Μεταξύ πολλών άλλων, ο Βασίλης Βαρβαρέσος ανήκει στην παρέα των καλών φίλων που πριν 12 χρόνια αποφάσισαν να ξεκινήσουν στα Χανιά ένα φεστιβάλ αφιερωμένο αποκλειστικά στη μουσική δωματίου. Άραγε, τι ξεχωρίζει τη συγκεκριμένη διοργάνωση;
Το Φεστιβάλ Μουσικής Δωματίου Χανίων επιστρέφει στις 26 Αυγούστου και λίγο πριν ανέβει στη σκηνή, ο δημοφιλής πιανίστας μιλάει για το «θαύμα» του ταλέντου, τη μαγεία της μουσικής δωματίου, αλλά και τη «φροντίδα» που στερούνται οι καλλιτέχνες στη χώρα μας.
Συνδυάζεται για εσάς η μοναχικότητα της μελέτης με την κοινωνική ζωή; Αφαιρεί ή προσθέτει το ένα στο άλλο;
Υπάρχουν άνθρωποι που ζούνε μοναχικά γιατί μισούν τους άλλους ανθρώπους και υπάρχουν άλλοι που τους αρέσει η μοναξιά για να μαζέψουν τα κομμάτια τους, ώστε να μη γίνονται αχρείαστο βάρος στους ανθρώπους – με άλλα λόγια επειδή τους αγαπάνε.
Αντίστοιχα, υπάρχουν άνθρωποι που αναζητούν την κοινωνικότητα για να ξεφύγουν από μια ειλικρινή συζήτηση με τον εαυτό τους και άλλοι, που αναζητούν κοινωνικότητα επειδή αγαπάνε τον άνθρωπο και ξέρουν ότι μόνο μέσα στην κοινωνία ζεις χαρά.
Υπό αυτό το πρίσμα, η απάντηση είναι εύκολη: εξαρτάται για ποιο λόγο μελετάει κάνεις, και για ποιο λόγο κοινωνικοποιείται κάνεις. Στη δική μου περίπτωση, επειδή από πάντα είχα ανάγκη να συμμαζέψω τα κομμάτια μου και να περνάω χρόνο μόνος, η μελέτη μου δίνει αυτά τα εφόδια – ώστε να αγαπώ την κοινωνία και την κοινωνικότητα.
Στο φεστιβάλ μπορεί να συμπράττετε με μουσικούς που γνωρίζετε για χρόνια, αλλά και με μουσικούς που συναντιέστε για πρώτη φορά. Τι διαφορές έχουν για τον μουσικό στην πράξη οι δύο περιπτώσεις; Έχετε προτίμηση στο συναρπαστικό στοιχείο της πρώτης διάδρασης ή στα γνώριμα νερά μιας συνεργασίας στην οποία ξέρετε εκ των προτέρων τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε «συμπαίκτη»;
Βασικά, είναι όπως σε μια παρέα. Αν είσαι με τους κολλητούς σου των τελευταίων τριάντα χρόνων, είναι επειδή περνάς τέλεια. Αν, μια μέρα εμφανιστεί και ένα νέο άτομο στην παρέα και είναι κουλ και γκρούβι, τότε η χαρά σου πολλαπλασιάζεται. Αν είναι κάποιος ή κάποια με τον οποίο δεν έχεις τίποτα κοινό, απλά περιμένεις να περάσει η ώρα για να πας σπίτι.
Ευτυχώς στη δουλειά μας, πολύ σπάνια έχω συναντήσει μουσικούς με τους οποίους να μην έχω τίποτα κοινό. Κι αυτό γιατί, στη βάση, μας ενώνει μια κοινή αγάπη.
Είστε σταθερός συνεργάτης του Φεστιβάλ εδώ και χρόνια. Τι θα λέγατε ότι το ξεχωρίζει από άλλες αντίστοιχες εμπειρίες σας;
Μια απίστευτη ισορροπία, που έχουμε χτίσει οργανικά τα τελευταία δώδεκα χρόνια μεταξύ επαγγελματισμού και ερασιτεχνισμού (με την κυριολεκτική σημασία του όρου). Δίνουμε τον καλύτερο μας εαυτό, αλλά την ίδια στιγμή ο Γιώργος ο Μαθιουλάκης μας δίνει τον χώρο να είμαστε απόλυτα ο εαυτός μας – ό,τι φρούτο δηλαδή είναι ο καθένας και η καθεμία μας. Κι αυτό μας κάνει να παίζουμε ακόμη καλύτερα.
