Με τον Κώστα Καλημέρη γνωριστήκαμε το 1997 όταν ξεκίνησα να εργάζομαι στο τμήμα promo αυτού που τότε ονόμαζαν “εμπορικό ελληνικό ρεπερτόριο” στην Polygram. Ήταν ο παραγωγός της εταιρείας και ήδη μετρούσε πολλές επιτυχίες, με κυκλοφορίες της Χάρις Αλεξίου, του Νίκου Αντύπα, της Άλκηστης Πρωτοψάλτη, της Ελευθερίας Αρβανιτάκη, του Γιώργου Μαζωνάκη και πολλών, πολλών άλλων.
Πριν από 13 χρόνια, κατάφερε να κάνει το μεγάλο του όνειρο πραγματικότητα. Να ανοίξει στη Σαντορίνη, μαζί με τρεις ακόμα συνεργάτες του τα Black Rock Studios τα οποία μέχρι σήμερα έχουν φιλοξενήσει πολλά γνωστά ονόματα της διεθνούς μουσικής σκηνής. Ανάμεσά τους η Bjork, οι One Republic και ο Justin Bieber, η παρουσία του οποίου μάλιστα στο νησί δημιούργησε μαζικές υστερίες.
Τα Black Rock Studios κατάφεραν να συγκαταλέγονται σήμερα ανάμεσα στα καλύτερα στούντιο στον κόσμο όχι μόνο για τον εξοπλισμό τους αλλά για την τοποθεσία τους, το περιβάλλον, τη θέα και όλα όσα προσφέρουν αφού βρίσκονται μέσα σε μία τριώροφη βίλα 400 τμ. χτισμένη σε γκρεμό, με θέα 360º στον ωκεανό, όπου κάθε καλλιτέχνης με το συνεργείο του απολαμβάνει ένα ειδυλλιακό καταφύγιο. Έχει πέντε ξεχωριστά δωμάτια με δικό τους μπάνιο και θέα που κόβει την ανάσα, τζακούζι, πισίνα και αν κάποιος θέλει να μείνει εκεί χωρίς τη χρήση του στούντιο, μπορεί να το κάνει. Για τους καλλιτέχνες όμως που κλείνουν το στούντιο, στην τιμή συμπεριλαμβάνεται και η διαμονή στη βίλα.
Σχεδιάστηκαν από τον Roger D’Arcy και κατασκευάστηκαν από τον Bogdan Valceanov, ενώ οι αρχιτέκτονες Βούλα Γωγορόση και Αλέξανδρος Γαβριηλάκης βοήθησαν στην εσωτερική διακόσμηση και την ανακαίνιση του κτιρίου. Πρόσφατα το Billboard τα συμπεριέλαβε στη λίστα με τα πιο εμβληματικά στούντιο στον κόσμο και αυτό από μόνο του είναι μια τεράστια αναγνώριση.
Βρεθήκαμε ξανά με τον Κώστα μετά από πολλά χρόνια, στο δεύτερο στούντιο που διαθέτει στην Αθήνα και μιλήσαμε για τις χρυσές εποχές της ελληνικής δισκογραφίας, τις συνεργασίες του με διάσημους καλλιτέχνες, την τωρινή κατάσταση στη μουσική βιομηχανία και τις ατελείωτες ώρες που έχει περάσει πάνω στις κονσόλες.
Κώστα πώς είναι να έχεις ένα από τα πιο εμβληματικά στούντιο στον κόσμο; Νιώθεις ότι έχεις κατακτήσει το όνειρο ή θέλεις κι άλλο; Νιώθω ότι το έχω κατακτήσει αλλά σίγουρα δεν ησυχάζω εντελώς. Είναι και τι περιμένεις όταν το φτιάχνεις. Όταν το έφτιαχνα περίμενα ότι θα έχει κάποια αναγνώριση αλλά όχι τόσο μεγάλη αποδοχή και από τα μίντια. Δεν φανταζόμουν ότι θα κάνει άρθρο για εμάς το Billboard. Γνώριζα ότι θα βάλουμε την Ελλάδα στον χάρτη της συγκεκριμένης βιομηχανίας αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό. Οπότε ναι, ένα μεγάλο μέρος του ονείρου έχει εκπληρωθεί. Τώρα από εκεί και πέρα ξέρεις πώς είναι αυτά. Σίγουρα σου αρέσει να πας λίγο παραπέρα, να το βελτιώσεις, να έχεις περισσότερη πελατεία, αυτό δεν τελειώνει ποτέ όσο το τρέχεις. Σε πρώτη φάση όμως, αυτό που ήθελα, πέτυχε 100%.
