«Γεννηθήκαμε χτες./ Χτες μάθαμε να περπατάμε./ Σήμερα πήραμε τους δρόμους /και πολεμάμε κραυγάζοντας /
και πολεμάμε καίγοντας / τις βαρήκοες προτομές…» Κάπως έτσι νιώθουμε οι περισσότεροι αυτόν τον καιρό. Έτσι δεν είναι; Το ίδιο ένιωθαν κι όσοι γεννήθηκαν την εποχή που έγραφε ο ποιητής Χρήστος Μπράβος, γύρω στο ’70, αυτούς τους στίχους. Έτσι νιώθει και ο Μπάμπης Παπαδόπουλος που τους μελοποιεί στο νέο του άλμπουμ. «Γεννηθήκαμε Χτες», άλλωστε το ονόμασε. Και το παρουσιάζει απόψε, πρώτη φορά ζωντανά στο Ίλιον plus, ντουέτο με τον Πέτρο Δαμιανίδη στο κοντραμπάσο. Μια βραδιά που θα μας πάρει την ψυχή…
Ναι, λοιπόν, γεννηθήκαμε χτες. Κι εμείς οι μεγάλοι και τα μωρά που είδαν το φως ακόμη και πριν από ένα λεπτό, την ώρα που διαβάζετε αυτές τις γραμμές. Χτες μάθαμε να περπατάμε. Ο χρόνος είναι μια έννοια αδυσώπητη. Τα γεγονότα τρέχουν στο διάβα του και συνήθως είναι σκοτεινά. Όπως αυτές τις μέρες που πήραμε πάλι τους δρόμους και πολεμάμε κραυγάζοντας για όλα όσα τραγικά και ολέθρια δεν έπρεπε να συμβούν -και συνέβησαν.
Στο νέο του έργο, ο συνθέτης μελοποιεί για πρώτη φορά στην πορεία του έξι ποιήματα, ένα κι ένα. Ηχογραφεί για πρώτη φορά τραγούδια και τολμά μάλιστα, επίσης για πρώτη φορά, να ερμηνεύσει ο ίδιος τρία από αυτά με τη βαθιά φωνή του. «Όλα καινούρια, / τόσο, που θάρθη κάτι κι άλλο / πιο καινούργιο κι απ’αυτά», όπως γράφει ο Θεόδωρος Ντόρρος στο ποίημα «Ανοιξιάτικα Φύλλα». Ο Μπάμπης Παπαδόπουλος βυθίστηκε στην ποίηση, μέσα στην πανδημία. Κι ανακάλυψε διαμάντια που τον συνεπήραν και τον έσπρωξαν να θελήσει να τα συνοδεύσει με την κιθάρα του. Ανακάλυψε ποιητές που κάποιους ίσως δεν έχουμε ξανακούσει και είναι πολύτιμο που μας τους συστήνει. «Έπεσε το βράδυ, έπεσε η θύελλα, / έπεσαν όλα: / οι ιδέες, το θάρρος, το σώμα, / τα βλέφαρα έκλεισαν / πίσω απ’ όλα, μακρυά / προς τι να τρέξεις τέτοιαν ώρα;», γράφει ο Ζήσης Οικονόμου. Ποιητές που γεννήθηκαν στο πρώτο μισό του περασμένου αιώνα -κι όμως τόσο στο παρόν. Ο Μπάμπης Παπαδόπουλος, όχι μόνο τους ασπάζεται αλλά παίρνει από τα ποιήματά τους “σταγόνες” που τον άγγιξαν και φτιάχνει μετά τα τραγούδια, ως αντήχηση ή ως συνέχεια τους, κομμάτια οργανικά, συνθέσεις που πηγάζουν από τη δύναμη των λέξεων τους. Έντεκα μαραμένα τριαντάφυλλα και μαδημένα στάχια, ανοιξιάτικα φύλλα και πληγωμένα πουλιά, άνθη σε ονειρεμένη φαντασία και άνθρωποι ερημωμένοι: Λόγια ποιητών που έχουν σημασία, γίνονται πηγή για ηλεκτρικούς χειμάρρους κι ένα ασίγαστο πάθος σε ροή που υπογραμμίζει κάθε λέξη.
