Ο Johnny Labelle κυκλοφόρησε πριν μερικούς μήνες τον τρίτο προσωπικό του δίσκο – και δεύτερο μέσα από την ανεξάρτητη δισκογραφική Inner Ear. Το May Your Dreams Come True είναι αποτέλεσμα ενδοσκόπησης και αυτό φαίνεται σε κάθε τραγούδι που σκεπάζει τα αυτιά σου και σου ψιθυρίζει μια ιστορία, η οποία κάνει τον χρόνο γύρω σου να παγώνει.
Σκοτεινά μελωδικός, με τη μπάσα φωνή του αιχμή του δόρατος στα συναισθηματικά τοπία που ζωγραφίζει με τη μουσική του και ενορχηστρώσεις που ακροβατούν μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, ο Johnny Labelle δημιουργεί ένα μοναδικό αποτέλεσμα, σπάνιο στην εγχώρια σκηνή. Δεν προσπαθεί να μοιάσει σε κανέν@ αλλά η δουλειά του βγάζει μια οικειότητα σαγηνευτική από την πρώτη νότα. Με αφορμή την τελευταία του κυκλοφορία μιλήσαμε μαζί του:
”May Your Dreams Come True”. Ποιο era του Johnny Labelle σηματοδοτεί αυτό το τρίτο album;
Είναι το πρώτο επεισόδιο μιας νέας εποχής και φέρει τον τίτλο A New Hope. Οποιαδήποτε ομοιότητα με προϊόντα μυθοπλασίας είναι συμπτωματική.
Θέλω να μου πεις τα θέματα που εξερευνά ο δίσκος αυτός και την ψυχολογική κατάσταση που ήσουν όταν τον έγραφες.
Όταν ξέσπασε η πανδημία του κορωνοϊού, γεννήθηκε μέσα μου η αίσθηση ότι ο κόσμος θα άλλαζε για πάντα. Αυτή η σκέψη προκάλεσε ένα μείγμα φόβου και άγχους, αλλά με οδήγησε επίσης στο να συμφιλιωθώ μέσα μου με τον απρόβλεπτο παράγοντα στη ζωή. Η διαδικασία ηχογράφησης αυτού του άλμπουμ λειτούργησε σαν ένα ταξίδι ενδοσκόπησης μέσα από το οποίο πέρασα από διάφορα ψυχολογικά στάδια, συμπεριλαμβανομένων στιγμών πένθους. Ενώ το “May Your Dreams Come True” δεν είναι μια άμεση αντανάκλαση της πανδημίας αυτής καθ’ αυτής, εμβαθύνει στην ανθρώπινη κατάσταση, στην ανθεκτικότητα, την ελπίδα και το πώς βιώνονται οι συλλογικές εμπειρίες αβεβαιότητας. Επιδίωξα να δημιουργήσω ένα άλμπουμ που θα προκαλεί στο άκουσμά του μια διάθεση αναστοχασμού, προσκαλώντας τους ακροατές να συλλογιστούν το δικό τους προσωπικό ταξίδι και να βρουν παρηγοριά. Κάθε τραγούδι περικλείει ένα στιγμιότυπο αυτών των συναισθημάτων, συνθέτοντας μια ταπετσαρία αυτοανακάλυψης.
Από το feedback που παίρνεις από το κοινό σου θέλω να μου πεις τα συναισθήματα που προκαλούνται στον ακροατή ακούγοντας τη μουσική σου.
Συχνά χρησιμοποιούν όρους όπως “κινηματογραφικό” για να περιγράψουν το μουσικό περιβάλλον, ενώ πολλά άτομα περιγράφουν τη μουσική μου ως ένα συναισθηματικό ταξίδι που τους μεταφέρει σε έναν κόσμο νοσταλγίας, ξυπνώντας μνήμες και αισθήσεις από το παρελθόν ή ως ένα συναισθηματικό καταφύγιο.
Από τα πρώτα self releases μέχρι το τρίτο σου album, τι έχει αλλάξει στις μουσικές αναφορές σου, στη ζωή σου, στον τρόπο που γράφεις και κυκλοφορείς μουσική όλα αυτά τα χρόνια;
Έχω αποκτήσει περισσότερη εμπειρία, γεγονός που παράγει και κάποια περισσότερη αυτοπεποίθηση για εξερεύνηση νέων πεδίων. Αυτό αφορά και στη δημιουργία και στην κυκλοφορία της μουσικής. Επίσης, όσο περνάει ο καιρός, αντιλαμβάνομαι και εκτιμώ ολοένα και περισσότερο την πολύτιμη σημασία της συνεργασίας και ποσό μεγάλο αντίκτυπο έχει στη δημιουργία ενός καλού άλμπουμ.
