Όπως τα περισσότερα βιογραφικά ντοκιμαντέρ – ακόμα και τα άξια λόγου, ακόμα κι αυτά που έχουν να επιδείξουν πρωτότυπο, σπάνιο και σημαντικό υλικό ή/και ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις στο αντικείμενο τους, ακόμα κι αυτά που δεν είναι ασκήσεις νοσταλγίας ή ρεβιζιονισμού – έτσι και το Montage of Heck, μοιάζει σε κάτι στιγμές του άσκοπο και άστοχο. Εκτός αν ο στόχος του ήταν ένα ερασιτεχνικό ψυχογράφημα του τελευταίου «επικίνδυνου» ροκ σταρ, ενός τραγικού ήρωα που βρέθηκε από το πουθενά στη θέση του εκπροσώπου / απολογητή (άλλης) μιας οργισμένης γενιάς και τελικά το’πε και το’ κανε (κι ας μην το εννοούσε): αυτοκαταστράφηκε ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Θυμάμαι το δυσοίωνο ρίγος που προστέθηκε στην ήδη ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, όταν είδαμε από μακριά και βουτηγμένοι στις λάσπες, να βγάζουν τον Κερτ Κομπέιν με αναπηρικό καροτσάκι και ιατρική ρόμπα στη σκηνή για τη θριαμβευτική headliner εμφάνιση των Nirvana στο φεστιβάλ του Ρέντινγκ τον Αύγουστο του ’92, με την οποία ξεκινά το ντοκιμαντέρ. Καταλαβαίναμε βέβαια οτι επρόκειτο για θεατρικό σαρκασμό εις βάρος όλων των νοσηρών tabloid ιστοριών που τον ήθελαν διαρκώς ετοιμοθάνατο, αλλά είχε και μια αλλαζονεία το όλο στήσιμο, που αισθανόσουν οτι προκαλεί τη μοίρα.
Πρωτότυπο και σπάνιο υλικό ( «ευγενική προσφορά της οικογένειας του Κερτ Κομπέιν» ) διαθέτει πάντως, και μάλιστα πλούσιο, η ταινία του Brett Morgen, είτε πρόκειται για χειρόγραφα, ζωγραφιές και σημειώσεις, είτε για super 8 και βίντεο από διαφορετικές φάσεις της σύντομης ζωής του. Το πρόβλημα για μένα ήταν οτι ζοριζόμουν να το παρακολουθήσω, νοιώθοντας όλο και πιο έντονη τη ματαιότητα και την απόγνωση να με πλημμυρίζουν: Γιατί δηλαδή να τον βλέπω ξέγνοιαστο, μικρό παιδάκι να παίζει σε slow motion στα νεκρά, επαρχιακά προάστεια του Αμπερντίν, 109 μίλια νοτιοδυτικά του Σιάτλ; Και χρόνια αργότερα, μετά τη φήμη, σ’ αυτά τα home movies αβάσταχτης (για τον θεατή) οικειότητας με την Κόρτνι και το μωρό τους; Ειδικά κάτι σκηνές που είναι εμφανώς κόκκαλο και οι δύο, με το βρέφος σε ρόλο άβουλου αξεσουάρ ενός αναμφίβολα μεγάλου (και τρελού) έρωτα, σε κάνουν να αποστρέφεις πού και πού το βλέμμα, ακόμα κι αν έχουν περάσει είκοσι τόσα χρόνια από τότε. Άκυρη η υπόθεση, αλλά νομίζω οτι θα το μισούσε το ντοκιμαντέρ ο άνθρωπος που θα γινόταν ο Κερτ Κομπέιν, αν ζούσε. Ο νεκρός όμως, όχι μόνο δεν δεδικαίωται, αλλά δεν μπορεί φυσικά να έχει και άποψη.
ΔΕΙΤΕ ΤΟ TRAILER ΤΟΥ MONTAGE OF HECK
Αυτοί που μένουν πίσω έχουν όμως, και μάλιστα έντονη, φορτισμένη από το βάρος της απώλειας, ειδικά όταν δε μιλάμε για τελεία, αλλά για το αναπάντητο ερωτηματικό που αφήνει για πάντα κάθε αυτοκτονία. Προσωπικά ακούω βερεσέ τις αφηγήσεις της μάνας του (στην οποία ναι, έμοιαζε) που τον εγκατέλειψε στον πατέρα του, για τις ιδιαίτερες ευαισθησίες του: κάθε μάνα τα ίδια θα έλεγε, ειδικά αν πρόκειται για παιδί με προφανή δημιουργική / καλλιτεχνική προδιάθεση. Εν ολίγοις, παρά τα όσα ψυχογραφήματα έχουν επιχειρηθεί, και τις τόσες δραματικές μαρτυρίες, δεν προκύπτει από κάπου οτι ο Κερτ Κομπέιν είχε τόσο ξεχωριστή – τόσο ξεχωριστά προβληματική – παιδική ηλικία και, πολύ περισσότερο, εφηβεία. Από τις συνεντεύξεις με τους συγγενείς, ξεχωρίζει πάντως αυτή με την ενδιαφέρουσα και συγκροτημένη αδελφή του, Κιμ, ενώ οι αναπολήσεις της μαρτυρικής κοπέλας του πριν απογειωθεί η μπάντα, προκαλούν θλίψη ακριβώς επειδή πρόκειται για το κλασικό στόρι καρτερικής συντρόφου που μέσα της ήξερε οτι όταν κάποτε φτάσει το τραίνο για τον καλό της, εκείνη θα μείνει πίσω. Οι μονόλογοι της Κόρτνι ( η κόρη τους Φράνσις δεν εμφανίζεται παρότι ανήκει στους executives producers της ταινίας) αποτελούν ξεχωριστή κατηγορία, με πιο χαρακτηριστικό απόσπασμα το σημείο που λέει οτι η υπερβολική δόση / απόπειρα αυτοκτονίας που τον έστειλε σε κώμα το Μάρτιο του 1994 στη Ρώμη, οφείλεται στο οτι εκείνος διαισθάνθηκε (!) οτι της πέρασε από το μυαλό για πρώτη και τελευταία φορά η σκέψη να τον απατήσει. Φοβερή.
