Γνωρίζαμε ότι οι συναυλίες των IDLES δεν είναι από τις συναυλίες που φεύγοντας θα πεις «Εντάξει μωρέ, μια χαρά ήταν». Ήμασταν προετοιμασμένοι για μια κατάσταση ακραία δυναμική και ευφορική και αυτός άλλωστε ήταν και ο λόγος που τους περιμέναμε τα τελευταία χρόνια με τεράστια δίψα. Και η προσμονή μας πήρε την επιβράβευση που της άξιζε το βράδυ του Σαββάτου 30 Σεπτεμβρίου.
Ήταν η δεύτερη μέρα του Plisskën Festival και ήδη είχα μάθει από γνωστούς και stories στο Instagram ότι την Παρασκευή το βράδυ η κατάσταση ήταν εκρηκτική και γεμάτη εκπλήξεις, αφήνοντας το κοινό να συζητά για το πιο δυνατό live της χρονιάς. Πήγα λοιπόν με αυτή την αγωνία που έχεις πάντα όταν έχεις χάσει την πρώτη τους εμφάνιση. Από τη μία ο ενθουσιασμός που επιτέλους θα το ζήσεις κι εσύ και από την άλλη το άγχος μήπως έχουν κουραστεί με το διήμερο σερί και δεν δώσουν τα γκάζια που έδωσαν την προηγούμενη.
Ευτυχώς με το που βγήκαν στη σκηνή, κατάλαβα ότι δεν χρειάζεται να ανησυχώ για τίποτα. Θα φτάσω όμως κι εκεί, αφού πρώτα αναφέρω και κάποια πράγματα για τις εμφανίσεις των υπολοίπων acts. Από το απόγευμα στις δύο σκηνές, την κεντρική και τη μικρή, εναλλάσσονταν ονόματα, ανεβάζοντας διαρκώς την ενέργεια του κόσμου που σιγά-σιγά όσο περνούσε η ώρα κατέφθανε εκεί.
Η Jasmine Golestaneh κι ο Eddie Cooper, δηλαδή οι ατμοσφαιρικοί Tempers από τη Νέα Υόρκη, έκαναν την αρχή στο main stage. Γενικά αυτά τα συγκροτήματα, τα λίγο dark, λίγο post new wave και άκρως μελωδικά, τα απολαμβάνω περισσότερο σε μικρές, κλειστές, σκοτεινές σκηνές αλλά κατάφεραν να μας βάλουν μέσα στο κλίμα και να ξεχάσουμε ότι ο ήλιος ήταν ακόμα ψηλά.
Αμέσως μετά, ανέβηκε στη μικρή σκηνή, ο Rhumba Club για δεύτερη συνεχόμενη μέρα. Το κοινό δεν ήταν μεγάλο αλλά φάνηκε να περνάει υπέροχα και εκείνος έκανε μέχρι και fashion statement με το έξαλλο ριγέ πουκάμισο που άφηνε τα μπράτσα του να φαίνονται και δεν καταλάβαινες αμέσως αν έχει σκιστεί κατά λάθος ή αν είναι επίτηδες έτσι. Ήταν επίτηδες έτσι. Αλλά τέλος πάντων, το θέμα είναι ότι έδωσε έναν ελαφρύ παλμό καθώς έπεφτε ο ήλιος.
Πάλι πίσω στη μεγάλη σκηνή, οι Pillow Queens από το Δουβλίνο έμπλεκαν ήδη τους indie ήχους με τα πιο φολκ φωνητικά από τις δύο τραγουδίστριες, τη Sarah Corcoran και την Pamela Connolly. Άλλες φορές μου έφεραν στο μυαλό Temper Trap στη θηλυκή εκδοχή τους και άλλες γυναικεία country συγκροτήματα από την Αμερική. Αναμφίβολα μια ανέμελη και ρυθμική εμφάνιση.
Ο Rashard Bradshaw ΑΚΑ Cakes Da Killa αμέσως μετά ανέβηκε στη μικρή σκηνή με τα μακριά κρόσσια του και ράπαρε δυνατά επάνω σε house, electro και funk ρυθμούς. Ήταν τόση η ενέργειά του που έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται ότι δεν θα μου έκανε καμία εντύπωση αν ξαφνικά όλοι στο κοινό άρχιζαν ένα ομαδικό ballroom dance.
Γενικά η ημέρα είχε τα πηγαινέλα της από τη μία σκηνή στην άλλη, οι οποίες όμως ευτυχώς δεν είχαν μεγάλη απόσταση μεταξύ τους. Στη μεγάλη σκηνή λοιπόν (βασικά κάτω από αυτή, μέσα στο πλήθος) ξεκίνησε μια κατάσταση που θύμισε κύκλο σε παραλία γύρω από τύπους που κάνουν σόου με φωτιές. Στη μέση όμως δεν ήταν κάποιος τέτοιος τύπος αλλά τα Mykki Blanco, που έτρεχαν γύρω-γύρω ξυπόλητα, ράπαραν φωνάζοντας δυνατά και χόρευαν με το κοινό. Γίναμε μία ωραία ατμόσφαιρα γίναμε μέχρι που ανέβηκαν επάνω στη σκηνή και εκεί κάπως λίγο αποσυνδέθηκα γιατί από ένα σημείο και μετά απλώς η φωνή ακουγόταν ακαταλαβίστικη και δεν ξέρω πόσα «This is BBC Radio 1» μπορούσα να ακούσω ακόμα.