Ποιο είναι για σένα το πιο “σημαντικό” κομμάτι του δίσκου; Αυτό που θα έβαζες να ακούσει κάποιος, αν έπρεπε να του συστήσεις τον Johnny Labelle.
Δύσκολη ερώτηση. Τα κομμάτια του συγκεκριμένου δίσκου έχουν αρκετές διαφορές μεταξύ τους και μάλιστα λειτουργούν το κάθε ένα ξεχωριστά ως σταθμοί μιας ευρύτερης αφήγησης. Με μεγάλη δυσκολία να επιλέξω, θα πω ότι είναι το Player Queen, καθώς, αν και δεν ήταν το πρώτο που έγραψα στον δίσκο, ήταν αυτό που με έκανε να συνειδητοποιήσω την κατεύθυνση που παίρνει το άλμπουμ σε επίπεδο ύφους. Επιπλέον, έχει μια πιο αφαιρετική ποιότητα που με ενδιαφέρει πάρα πολύ και προς την οποία επιδιώκω σταδιακά να κατευθύνομαι.
Τελικά Γιάννη είσαι ο μοναδικός crooner που έχουμε στην εγχώρια μουσική σκηνή; Υπάρχουν καλλιτέχνες με τους οποίους νιώθεις κάποιου είδους συγγένεια;
Δεν πιστεύω ότι αυτό που κάνω έχει σχέση με αυτούς που παραδοσιακά θεωρούνται crooners. Ωστόσο, όταν ξεκίνησα, από την εποχή του Cold Fruit, είχα στο μυαλό μου ένα concept που θα συνομιλούσε με τη μουσική παράδοση της εποχής των crooners του 1920 και 1930 χωρίς όμως να σημαίνει ότι θα προσπαθούσα να κάνω κάτι αντίστοιχο. Όσον αφορά στους καλλιτέχνες με τους οποίους αισθάνομαι συγγένεια, είμαι περήφανος που ζω στη συγκεκριμένη μουσική εποχή στην Αθήνα. Πιστεύω ότι είναι η καλύτερη εποχή από άποψη υλικού και δημιουργών.
Ένα από τα πιο δυνατά στοιχεία της καλλιτεχνικής παρουσίας σου είναι τα live σου. Πώς θα περιέγραφες σε κάποιον που δεν έχει πάει ποτέ σε ένα live του Johnny Labelle αυτό που συμβαίνει στις συναυλίες σου;
Στις συναυλίες μου επιδιώκω να μεταφέρω στη σκηνή αυτή την εσωτερική ατμόσφαιρα που υπάρχει στους δίσκους. Δίνω μεγάλη έμφαση στον φωτισμό και τα βίντεο που παίζουν κατά τη διάρκεια του live και προσπαθώ δημιουργήσω μια ανοιχτή και ειλικρινή σύνδεση με το κοινό, να μεταφέρω συναισθήματα, με τις λιγότερες δυνατές απώλειες, στον κόσμο που έρχεται να με ακούσει.
Η ζωή σκοτώνει τα όνειρα. Είναι ο τίτλος του δίσκου μια αλληγορία για την αναπόφευκτη ματαιότητα της ύπαρξης ή όντως κάνεις manifest κάτι;
Ο τίτλος του άλμπουμ είναι ένα απόλυτα ειλικρινές affirmation σε μορφή ευχής. Αναγνωρίζει τις προκλήσεις και τα εμπόδια που υπάρχουν στη ζωή, αλλά εκφράζει επίσης μια γνήσια επιθυμία για πραγματοποίηση ονείρων. Είναι ένας εναγκαλισμός με την ελπίδα.
