ΜΟΥΣΙΚΗ : ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Κατερίνα Κυρμιζή: Δεν είχα ποτέ το ποσοστό ματαιοδοξίας που αλλάζει τα πράγματα

Οι άνθρωποι της γενιάς μου, όταν ακούν το όνομα Κατερίνα Κυρμιζή, αυτομάτως σκέφτονται το τραγούδι Η Παραμυθένια και το Στην Πίσω Τσέπη του Blue Jean, δύο τεράστιες ραδιοφωνικές επιτυχίες στα μέσα της δεκαετίας του ‘90. Ήταν μόλις 19 χρονών όταν συμμετείχε στη μουσική παιδική παράσταση της Μαρίζας Κωχ “Η Γοργόνα Ταξιδεύει Τον Μικρό Αλέξανδρο” και 20 όταν έκανε το δισκογραφικό της ντεμπούτο στον δίσκο του Νίκου Γρηγοριάδη Η Μοναξιά του Φάρου (o Νίκος είναι ο άνθρωπος που έμελλε εκτός από σταθερός συνεργάτης της να γίνει και σύντροφος ζωής, αφού είναι μαζί μέχρι σήμερα και έχουν μία υπέροχη κόρη). Έναν χρόνο αργότερα, το 1996, υπέγραψε στη Virgin και κυκλοφόρησε το πρώτο της άλμπουμ “Κοντσέρτο για σοκολάτα και τριαντάφυλλα”, με το οποίο μας εντυπωσίασε και όλοι τότε μιλούσαμε για εκείνη. Μας εντυπωσίασε με τη γλυκύτητά της, με τη νεραϊδένια φωνή της, με την προσγειωμένη παρουσία της. 

Ήταν ένα νέο κορίτσι, με μουσικές σπουδές, μια τραγουδοποιός που ήξερε καλά ποιον μουσικό δρόμο θέλει να ακολουθήσει, ακόμα και αν αυτό στοίχιζε σε υλικές απολαβές. Τα περιοδικά και οι τηλεοπτικές εκπομπές προωθούσαν τις λαϊκές, ποπ και εύπεπτες επιτυχίες, όπως συμβαίνει πάντα, αλλά η Κατερίνα ήταν ευτυχισμένη δημιουργώντας μόνη της αλλά και με τον Νίκο ονειρικά, ταξιδιάρικα τραγούδια που είχαν κάτι ουσιαστικό να πουν. 

Στα βαθιά είχε πέσει πολύ νωρίτερα. Γόνος οικογένειας τραγουδιστών με νονά τη Ρίτα Σακελλαρίου, ένιωσε την ευθύνη του να πρέπει να ακολουθήσει τα χνάρια τους και να φέρει το νυχτοκάματο στο σπίτι, όταν ακόμα η ίδια έψαχνε τα πατήματά της στον χώρο. Αυτό την έκανε ιδιαιτέρως συνεσταλμένη σαν άνθρωπο και σαν καλλιτέχνιδα και ήταν κάτι που είχα διακρίνει κι εγώ όταν της πήρα -αν όχι την πρώτη- μία από τις πρώτες συνεντεύξεις που έδωσε τότε. Μου είχε κάνει τόση εντύπωση η συστολή της, που εκείνη η συνέντευξη έμεινε χαραγμένη στο μυαλό μου μέχρι και σήμερα. 

Τυχαία βρεθήκαμε πριν λίγα χρόνια στο Facebook και θυμηθήκαμε εκείνη την τηλεφωνική συνάντηση, και από τότε έψαχνα την αφορμή για να τα πούμε ξανά με το μικροφωνάκι να γράφει. Η αφορμή ήρθε με το νέο της τραγούδι, Δε σ’ αντέχω, που έχει γράψει η ίδια, κι έτσι βρεθήκαμε ένα πρωί στη Φωκίωνος Νέγρη για να θυμηθούμε τις πρώτες εκείνες καλλιτεχνικές μέρες, αλλά και εκείνες που ήρθαν αργότερα με τις μεγάλες αλλαγές της ζωής και το παρόν της ως καθηγήτρια μουσικής. Με τα δικά της λόγια, αυτή είναι η δική της βόλτα:

«Μεγάλωσα με τη σκέψη ότι θα γίνω κάποια στιγμή φίρμα. Και όλη μου η εκπαίδευση, ο χορός και το ωδείο, ήταν για να υπηρετήσω αυτό τον σκοπό. Όμως καλλιεργήθηκα πολύ περισσότερο από το να γίνω μια λαϊκή φίρμα, κακά τα ψέματα. Να ’ναι καλά όλοι οι δάσκαλοι και στον χορό και στη μουσική. Καλλιεργήθηκα υπερβολικά πολύ για να μπορέσω μετά να γίνω ποπ σταρ. Χρειάζεται μια αμεσότητα και δεν μπορείς να υποκρίνεσαι. Καλώς ή κακώς, με την εκπαίδευσή μου έφυγα από εκεί». 

«Δεν τόλμησα να παίξω δικό μου τραγούδι παρά μόνο όταν πήγα 18 χρονών και το έπαιξα μια φορά και μάλιστα τρέμοντας. Το Στην Ιοκάστη που μετά μπήκε στο “Κοντσέρτο για σοκολάτα και τριαντάφυλλα”. Η απάντηση του πατέρα μου όταν το άκουσε ήταν “Ναι, ωραία όλα αυτά, αλλά βγάλε ρεπερτόριο ρε κορίτσι για να πας στη δουλειά”. Και το αισθάνθηκα σαν ματαίωση. Βέβαια, ο πατέρας μου τόσο ήξερε, αυτό είπε. Άλλα το αισθάνθηκα σαν ματαίωση τη στιγμή που δημιουργώ κάτι. Έπρεπε να βγάλω ρεπερτόριο για να πάω να διεκδικήσω νυχτοκάματο. Αυτό ήξερε ο ίδιος γιατί με αυτό μας έζησε, η αλήθεια είναι. Το νυχτοκάματο. Οπότε, εκ των υστέρων, τον δικαιολόγησα, αλλά τότε μου είχε φανεί πολύ σκληρό. Δεν μου είπαν ένα “μπράβο, είναι πολύ ωραίο τραγούδι”. Ήθελα επιβράβευση όμως τότε. Δεν θυμώνω με αυτά, με πιάνει εσωστρέφεια και μελαγχολώ. Δεν είμαι από αυτά τα άτομα που θα θυμώσω και θα πω “όχι θα σας δείξω εγώ”, με πιάνει ανασφάλεια».

«Η Ρίτα Σακελλαρίου ήταν νονά μου αλλά δεν την είδα ποτέ. Μόνο με βάφτισε. Δεν ήρθε ποτέ μετά να μου φέρει λαμπάδα. Αισθανόμουν για πάρα πολλά χρόνια, ως παιδί, το απόπαιδο. Ξέρεις, ότι δεν έχω λαμπάδα ποτέ το Πάσχα. Πέθανε και με πήρε ο πατέρας μου και με ρώτησε αν θα πάω στην κηδεία και του είπα “Όχι. Εκείνη ήρθε ποτέ να μου φέρει μια λαμπάδα, ένα παπούτσι”; Μου τα έπαιρνε η μάνα μου και μετά η νονά της αδερφής μου για να μην αισθάνομαι άσχημα. Και αυτό ήταν τραυματικό».

«Για πολλά χρόνια συμμετείχα στην παιδική παράσταση “Η γοργόνα ταξιδεύει τον μικρό Αλέξανδρο” της Μαρίζας Κωχ. Ήμουν το Μαρίζον. Αργότερα ξαναδούλεψα μαζί της στο εργαστήρι που είχε κάνει. Και έχουμε μια καλή σχέση. Όταν πρωτοδούλεψα μαζί της δεν είχα συναίσθηση του τι είχε συμβεί ώστε να νιώσω δέος που δουλεύω μαζί της. Η Μαρίζα έχει την παλιά νοοτροπία, σε πετάει στα βαθιά και σου λέει κολύμπα. Θυμάμαι στην πρώτη μου παράσταση, δεν ήξερα λόγια, δεν ήξερα τίποτα, με έντυσε με τα ρούχα της και μου είπε “Πάρε το βιβλίο και ανοιγόκλεινε το στόμα”. Το έκανα και την επόμενη τα ‘χα μάθει όλα απ’ έξω. Είχαν γραφτεί στον σκληρό δίσκο. Και σκέψου, τα κείμενα από τότε τα θυμάμαι ως τώρα. Μπορώ να σου τα απαγγείλω: “Άστραψε η Ανατολή στο πέλαγο της Θράκης. Φώτισε τα παράλια του Πόντου τα καράβια. Και η γοργόνα φάνηκε στην πλάτη της θαλάσσης. Ένα μικρό παιδί κρατεί και Αλέξανδρο τον λέει…”. Δεν το έχω ξεχάσει το κείμενο. Ένα βιβλίο ολόκληρο, δεν το έχω ξεχάσει».

