ΜΟΥΣΙΚΗ

The National: Οι “sad dads” κάνουν στην άκρη τα τοξικά σχόλια εδώ και 24 χρόνια

Για περισσότερο από δύο δεκαετίες, οι National έχουν γράψει δεκάδες κομμάτια για εκείνη τη μορφή της θλίψης που πλανάται καθημερινά στις ψυχές των ανθρώπων και κορυφώνεται. Στη μακρά πορεία της μαζικής αποδοχής που έχουν λάβει, δεν έχουν εκλείψει κι εκείνες οι φωνές που επιμένουν να τους χλευάζουν εξαιτίας της «εμμονής» τους με τη θλίψη. Αρκετοί κριτικοί έχουν χαρακτηρίσει το συγκρότημα των “sad dads”, όπως τους αποκαλούν, ως «το τελευταίο καταφύγιο των μεσήλικων ανδρών που κάποτε πίστευαν ότι ήταν προορισμένοι για κάτι καλύτερο». Ακόμα και κάποιες από τις πιο ενθουσιώδεις κριτικές έκαναν λόγο ανάμεσα στις γραμμές τους για «μιζέρια», «μονοτονία», «απουσία χαρακτήρα και εκκεντρικότητας», «μαρτύριο», «αυτοαπέχθεια», «νοσηρότητα», «ζόφο» και «καταθλιπτικό ροκ».

Παρά τις καυστικές κριτικές και τα τοξικά σχόλια που έχουν λάβει, το ίδιο τους το έργο έχει αποδείξει πως αντέχει στο χρόνο, συγκεντρώνοντας έναν μεγάλο αριθμό πιστών ακροατών και fans. Η αποτύπωση της συλλογικής ανησυχίας, του φόβου για το αύριο, οι συναισθηματικές απάτες και τα ξεθωριασμένα ρομάντζα που χάνονται στην απελπισία της ματαιωμένης αγάπης, είχαν κεντρική θέση στην αρχή της δημιουργία τους. Ιδιαίτερα στα τέσσερα πρώτα άλμπουμ της καριέρας τους, Alligator (2005), Boxer (2007), High Violet (2010) και Trouble Will Find Me (2013) το άγχος πρωταγωνιστεί χωρίς να μετουσιώνεται πλήρως σε θλίψη. Τα τραγούδια τους αγαπήθηκαν ως ύμνοι για την αγωνία και τη λαχτάρα, για τις φαινομενικά παρηγορητικές ιδιότητες του αλκοόλ και τα απατηλά τσιτάτα που επιμένουν να μας λένε πως όλα φτιάχνουν καθώς ωριμάζουμε. 

Για μεγάλο διάστημα, ο βαρύτονος frontman Matt Berninger, συνόψιζε στο τραγούδισμά του όλες τις υφές του συγκροτήματος. Αυτή η άτονη, ελαφρώς ξεψυχισμένη χροιά του, ήταν το επίκεντρο της ατμόσφαιρας που ήθελαν να μεταφέρουν με τα κομμάτια τους. Ωστόσο, στο άλμπουμ Sleep Well Beast, αποφάσισε να πειραματιστεί με υψηλότερες οκτάβες. Προσπαθώντας να τραγουδήσει με ένα πιο συνηθισμένο, pop ύφος, απομακρύνθηκε αρκετά από τις ρίζες της γοητείας και της σαγήνης του. Παράλληλα, ο Berninger αφαίρεσε σε μεγάλο βαθμό τον πλούτο και την ειρωνεία που χαρακτήριζαν τους στίχους του. “Nothing I change changes anything”, παραπονιέται στο κομμάτι Walk It Back. “Nothing I do makes me feel any different”, θρηνεί στο I’ll Still Destroy You, ενώ στο Quiet Light επιδίδεται σε εξομολογήσεις: “Learning how not to cry / every time there’s another sad unbearable morning / But sometimes there’s nothing I can do”.

Όποια και αν είναι η άποψη των κριτικών, το indie-rock γκρουπ από το Brooklyn έχει καταφέρει από κυκλοφορία σε κυκλοφορία να κατακτήσει ένα σημείο της καριέρας του, στο οποίο άλλα συγκροτήματα θα μπορούσαν να αρχίσουν να χάνουν το ενδιαφέρον τους – ακόμα και να καταρρέουν. Αντιθέτως, εκείνοι, μετά το πέμπτο, έκτο, έβδομο άλμπουμ, συνέχισαν να δυναμώνουν, με τις καλύτερες δουλειές τους να έχουν κυκλοφορήσει κατά κοινή ομολογία εντός της δεύτερης δεκαετίας τους. Η αντοχή τους στον χρόνο έχει γίνει προφανής, μόνο που τα συστατικά στοιχεία των τραγουδιών τους μοιάζουν προσαρμοσμένα για να ακούγονται πιο χαριτωμένα καθώς τα χρόνια περνούν και τα μέλη των National μεγαλώνουν. Και αυτό ακριβώς είναι που έχει πυροδοτήσει τα αυξανόμενα επικριτικά σχόλια για τη δουλειά τους.