Νιώθεις συγκίνηση και ανατριχίλα όταν συνειδητοποιείς τι έχεις κάνει ή έχει έρθει τόσο φυσικά που το αντιμετωπίζεις καθαρά επαγγελματικά; Ναι, έχει έρθει από τη μία φυσικά γιατί δεν είναι κάτι που γίνεται από τη μία μέρα στην άλλη, θέλει πολλά χρόνια σκληρής δουλειάς και αγωνίας. Κάποιος που δεν ξέρει και το βλέπει θα σκεφτεί “Α, το έφτιαξαν εκεί, σιγά” αλλά δεν είναι έτσι. Πρέπει να αφήσεις μια άλλη δουλειά, το εγχείρημα ήταν δύσκολο. Με αναποδιές, προβλήματα, άγχη. Κάποια στιγμή δικαιώνεσαι, πετυχαίνεις και γίνεσαι established. Έχεις πια ένα brand name που το ξέρουν σε ολόκληρο τον πλανήτη και μάλιστα σε μία εποχή που όσο άλλαζε η τεχνολογία τα στούντιο είχαν χάσει τη βαρύτητα και τον ρόλο που είχαν παλιά. Παρ’ όλα αυτά καταφέραμε να μας αναγνωρίσουν και να μας αναφέρουν παντού και αυτό είναι πολύ σημαντικό για εμάς.
Η Bjork είναι πολύ μοναχική, ήρεμη και λιγομίλητη. Από όλους τους καλλιτέχνες που έχω γνωρίσει και δουλέψει μαζί τους είναι η πιο low profile. Μπορώ να το πω με ευκολία αυτό.
Είναι αλήθεια ότι κάποια στιγμή ο ρόλος των στούντιο ήταν λίγο σε δεύτερη μοίρα αλλά τελευταία αυτό δεν έχει αλλάξει; Αυτή την αίσθηση έχω. Ναι, είναι ανάλογα και το τι θέλει ο καθένας. Εμείς δεν πουλάμε μόνο τον τεχνικό εξοπλισμό γιατί αυτός υπάρχει και αλλού, δεν είμαστε οι μόνοι στον κόσμο. Ούτε είμαστε μέσα στους 10 καλύτερους στον κόσμο. Είμαστε μέσα στους 10 καλύτερους στον κόσμο σε σχέση με το facility και την τοποθεσία. Αυτό είναι το βασικό μας ατού. Οπότε για πολλούς αποτελεί έναν στόχο να έρθουν εκεί για να βρεθούν σε ένα πολύ ξεχωριστό περιβάλλον. Και εσωτερικά μέσα στο στούντιο αλλά και στο περιβάλλον και το vibe του νησιού. Γι’ αυτό και κάποιες φορές έρχονται και άνθρωποι για πρότζεκτ που δεν έχουν απαραίτητα μεγάλες τεχνικές απαιτήσεις αλλά επειδή τους αρέσει ο χώρος.
Μπορεί να τους εμπνεύσει ο χώρος και να συνθέσουν εκεί; Έχει τύχει; Ναι, πολλές φορές. Έχει τύχει περίπτωση να έρθει κάποιος και να μην έχει ούτε ένα τραγούδι έτοιμο, να κάτσει 10 μέρες να συνθέσει και μετά να μπει να ηχογραφήσει ό,τι έγραψε.
Ξένος καλλιτέχνης ή Έλληνας; Ξένος. Κατά 99% δουλεύουμε με ξένους καλλιτέχνες.
Πώς πήρες την απόφαση για τη δημιουργία του συγκεκριμένου στούντιο; Το είχα στο μυαλό μου από πολύ μικρός και κάποια στιγμή ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Είχα τη δύναμη πλέον, τις γνώσεις και τις επαφές, ώστε τη δεδομένη στιγμή να νιώσω ότι μπορεί να πετύχει αν το κάνω.
