισκόταν εκείνη τη στιγμή, θα συμμαζευόταν όσο καλύτερα μπορούσε, θα είχε τρέξει να ζητήσει το παιδί της και θα είχε πει ψέματα, πως είχε απλώς πάει στην τουαλέτα. Θα είχε τρομοκρατηθεί, όμως θα είχε γλιτώσει από την εικόνα που είχε τώρα, της Κέιτι να κάθεται σ’ εκείνον τον θορυβώδη χώρο, ανήμπορη ανάμεσα στα βαγόνια. Χωρίς να κλαίει, χωρίς να παραπονιέται, λες κι ήταν να καθίσει για πάντα εκεί πέρα δίχως καμιά εξήγηση, καμιά ελπίδα. Τα μάτια της ήταν αλλόκοτα ανέκφραστα και το στόμα της έχασκε απλώς ανοιχτό, ακριβώς πριν καταλάβει ότι σώθηκε και μπορέσει να βάλει τα κλάματα. Μόνο τότε θα μπορούσε να ξαναβρεί τον κόσμο της, το δικαίωμά της να υποφέρει και να παραπονιέται.
Τώρα έλεγε πως δεν νυστάζει, πως ήθελε να σηκωθεί. Ρώτησε πού ήταν ο Γκρεγκ. Η Γκρέτα είπε ότι είχε πάρει έναν υπνάκο, πως ήταν κουρασμένος.
Πήγαν με την Γκρέτα στο βαγόνι με τη θολωτή οροφή για να περάσουν το απόγευμα. Το είχαν σχεδόν όλο δικό τους. Οι άνθρωποι που έβγαζαν φωτογραφίες πρέπει να εξαντλήθηκαν πια τελείως στα Βραχώδη Όρη. Κι όπως είχε σχολιάσει ο Γκρεγκ, τα λιβάδια τούς φαίνονταν μονότονα.
Το τρένο σταμάτησε για λίγο στο Σασκατούν και πολλοί άνθρωποι κατέβηκαν. Ο Γκρεγκ ήταν ανάμεσά τους. Η Γκρέτα είδε να τον χαιρετάει ένα ζευγάρι που θα πρέπει να ήταν οι γονείς του. Αλλά και μια γυναίκα σε αναπηρικό καροτσάκι, πιθανόν κάποια γιαγιά, κι έπειτα κάμποσοι νεότεροι άνθρωποι που περιφέρονταν χαρούμενοι κι αμήχανοι. Κανείς τους δεν έμοιαζε με μέλος σέκτας ή αυστηρός και δυσάρεστος με οποιονδήποτε τρόπο.
Αλλά πώς να είσαι σίγουρος πως διέκρινες κάτι τέτοιο σε οποιονδήποτε;
Ο Γκρεγκ πήρε το βλέμμα από εκείνους κι έριξε μια βιαστική ματιά στα παράθυρα του τρένου. Η Γκρέτα τον χαιρέτησε από το βαγόνι με τη θολωτή οροφή κι εκείνος την αντιλήφθηκε και ανταπέδωσε τον χαιρετισμό.
«Να ο Γκρεγκ» είπε στην Κέιτι. «Κοίτα εκεί κάτω. Μας χαιρετάει. Θα τον χαιρετήσεις κι εσύ;»
Όμως η Κέιτι το βρήκε πολύ δύσκολο να τον αναζητήσει. Ή μπορεί και να μην προσπάθησε. Γύρισε την πλάτη με αξιοπρεπές και ελαφρώς προσβεβλημένο ύφος και ο Γκρεγκ, έπειτα από μια τελευταία αστεία χαιρετούρα, τη γύρισε κι αυτός. Η Γκρέτα αναρωτήθηκε μήπως η μικρή τον τιμωρούσε για λιποταξία, αρνούμενη να της λείψει ή ακόμα και να τον αναγνωρίσει.
Εντάξει, αν έτσι το θες, ξέχνα το.
«Ο Γκρεγκ σε χαιρέτησε» είπε η Γκρέτα όπως αναχωρούσε το τρένο.
«Το ξέρω».
Όσο η Κέιτι κοιμόταν πλάι της στην κουκέτα εκείνο το βράδυ, η Γκρέτα έγραψε ένα γράμμα στον Πίτερ. Ένα μακροσκελές γράμμα, που ήθελε να είναι αστείο, για τους κάθε λογής ανθρώπους που συναντάς στο τρένο. Που οι περισσότεροι από αυτούς προτιμούν να βλέπουν μέσα από τη φωτογραφική μηχανή αντί να κοιτάζουν το αληθινό, και ούτω καθεξής. Την ευχάριστη, σε γενικές γραμμές, συμπεριφορά της Κέιτι. Τίποτα για την απώλεια, βέβαια, ή την τρομάρα. Ταχυδρόμησε το γράμμα όταν τα λιβάδια ήταν πια πολύ πίσω και τα μαύρα έλατα συνεχίζονταν στο διηνεκές, τότε που για κάποιο λόγο τούς σταμάτησαν στη μικρή χαμένη πόλη Χόρνπεϊν.