Φτάνοντας όμως στον νέο και ένατο σε σειρά άλμπουμ τους, First Two Pages Of Frankenstein, βλέπουμε μια επαναβεβαίωση της αρχικής δύναμης του συγκροτήματος: Η κόλαση της κατάθλιψης και τα αισθήματα που αναδύει σε έναν καλλιτέχνη το writer’s block, η δημιουργική δηλαδή στέρευση, βρίσκονται και πάλι στο επίκεντρο. Πρόκειται για το πιο σύντομο LP τους εδώ και 15 χρόνια, το οποίο αποτελείται από 11 «πράα» στην πλειονότητά τους κομμάτια, εντελώς απαλλαγμένα από την οξύτητα της παραγωγής που χαρακτήριζε τα τρία τελευταία LP τους. Το opening track Once Upon A Poolside, αρκείται σε μια απλή γραμμή πιάνου, ενώ το απόκοσμο τραγούδισμα του Sufjan Stevens που συμμετέχει ως guest και συνοδεύει τις σκέψεις του βαρύτονου Berninger, για μια σχέση που έχει φτάσει στα άκρα της, κλέβει τις εντυπώσεις. Οι στίχοι του τραγουδιού, γράφτηκαν από τον Berninger μαζί με τη σύζυγό του και επί χρόνια συνεργάτιδά του, Carin Besser.

Σχεδόν σε κάθε track ξεχωρίζουν τα έγχορδα, το όμποε, και οι κιθάρες, οι οποίες πυκνώνουν καθώς τα τραγούδια φτάνουν στο αποκορύφωμά τους. Ο κιθαρίστας του γκρουπ, Bryce Dessner, εναποθέτει στο παίξιμό του όλη του τη ψυχή, χαρίζοντας μερικές μαγικές στιγμές που αγκαλιάζουν αρμονικά το πιάνο στο Ice Machine καθώς και στις δύο guest συμμετοχές της εξαιρετικής Phoebe Bridgers, στα This Isn’t Helping και Your Mind Is Not Your Friend. Το ενδιαφέρον κατά την ακρόαση χάνεται για λίγο στα Tropic Morning News και Grease In Your Hair, στα οποία το παίξιμο του ντράμερ Bryan Devendorf, ακόμα και τις στιγμές που μοιάζει να ανεβάζει παλμό, γειώνεται από τα συγκρατημένα φωνητικά του Berninger.

Το First Two Pages Of Frankenstein πήρε το όνομά του από την ημέρα που ο Berninger τράβηξε από ένα ράφι της βιβλιοθήκης του το βιβλίο Frankenstein, το οποίο τον βοήθησε από τις πρώτες κιόλας σελίδες να ξεκλειδώσει τον εαυτό του μετά από μια μακρά περίοδο writer’s block που βίωνε. Το μυθιστόρημα ξεκινά με το ανθρωπόμορφο τέρας να επιπλέει κάπου στην Αρκτική, και οι National ξεκινάνε από αυτές τις εικόνες για να δημιουργήσουν τις δικές τους αφηγήσεις. 

Μπορεί οι πρώτοι δίσκοι τους να κατακλύζονταν από το άγχος της καθημερινότητας και τις βραδιές που κατέληγαν άδοξα, όμως καθώς τα μέλη του συγκροτήματος κατάφερναν να ξεπερνούν τις μεταξύ τους δυσκολίες και να επιστρέφουν ξανά και ξανά ο ένας στον άλλον κατά τη διάρκεια των δεκαετιών, τα τραγούδια τους έμοιαζαν όλο και περισσότερο όχι απλώς σαν προϊόντα της μακροχρόνιας σχέσης του, αλλά σαν ωδές σε αυτή. Αυτό ακριβώς έρχεται να αποτυπώσει το track New Order T-Shirt, καθώς ανατρέχει σε αγαπημένες αναμνήσεις των φίλων και συνοδοιπόρων, τις οποίες ο Berninger κρατά μέσα του “like drugs in a pocket”.

Το First Two Pages of Frankenstein κορυφώνεται με την εκθαμβωτική συνεργασία του γκρουπ με την pop star Taylor Swift, στο τραγούδι The Alcott, το οποίο εξιστορεί ένα μεταμεσονύκτιο κοίταγμα μεταξύ δύο ανθρώπων που κάποτε έζησαν κάτι φλογερό. Οι ατάκες του Berninger -I had to do something to break into your golden thinking- διασταυρώνονται με εκείνες της Swift -Everything that’s mine is a land mine- και καθώς το τραγούδι ξεθωριάζει, ο τρόπος με τον οποίο τραγουδούν φανερώνει πως αυτή η βραδιά αναθερμένεται από τις σπίθες του έρωτα που βίωσαν στο παρελθόν οι δύο χαρακτήρες.

Εννέα άλμπουμ μετά, οι National αντλούν νέα ενέργεια δημιουργώντας όχι μόνο εκείνη την αποπνικτική ομίχλη στην οποία μας έχουν συνηθίσει, αλλά και το φως που μπορεί να οδηγήσει στην έξοδο.

National – First Two Pages Of Frankenstein
Βρείτε το στο Spotify
Λουίζα Σολομών-Πάντα