Ο Γιάννης Αγγελάκας επιμένει να κάνει αυτό που ξέρει. Να μπλέκει την ελληνική παράδοση με το ροκ και την ψυχεδέλεια. Να μιλάει για φόβους και θεριά, να σαρκάζει, να ξορκίζει το κακό με εκστατικές εκρήξεις. Να αγκαλιάζει τρυφερά τα εύθραυστα και ταλαιπωρημένα πλάσματα αυτού του τόπου.
Δεν είναι εύκολο να διατηρήσεις την καλλιτεχνική σου ταυτότητα τόσα χρόνια. Σχεδόν 40 από το 1983 που μαζί με τον Γιώργο Καρρά έφτιαξαν το συγκρότημα Τρύπες. Από το 2001 που ακολούθησε άλλους δρόμους και άλλες συνεργασίες, κατάφερε να παραμείνει πιστός εκφραστής ενός ανήσυχου, σκεπτόμενου κοινού που διψά για μέρες πραγματικά φωτεινές. Εκείνες τις μέρες που η σκιά του μεγάλου άδικου δεν θα κρύβει πια τον ήλιο από τα μάτια.
Μοιάζει με σοφό ποιητή που στέκεται στον βράχο του και με βραχνή φωνή απαγγέλει ιστορίες. Και η φωνή του έχει αυτό το οικείο και παρηγορητικό στοιχείο που σε κάνει να πιστεύεις ότι ακόμα και αν δεν αλλάξουν όλα, τουλάχιστον κάποιος σε σκέφτεται και μιλάει για σένα. Κάποιος νοσταλγεί τη χαμένη του αθωότητα όπως κι εσύ. Κάποιος κάνει τη λύπη του χαρά και τον θάνατο, γιορτή. Γιατί αυτός ήταν και θα είναι ο Γιάννης Αγγελάκας. Ένας δημιουργός που προκαλεί αταξία και αναταραχή σε μια ταξική, στατική μιζέρια. Ένας μουσικός επαναστάτης.
Το πολυαναμενόμενο νέο άλμπουμ του “Έχω κέφια”, είναι το δεύτερο με το συγκρότημα των 100 °C και αποτελείται από 11 τραγούδια. Ηχογραφήθηκε αποσπασματικά, με μικρά και μεγάλα διαλείμματα, μέσα στο 2020 και το 2021.
«Μ’ άγρια θεριά και τρυφερούς ανθρώπους βρέθηκα, γλέντησα κι έκλαψα μαζί τους μα δεν στάθηκα, πιο πέρα είχα να πάω…». Οι στίχοι του πρώτου single του άλμπουμ είναι εμπνευσμένοι από τους στίχους του τραγουδιού “Uzun Ince Bir Yoldayim” του σπουδαίου Τούρκου τροβαδούρου Aşık Veysel. Ένα τραγούδι που ξεκινά σαν ένα ήρεμο ταξίδι και καταλήγει σε ένα ντελιριακά ψυχεδελικό ξέσπασμα, σαν λύτρωση πριν το τέλος της διαδρομής.
«Κάτι μέρες που περνάνε πριν ακόμα ξημερώσουν προτού φτάσουν ως εδώ. Και γκρινιάζω στους ανέμους, Θε μου μόνο το δικό μου άστρο είναι πάντα ραγισμένο, είναι πάντα σκοτεινό. Ακούω τον ουρανό να γελάει και βάζω τα γέλια κι εγώ». Σε προκαλεί να κουνηθείς στον ρυθμό του και να κάνεις ακριβώς αυτό που λένε και οι στίχοι του, να γελάσεις με την ψυχή σου ακόμα και όταν πάνε εκνευριστικά λάθος.
«Ας διασχίσουμε επιτέλους τον ωκεανό της λύπης. Στις κακοτοπιές του πόνου πες μου τι τ’ ωραίο βρίσκεις. Πέρα απέναντι ίσως βρούμε άλλα αλλιώτικα λιμάνια. Αγκαλιά να τραγουδάμε διάολοι, άγγελοι και αλάνια». Ταξιδιάρικη ενορχήστρωση, εθιστικό ριφάκι, μελαγχολικό και τρυφερό, σε κάνει να ονειρεύεσαι αυτά τα αλλιώτικα λιμάνια.
«Τι είχανε, τι χάσανε, γεννήθηκαν αόρατοι και ζήσαν σαν νεκροί. Κι ένα μονάχα μάθανε, ο πόνος είναι η φωτιά που μαγειρεύει τη ζωή. Οι άνθρωποι που ζήσαν σαν νεκροί, οι άνθρωποι που ζούνε σαν νεκροί. Τους τραγουδώ με τη φωνή και την καρδιά του πληγωμένου ποιητή». Fusion ήχος, σαν ένας ψυχεδελικός τζαζ/ροκ αυτοσχεδιασμός και ένα κάλεσμα στην εσωτερική αφύπνιση.
«Ο έρωτάς σου είν’ η κλωστή που μ’ οδηγεί στ’ αστέρια. Έχουμε άνοιξη εδώ και μεθυσμένα αηδόνια κι έναν χαδιάρικο καιρό που ονειρευόμουν χρόνια». Ένα ψυθίρισμα, ένα τρυφερό ερωτικό ταίριασμα. Νωχελικό, τεμπέλικο και λιγωτικό, σαν δύο ξαπλωμένα, αγκαλιασμένα σώματα κάτω από το θρόισμα των φύλλων ένα καυτό μεσημέρι. Συμμετέχει η κοκοροχωρωδία Πλάκας Λήμνου (ηχογραφημένη από τον Γ.Α.) και ένας γκιώνης από τον Καλαβρό της Βορειοανατολικής Κρήτης (ηχογραφημένος από τον Γιώργη Δρετάκη).