«Στη δισκογραφία πήρε λίγο καιρό να ξεκινήσω. Μέσω διαφόρων γνωστών ήρθα σε επαφή με τον Άγγελο Σφακιανάκη από τη Λύρα. Εκείνος με φώναξε. Αφού κάναμε κάποια demo και δεν έβρισκε ενδιαφέρον με τα δικά μου τραγούδια φώναξε τον Νίκο Γρηγοριάδη, γιατί ο Νίκος είχε δουλέψει στη Λύρα σαν υπάλληλος πριν μπει στην εκπαίδευση και είχε δώσει μάλιστα και κάποια τραγούδια στον Γιάννη Κούτρα. Μου είπε “Ξέρω τι γράφει αυτός ο άνθρωπος, είναι κοντά σε σένα” και έτσι γνωριστήκαμε με τον Νίκο στα γραφεία της Λύρα. Κάναμε ένα demo το οποίο πάλι για κάποιο λόγο δεν προχώρησε. Ο Νίκος μετά υπέγραψε στη Virgin. Ο Άγγελος μου βρήκε και τη δουλειά στη Μαρίζα. Πήγα συστημένη. Ο Άγγελος λοιπόν είναι ο άγγελός μου. Γιατί μου γνώρισε τον άντρα μου και με έβαλε μέσα σε αυτόν τον χώρο. Λίγο αργότερα με φώναξε ο Νίκος να κάνω κάποια φωνητικά στον δίσκο του “Η Μοναξιά του φάρου” και όταν είδε ότι στη Λύρα δεν προχωρούσα δισκογραφικά μου είπε “Δεν έρχεσαι στη Virgin που είναι ο Γιάννης Πετρίδης”; Κουβάλησα την κιθάρα μου, μπήκα στο γραφείο του Πετρίδη και μου είπε “Παίξε”. Παίζω και μου κάνει “Ωραία, υπόγραψε” και έτσι υπέγραψα στη Virgin».

«Τότε, τη δεκαετία του ‘90, στα νιάτα μου, ειδικά με άντρες φωτογράφους αισθανόμουν φρέσκο κρέας στο πιάτο. Βασικά απ’ όλη την αντιμετώπιση. Από τους συναδέλφους, από την εταιρεία. Όχι από όλους όμως, όχι από τον κύριο Πετρίδη. Από κάποιους υπαλλήλους. Κανόνιζαν φωτογραφήσεις με εσώρουχα και έπρεπε να δώσω μάχη για να μην τις κάνω. Είχα πάει σε μία φωτογράφηση για ένα περιοδικό και μου λένε “Βάλε τα εσωρουχάκια σου”. Και λέω “Ώπα. Ποιος το κανόνισε αυτό;” και μου απαντάνε “Από την εταιρεία”. Παίρνω την εταιρεία, τσακώθηκα, μάλωσα, έβρισα, με κοιτούσε ο φωτογράφος, τρόμαξε και όλο το προσωπικό και μου είπαν “Καλά, φόρεσε ένα δερμάτινο παντελόνι” και από πάνω δεν είχα τίποτα, μου είχαν φέρει ένα μπουστάκι όλο δαντέλες. Είπα λοιπόν “Βάζω το μαλλί εδώ, θα με πάρεις από πάνω, φως, ως εδώ”. Αλλά αυτά τα πράγματα δεν τα κάνεις όταν είσαι πρωτοεμφανιζόμενος. Είναι μια πολύ επιθετική αντιμετώπιση και βγαίνει μετά βρώμα ότι είσαι κακομαθημένη και χίλια δυο πράγματα. Κυκλοφορούσε πολύ η φήμη ότι ήμουν κακομαθημένη, γιατί και στην τηλεόραση τότε, στο “Μεταξύ μας” που ήταν η Βόσσου με την Πανοπούλου και είχα πάει αρκετές φορές, ήθελαν να πω διασκευές και τους είχα πει ότι δεν μπορώ να πω διασκευές, να μου δώσουν ένα τέταρτο να πω δύο δικά μου τραγούδια γιατί αυτό έκανα, δεν θα πήγαινα μετά σε μαγαζί να εμφανιστώ, τη δισκογραφική δουλειά μου ήθελα να προωθήσω και λέγανε ότι είμαι κακομαθημένη και δεν κάνω ό,τι μου λένε».