Με τον Bieber υπήρχε υστερία στο νησί. Τρέλα. Είχαν πετάξει από την Αθήνα κοριτσάκια με τους γονείς τους και περίμεναν έξω από το στούντιο για να τον δουν
Είναι ακριβό στούντιο; Γι’ αυτό που είναι πιστεύω ότι είναι και φτηνό. Είναι όμως ακριβό για την ελληνική αγορά και είναι και άβολο από άποψη χρόνου για την ελληνική αγορά. Στην Ελλάδα δεν έχουν συνηθίσει να δουλεύουν με συγκεκριμένα χρονικά block. Να πηγαίνουν δηλαδή και να δουλεύουν όλη μέρα για 10 μέρες συνέχεια. Δεν δουλεύει έτσι εδώ η αγορά. Δεν γίνεται με αυτό τον τρόπο η δουλειά στα στούντιο στην Αθήνα. Οπότε είναι λίγο αγχωτικό αυτό για τους Έλληνες καλλιτέχνες. Το ότι πρέπει να δουλεύουν ασταμάτητα όλη μέρα για συγκεκριμένο χρονικό περιθώριο και το γεγονός ότι είναι ακριβό για τα ελληνικά δεδομένα, όλο αυτό μόνο άγχος μπορεί να φέρει σε κάποιους που δεν έχουν το μπάτζετ γι’ αυτό και δεν συμβαίνει πιστεύω. Έχουμε κάποιους πελάτες Έλληνες αλλά είναι λίγοι. Ο Γιώργος Μαζωνάκης με τον οποίο συνεργάζομαι έτσι κι αλλιώς 30 χρόνια είναι σταθερός αλλά οι υπόλοιποι, τα τελευταία 13 χρόνια είναι μετρημένοι στα δάχτυλα των δύο χεριών.
Μέσος όρος διαμονής για να ηχογραφήσει κάποιος, ποιος είναι; Γύρω στις 10-15 μέρες. Το μίνιμουμ είναι επτά μέρες και το μάξιμουμ μπορεί να φτάσει τις έξι-επτά εβδομάδες. Το σύνηθες πάντως είναι 15 μέρες με έναν μήνα.
Έχεις κάποιο απωθημένο σε εξοπλισμό; Ιδιαίτερα μικρόφωνα παλιά. Πολύ σπάνια. Θα μου άρεσε να κάνω μια συλλογή για να εξοπλίσω το στούντιο. Όχι κάτι άλλο.
Πες μου κάποια ξένα ονόματα που έχουν ηχογραφήσει στο στούντιο. O Joe Bonamassa και ο Justin Bieber που έχουν έρθει από δύο φορές ο καθένας, η Bjork, οι One Republic, o Steve Harris των Iron Maiden, οι Bring Me the Horizon, οι The Courteeners, οι You Me At Six ηχογράφησαν τον τελευταίο δίσκο τους που βγαίνει τώρα, o Skrillex και πολλοί ακόμα. Υπάρχουν και δύο ονόματα πολύ μεγάλα που δεν μπορώ να αποκαλύψω όμως πριν κυκλοφορήσουν τα άλμπουμ.
Πώς είναι ο Bieber στο στούντιο; Κοίτα, όλοι αυτοί μεγάλοι καλλιτέχνες είναι μηχανές. Έχουν αυτό το βάρος της ευθύνης του να δημιουργήσουν κάτι που θα πάει σε όλο τον κόσμο. Είναι τεράστιο φορτίο αυτό για τον καλλιτέχνη. Αυτό αισθάνομαι. Από τη μία έχουν τον ενθουσιασμό αλλά από την άλλη και το αίσθημα της ευθύνης. Το κατάλαβα όταν βγάλαμε μαζί φωτογραφία με τον Bieber και αμέσως είχε εκατομμύρια likes. Αστραπιαία. Συνειδητοποίησα το μέγεθος του κοινού του. Έτσι κατάλαβα και τις ιδιαιτερότητες ή τις παραξενιές που μπορεί να έχουν οι καλλιτέχνες, για παράδειγμα με τις φωτογραφίες που θα βγάλουν. Είναι λογικό. Γιατί ξαφνικά αυτή η φωτογραφία θα βρεθεί παντού. Αντίστοιχα λοιπόν και η μουσική που κάνουν πηγαίνει σε όλο τον κόσμο άρα είναι μεγάλο το βάρος της ευθύνης για ένα καλό αποτέλεσμα. Μπαίνοντας λοιπόν μέσα στο στούντιο είναι μόνο δουλειά, δουλειά, δουλειά.