Ποιο είναι το πιο προσωπικό τραγούδι που έχεις γράψει για το “May Your Dreams Come True”; Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη ιστορία ή ανάμνηση που συνδέεται με αυτό;
Είναι δύο. Το πρώτο είναι το Summer In The City, που έγραψα σε μια πολύ περίεργη περίοδο το καλοκαίρι του 2019, επιστρέφοντας στην Αθήνα μια ήσυχη μέρα λίγο πριν το δεκαπενταύγουστο, και νιώθοντας εξαντλημένος και συναισθηματικά ράκος. Η έρημη πόλη και οι άδειοι δρόμοι ενέτειναν το αίσθημα απομόνωσης και μοναξιάς που ένιωθα. Το κομμάτι αυτό το κυκλοφόρησα αρχικά σε μια διαφορετική εκτέλεση ως commission για τη συμμετοχή μου στο EVERYSEEKER Festival. Κάποιο καιρό μετά την κυκλοφορία του, ένα φιλικό μου πρόσωπο μοιράστηκε μαζί μου ότι άκουσε το συγκεκριμένο κομμάτι σε μια πάρα πολύ δύσκολη περίοδο της ζωής του και το βοήθησε να την αντιμετωπίσει. Αυτό με άγγιξε πάρα πολύ, σε σημείο να αποφασίσω να προσθέσω όλο το δεύτερο μέρος του τραγουδιού.
Το δεύτερο είναι το A New Hope, το οποίο αν και δεν σχετίζεται άμεσα με κάποια συγκεκριμένη ιστορία, γράφοντας το ήθελα να συλλάβω την ουσία ενός χαμένου παραδείσου, μια στιγμή που όλα είναι αγνά και ανέγγιχτα από τη σκληρότητα της ζωής. Περικλείει μια αίσθηση αθωότητας, αντικατοπτρίζοντας την αμφιθυμία του αποχαιρετισμού και το μείγμα ελπίδας και θλίψης που συνοδεύει τη μετάβαση από μια φάση σε μια άλλη.
Τι σημαίνει για σένα το να είσαι καλλιτέχνης στην σημερινή εποχή; Έχει χαθεί κάτι από την αίγλη που ερχόταν με τον τίτλο τις προηγούμενες δεκαετίες; Τι πιστεύεις ότι κάνει έναν άνθρωπο καλλιτέχνη σήμερα;
Νομίζω πως τις τελευταίες δεκαετίες έχει επέλθει ένας εκδημοκρατισμός στις τέχνες. Πολύ περισσότερα άτομα ασχολούνται με αυτές, με αποτέλεσμα πολύ περισσότερες φωνές και έργα, πράγμα που σε μεγάλο βαθμό έχει ακυρώσει την έννοια του καλλιτέχνη-αυθεντία, κάτι που δεν αντιλαμβάνομαι ως αρνητικό. Παράλληλα όμως, σε επίπεδο βιοπορισμού, το να είσαι καλλιτέχνης παραμένει μια δύσκολη και απαιτητική προσπάθεια. Είναι μια μορφή ασκητισμού και μια οριακή κατάσταση. Προσωπικά διστάζω να αποκαλέσω τον εαυτό μου καλλιτέχνη. Προς το παρόν είμαι ένας τραγουδοποιός που φιλοδοξεί να γίνει καλλιτέχνης μια μέρα.
Πριν μερικές μέρες ήσουν στην Τήνο για live με τον Sean Nicholas Savage. Επίσης, στο καραόκε πάρτι που είχες κάνει και στα live σου βρίσκονταν πολλοί από τους διεθνείς κατοίκους της Αθήνας. Πώς νιώθεις για την παρουσία των σύγχρονων “coloniσers”, των ανθρώπων που έρχονται από πλούσια ευρωπαϊκά κράτη στην Αθήνα; Είναι όντως “colonizers” ή τους αδικεί ο όρος; Κάνουν την Αθήνα πιο ενδιαφέρουσα ή ο εξευγενισμός (gentrification) καταστρέφει τον πραγματικό ιστό μιας πόλης και έχει αρνητικό αποτύπωμα στους ανθρώπους που ζούσαν εκεί και ανήκουν σε άλλη τάξη από αυτούς; Ποια είναι η πολιτική σου θέση και πώς έχει διαμορφωθεί από τη συναναστροφή σου με ανθρώπους από το εξωτερικό;
Οι περισσότεροι φίλοι μου από το εξωτερικό είναι προσωρινοί επισκέπτες στην Αθήνα για συναυλίες ή διακοπές, με μία μόνο εξαίρεση, ενός ατόμου που είναι πάρα πολλά χρόνια τώρα μόνιμος κάτοικος. Όσον αφορά στον αντίκτυπο που έχουν οι άνθρωποι που προέρχονται από ισχυρότερες οικονομίες στην Αθήνα και εγκαθίστανται εδώ, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που συμμετέχουν ενεργά στο community στο οποίο βρίσκονται και ζουν μαζί με τους ντόπιους, γεγονός το οποίο θα μπορούσε να είναι κάτι θετικό, καθώς συμβάλλει στη δημιουργία μιας διεθνούς κοινότητας και συντελείται μια πολιτισμική ανταλλαγή που συχνά φέρνει νέες προοπτικές και ευκαιρίες.