«Η Virgin ήταν μια πιο οικογενειακή εταιρεία και με πολύ καλό ρεπερτόριο, τουλάχιστον στο ελληνικό. Ήταν η Ηρώ, οι Μπλε, εγώ, ο Νίκος, ήταν ο Γιώργος Δημητριάδης. Οι Τρύπες και τα Ξύλινα Σπαθιά στο πιο ροκ. Είχε μαζέψει πολύ ωραίους καλλιτέχνες. Και έκανε ωραίο promotion γενικά. Αν κάτι δεν έκανε σωστά, ήταν στο μετά. Έπρεπε να βρει έναν χώρο και να παίζει ο καθένας μας μια διαφορετική μέρα, για να χτίσουμε κοινό. Οι Τρύπες και τα Ξύλινα Σπαθιά εννοείται ότι δεν το χρειάζονταν αλλά εμείς στο πιο ποπ είχαμε ανάγκη να είναι συγκεντρωμένο όλο αυτό. Οι προτάσεις της εποχής ήταν να πάμε οι πιο ποπ καλλιτέχνες σε λαϊκά μαγαζιά στο πρώτο πρόγραμμα. Υπήρχε σαφής διαχωρισμός με το έντεχνο και εγώ ήμουν στη μέση του πουθενά σαν ύφος. Πολύ ελαφριά για τους έντεχνους, πολύ ροζ για τους ροκάδες. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο τότε. Οπότε ήταν πολύ δύσκολο να με εντάξουν και να με βάλουν κάπου».

«Ο Γιώργος Λάνθιμος είχε σκηνοθετήσει τα video clip τότε. Εγώ είχα την αγωνία μου να βγάλω εις πέρας αυτό που μου είχε ανατεθεί και αυτό που θυμάμαι είναι η ηρεμία του. Ήταν έτοιμος από τότε. Είχαμε δύο χρόνια διαφορά εγώ 20, εκείνος 22. Θυμάμαι ότι είχα κάτσει δύο ώρες στο μακιγιάζ και με είχαν βάψει πάρα πολύ. Όταν με είδε είπε “Τώρα θα της τα βγάλεις όλα και θα τη βάψεις πιο λίγο”. Κοιτούσε στο fitting τα ρούχα και επέλεγε εκείνος. Το έβλεπε, είχε όραμα. Εγώ αισθανόμουν ότι ήμουν στα χαμένα. Εκείνος έβλεπε μπροστά, ήξερε τι θέλει. Ακόμα και light ring είχε φτιάξει με το neon φως της κουζίνας, όταν ακόμα δεν υπήρχε ούτε σαν ιδέα το ring. Πολλά χρόνια αργότερα του είπα “Δεν ξέρω ποτέ αν σε έχω ευχαριστήσει γιατί ουσιαστικά εσύ με έφτιαξες”. Είχε κυκλοφορήσει το άλμπουμ ένα χρόνο και δεν παιζόταν και μόλις κάναμε τα video clips για την Παραμυθένια και το Blue Jean, το MAD, που άνοιξε εκείνη την περίοδο, τα ξέσκισε. Μου ήρθε απότομο γιατί η τηλεόραση δίνει τρομερή αναγνωρισιμότητα. Και τρόμαξα».