Τα τρελά πάρτυ που μπορεί να φανταζόμαστε κάποιοι, είναι μόνο στη φαντασία μας; Ούτε πάρτυ, ούτε τρελά σκηνικά. Άντε να έχει τύχει καμιά βραδιά λίγο πιο εύθυμα χαλαρή στα τόσα χρόνια. Και γενικά δεν κάνουν ούτε επίδειξη, ούτε πλάκα. Θα χαλαρώσουν μόνο σε νορμάλ επίπεδα. Κάποιοι μάλιστα δεν βγαίνουν καν έξω από τη βίλα. Έχω πελάτες που έρχονται για έναν μήνα και βγαίνουν μονάχα δύο μέρες. Είναι μεγάλος ο χώρος και το κτήμα οπότε δεν νιώθεις ότι είσαι κάπου κλεισμένος. Μου έχει κάνει μεγάλη εντύπωση το πόσες ώρες δουλεύουν οι μεγάλοι ξένοι καλλιτέχνες και πόσο σκληρά δουλεύουν. Δεν θα πουν “Α, είμαι ο τάδε και έχω κάνει μεγάλη επιτυχία και θα δουλέψω χαλαρά δύο ώρες και θα φύγω”. Απεναντίας.
Η δουλειά δεν γίνεται όπως γινόταν παλιά που όταν είχες να βγάλεις δίσκο της Αλεξίου, της Αρβανιτάκη ή της Πρωτοψάλτη, έμπαινες στο στούντιο για τρεις μήνες, κατέβαζες τα τηλέφωνα και τα ξέχναγες όλα
Είναι διαφορετικό από την ελληνική πραγματικότητα αυτό; Καταρχήν εμείς εδώ στην Ελλάδα και πολλές άλλες χώρες, ακολουθούμε όλους αυτούς στις μουσικές τάσεις. Είναι σαν πρότυπα, προσπαθούμε να μιμηθούμε κατά κάποιον τρόπο -όχι τα τραγούδια τους αλλά- τον τρόπο δουλειάς, το ηχητικό αποτέλεσμα, την παραγωγή. Οι μεγάλοι καλλιτέχνες είναι και αυτοί που θέτουν τα καινούργια standards. Αυτοί πάνε ένα βήμα παραπέρα τα πράγματα. Οπότε είναι τεράστιο το έργο που κάνουν. Γι’ αυτό επίσης νιώθουν τόση ευθύνη και κάνουν τόσο σοβαρά τη δουλειά.
Ποια είναι τα δικά σου αγαπημένα στούντιο στον κόσμο; Που έχεις πάει ή και αυτά που δεν έχεις δει από κοντά. Είχα την τύχη, παρ’ ότι ήμουν στην Ελλάδα, να έχω τα εφόδια, ας το πούμε έτσι, από καλλιτέχνες και εταιρείες που δούλευα εδώ, να μου δοθεί η ευκαιρία να δουλέψω σε κάποια στούντιο στο εξωτερικό με ελληνικά πρότζεκτ. Ένα από αυτά, στο οποίο έχω περάσει πολύ μεγάλο κομμάτι της περιόδου μου έξω, ήταν στο Παρίσι το καταπληκτικό Guillaume Tell. Όταν πρωτοπήγα εγώ ήταν και στις μεγάλες δόξες του, εκεί πέρα ηχογραφήθηκε το ‘Nothing like the Sun’ του Sting και γενικά είναι ένα από τα θρυλικά στούντιο της Γαλλίας. Ένας καταπληκτικός χώρος στον οποίο έμεινα πολλούς μήνες και δούλεψα. Στο Metropolis στην Αγγλία, στο Townhouse παλιότερα, το οποίο επίσης δεν υπάρχει πια. Αλλά και σε άλλα μέρη, όπως στην Πράγα, στο Βελιγράδι, στην Τουρκία.
