Είμαι μεγάλη fan των Arctic Monkeys, όσοι με γνωρίζουν το ξέρουν καλά. Για την ακρίβεια έχουν βαρεθεί να βλέπουν αναφορές σε όλο μου το σπίτι. Μέχρι και το μπρελόκ μου είναι από το merch της προηγούμενης κυκλοφορίας τους και στο κινητό μου υπάρχει ένα ηχητικό κλιπ από τη δεύτερη συνέντευξη που έκανα στον Alex Turner με αφορμή τη συναυλία με τους TLSP στην Ελλάδα το 2016 που μου τραγούδησε ένα κομμάτι των Duran Duran.
Θυμάμαι σαν χθες, το βράδυ που η δισκογραφική τους μου έστειλε το ‘Tranquility Base Hotel + Casino’ για να κάνω μία αποκλειστική προακρόαση για την Ελλάδα. Ήμουν λίγο δύσπιστη γι’ αυτό το “καλύτερο άλμπουμ της καριέρας τους” που εξυμνούσαν όλα τα μουσικά sites του εξωτερικού, μέχρι που πάτησα το play. Γιατί τα λέω όλα αυτά; Για να διευκρινίσουμε εξ’ αρχής ότι ναι μεν έχω μια μεγάλη αδυναμία στα μαΐμούδια αυτά αλλά πάντα διατηρώ τις επιφυλάξεις μου.
Έτσι και τώρα, ακούγοντας τα πρώτα singles από το έβδομο άλμπουμ, ένιωσα ότι άκουγα μια συνέχεια του προηγούμενου και πίστευα ότι δεν έχουν πάει πιο πέρα. Κι όμως. Αν στο ‘Tranquility’ η έμφαση είχε δοθεί στον Turner αφήνοντας τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας στο background, εδώ όλοι τους όχι μόνο βγαίνουν μπροστά αλλά μεγαλουργούν. Σε παραγωγή Τζέιμς Φορντ, το ‘The Car’ περιέχει δέκα νέα τραγούδια γραμμένα από τον Τέρνερ.
Οι ενορχηστρώσεις είναι σαν μικρά κομψοτεχνήματα, όσο περισσότερο ακούς κάθε τραγούδι, τόσο περισσότερα ανακαλύπτεις που ερεθίζουν την ακοή σου. Από το αισθησιακό funky ‘I Ain’t Quite Where I Think I Am’ με τα χορωδιακά φωνητικά, το ερεθιστικό μπάσο του Nick O’Malley και τα Τζέιμς-Μποντικά έγχορδα, μέχρι το βαρύγδουπο ‘Sculptures of Anything Goes’, το κινηματογραφικό ομώνυμο ‘The Car’ που μοιάζει με σκηνή από την ταινία ‘The Thomas Crown Affair’ ή το ορχηστρικό ‘Big Ideas’, που πραγματικά ακουγοντάς το νιώθω ότι θα δω μπροστά μου τον Steve McQueen με ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι. Και το αγαπημένο μου, το ‘Mr Schwartz’, που κρύβει μέσα του μία μελωδική γκρίζα μελαγχολία. Και μέσα σε όλα αυτά τα δεμένα με τη ‘70s αισθητική, ο Turner με φωνή άλλοτε βαθιά αισθησιακή και συχνά αέρινα εύθραυστη να χτυπάει νότες που δεν έχει ξαναχτυπήσει ποτέ πριν.
Για τους στίχους, τι να πω που δεν έχω ξαναπεί; Θεωρώ εδώ και χρόνια ότι ο Turner είναι ο στιχουργός της γενιάς του, δύσκολα κάποιος τον πλησιάζει. Οι περιγραφές του είναι σαν μικρά ποιήματα που μέσα στο βάθος του χρόνου θα βρουν τον δρόμο τους για να γίνουν χιλιάδες αφιερώσεις.
Από το ‘Body Paint’: «Straight from the cover shoot, there’s still a trace of body paint on your legs and on your arms and on your face, and I’m keeping on my costume, and calling it a writing tool and if you’re thinking of me, I’m probably thinking of you», μέχρι το ‘There’d Better Be A Mirrorball’: «Don’t get emotional, that ain’t like you, yesterday’s still leaking through the roof, that’s nothing new. I know I promised this is what I wouldn’t do, somehow giving it the old romantic fool seems to better suit the mood».
Το συγκρότημα άρχισε να ηχογραφεί το άλμπουμ το περασμένο καλοκαίρι, όταν επανασυνδέθηκε μετά το lockdown σε ένα μοναστήρι του 14ου αιώνα στο Σάφολκ. Στη συνέχεια πήγαν στο La Frette, το στούντιο που βρίσκεται σε ένα αρχοντικό στα περίχωρα του Παρισιού (εκεί όπου ηχογράφησαν μεγάλο μέρος του ‘Tranquility’) για τα φωνητικά του Turner. Τέλος, στα RAK Studios στο Λονδίνο, έγινε η ηχογράφηση με την 18μελή ορχήστρα εγχόρδων.
Μέχρι σήμερα, κάθε στούντιο άλμπουμ των Arctic Monkeys έχει φτάσει στο Νο. 1 στο Ηνωμένο Βασίλειο, από το ντεμπούτο τους ‘Whatever People Say I Am, That’s What I’m Not’ (2006), μέχρι το ‘Favorite Worst Nightmare’ (2007), το ‘Humbug’ (2009), το ‘Suck It and See’ (2011), το ‘AM’ (2013) και το ‘Tranquility Base Hotel + Casino’ (2018) του οποίου μάλιστα το βινύλιο έγινε μπεστ σέλερ. Όλοι περιμένουν να δουν αν το ‘The Car’ θα έχει την ίδια πορεία ή θα του την ανακόψει το νέο άλμπουμ της Taylor Swift που κυκλοφόρησε επίσης στις 21 Οκτωβρίου (αν συμβεί αυτό θα έχω χάσει πλέον εντελώς την πίστη μου στην μουσική ανθρωπότητα).
Αν ακούγοντας το ‘The Car’ σκέφτεστε ότι μοιάζει με ταινία, δεν θα έχετε πέσει έξω. Άλλωστε το παραδέχτηκε και ο ίδιος ο Turner σε πρόσφατη συνέντευξή του: «Ο τρόπος με τον οποίο δημιουργήθηκε η δουλειά αυτή τη φορά, δεν ήταν διαφορετικός -όπως το έχω εγώ στο μυαλό μου- από το να κάνω μια ταινία. Προφανώς δεν έχω ιδέα πώς είναι στην πραγματικότητα αυτό, αλλά υπήρξε μια μεγαλύτερη post-production περίοδος απ’ ότι άλλες φορές, προσπαθώντας να φροντίσω πολύ περισσότερο πώς ταιριάζουν όλα μαζί, ο χώρος και η δυναμική μέσα σε αυτό… να φτιάξω κάτι που λειτουργεί σωστά από την αρχή μέχρι το τέλος».