Όσο ήταν ξύπνια, όλο τον χρόνο της εκείνα τα εκατοντάδες χιλιόμετρα τον αφιέρωνε στην Κέιτι. Ήξερε ότι τέτοια αφοσίωση εκ μέρους της δεν είχε εκδηλωθεί ποτέ ξανά στο παρελθόν. Στ’ αλήθεια φρόντιζε το παιδί, την έντυνε, την τάιζε, της μιλούσε τις ώρες εκείνες που ήταν μαζί και ο Πίτερ έλειπε στη δουλειά. Όμως η Γκρέτα είχε κι άλλα πράγματα να κάνει τότε στο σπίτι και η προσοχή της ήταν σπασμωδική, η τρυφερότητά της συχνά θέμα τακτικής.
Κι όχι μόνο επειδή υπήρχαν οι δουλειές του νοικοκυριού. Κι άλλες σκέψεις είχαν καταφέρει να παραμερίσουν το παιδί. Πριν ακόμη από την άχρηστη, εξαντλητική, ηλίθια ενασχόληση με τον άντρα στο Τορόντο, υπήρχε η άλλη δουλειά, η δουλειά της ποίησης, που απασχολούσε το μυαλό της για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της. Ξαφνικά, τώρα, αυτό της φαινόταν άλλη μια προδοσία – προς την Κέιτι, τον Πίτερ, τη ζωή. Και τώρα, εξαιτίας της εικόνας που έβλεπε στο μυαλό της, την Κέιτι μονάχη, την Κέιτι να κάθεται εκεί, στα μεταλλικά ελάσματα μεταξύ των βαγονιών – αυτό ήταν κάτι ακόμα από το οποίο εκείνη, η μητέρα της Κέιτι, θα έπρεπε να παραιτηθεί.
Αμαρτία. Είχε στρέψει αλλού την προσοχή της. Επίμονη, πεινασμένη προσοχή σε κάτι άλλο από το παιδί. Αμαρτία.
_____________
Έφτασαν στο Τορόντο κοντά στο μεσημέρι. Η μέρα ήταν σκοτεινή. Είχε καλοκαιρινές βροντές και αστραπές. Η Κέιτι δεν είχε ξαναδεί τέτοια αναστάτωση στη δυτική ακτή, όμως η Γκρέτα της είπε ότι δεν είχε τίποτα να φοβάται, κι απ’ ό,τι φάνηκε δεν φοβόταν. Ούτε την ακόμα μεγαλύτερη ηλεκτροφωτισμένη σκοτεινιά που συνάντησαν στη σήραγγα όπου σταμάτησε το τρένο.
«Νύχτα» είπε.
Όχι, όχι, είπε η Γκρέτα, απλώς έπρεπε να περπατήσουν μέχρι την άκρη της σήραγγας, τώρα που είχαν βγει από το τρένο. Έπειτα ν’ ανέβουν κάτι σκαλοπάτια ή μπορεί να υπήρχε και κυλιόμενη σκάλα, κι ύστερα θα βρίσκονταν σε ένα μεγάλο κτίριο κι ύστερα έξω, όπου θα έπαιρναν ταξί. Το ταξί ήταν ένα αυτοκίνητο, αυτό ήταν όλο, και θα τους πήγαινε στο σπίτι τους. Το νέο τους σπίτι, όπου θα ζούσαν για λίγο καιρό. Θα ζούσαν εκεί για λίγο καιρό κι ύστερα θα γυρνούσαν στον μπαμπά.
Ανέβηκαν σε μια ράμπα κι εκεί είχε μια κυλιόμενη σκάλα. Η Κέιτι κοντοστάθηκε, άρα και η Γκρέτα, μέχρι που τους προσπέρασε ο κόσμος. Τότε η Γκρέτα σήκωσε την Κέιτι και τη στήριξε στον γοφό της, ενώ κρατούσε τη βαλίτσα με το άλλο χέρι, σκύβοντας και κοπανώντας την πάνω στα κινούμενα σκαλοπάτια. Στην κορυφή ακούμπησε κάτω το παιδί και μπόρεσαν ξανά να κρατηθούν από το χέρι στο λαμπερό, μεγαλόπρεπο φως του σταθμού Γιούνιον.
Εκεί άρχισε να αραιώνει ο κόσμος που βάδιζε μπροστά τους, να τους παραλαμβάνουν εκείνοι που τους περίμεναν και φώναζαν το όνομά τους ή που απλώς πλησίαζαν και τους έπαιρναν τη βαλίτσα.
Όπως τώρα κάποιος πήρε τη δική τους. Πήρε τη βαλίτσα, πήρε την Γκρέτα και τη φίλησε για πρώτη φορά, αποφασιστικά και πανηγυρικά.
Ο Χάρις.
Πρώτα ένα σοκ, έπειτα ένα ανακάτεμα στα σωθικά της Γκρέτα, μια πελώρια καθίζηση.
Προσπαθούσε να κρατηθεί σφιχτά από την Κέιτι, όμως εκείνη τη στιγμή το παιδί τραβήχτηκε και ελευθέρωσε το χέρι του.
Δεν προσπάθησε να το σκάσει. Απλώς στάθηκε και περίμενε για ό,τι ήταν να γίνει μετά.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση Σοφίας Σκουλικάρη.