«Όλα στον υπερθετικό». Αυτός είναι ο τίτλος της συναυλίας της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, στην οποία είναι σολίστ ο ταλαντούχος πιανίστας Νίκος Κυριόσογλου. Και η μέχρι τώρα πορεία του, επιβεβαιώνει αυτή τη φράση, αφού έχοντας αποκτήσει ένα εντυπωσιακό βιογραφικό, είναι πλέον ένας από τους καλύτερους πιανίστες της χώρας, με τακτικές εμφανίσεις στις μεγαλύτερες συναυλιακές αίθουσες.
Λίγο πριν ανέβει στη σκηνή της εμβληματικής Χρήστος Λαμπράκης του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, μιλάει για τη διδασκαλία, τους πιανίστες που θαυμάζει, αλλά και το Φεστιβάλ Πιάνου Θεσσαλονίκης, όπου έχει την ευθύνη του Καλλιτεχνικού Σχεδιασμού.
Στη συναυλία της 27ης Μαΐου πρόκειται να ερμηνεύσετε το Δεύτερο Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα του Φραντς Λιστ. Σε τι θα λέγατε ότι διαφέρει αλλά και πώς σχετίζεται με το Πρώτο του; Το Πρώτο Κοντσέρτο για πιάνο του Franz Liszt, αγαπημένο έργο των πιανιστών, είναι ένα κατ’ εξοχήν δεξιοτεχνικό έργο με νεανικές μουσικές ιδέες και εξωστρεφή διάθεση. Το Δεύτερο Κοντσέρτο, που θα ερμηνεύσω την Παρασκευή 27 Μαΐου με την ΚΟΑ, η πιανιστική γραφή πέρα από τα δεξιοτεχνικά στοιχεία που νοηματοδοτούν συνδετικά τις μουσικές ιδέες, ενσωματώνεται με αριστοτεχνικό τρόπο στη συμφωνική δραματουργία. Κοινός τόπος και στα δυο έργα είναι αυτή η βαθιά ρομαντική γραφή του Liszt μετουσιώνοντας τις εμπνευσμένες μουσικές ιδέες τόσο σε ανθρώπινο πρόσημο, όσο και στην επαφή του ανθρώπου με ανώτερες θεϊκές δυνάμεις, καθώς και τα δυο ολοκληρώθηκαν σε βάθος δυο δεκαετιών και πλέον, αποτυπώνοντας όλες τις φιλοσοφικές αναζητήσεις του συνθέτη.
Υπάρχουν κρίσιμα σημεία στην ερμηνευτική προσέγγιση του συγκεκριμένου έργου, που θα πρέπει να προσέξει ιδιαίτερα ο σολίστ; Η καθαρά συμφωνική υφή του Δεύτερου Κοντσέρτου του Liszt απαιτεί από τον σολίστα μια ουσιαστική γνώση και επαφή με το ορχηστρικό κείμενο, καθιστώντας το σολιστικό μέρος σε μεγάλο μέρος άρρηκτα δεμένο με την ορχήστρα τόσο σε επίπεδο χειρονομιών όσο και σε ηχοχρωματικό πλαίσιο.
Πόσο εύκολη αλλά και καθοριστική είναι η συνάφεια στην προσέγγιση της ερμηνείας ανάμεσα στον σολίστ και τον αρχιμουσικό; Κάθε κοντσέρτο για πιάνο προϋποθέτει άριστη συνεργασία μεταξύ αρχιμουσικού και σολίστα με βασικό γνώμονα την ουσιαστική ερμηνευτική προσέγγιση του έργου ώστε το κοινό κάθε φορά να μεταλαμβάνει απρόσκοπτα τα μεγάλα έργα του ρεπερτορίου. Είναι μεγάλος ο ενθουσιασμός μου που θα συνεργαστώ με τον Marcus Bosch, έναν εξαίρετο μαέστρο αγαπημένο του κοινού και ανυπομονώ, σε συνεργασία μαζί του, να μεταδώσουμε το πνεύμα του Κοντσέρτου.