Άλμπουμ δύσκολο, όμως γοητευτικό, το «Γεννηθήκαμε Χτες» κάθε φορά που το ακούς, κι άλλα τόσα σου δίνει. Μελωδίες που «Ρίχνουν πετρίτσες στην ατάραχη λίμνη», όπως γράφει ο ποιητής Μηνάς Δημάκης. Μουσικές που γρατζουνίζουν με θόρυβο ευαίσθητο την ψυχή, βασισμένες κατά κύριο λόγο στην κιθάρα του δημιουργού και το κοντραμπάσο του Πέτρου Δαμιανίδη. Όμως είναι και το theremin της Εύας Ντούρου και οι τέσσερεις δυνατές κιθάρες των Γιώτη Δαμιανίδη, Ηλία Κατσιάνου, Πάνου Παπάζογλου, Ασκληπιού Ζαμπέτα, που βάζουν αυτές τις απαραίτητες πινελιές, κάνουν την διαφορά και ρίχνουν ουράνια τόξα στην ατμόσφαιρα του κάθε κομματιού όπου συμμετέχουν. Ενώ οι ξεχωριστές πραγματικά ερμηνείες των Χρήστου Σαπουντζή, Εύης Μάζη και Ανθής Κύρκου σε τρία αντίστοιχα κομμάτια, ζεσταίνουν με τη χροιά τους μια «Μουσική ν’ αφήνεσαι στο κοιμισμένο νερό, αγωνία / του τυφλού ρυθμού στα ωραία παραμύθια», όπως γράφει ο ποιητής Δημήτρης Ι. Αντωνίου.
Μαζί στο άλμπουμ και η επανεκτέλεση του ορχηστρικού «Γλέντι» που ο Μπάμπης Παπαδόπουλος είχε γράψει για την ταινία «Ussak… χρόνια μετά» του Κυριάκου Κατζουράκη και η τρομερή διασκευή «Το Ροκ του Καραγκιόζη» που είχε κάνει στο παραδοσιακό κομμάτι του Καραγκιόζη για την ταινία «Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς» του Γιάννη Οικονομίδη. Σε αυτό ακούγονται τα τύμπανα του Χρήστου Γερμένογλου, φίλου και στενού συνεργάτη του δημιουργού, που αφήνει το δυνατό στίγμα της μπαγκέτας του και στο ποίημα «Ελπίδα» της Έμιλυ Ντίκινσον, τελευταία ηχογράφησή του πριν φύγει από τη ζωή. «Η “Ελπίδα” είναι αυτό με τα φτερά -/ Που μέσα στην ψυχή κουρνιάζει – / Και μελωδία δίχως λέξεις τραγουδά – / Και που ποτέ – στιγμή – δεν ησυχάζει»…, δηλώνει, μέσα από την τρυφερή ομοιοκαταληξία της, στον μάταιο τούτο κόσμο, η ποιήτρια (μτφ: Μ. Δαμολή).
Ο δημιουργός μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο, κυκλοφόρησε τρία νέα έργα: το digital ep «IN[A]HABIT: Μουσική από την παράσταση χορού», πέρσι τον Οκτώβριο (Puzzlemusik), το άλμπουμ «Electric Solo» ένα μήνα μετά (Defkaz), και το «Γεννηθήκαμε Χτες», πριν ένα μήνα ψηφιακά, τώρα σε cd, και μέσα στη χρονιά σε διπλό βινύλιο. «Δεν έχω σταματήσει καθόλου να παίζω και να γράφω μουσική», λέει στην κουβέντα μας, λίγο πριν το αποψινό live. Ο εγκλεισμός της πρώτης καραντίνας έδωσε χρόνο για διάβασμα κι έφερε στα χέρια του τα ποιήματα που μελοποιεί, τα οποία οδηγούν με τη σειρά τους τον ίδιο να ανοίξει μια νέα πόρτα στο έργο του.