Το πιο άχαρο κομμάτι της ταινίας είναι κατά τη γνώμη μου οι σκηνές δραματοποιημένου animation που αφηγούνται αυθαίρετα φάσεις από την εφηβεία και την πρώιμη νεότητα του Κερτ Κομπέιν με τεχνοτροπία Disney / κλασικών εικονογραφημένων. Είχε δεχτεί πολλές αρνητικές κριτικές η απόπειρα δραματοποίησης των τελευταιών ημερών του Κομπέιν από τον Γκας Βαν Ζαντ στο Last Days, όμως έπιανε κάτι πολύ βαθύ και απροσδιόριστα ακριβές σχετικά με την δηλητηριώδη ατμόσφαιρα εκείνης της περιόδου. Αν κάτι επικυρώνει το ντοκιμαντέρ πάντως, είναι το εξαιρετικό γούστο που είχε στη μουσική, όπως φαίνεται από τα mixtape του (ένα εκ των οποίων δίνει και τον τίτλο στο Montage of Heck), αλλά και τη βαθιά πίστη του στους ηθικούς και αισθητικούς κώδικες του πανκ. Μάλιστα, ένα από τα πρώτα ονόματα που έπαιζαν για την μπάντα ήταν το The Reaganites (πιο αμερικάνικο πανκ όνομα, πεθαίνεις). Τώρα πώς πέρασαν απ΄αυτό στο άλλο, “ψυχοχίπικο” άκρο (Nirvana), ποιος ξέρει.
Η απότομη φήμη (και οι ηλίθιες ερωτήσεις των δημοσιογράφων) ανάγκασαν τον Κερτ Κομπέιν να απομονώνεται συχνά στην εικόνα του κυνικού junkie μηδενιστή. Κι όμως, οι ΑΡΧΕΣ που είχε θέσει στα σημειωματάρια του πριν τη φήμη, όπως παρουσιάζονται στην ταινία, μαρτυρούν μια ειλικρινή, καθαρή, νηφάλια, ώριμη αντίληψη που αρνείται να υποκύψει στις ευκολίες του μηδενισμού και της μοιρολατρίας:
– το πανκ ροκ σημαίνει ελευθερία
– έχω πλήρη συνείδηση της ειλικρίνειας στη φωνή μου
– μ΄αρέσει να κάνω έρωτα
– αγαπώ τους γονείς μου κι όμως διαφωνώ σχεδόν με οτιδήποτε αντιπροσωπεύουν
– κατανοώ και εκτιμώ την αξία που μπορεί να έχει η θρησκεία για κάποιους
– τα αισθήματα μου επηρεάζονται από τη μουσική
– χρησιμοποιώ κομμάτια και θρύψαλλα από τις προσωπικότητες των άλλων για να σχηματίσω τη δική μου
– απειλούμαι από τη γελοιοποίηση
Αυτή η τελευταία ήταν μάλλον μια πολύ επίπονη αποδοχή αδυναμίας, και στοιχείο – κλειδί στο ψυχολογικό του βραχυκύκλωμα, αν πιστέψουμε τον Κρις Νοβοσέλιτς (ευτυχώς απουσιάζει ο υπερ – μαιντανός του σύμπαντος Ντέιβ Γκρολ, λόγω διένεξης με την Κόρτνι – υπάρχει πιο άκυρο γκρουπ στην ιστορία από τους Foo Fighters;), που δηλώνει στην ταινία, με έκφραση ανάμεσα στο τρόμο και το δέος, οτι ο μεγάλος του φόβος ήταν η γελοιοποίηση: «αν ο Κερτ αισθανόταν ξαφνικά οτι κινδύνευε να γίνει αντικείμενο χλευασμού, τότε γινόταν ένας άλλος, αγνώριστος άνθρωπος». Αυτό το ξεγύμνωμα μιας τόσο βασανιστικής ανασφάλειας ήταν όμως που έδινε και δίνει στα τραγούδια των Nirvana αυτή την άγρια και ατόφια χροιά αυθεντικότητας που δύσκολα μπορεί να προμελετηθεί. Το Pennyroyal Tea νομίζω λέει περισσότερα από εκατό ντοκιμαντέρ:
Απόσταξη της ζωής που βρίσκεται μέσα μου / Είμαι αναιμικός γαλαζοαίματος / Δώσε μου ένα Λέοναρντ Κοέν κόσμο μετά θάνατον / ώστε να μπορώ ν’ αναστέναζω αιώνια / Είμαι τόσο κουρασμενος που δεν μπορώ να κοιμηθώ / Είμαι ένας ψεύτης κι ένας κλέφτης…