ΜΟΥΣΙΚΗ

Ο David Bowie μέσα από τις εποχές και το αστρικό σύμπαν

Μια φορά κι έναν καιρό, η Γη απέκτησε τον δικό της εξωγήινο που δεν έφτασε με διαστημόπλοιο και δεν έσκασε στον ουρανό σαν κομήτης. Κι όμως, ο David Bowie δεν ήταν ποτέ από εδώ. Και το ήξερε. Έμοιαζε να γεννήθηκε μέσα από ένα κενό που κανείς δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Ένα κενό ανάμεσα στον άνθρωπο και τον μύθο. Από τη στιγμή που πάτησε το πρώτο του βήμα στο μουσικό σύμπαν, φάνηκε να ανήκει αλλού. Κάπου ανάμεσα στη γη και στον ουρανό, στη φαντασία και στην πραγματικότητα. Και αυτό ακριβώς ήταν που τον έκανε μοναδικό.

Από το Space Oddity μέχρι το Blackstar, η μουσική του ξεχειλίζει από χαρακτήρες που ακροβατούν ανάμεσα στο ανθρώπινο και το εξωγήινο. Ο Major Tom, ο Ziggy Stardust, ο Thin White Duke, όλοι τους φιγούρες κάποιου που ένιωθε, και ίσως ήταν, πιο κοντά στα αστέρια παρά στα φώτα της πόλης, μέχρι που τελικά χάθηκε και ο ίδιος σαν ένα μαύρο αστέρι.

Στο Space Oddity (1969), ο Major Tom ξεκινά την αφήγηση και αιωρείται μόνος του, χαμένος, χωρίς δυνατότητα επιστροφής: ένας αστροναύτης που αποκόπτεται από τη Γη, αφήνοντας πίσω του τις ανθρώπινες αλυσίδες. Δεν προσπαθεί να επιστρέψει. Αποδέχεται τη μοίρα του, αφήνοντας πίσω μια κοινωνία που τον καταπνίγει. Το Space Oddity είναι το κομμάτι που τον εκτοξεύει στο μουσικό σύμπαν και γίνεται η προσωπική του εξερεύνηση στο διάστημα, αποτυπώνοντας την απόλυτη αίσθηση αποξένωσης. Ο Major Tom είναι η τέλεια αλληγορία για την ανθρώπινη εμπειρία – το αίσθημα του να είσαι παγιδευμένος σε ένα σώμα, σε έναν κόσμο, σε μια κοινωνία που δεν σε καταλαβαίνει. Αυτό το αίσθημα αποξένωσης άλλωστε επαναλαμβάνεται και στο Life on Mars? (1971).

Η δεκαετία του ’70 τον βρίσκει να ξαναγεννιέται μέσα από το glam rock και να πετά γκλίτερ στην καταπιεσμένη συνείδηση της κοινωνίας. Ο Ziggy Stardust, ένας εξωγήινος με κόκκινα μαλλιά και λαμπερά κοστούμια, δεν είναι απλώς ένας χαρακτήρας, αλλά η φωνή των outsiders, εκείνων που νιώθουν ότι δεν ανήκουν. Και τους λέει ότι δεν χρειάζεται να ανήκουν, ότι μπορούν να κυριαρχήσουν.

Το 1972, με το άλμπουμ The Rise and Fall of Ziggy Stardust and the Spiders from Mars, ο Bowie κάνει κάτι που ελάχιστοι είχαν τολμήσει. Φτιάχνει ένα concept άλμπουμ που μοιάζει με θεατρικό έργο σε πολλές πράξεις. Ο Ziggy είναι μια περσόνα με δική της ιστορία που μιλάει για το τέλος του κόσμου, την έλευση ενός σωτήρα από τα αστέρια και τη σύνθλιψη της ταυτότητάς του από τη δόξα. Το απόλυτο σύμβολο της ρευστής ταυτότητας, με makeup, glitter και ρούχα που θολώνουν τα όρια μεταξύ φύλων και ειδών, ένας χαρακτήρας που δεν ανήκει πουθενά. Είναι εξωγήινος επειδή αρνείται να ενταχθεί. Το άλμπουμ είναι βαθιά πολιτικό, με έμφαση στη σεξουαλικότητα και την αποδοχή του διαφορετικού. Οι συναυλίες γίνονται τελετές και ο Bowie αποκτά οπαδούς που τον λατρεύουν σαν θεό. Και ξαφνικά, το 1973 ανακοινώνει το τέλος του Ziggy στη σκηνή, αφήνοντας τους πάντες άναυδους. Λογικό, αφού δεν μπορεί να μείνει ποτέ στο ίδιο σημείο για πολύ.