Για πρώτη φορά μελοποιείς ποιήματα. Είναι κάτι που σε απασχολούσε χρόνια και “βγήκε” στην επιφάνεια τώρα; Οι ποιητές που επέλεξες σημαίνουν κάτι ιδιαίτερο για σένα;
Σχεδόν την ίδια εποχή, στα τέλη του 2019, έπεσαν στα χέρια μου δύο βιβλία: ο «Βραχνός Προφήτης» του Χρήστου Μπράβου από τις εκδόσεις Μελάνι και το βιβλίο «Ο Μανώλης Αναγνωστάκης Ανθολογεί» των εκδόσεων Μεταίχμιο. Στην διάρκεια της πρώτης καραντίνας, λοιπόν, άρχισα να ψάχνω με ποιο τρόπο θα μπορούσαν να ακουστούν κάποια από αυτά τα ποιήματα μελοποιημένα. Με ιντριγκάριζε η προοπτική να έχουν μελωδία και όχι απαγγελία, μιας και δεν έχουν μέτρο. Έτσι προσπάθησα να τους δώσω μια ρυθμική αγωγή και μελωδία που θα υπηρετούσε τον λόγο. Η αρχή έγινε με το «Γεννηθήκαμε Χτες» του Χρήστου Μπράβου, αμέσως μετά έγιναν τα «Ανοιξιάτικα Φύλλα» του Θεόδωρου Ντόρρου και τα υπόλοιπα το ένα μετά το άλλο… Τους περισσότερους ποιητές που βρήκα στο βιβλίο του Αναγνωστάκη, δεν τους γνώριζα από πριν. Διάβαζα, και όποιο ποίημα με συγκινούσε, ασχολούμουν μαζί του. Όταν τελείωσα, συνειδητοποίησα τη νοηματική σύνδεση των ποιημάτων στα οποία είχα σταθεί ή, τέλος πάντων, την ανάγνωση που έκανα εγώ στα συγκεκριμένα ποιήματα. Και αποφάσισα ότι θα ήθελα να τα αφηγηθώ μελωδικά. Ταυτόχρονα, σκεφτόμουν ότι θα ήθελα να δημιουργηθεί στην ηχογράφηση ένα άμεσο και πολύ κοινό στα αυτιά μας ηχητικό περιβάλλον, έτσι ώστε να μην εμποδίζει η ενορχήστρωση τον ακροατή να ακούει καθαρά το λόγο. Όταν συγκεντρώθηκε το υλικό μπήκαν τα τραγούδια και τα ορχηστρικά κομμάτια σε μια σειρά που βοηθούν στην αφήγηση. Τα ορχηστρικά κομμάτια είναι συνδεδεμένα με τα τραγούδια, αφού στην πλειοψηφία τους έχουν ρίζες από τα μουσικά θέματα των τραγουδιών. Στο τέλος ήρθε και η Έμιλυ Ντίκινσον για να δώσει, κατά τη γνώμη μου, μια λύση στην τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης που περιγράφουν τα υπόλοιπα ποιήματα.
«Γεννηθήκαμε χτες»: πέρα από το ομώνυμο ποίημα που βρίσκεται μέσα στο άλμπουμ, τι δηλώνεις δίνοντας αυτόν τον τίτλο στο νέο έργο σου;
Το συγκεκριμένο ποίημα εκφράζει όλη την φιλοσοφία του δίσκου. Όπως γράφω και στο σημείωμά του, είμαστε αυτό που κουβαλάμε από το χτες και περιέχουμε όλη τη γνώση και την εμπειρία για τα πάντα – κι όχι μόνο για όσα έχουμε ζήσει οι ίδιοι. Αυτά που μας πάνε μπροστά και αυτά που μας καταστρέφουν. Συνεχώς όμως τείνουμε να το ξεχνάμε, ειδικά σε εποχές όπως η σημερινή που τα πράγματα τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα μην μπορώντας να την ακολουθήσουμε, χάνοντας την σύνδεση με την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης. Προσπαθώντας να περιγράψω όλα αυτά στην κυρία Μπράβου, όταν της ζήτησα την άδεια για την μελοποίηση του ποιήματος, μου είπε την κατάλληλη λέξη: συνειδητότητα.
Κλείνεις το άλμπουμ με τη διασκευή «Το ροκ του Καραγκιόζη» για την ταινία του Γιάννη Οικονομίδη. Γιατί επέλεξες να το βάλεις στο συγκεκριμένο άλμπουμ, δίπλα στα ποιήματα;
Είναι ένα αγαπημένο κομμάτι το οποίο ήθελα να υπάρχει σε κάποιο δίσκο. Μετά την «Ελπίδα» και 20 δευτερόλεπτα σιωπής -στο cd, γιατί στο βινύλιο θα είναι διαφορετικά-, είναι η κατάλληλη στιγμή για να ακουστεί και αυτό. Όσο για τη νοηματική σύνδεση του με τον συγκεκριμένο δίσκο, ο νοών νοείτω. Επίσης, είναι ένα κομμάτι που συμμετέχει και ο Χρήστος Γερμένογλου, οπότε ήθελα να συμπεριληφθεί και για αυτόν τον λόγο.