Αν έπρεπε οπωσδήποτε να επιλέξετε, θα λέγατε ότι διαλέγετε το σόλο ή τη μουσική δωματίου; Γιατί;
Επειδή είμαι πιανίστας και έχω, καλώς ή κακώς, μια πολύ ισχυρή αίσθηση ότι θέλω κάτι να επικοινωνήσω, το οποίο αν δε βγει από μέσα μου θα με φάει ζωντανό, πρέπει να διαλέξω το σόλο – γιατί εκεί λέω όσα έχω μέσα στην καρδιά μου.
Μουσική δωματίου όμως είναι, κατά την άποψη μου, η πιο απολαυστική μουσική εμπειρία που μπορεί να έχει κάποιος – γιατί είναι σαν να χορεύεις με έναν παρτενέρ μέσα σε μια θάλασσα, αλλά η θάλασσα είναι η ίδια η Μουσική.
Υπάρχει μουσική δωματίου που κάνεις με διάφορους, αλλά υπάρχει και μουσική δωματίου που κάνεις με ανθρώπους με τους οποίους έχεις γίνει ένα. Είναι, σα να παίζεις σόλο.
Άρα θα έλεγα σόλο – είτε μόνος, είτε με άτομα με τα οποία είσαι ένα.
Θα μοιραζόσασταν μαζί μας τα απραγματοποίητα όνειρά σας;
Όταν θα γίνουν όντως απραγματοποίητα, τότε μπορεί. Αλλά έχω πίστη ότι κάτι θα γίνει μέχρι τότε.
Έχετε πει ότι κάθε φορά που ερμηνεύετε επί σκηνής βιώνετε την απόδειξη «ενός θαύματος», του θαύματος της τέχνης. Αισθάνεστε ότι το ταλέντο είναι ένα δώρο μεταφυσικών διαστάσεων;
Ναι, το αισθάνομαι. Και γι’ αυτό και είναι ευθύνη μεταφυσικών διαστάσεων. Ο Θεός σου δίνει κάτι, και περιμένει να δει τι θα κάνεις με αυτό. Όλοι οι άνθρωποι είναι εξαιρετικά ταλαντούχοι. Όλοι μα όλοι. Σε διαφορετικά πράγματα. Άλλος στο να διαβάζει τους ανθρώπους και να τους εξυπηρετεί, άλλος στο να οργανώνει, άλλος στο να εμπνέει, άλλος στο να μαθαίνει, να κατασκευάζει. Κάποια είδη ταλέντου, όπως στη μουσική, αξιολογούνται από την κοινωνία μας ως πιο εξωστρεφή. Αυτό δεν κάνει το συγκεκριμένο ταλέντο αξιακά σημαντικότερο από κάποιο άλλο.
Φανταστείτε: δε θα έβλεπα καμία διαφορά, αν άνθρωποι χειροκροτούσαν και φώναζαν μπράβο σε έναν γιατρό που μόλις έσωσε ένα παιδί ή σε έναν καθαριστή ο οποίος, επειδή γυάλισε κάθε γωνιά ενός χώρου, οι καλεσμένοι πέρασαν πανέμορφα.
Όλοι μας έχουμε κάποιο ταλέντο και είναι η ευθύνη μας – γιατί πιστεύω ότι το ταλέντο είναι το εργαλείο που δίνει ο Θεός στον κάθε άνθρωπο για να βοηθάει τον συνάνθρωπό του.
Οπότε ναι, μεταφυσικό δώρο και μεταφυσική ευθύνη.
Σοπενχάουερ έλεγε: «Μη μου μιλάς για το ταλέντο σου γιατί δεν είναι δικό σου». Πώς φροντίζετε εσείς το δώρο του ταλέντου; Ποιες θυσίες κάνατε – και εξακολουθείτε να κάνετε- για να το συντηρήσετε;
Καλά τα έλεγε ο Σοπενχάουερ. Κανένας μας δεν έκανε κάτι για να αξίζει αντικειμενικά αυτό που του δόθηκε. Είναι δώρο. Αλλά, επειδή το βιώνουμε ως δώρο, εγώ π.χ. ποτέ δεν αισθάνθηκα ότι έπρεπε να κάνω κάποια θυσία. Γιατί είναι σα να λες ότι έχω π.χ. στο σπίτι μου τους αγαπημένους μου ανθρώπους, το πιο ωραίο φαγητό, παιχνίδια, βιβλία, τσιπουράκι. Περνάς τέλεια. Κανείς πάρτι. Και έρχεται και σου λέει κάποιος “έξω γίνεται χαμός, χορεύουν, πίνουν, τι κάνεις κλεισμένος εδώ μέσα, εκεί έξω έχει πάρτι”. Κι εσύ λες “μα, γιατί να πάω εκεί έξω – αφού όλοι όσοι αγαπάω είναι εδώ. Ήδη χορεύω και πίνω και γλεντώ. Γιατί να πάω αλλού για να κάνω ό,τι ήδη κάνω σπίτι μου με τους αγαπημένους μου ανθρώπους”;
Δε θυσιάζεις τίποτα όταν δίνεσαι ολοκληρωτικά σε αυτό που αγαπάς. Μόνο παίρνεις. Κι επειδή παίρνεις, δίνεις. Εγώ γενικά, βαριέμαι και πολύ εύκολα – οπότε ο Μπραμς κι ο Μότσαρτ με έχουν σώσει πολλές φορές από τζάμπα εξόδους που μετά κλασικά θα έλεγα “τι ήθελα και βγήκα”.