Είστε υπεύθυνος του Καλλιτεχνικού Σχεδιασμού στο πολύ επιτυχημένο Φεστιβάλ Πιάνου Θεσσαλονίκης. Ένα φεστιβάλ που έχει επεκταθεί και στην Αθήνα μέσω της συνεργασίας με την Εθνική Λυρική Σκηνή. Πώς βλέπετε να εξελίσσεται ο θεσμός μέσα στα χρόνια; Με τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή του Φεστιβάλ Πιάνου Θεσσαλονίκης, Χαράλαμπο Αγγελόπουλο, εν πολλοίς πραγματώνεται μέσα στα χρόνια ύπαρξης του θεσμού το αρχικό μας όραμα να αναδείξουμε την ελληνική πιανιστική πραγματικότητα. Εξαιρετικοί Έλληνες πιανίστες πλαισιώνουν κάθε χρόνο το φεστιβάλ με υπέροχες συναυλίες και μοναδικές πιανιστικές στιγμές, ενώ φυσικά πλέον με τη στήριξη της ΕΛΣ το φεστιβάλ πραγματοποιείται πλέον και στην Αθήνα.
Ποια θεωρείτε ότι είναι η σημαντικότερη προσφορά του και πόσο βαρύνουσα είναι η συνεχής καλλιτεχνική σύνδεση Αθήνας – Θεσσαλονίκης; Η σημαντικότερη συνεισφορά του φεστιβάλ στη μουσική ζωή της Ελλάδας είναι ότι φροντίζουμε να παρουσιάζουμε στο κοινό όχι μόνο τους ήδη αναγνωρισμένους πιανίστες της χώρας, αλλά και νέους πιανίστες-πιανίστριες τόσο σε Αθήνα όσο και Θεσσαλονίκη, οι οποίοι πλέον έχουν μια ευκαιρία να παρουσιάσουν το έργο τους σε ένα άρτια οργανωμένο φεστιβάλ.
Η σύνδεση Αθήνας – Θεσσαλονίκης θα μπορούσε να προσφέρει περισσότερες κοινές παραγωγές εκατέρωθεν που θα απευθύνονται και στις δυο πόλεις, κάτι που μπορεί σχετικά εύκολα να γίνει στο οργανωτικό κομμάτι.
Για ποιες στιγμές είστε υπερήφανος και ποιες πλευρές της διοργάνωσης σας προβληματίζουν/ανησυχούν; Νιώθουμε υπερήφανοι για το κοινό της Θεσσαλονίκης που αγκάλιασε με τα χρόνια τις δράσεις του φεστιβάλ. Μπορούμε με ασφάλεια πλέον να πούμε ότι μια ολόκληρη γενιά νέων ανθρώπων αλλά και φιλόμουσων της πόλης στηρίζει τη συναυλιακή πραγματικότητα. Οι ανησυχίες πλέον δυστυχώς υπερβαίνουν το ανθρώπινο κομμάτι, όπως αποδείχθηκε την περασμένη διετία εγκλεισμού και παύσης σχεδόν όλων των ζωντανών εμφανίσεων.
Τι θα λέγατε ότι βρίσκεται στους επόμενους στόχους του Φεστιβάλ; Υπάρχουν πάρα πολλές ιδέες για δράσεις και συναυλίες που θα θέλαμε να πραγματοποιηθούν, ελπίζοντας να τις αγκαλιάσει και πάλι το κοινό.
Όταν δεν μελετάτε, τι σας αρέσει να παίζετε στο πιάνο; Όταν δε θα πρέπει να μελετήσω για κάποια συναυλία, μου αρέσει πολύ να εξερευνώ λιγότερο δημοφιλή έργα εποχής μπαρόκ καθώς και σπουδές Chopin, Rachmaninov, Liszt.
Υπήρξαν στιγμές που αμφισβητήσατε την επιλογή σας να ασχοληθείτε επαγγελματικά με τη μουσική; Η επαγγελματική σχέση ενός ερμηνευτή με τη μουσική νομίζω είναι ζήτημα συγκυριών και μιας μακράς διαδικασίας μελέτης και αφοσίωσης. Δεν είναι κάτι που μπορεί κάποιος να μεθοδεύσει με χρονικούς όρους. Η καλλιτεχνική ωριμότητα δεν εκβιάζεται και αποτελεί μια διαρκή αναζήτηση γεμάτη ερωτηματικά και ανασφάλειες.
Καλλιτέχνης χωρίς ανασφάλειες δεν πιστεύω ότι υπήρξε. Υπήρξαν στιγμές αμφιβολίας, ωστόσο πάντα θεωρώ ότι η μουσική όταν εξασκείται ως επάγγελμα είναι ένα πολύτιμο δώρο.