Μουσική και σινεμά. Πόσο διαφορετικό είναι να γράφεις μουσική για μία ταινία; Σε “δεσμεύει” που πρέπει να ακολουθήσεις το όραμα του σκηνοθέτη;
Το σινεμά, όπως και το θέατρο, είναι μια σύμπραξη διαφορετικών τεχνών. Οπότε αυτό που ονομάζεις «δέσμευση», εγώ το αντιλαμβάνομαι ως ελευθερία να κινηθώ μέσα σε ένα πλαίσιο που εξυπηρετεί τον σκοπό, δηλαδή την ολοκλήρωση του έργου. Για να ολοκληρωθεί και να φανερωθεί το έργο, πρέπει ο καθένας να είναι συνεπής στη θέση και στον ρόλο που έχει μέσα στην παραγωγή. Ο σκηνοθέτης είναι αυτός που έχει όλο το εγχείρημα στο μυαλό του και οι υπόλοιποι τον πλαισιώνουν και στηρίζουν το όραμά του. Μου αρέσουν οι ρόλοι σε μια παραγωγή. Αν όλοι είναι συνειδητά εκεί, το αποτέλεσμα είναι σίγουρα καλό. Αισθάνομαι ότι συμμετέχω σε μια καλοκουρδισμένη ορχήστρα με μαέστρο τον σκηνοθέτη.
Πώς βλέπεις τα μουσικά πράγματα σήμερα; Υπάρχει έμπνευση στις νέες γενιές ή η ευκολία της τεχνολογίας έχει δράσει καταλυτικά στην μουσική δημιουργία;
Η έμπνευση είναι χαρακτηριστικό του ανθρώπου που θα τον ακολουθεί όσο θα υπάρχει ως είδος. Όσο υπάρχει, θα υπάρχουν και αυτοί που θα εμπνέονται από οτιδήποτε, θα ονειρεύονται, θα φαντασιώνονται μουσικές, λόγια, εικόνες, ιδέες και όσα ακόμη μπορεί να βάλει ο ανθρώπινος νους. Το κομπιούτερ, και γενικά η τεχνολογία, είναι εργαλεία. Αυτοί που έχουν κάτι να πουν, θα το πουν με οποιοδήποτε μέσο. Πάντως, όλο και περισσότεροι νέοι σήμερα μαθαίνουν κάποιο όργανο, συναντιούνται και κάνουν μπάντες, παίζουν μουσική, όλοι τους από ένα ικανοποιητικό επίπεδο κι επάνω, κάτι που στα δικά μας χρόνια δεν ήταν δεδομένο. Όσον αφορά στην διαχείριση του τεράστιου όγκου πληροφορίας και γνώσης, που αυτό νομίζω ότι είναι και το πιο δύσκολο κομμάτι της εποχής μας, ε, τι να πω, πάντα λίγοι ήταν αυτοί που έκαναν την διαφορά.
Κινείσαι ανάμεσα σε πολλά είδη, από ρεμπέτικο μέχρι ροκ, από παράδοση μέχρι πειραματικό ήχο. Τι είναι εκείνο που σε συναρπάζει σε αυτές τις “μίξεις”;
Η μίξη διαφορετικών ειδών μουσικής δεν είναι αυτοσκοπός μου. Θέλω να έχω την ελευθερία να κινούμαι εκεί που με οδηγεί το ένστικτό μου κάθε φορά. Δεν μου αρέσει να σκέφτομαι ότι σε κάποιο κομμάτι θα βάλω λίγο ροκ και μια πρέζα παράδοσης και ολίγη από ρεμπέτικο ή οποιοδήποτε άλλο είδος μουσικής. Αν το έκανα με τέτοιο τρόπο, θα ένιωθα σαν να προσπαθώ να βάλω σε καλούπι κάτι που είναι ήδη καλουπωμένο. Ο στόχος μου είναι η ελευθερία και όχι η δέσμευση σε κάποιο στυλ. Μετά από σαράντα χρόνια στη δισκογραφία και στις ζωντανές εμφανίσεις και ύστερα από βαθιά μελέτη των μουσικών που έχω ασχοληθεί, έχω καταλήξει να παίζω όλα αυτά μέσα από το δικό μου φίλτρο. Έτσι φτάνω σε ένα αποτέλεσμα το οποίο με εκφράζει απόλυτα, και με κάνει χαρούμενο να παίζω και να μοιράζομαι με τους ακροατές αυτές τις όμορφες στιγμές.