Ευτυχώς έβαλε τα πράγματα στη σωστή τους θέση ο Τζίμης Πολιούδης ΑΚΑ Mazoha με την τρομερή του ενέργεια, την ανατριχιαστική φωνή του και τους σκαλωτικούς του στίχους που σου καίνε γλυκά τον εγκέφαλο. Ο κόσμος τον αγαπάει πολύ και αυτό φαίνεται σε κάθε του εμφάνιση. Και όσο τραγουδούσαμε μαζί του στο μικρό stage, στο μεγάλο οι τεχνικοί ετοίμαζαν τα όργανα για όσα θα επακολουθούσαν.
Γύρω στις 10:15 λοιπόν, χωρίς προλόγους και εισαγωγές, ξεπηδούν οι IDLES επάνω στη μεγάλη σκηνή και με το καλησπέρα σας, παφ, χαστούκι. Το φεγγάρι έχει ξεπροβάλει πίσω από τους βράχους και τα πέντε μέλη δεν μπορούν να περιμένουν. Ο J.Talbot ρωτάει φωνάζοντας το κοινό αν είναι έτοιμο να συγκρουστεί, το κοινό ουρλιάζει (πιο έτοιμο από ποτέ), κάνουν νόημα να ανοίξουμε στα δύο και να αφήσουμε έναν διάδρομο στη μέση ανοιχτό (το λεγόμενο wall of death δηλαδή) και μετά αρχίζει η παράνοια. Χοροπηδητό, σκόνη, χέρια πόδια στον αέρα, ένας ήχος στιβαρός και δυνατός σαν γροθιά στο στομάχι και η πεντάδα σε ένα ατελείωτο jump.
‘Colossus’, ‘Meds’, ‘I’m Scum’ με τον κόσμο να φωνάζει όλους τους στίχους απ’ έξω και να σκύβει χαμηλά για να πετάξει ξανά στον αέρα με ένα άλμα. Όταν έρχεται η στιγμή του ‘Mother’ o J.Talbot αναφέρει ότι είναι το πιο σημαντικό κομμάτι που έχει γράψει ποτέ, είναι το αγαπημένο του γιατί το έγραψε για τη μητέρα του και το κοινό ουρλιάζει. Και έρχεται η σειρά των ‘Grounds’ και ‘Crawl’ και όλοι μαζί με μία φωνή σε ένα πολύ δυνατό “Feeling not a fucking thiiiiiiiiiiiiiing”. Ο J.Talbot κυριολεκτικά σε έκσταση, δεν σταματά να μας ευχαριστεί που είμαστε εκεί, που δίνουμε όλη τη καλή μας ενέργεια και τη θέρμη μας προς αυτούς. Μας ζητάει συγγνώμη που άργησαν να έρθουν λόγω των διαφόρων αναποδιών που έτυχαν τα τελευταία 5 χρόνια και ξανά «Ένα μεγάλο ευχαριστώ που μας περιμένατε».
Σε κάποια στιγμή ακούγεται από τα χείλη του η φράση “Fuck the King” και όλοι μαζί αρχίζουμε να επαναλαμβάνουμε δυνατά. Προλογίζοντας το ‘Danny Nedelko’, ένα τραγούδι που έχει γραφτεί για τους μετανάστες, αρχίζει να μας μιλάει για τα όσα συμβαίνουν στην πατρίδα τους, το Ηνωμένο Βασίλειο. Θυμωμένος με το καθεστώς της Βασιλείας, με τους φασίστες, τους εθνικιστές και τα δεξιά κόμματα αναφέρει ότι οι μετανάστες είναι αυτοί που έκαναν το Ηνωμένο Βασίλειο μια χώρα με τόση μεγάλη ανάπτυξη, που πρόσφεραν τόσα πολλά και πως ελπίζει ότι θα ξαναγίνει ένας τόπος για όλους τους λαούς, με αγάπη. Αφιερώνοντας λοιπόν το ‘Danny Nedelko’ σε αυτούς τους ανθρώπους, γιατί, όπως λέει: «Η αγάπη είναι μια φωτιά που καίει μέσα μας και σε αυτή τη φωτιά και αυτούς τους ανθρώπους είναι αφιερωμένο», η κατάσταση γίνεται πραγματικά ντελιριακή σε σημείο που ο Mark Bowen αρχίζει να “περπατάει” πάνω στο κοινό φωνάζοντας “Danny Nedelko Community So Fuck You” και εκεί που δεν θέλουμε να τελειώσει το βράδυ, μας λένε ότι θα παίξουν το τελευταίο κομμάτι και ξέρουμε ότι δεν θα υπάρχει encore αφού δεν τους αρέσει να κάνουν τέτοια παιχνίδια με το κοινό. Μας αποχαιρετούν με το “Rottweiler” και την υπόσχεση ότι θα μας ξανάρθουν. Το καλό που τους θέλω!