«Μακάριος κι αυτός που στα σκουπίδια ξέρει πάντα πως θα βρει φαΐ για να ταΐσει και γυναίκα και παιδί. Κι οι θλιβεροί ολιγάρχες μας που μάθαν απ’ το αίμα μας να ζουν. Όταν πρησμένοι πέφτουνε για ύπνο και βογγούν, εύχονται όνειρα ποτέ τους να μη δουν». Η στιγμή που πάντα περιμέναμε να μας χαρίσει ο Γιάννης Αγγελάκας, η στιγμή που στέκεται απέναντι στα μίζερα ανθρωπάκια αυτού του τόπου και τα φτύνει στα μούτρα με απαξίωση και σαρκασμό. Η ένταση των στίχων γίνεται ένα με τα ηλεκτρονικά στοιχεία και οι δονήσεις μοιάζουν με μία οργισμένη διαδήλωση.
«Σαν καραβάκι χάρτινο στα τρίσβαθα του χρόνου βουλιάζει η ψυχούλα μου και τα πανιά της λιώνουν. Οι αγάπες μου τρελά πουλιά ‘πο πάνω μου πετούνε και μες στην άηχη σκοτεινιά θλιμμένα κελαηδούνε». Ένα παράπονο, ένας πικραμένος μονόλογος που ακολουθεί τη σταδιακή κορύφωση της μελωδίας και πετάει μέσα στα γκρίζα σύννεφα για να βρει ένα άνοιγμα προς τον ήλιο.
«Τους λυγμούς μας τους ακούν μόνο τα πουλιά. Αυτά που πετάν ελεύθερα κι αυτά που αγρυπνούν σε κλουβιά. Κι αυτά που ποτέ μας δεν είδαμε γιατί ποτέ δεν κατέβηκαν τόσο μα τόσο χαμηλά, τους λυγμούς μας τους ακούνε κι αυτά». Μελωδική λούπα, από αυτές που σε ζαλίζουν και σε τραβούν στη δίνη τους.
«Δεν χωράει μέσα στ’ όνειρό το ψέμα. Μου μιλάς και ακούω τραγούδια στοιχειωμένα. Ξημερώνει κι ένα μόνο σου ζητάω. Άσπρη νύχτα μη μ’ αφήνεις, σ’ αγαπάω. Ξημερώνει και η πόλη ξαναρχίζει να ιδρώνει, να σπαράζει και να βρίζει». Υπάρχει μια ένταση και μια οργή σε αυτό το τραγούδι που αρχικώς μοιάζει με νυχτερινό νανούρισμα. Ακριβώς όπως τη νύχτα που φαινομενικά όλα είναι ήρεμα αλλά στην πραγματικότητα συμβαίνουν πολλά. Άλλα άγρια, άλλα τρυφερά. Καταπληκτική η μουσική αλληγορία.
«Νιαουρίζει το στομάχι μου. Ο λύκος που κατάπια, κοίτα να δεις τι γίνεται, τη μια είσ’ ανήμερο θεριό, την άλλη ψόφια γάτα. Τον είδα ‘γω πως χάρηκε σαν έπεσα στο δρόμο του αθώο προβατάκι. Μα έμεινα ατάραχο και έκανα την πάπια και μόλις με πλησίασε μια χλαπ και τον κατάπια. Έχω κέφια, έχω κέφια, θα σας πω και άλλα τέτοια». Αγγελάκας χωρίς λύκο δεν γίνεται, γίνεται; Το τραγούδι που έδωσε τον τίτλο του άλμπουμ είναι γεμάτο σαρκασμό και μουσικά παντρέματα. Σαν μία ξέφρενη παρέλαση μπροστά σε έκπληκτο κοινό.
«Και αυτή τη νύχτα πόσοι εργάτες γενναίοι και τρυφεροί, πλάσματα αγγελικά, αφηνιασμένα μέσα σε μαύρες σήραγγες, σε ζοφερές στοές δουλεύουν δίχως έλεος, δίχως ανάσα. Γελώντας, τραγουδώντας σκάβουν τα μύχια σπλάχνα. Ξεθάβουνε το φως σπυρί σπυρί για να ‘χουμε αύριο στην ώρα της άλλη μια ένδοξη και λαμπερή αυγή». Τη μουσική εδώ έχει γράψει ο Αλέκος Κόντζογλου και μου έφερε στο μυαλό τον Πέτρο και τον Λύκο του Προκόφιεφ. Επιβλητική με μία δόση φόβου όπως σε αυτό το παραμύθι που πίσω από τους καλούς παραμονεύουν οι κακοί. Σαν τη ζωή δηλαδή.
Ο ίδιος ο Γιάννης Αγγελάκας, μιλώντας για το νέο του άλμπουμ είπε: «Και πώς αλλιώς θα μπορούσα να ονομάσω έναν δίσκο που η ηχογράφησή του ξεκίνησε λίγο πριν την πανδημία και τις εύφορες καραντίνες της και ολοκληρώθηκε λίγο πριν την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και με μια ακόμα πυρηνική απειλή να πλανιέται χαρμόσυνη πάνω απ’ τα κεφάλια μας; Και τέλος πάντων εγώ κι οι συνεργάτες μου, σαν χαρούμενοι, περήφανοι πολίτες αυτής της αξιοσέβαστης, ελεύθερης, πλούσιας και δίκαιης χώρας που χαίρει άκρας ψυχικής υγείας και κοινωνικής ειρήνης, πως αλλιώς θα μπορούσαμε να ονομάσουμε τον δίσκο μας; Την ευγνωμοσύνη μας για όλα αυτά τραγουδάμε. Καλή σας διασκέδαση. Γιάννης Αγγελάκας».