Ήταν μεγάλο σχολείο να δουλέψεις εκτός Ελλάδας; Ναι, ήταν ένα μεγάλο εφόδιο το να μπω στη διαδικασία να μπορώ πλέον να πάω οπουδήποτε και να δουλέψω. Μου πήρε πάρα πολλά χρόνια να απογαλακτιστώ από το Sierra στο οποίο ξεκίνησα και έμεινα για 10 χρόνια. Ήμουν σε έναν χώρο που είχα μάθει (όχι μόνο εγώ αλλά και όλοι οι συνάδελφοί μου) την ακουστική και της παραμικρής γωνιάς. Δεν υπήρχαν τότε στην Ελλάδα καλύτεροι χώροι ακουστικά από το Sierra. Έχοντας λοιπόν δουλέψει μόνο εκεί, είχαμε μεγάλο άγχος για το αν θα μπορούμε να πάμε σε ένα άλλο στούντιο και να βγάλουμε καλό αποτέλεσμα. Εγώ σίγουρα είχα τεράστιο άγχος. Οπότε αυτό βοήθησε ώστε να ανοίξουν τα μάτια μου, να δω άλλους τρόπους δουλειάς και φυσικά στο να φτιάξω τελικά το στούντιο στη Σαντορίνη. Ήταν πάρα πολύ σημαντική αυτή η εμπειρία στο εξωτερικό, αν δεν την είχα δεν θα είχα κάνει το ίδιο πράγμα, να σου πω την αλήθεια.
Μετά από τόσα χρόνια, η παραγωγή είναι απλά μία διαδικασία ή υπάρχουν στιγμές που είσαι στο στούντιο, ακούς κάτι και μπορεί να συγκινηθείς ή να πεις “πω, πω, τι φτιάχνουμε τώρα”; Πολύ πιο σπάνια απ’ ότι παλιότερα. Ήταν όμως διαφορετική διαδικασία τότε. Ήταν μια ιεροτελεστία ενώ πλέον δεν είναι γιατί έχει χάσει το value που είχε κάποτε. Δυστυχώς η δουλειά δεν γίνεται όπως γινόταν τότε παλιά που όταν είχες να βγάλεις δίσκο της Αλεξίου, της Αρβανιτάκη ή της Πρωτοψάλτη, έμπαινες στο στούντιο για τρεις μήνες, κατέβαζες τα τηλέφωνα και τα ξέχναγες όλα, ήξερες ότι είσαι ταγμένος σε αυτό το πρότζεκτ. Υπήρχε περισσότερο ψάξιμο, ακούγατε όλοι μαζί πράγματα, ενώ σήμερα όλα γίνονται λίγο στο πόδι, με μηνύματα και μαιλ ή κάποιος μπορεί να έχει κλείσει στούντιο και την ίδια ώρα να βάλει και δύο ραντεβού και να φύγει. Δεν γίνεται με την ίδια σοβαρότητα. Επιπλέον υπάρχει μεγάλη κρίση σε υλικό. Δηλαδή οι ομάδες που υπήρχαν, δεν υπάρχουν πια, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Μια τέτοια ομάδα για παράδειγμα ήταν η Λίνα Νικολακοπούλου με τον Νίκο Αντύπα. Τότε δούλευαν όλοι πολύ πιο στοχευμένα και με κονσεπτικούς δίσκους, δεν μαζεύαμε τυχαία τραγούδια. Υπήρχε το πηγαδάκι, η επαφή και η παρέα. Βρισκόμασταν στο σπίτι του καλλιτέχνη, ερχόταν και ο συνθέτης με τον οποίο σκεφτόμασταν να συνεργαστούμε, να κουβεντιάσουμε, να ακούσουμε τραγούδια, περνούσαμε ώρες όλοι μαζί. Και τώρα θα συμβεί αλλά σε πολύ πιο σπάνιες περιπτώσεις.