Ποιο ήταν το σημαντικότερο όφελος που αποκομίσατε από τις μεταπτυχιακές σπουδές σας στο εξωτερικό; Ότι η αφοσίωση στην ουσία της μουσικής είναι βασικό συστατικό της ύπαρξης κάθε ερμηνευτή και μέσω αυτής της διαδικασίας αποκρυσταλλώνεται εν ευθέτω χρόνω η μοναδική μουσική ταυτότητα του καθενός.
Τι σας έκανε να επιστρέψετε στην Ελλάδα; Περισσότερο συγκυριακοί παράγοντες συνετέλεσαν στην απόφασή μου να επιστρέψω καθώς και η ακρόαση στο Κρατικό Ωδείο για τη θέση πιανιστικής συνοδείας ορχηστρικού ρεπερτορίου, δίνοντάς μου την ευκαιρία να εργαστώ σε ένα υγιές περιβάλλον, με αρκετά υψηλό μουσικό επίπεδο.
Υπάρχει κάποιο άλλο όργανο που θα θέλατε να γνωρίζατε; Θα ήθελα να μπορώ να παίζω βιολί ή βιολοντσέλο, επειδή αυτά τα όργανα έχουν σημαντική θέση στην καρδιά μου.
Ποιους πιανίστες θαυμάζετε και σας εμπνέουν; Η λίστα είναι αρκετά μεγάλη μπορώ να πω, ωστόσο πάντοτε εμπνέομαι από την καθαρότητα έκφρασης της Maria Joao Pires, τις συγκλονιστικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις του Radu Lupu, τον Sv. Richter για αναρίθμητους λόγους, τον ανυπέρβλητο Grigory Sokolov. Αλλα και από νεότερους πιανίστες της γενιάς μας θαυμάζω τη Yuja Wang, τον Daniil Trifonov και πολλούς άλλους.
Από Έλληνες αναφέρω τον σπουδαίο Γιάννη Βακαρέλη, τις εξαιρετικές Δόμνα Ευνουχιδου και Αλεξάνδρα Παπαστεφάνου αλλά και τον χαρισματικό Δημήτρη Τουφεξή.
Ως καθηγητής, τι απαιτείτε από τους σπουδαστές σας; Είστε αυστηρός; Έχω την τύχη τα τελευταία χρόνια να διδάσκω εξαιρετικούς νέους πιανίστες σε διπλωματικό ή πτυχιακό επίπεδο, καθώς και σε προετοιμασία για πιανιστικές σπουδές στο εξωτερικό. Η αυστηρότητα είναι ένας όρος που δε χωράει κατά τη γνώμη μου στη σύγχρονη παιδαγωγική αντίληψη. Προσπαθώ να εμπνέω τους μαθητές μου να ανακαλύπτουν και να προάγουν τη μουσική τους ταυτότητα, με παράλληλη διαρκή υπενθύμιση ότι η πιανιστική πρόοδος δεν είναι αυτοσκοπός αλλά σίγουρο αποτέλεσμα μιας υγιούς αγάπης για τη μουσική και ανεπιτήδευτης αφοσίωσης.
Πώς νιώθετε για τη νέα σύμπραξη με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών; Νιώθω τεράστια χαρά που θα συμπράξω με μια τόσο αξιόλογη και σημαντική ορχήστρα και ανυπομονώ να βρεθώ στη σκηνή του Μεγάρου Αθηνών με τόσους εξαίρετους μουσικούς.
Όταν βρίσκεστε στη σκηνή υπάρχει, και αν ναι, πώς αντιμετωπίζετε το περίφημο stage fright; Φυσικά υπάρχει το σκηνικό άγχος, είναι μια απόλυτα φυσιολογική αντίδραση σε κάθε προετοιμασία δράσης που αφιερώνεις τον εαυτό σου. Το πως το αντιμετωπίζει ο καθένας είναι προσωπική υπόθεση και χρειάζεται πάνω απ’ όλα σκηνική εμπειρία, αλλά και σωστή ψυχολογική καθοδήγηση από τα μαθητικά χρόνια του μουσικού. Κάθε έργο που ερμηνεύει ένας μουσικός είναι ένα ξεχωριστό σύμπαν και οφείλουμε να μπαίνουμε με την πιο όμορφη διάθεση στον κόσμο του.
Πώς ηρεμείτε μετά την ένταση της κάθε συναυλίας; Η καλύτερη αποσυμπίεση μετά από συναυλία για μένα γίνεται με αγαπημένους φίλους και λίγο αλκοόλ.