Αυτό βέβαια είναι το καλό σενάριο. Δυστυχώς τα πράγματα δεν είναι πάντα ρόδινα, καθώς οι άνθρωποι είμαστε απίστευτα εγωκεντρικοί και αδυνατούμε να προσεγγίσουμε τους άλλους με ενσυναίσθηση. Έτσι επικρατούν όλα τα κακά στοιχεία αυτού του φαινομένου όπου, όπως λες και εσύ, άνθρωποι λειτουργούν με λογική αποικιστή, εκμεταλλευόμενοι την οικονομική δυσχέρεια της χώρας προς όφελός τους αγοράζοντας φθηνά ακίνητα, δεν κάνουν την παραμικρή προσπάθεια να συμμετέχουν σε οποιοδήποτε community, συχνά περιορίζουν τις συναναστροφές τους σε άτομα προερχόμενα από την ίδια χώρα ή την ίδια οικονομική ταχύτητα από την οποία προέρχονται και καταλήγοντας τελικά, άθελα τους ή μη, να εκτοπίζουν τους ανθρώπους από τις γειτονιές τους, να γίνονται συμμέτοχοι στην καταστροφή των ταυτοτήτων των γειτονιών, που συμπαρασύρει αργότερα και το άλλο φαινόμενο όπου ολόκληρες πολυκατοικίες μετατρέπονται σε ολόιδια μπουτίκ hotel και η πόλη μετατρέπεται σε απέραντο πάρκο αναψυχής κάνοντας τη ζωή αβάσταχτη για τους ντόπιους.
Αυτό είναι ένα τεράστιο πρόβλημα στην πόλη και φυσικά με αφορά και με επηρεάζει άμεσα. Ως πολίτες δυστυχώς δεν υπάρχουν πολλά που μπορούμε να κάνουμε πέραν των διάφορων συνελεύσεων που γίνονται σε γειτονιές. Σε προσωπικό επίπεδο, προσπαθώ, όποτε τύχει να μιλήσω με νέους κατοίκους προερχόμενους από ισχυρές οικονομίες, να τους προτρέπω να διαπραγματεύονται τις συνθήκες ενοικίασης με βάσει τα standard των ντόπιων και όχι με αυτά που ισχύουν στη χώρα από την οποία προέρχονται. Δυστυχώς δεν είναι όλοι διατεθειμένοι να κάνουν αυτή τη συζήτηση. Άλλοι το αποφεύγουν, άλλοι γίνονται αμυντικοί και κάποιοι είναι μέχρι και entitled για την επιλογή τους να ζουν εδώ φθηνά. Αλλά θεωρώ ότι είναι απολύτως απαραίτητο, αν κάποιο άτομο θέλει να ζήσει εδώ, ή σε οποιαδήποτε άλλη χώρα που η οικονομία είναι λιγότερο ισχυρή από αυτή που ζούσε προηγουμένως, να είναι καλά πληροφορημένο για την κατάσταση που επικρατεί και να δρα με σεβασμό. Και, σε πολύ χαμηλότερη προτεραιότητα βέβαια στην κλίμακα, εμείς οι ντόπιοι να μη τσουβαλιάζουμε όλα τα άτομα που έρχονται να ζήσουν εδώ ως “colonizers” καταλήγοντας να είμαστε ξενοφοβικοί.
Τέλος, θέλω να μου πεις για την αγάπη σου για το καραόκε.
Είναι κάτι που με διασκεδάζει απίστευτα, αλλά και στο οποίο είμαι πάρα πολύ κακός! Πέρα από αυτό όμως, κατά τη γνώμη μου το καραόκε συμπυκνώνει την ουσία της μουσικής, καθώς το ζητούμενο δεν είναι η τέλεια απόδοση των κομματιών αλλά η ελεύθερη έκφραση και το μοίρασμα.