Λέγαμε κάποτε ότι ο Μαζωνάκης είναι εμπορικός. Όταν όμως η Πρωτοψάλτη πουλούσε παραπάνω, γιατί είναι πιο εμπορικός ο ένας και όχι ο άλλος; Το εμπορικό ρεπερτόριο είναι ένας εντελώς παρεξηγημένος όρος
Μια ωραία παρέα με την οποία συνεργάζεσαι τώρα υπάρχει; Συνεργάζομαι καταπληκτικά έτσι κι αλλιώς με τον Γιώργο Μαζωνάκη γιατί έχουμε χτίσει μια αμοιβαία εμπιστοσύνη χρόνια τώρα αλλά και με τον Γιώργο Σαμπάνη που του γράφει τραγούδια. Αυτό που μου έχει κάνει εντύπωση στον Σαμπάνη, εκτός από το ότι είναι ένας εξαιρετικός συνθέτης, είναι ο ενθουσιασμός και αφοσίωσή του. Θα σε καλέσει σπίτι του, θα βγάλει την κιθάρα του και θα ψάξει πράγματα για ώρες μαζί σου, μπορεί να του έρθει ξαφνικά να γράψει κάτι και να στο στείλει μέσα στη νύχτα για να του πεις τη γνώμη σου, δημιουργεί την παρέα και τη σύνδεση. Χαίρεται να δίνει τραγούδια σε άλλους γιατί δεν το βλέπει σαν τον επαγγελματία που απλώς κάνει μια δουλειά. Το αγαπάει πολύ. Είναι ένας ολοκληρωμένος καλλιτέχνης. Υπάρχουν πάντως καλλιτέχνες παλιότεροι που ακόμα δουλεύουν με τον παραδοσιακό τρόπο και είναι καταπληκτικοί αλλά νομίζω ότι το πρόβλημα είναι στο ρεπερτόριο. Δεν υπάρχουν τραγούδια. Δεν υπάρχει κίνητρο, δεν ξέρω. Σημεία των καιρών.
Η trap πάντως ανθίζει στην Ελλάδα. Η trap αποτελεί ένα δείγμα. Όπως και αυτό που συμβαίνει με τον ΛΕΞ. Και εδώ ταιριάζει αυτή η αντίθεση που λέγαμε και κάποτε όταν ήμουν στην Polygram και έμπαινε η ταμπέλα του εμπορικού τραγουδιού. Για παράδειγμα, λέγαμε παλιά ότι ο Μαζωνάκης είναι εμπορικός. Όταν όμως η Πρωτοψάλτη πουλούσε παραπάνω, γιατί είναι πιο εμπορικός ο ένας και όχι ο άλλος; Το εμπορικό ρεπερτόριο είναι ένας εντελώς παρεξηγημένος όρος. Το ίδιο συμβαίνει και με την trap η οποία αυτή τη στιγμή είναι η πιο εμπορική μουσική. Αν μπεις στο spotify στα Top 50 θα δεις ως επί το πλείστον trappers. Βέβαια είναι και το ηλικιακό γκρουπ το συγκεκριμένο το οποίο μπαίνει περισσότερο στη συγκεκριμένη πλατφόρμα.
Spotify ή YouTube; Δυστυχώς οι περισσότεροι στη χώρα μας ακούν μουσική μέσα από το YouTube, το οποίο είναι τραγικό. Γιατί δεν αποδίδει τα ίδια χρήματα στους συντελεστές. Το Spotify δίνει περισσότερα χρήματα, γι’ αυτό στο εξωτερικό η δισκογραφία έχει ανέβει πολύ, σε αντίθεση με την Ελλάδα που οι εταιρείες αγκομαχούν να καλύψουν τα έξοδα της παραγωγής ή των video clip ενώ έξω υπάρχει ευημερία. Πιστεύω ότι έξω αυτή τη στιγμή τα νούμερα, χωρίς να είμαι ειδικός, δεν το έχω ψάξει, είναι τουλάχιστον ίδια. Μη σου πω ότι είναι μεγαλύτεροι οι τζίροι από τις “καλές” εποχές. Όσο και αν φαίνεται περίεργο.