Στα 70s, ο Bowie μετακομίζει στο Βερολίνο. Το καλούπι του Ziggy έχει σπάσει και γεννιέται ένα άλλο: του Thin White Duke. Στο άλμπουμ Station to Station (1976), αποκαλύπτει έναν πιο σκοτεινό Bowie, ψυχρό, υπολογιστικό και εθισμένο στις ουσίες. Εδώ ο εξωγήινος γίνεται σχεδόν απάνθρωπος, απεικονίζοντας τη μοναξιά ενός άντρα που έχει χάσει την ταυτότητά του. Την ίδια χρονιά πρωταγωνιστεί στην ταινία “The Man Who Fell to Earth”, παίζοντας έναν εξωγήινο που προσγειώνεται στη Γη αναζητώντας νερό για να σώσει τον δικό του πλανήτη, στην πορεία, όμως, πέφτει θύμα της ίδιας της ανθρώπινης φύσης. Του εθισμού, της απώλειας, της μοναξιάς. Ο χαρακτήρας του, Thomas Jerome Newton, ενσαρκώνει όλα τα θέματα που υπάρχουν και στη μουσική του, και το βλέμμα του, κενό αλλά και γεμάτο τρόμο, είναι το βλέμμα ενός άντρα που δεν μπορεί να βρει σπίτι, ούτε καν στο δικό του σώμα. Ο Bowie ενσαρκώνει αυτή την αίσθηση του ξένου με τέτοια αυθεντικότητα, που πολλοί αναρωτιούνται αν όντως κατάγεται από αλλού. Η ίδια η εμφάνισή του -με τα αμφιλεγόμενα χρώματα στα μάτια του και τη λεπτή, αγγελική του μορφή- μοιάζει να προδίδει ότι δεν ανήκει σε αυτόν τον κόσμο.

Με τον Brian Eno στο πλευρό του, δημιουργεί τη λεγόμενη “Βερολινέζικη Τριλογία”: τα άλμπουμ Low (1977), Heroes (1977) και Lodger (1979). Μια τριλογία πειραματισμού, με ηλεκτρονικά στοιχεία, ambient ήχους και στίχους γεμάτους μελαγχολία και υπαρξιακή αναζήτηση. Το Heroes, το εμβληματικό τραγούδι του, είναι εμπνευσμένο από ένα ζευγάρι που φιλιέται δίπλα στο Τείχος του Βερολίνου, σαν ένα σύμβολο ελπίδας σε μια διχασμένη πόλη και μεταμορφώνεται σε ύμνο για όσους νιώθουν διχασμένοι, ανάμεσα σε κόσμους.

Τα ’80s τον σπρώχνουν σε εμπορικά μονοπάτια, αλλά ακόμα και εκεί, με το Let’s Dance (1983), αποδεικνύει ότι μπορεί να παίζει το παιχνίδι χωρίς να χάνει το μυστήριο. Το άλμπουμ γίνεται τεράστια επιτυχία, με τραγούδια όπως το China Girl και το ομώνυμο κομμάτι να γίνονται ύμνοι της δεκαετίας και ο ίδιος μεγάλο pop είδωλο, με τα βίντεοκλιπ του να παίζουν συνεχώς στο MTV και τις συναυλίες του να γεμίζουν στάδια.

Αλλά δεν βολεύεται και δεν επαναπαύεται ούτε τότε. Στα ’90s αφήνει πίσω του την εμπορική επιτυχία και βυθίζεται ξανά στον πειραματισμό. Δεν φοβάται να εξερευνήσει νέα εδάφη, ακόμα κι αν αυτά δεν βρίσκουν άμεση αποδοχή από το κοινό, και στέκεται κοντά σε νέα συγκροτήματα και μουσικούς, αναδεικνύοντας νέα ταλέντα.

Το άλμπουμ Blackstar (2016) είναι το απόλυτο κύκνειο άσμα. Κυκλοφορεί στις 8 Ιανουραρίου, ημέρα των γενεθλίων του και μόλις δύο μέρες πριν τον θάνατό του, και μοιάζει σαν να αποχαιρετά τον πλανήτη, επιστρέφοντας στο διάστημα από όπου υποτίθεται πως ήρθε, αφήνοντας τους θαυμαστές του σε σοκ. Τα τραγούδια, γεμάτα συμβολισμούς για τη θνητότητα και την επαναγέννηση, λειτουργούν ως το τελευταίο μήνυμα ενός ανθρώπου που πάντα έπαιζε με τον χρόνο και μαρτυρούν μια πνευματική μετάβαση. Ο Bowie δεν φοβάται τον θάνατο, τον αντιμετωπίζει σαν το επόμενο κεφάλαιο. Και, όπως πάντα, το κάνει με στυλ: φορώντας τη μάσκα ενός outsider που επιστρέφει στον ουρανό.

Ο Τελικός Χαιρετισμός

Ο David Bowie δεν ήταν ποτέ απλώς ένας μουσικός. Ήταν ένας μεταφραστής της ανθρώπινης εμπειρίας, ένας καλλιτέχνης που μιλούσε για τους φόβους, τα όνειρα και την ανάγκη μας να ανήκουμε. Έβαλε μπροστά την ιδέα ότι το να είσαι “ξένος” δεν είναι αδυναμία αλλά υπερδύναμη και μέσα από τους εξωγήινους χαρακτήρες του έμαθε στον κόσμο ότι η διαφορετικότητα μπορεί να είναι απελευθερωτική. Και ίσως αυτό να ήταν το μεγαλύτερο δώρο του: να μας κάνει όλους να νιώσουμε λίγο πιο ανθρώπινοι, ακόμη και όταν βλέπαμε τον εαυτό μας σαν alien. Ήταν πάντα ο παρατηρητής, ο επισκέπτης από άλλο πλανήτη, που σκάναρε με το βλέμμα του τον κόσμο και τον αποτύπωνε μέσα από στίχους που έμοιαζαν άλλοτε προφητικοί και άλλοτε σαν μηνύματα από άλλο γαλαξία.

Αντιγόνη Πάντα-Χαρβά