Υπάρχουν στιγμές που νιώθετε ότι στην Ελλάδα οι μουσικοί με την δική σας διεθνή αναγνώριση δεν αμείβονται όπως θα έπρεπε ούτε και απολαμβάνουν την διασημότητα που τους αξίζει;
Για την αμοιβή το πιστεύω και το ξέρω ακράδαντα. Η Ελλάδα είναι μια από τις χώρες που δεν έχει κατανοήσει το πολιτιστικό κεφάλαιο που έχει από δύο ήδη γενιές απίστευτων μουσικών της κλασικής μουσικής.
Δε μου φαίνεται ότι έχει δώσει χώρο η Ελλάδα σε εκείνον το μουσικό που, ρε παιδί μου, θέλει να πει τον πόνο του με τον Schubert και όχι με το μπουζούκι ή, στην εποχή μας, με το νεο-χιπστερο-“γυρνάω-στις-ρίζες-μου” μουσικό ιδίωμα.
Είναι προφανές ότι ούτε η παράδοση φταίει, ούτε τίποτα.
Αυτό που φταίει είναι, κατά την άποψη μου, η ηθελημένα μυωπική θεώρηση του τι είναι “πολιτισμός” στη χώρα μας – η οποία θεώρηση, κι αυτή νομίζω πηγάζει από συλλογικά τραύματα. Όμως δεν επουλώνεις το τραύμα με το να το κοιτάς όλη την ώρα, ούτε με το να το ξύνεις. Ούτε με το να το μεγεθύνεις. Και δεν πιστεύω ότι το αφήγημα “η κλασική μουσική δεν είναι στο αίμα του Έλληνα” πιάνει πλέον. Μας κορόιδεψαν με αυτό για κάποιες δεκαετίες.
Το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να ακούσετε την Ελληνική Συμφωνική Ορχήστρα Νέων να παίζει Μπραμς. Ή το Απόλλων Ensemble. Και μετά να μου πει κάποιος ότι αυτό που έχει πραγματικά να προσφέρει η Ελλάδα ως πολιτισμό στο χώρο της μουσικής δεν είναι η κλασική μουσική.
Μου φαίνεται πολύ εναργές ότι η χώρα δε φαίνεται να φροντίζει τους μουσικούς της, τους/τις χορευτές και χορεύτριές της, τους/τις συνθέτες και συνθέτριές της, τους χορογράφους, τους ζωγράφους, τους σκηνοθέτες. Φροντίδα δεν είναι μόνο η αμοιβή. Μάλλον, η αμοιβή είναι το αποτέλεσμα μιας γενικότερης φιλοσοφίας που λέει “σε βλέπω”.
Η Ελλάδα, ακόμη δε λέει στον τσελίστα, στο βιολιστή “σε βλέπω”.
Για τη διασημότητα, δεν το πιστεύω. Η μουσική που εμείς υπηρετούμε ήταν πάντα λιγότερο προβεβλημένη από άλλες μουσικές. Και επίσης, αν κάποιος παίζει Μότσαρτ για να γίνει διάσημος, μάλλον είναι σε λάθος επάγγελμα.
Φέτος, ερμηνεύετε για πρώτη φορά με τον Τίτο Γουβέλη – επίσης μέλος της καλλιτεχνικής επιτροπής του Φεστιβάλ – έργα για δύο πιάνα, ενώ πριν μερικά χρόνια είχατε παίξει ξανά μαζί σε έργα για τέσσερα χέρια. Πώς θα περιγράφατε τη συνεργασία σας;
Θα περάσουμε τέλεια, όπως πάντα!