Όταν ήμουν στο Γυμνάσιο άκουγα Παύλο Σιδηρόπουλο διαρκώς και κουβαλούσα το βινύλιο παντού και ξαφνικά μετά από σχεδόν 10 χρόνια βρέθηκα να δουλεύω μαζί του
Ναι, φαίνεται περίεργο. Στην πραγματικότητα δεν είναι και θα σου πω γιατί. Από τη μία η εταιρεία δεν έχει το βασικό κόστος που είχε παλιά. Από το CD και την αποθήκη, μέχρι τον διανομέα, το προσωπικό και τις παρακαταθήκες. Αν ήθελα να ακούσω ένα παλιό τραγούδι, έπρεπε να πάω να αγοράσω τον δίσκο, που σημαίνει ότι μέσα σε έναν χρόνο μπορεί να αγόραζα και 10 παλιότερες κυκλοφορίες εκτός από τις καινούργιες. Τώρα επειδή έχω πρόσβαση παντού, μπορεί να ακούσω 5.000 παλιά κομμάτια, δεν χρειάζεται να πάω να αγοράσω ολόκληρο άλμπουμ. Άρα λοιπόν οι εταιρείες βγάζουν πολλά χρήματα και από το back catalogue. Είναι μεν πιο χαμηλά τα ποσοστά που πληρώνονται από το streaming αλλά είναι τεράστια τα νούμερα πια. Απλά στην Ελλάδα δυστυχώς δεν έχει φτάσει στα επίπεδα που θα έπρεπε και ειδικά στους subscribers. Πολλοί στη δουλειά μας δυστυχώς δεν είναι καν subscribers. Οι ίδιοι άνθρωποι που γκρινιάζουν για τα δικαιώματα δεν πληρώνουν μια συνδρομή στο Spotify. Είναι μεγάλο ποσοστό και είναι τραγικό.
Σε θυμάμαι στα τέλη της δεκαετίας του ‘90 που δουλεύαμε μαζί στην Polygram και ήσουν διαρκώς ή στο γραφείο ή στο στούντιο γιατί έβγαιναν μεγάλες κυκλοφορίες τότε. Αρβανιτάκη, Πρωτοψάλτη, Αλεξίου. Ξέρω ότι έχεις πολλές αναμνήσεις από τα τότε δισκογραφικά χρόνια. Πες μου κάτι που σου έρχεται έτσι γρήγορα στο μυαλό. Όταν είχαμε κάνει μαζί με τη Χαρούλα, τον Αντύπα και τη Νικολακοπούλου το ‘Δι’ Ευχών’, δούλευα ως ηχολήπτης. Η πρώτη δουλειά που υπέγραψα και ως παραγωγός ήταν το ‘Οδός Νεφέλης ‘88’. Ένας δίσκος πάρα πολύ απλός, με 3-4 φυσικά όργανα, ο οποίος ερχόταν μετά τις υπερπαραγωγές που είχαμε κάνει με τον Αντύπα ή και κυκλοφορίες με τραγούδια άλλων. Για πρώτη φορά θα ήταν ένας δίσκος με τραγούδια που είχε γράψει η ίδια και είχε πάρα πολύ μεγάλη ανασφάλεια. Πηγαίνοντας στην εταιρεία το υλικό για να το ακούσουν όλοι, κατάλαβαν μεν ότι είναι ωραίο αλλά δεν πίστευαν ότι είναι μια δουλειά που έχει πάει ένα βήμα παραπέρα, ότι κάνει κάτι νέο και διαφορετικό. Και η ίδια η Χαρούλα έλεγε ότι είναι ένας δίσκος πιο γυναικείος, ότι έχει χαμηλές προσδοκίες από αυτόν. Και ξαφνικά ο δίσκος έκανε τεράστια νούμερα, πήρε βραβείο καλύτερου world άλμπουμ στη Γαλλία, είναι ένας από τους καλύτερους δίσκους της.
Ήταν δύσκολα τα πράγματα μέσα στο στούντιο; Έχω δει καλλιτέχνες να ξεσπούν σε κλάματα από την πίεση. Είμαι σίγουρος ότι κάποιοι θα ήθελαν να μου ρίξουν μπουνιά. Ήταν ατελείωτες οι ώρες δουλειάς, δεν διορθώναμε ατέλειες μετά όπως γίνεται τώρα και έπρεπε να παίζουν και να τραγουδούν ένα κομμάτι μέχρι να βγει τέλειο. Δεν υπήρχε συγχωροχάρτι. Ήταν “πάμε” και “πάμε” και “πάμε”. Υπήρχαν πολλά νεύρα και ένταση.
Σίγουρα όμως υπήρχαν και ωραίες στιγμές. Φυσικά. Και για μένα προσωπικά υπήρχαν στιγμές μεγάλης συγκίνησης όταν και σαν ηχολήπτης αρχικά αλλά και αργότερα ως παραγωγός, συνεργάστηκα με ανθρώπους που θαύμαζα από παιδί. Για παράδειγμα όταν ήμουν στο Γυμνάσιο άκουγα Παύλο Σιδηρόπουλο διαρκώς και κουβαλούσα το βινύλιο παντού και ξαφνικά μετά από σχεδόν 10 χρόνια βρέθηκα να δουλεύω μαζί του. Ο πρώτος δίσκος που αγόρασα στη ζωή μου ήταν το ‘Machine Head’ των Deep Purple και όταν ήρθε ο Ian Gillan εδώ για το ντουέτο με τον Ρακιντζή, δούλευα στο στούντιο. Επίσης έχω συνεργαστεί με τον Ian Dury. Για μένα το ότι έχω καταφέρει να γνωρίσω αυτούς τους ανθρώπους, είναι συγκλονιστικό. Δεν το φανταζόμουν ότι θα συνέβαινε αυτό όταν ξεκινούσα τη δουλειά.
Σου συμβαίνει ακόμα αυτό; Να νιώσεις συγκίνηση που γνωρίζεις κάποιον καλλιτέχνη που θαυμάζεις; Ναι, βέβαια, για παράδειγμα το ένιωσα με τη Bjork. Η Bjork είναι πολύ μοναχική, ήρεμη και λιγομίλητη. Από όλους τους καλλιτέχνες που έχω γνωρίσει και δουλέψει μαζί τους είναι η πιο low profile. Μπορώ να το πω με ευκολία αυτό. Το σοκαριστικό είναι το πώς τη γνώρισα πρώτη φορά. Είχα κατέβει μόνο για μία μέρα στο στούντιο στη Σαντορίνη, το οποίο ήταν κλειστό γιατί ήταν Νοέμβριος, με τον Νίκο Βουρλιώτη ο οποίος ήθελε να κάνει μία συνέντευξη εκεί και είχα μαζί μου μόνο μια αλλαξιά ρούχα. Όσο είμαι εκεί, μου έρχεται ένα μαιλ που λέει ότι θέλει να έρθει η Bjork την επόμενη εβδομάδα. Κλείνουμε τη συμφωνία, ζητάω να μου στείλουν ρούχα από Αθήνα και μένω εκεί να την περιμένω να έρθει με όλο το επιτελείο όπως συμβαίνει συνήθως. Ξαφνικά χτυπάει η πόρτα, την ανοίγω και βλέπω τη Bjork μόνη της με μια βαλίτσα. Αργότερα ήρθαν και άλλοι συνεργάτες της αλλά είχε φτάσει μόνη της μέχρι εκεί. Κατά τη διάρκεια της παραμονής της ζήτησε να πάμε να δει τα Αρχαία στο Ακρωτήρι, κάποιες τοιχογραφίες συγκεκριμένα.
Όταν άνοιξε το στόμα της να τραγουδήσει τι ένιωσες; Ήταν συγκλονιστικό φυσικά. Όπως και ο τρόπος που δουλεύει. Είναι πολύ ιδιαίτερη. Και πολύ ευχάριστη. Βγήκαμε και έξω 1-2 φορές.
Κάνατε και παρέα δηλαδή. Και με τον Bieber κάνατε παρέα; Είχαμε βγει μερικές φορές για φαγητό, ναι.
Στο νησί τι συμβαίνει όταν βγαίνεις έξω με τους καλλιτέχνες; Κοίτα τα μεγάλα ονόματα αναγνωρίζονται αλλά ας πούμε κάποια συγκροτήματα, όπως τους One Republic, ελάχιστοι θα τους καταλάβουν φυσιογνωμικά. Με τον Bieber υπήρχε υστερία στο νησί. Τρέλα. Είχαν πετάξει από την Αθήνα κοριτσάκια με τους γονείς τους και περίμεναν έξω από το στούντιο για να τον δουν. Μια φορά είχε βγει μια φήμη ότι είχαν έρθει οι U2, η οποία δεν ίσχυε και όπως κοιτούσα κάποια στιγμή έξω από το παράθυρο, είδα απέναντι έναν παπαράτσο με έναν τεράστιο τηλεφακό να τραβάει. Αυτά είναι τα αστεία της δουλειάς.