«Προσπάθησα να διαφυλάξω το κορίτσι που ξεκίνησε τότε και να μη συνηθίσω την επιτυχία. Ίσως από το περιβάλλον μου, ίσως τα διαβάσματά μου, ίσως λόγω χαρακτήρα, ήξερα ότι η επιτυχία σε αλλοιώνει, ειδικά σε τόσο μικρή ηλικία. Μπορεί να πάρουν τα μυαλά σου αέρα. Προσπάθησα να το διαφυλάξω αυτό το κορίτσι και να έχω αυτή τη σχέση πάντα. Δεν το συνήθισα ποτέ. Ούτε είπα ποτέ “τώρα θα έρθει σειρά μου” όπως είχα ακούσει άλλους να το λένε. Δεν είχα ποτέ το ποσοστό ματαιοδοξίας που αλλάζει τα πράγματα. Και ίσως λόγω του ότι μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον με γονείς που ήταν και οι ίδιοι οι καλλιτεχνικές φυσιογνωμίες, ήθελα τα πράγματα να είναι πιο ήρεμα και πιο τακτοποιημένα. Αλλά τώρα είμαι πολύ πιο άνετη. Δεν φοβάμαι πια. Έχω περάσει και εγώ αρκετά και καταλαβαίνω ότι καθένας κάνει ό,τι μπορεί και ό,τι αντέχει. Γιατί τώρα ξέρω ποια είμαι και πού βρίσκομαι. Στα 20 δεν ξέρεις που βρίσκεσαι, ποια είσαι. Ο Πάνος Θεοφανέλης από τον χώρο της δισκογραφίας, μου είχε δώσει την καλύτερη συμβουλή: “Μέχρι τα 40 σου είσαι τα νιάτα σου, μετά είσαι τα πτυχία σου”. Και το άκουσα αυτό και έτσι πήγα και σπούδασα». 

«Με τον Νίκο το 2025 θα είμαστε 30 χρόνια μαζί. Η δουλειά είναι ένα κομμάτι της ζωής μας, δεν είναι η ζωή μας όλη. Η προσωπική σχέση μας είναι το πιο σημαντικό. Αυτό τα έχτισε όλα. Όχι ότι δεν έχουμε θέματα, ότι δεν μας δημιούργησαν και οι άλλοι θέματα. Αλλά αυτό που είχαμε ήταν η μουσική που μας δένει. Δηλαδή, εγώ όταν άκουσα τη Θάλασσα του Νίκου, βούλιαξα στην καρέκλα και είπα “Αυτός ο άνθρωπος είναι ο αρσενικός εαυτός σου”. Αισθάνθηκα τόσο οικεία και τόσο ωραία και τόσο κοντά σε αυτό που φτιάχνει. Και εγώ έχω μία αρκετά έντονη αρσενική πλευρά, αλλά και ο Νίκος μια πολύ έντονα θηλυκή πλευρά ως προς τη δημιουργία, οπότε δέσαμε. Μάθαμε να πορευόμαστε μαζί, όχι χωρίς κόστος, αλλά μάθαμε και κάναμε και οικογένεια. Που είναι σημαντικό. Δεν είναι εύκολο και να μην τη διαλύσουμε και να είναι και το παιδί μας καλά. Η ίδια σπουδάζει ψυχολόγος. Όταν οι φίλες της και οι συνομήλικοί της είχαν θέματα, ήταν ο άνθρωπος που προσπαθούσε πάντα να λύσει τα προβλήματα των άλλων. Ενώ της λέμε ότι έχει πολύ ταλέντο στη μουσική, παίρνει και το πτυχίο της στην κιθάρα, έγραφε τραγούδια στην εφηβεία, πριν την Billie Eilish. Σκεφτόμουν μήπως εμείς της κόβουμε το δρόμο, αλλά δεν θέλει να ασχοληθεί. Ίσως επειδή μέσα στο σπίτι καταλαμβάνουμε όλο τον μουσικό χώρο, δεν υπάρχει σιωπή. Ή ο ένας θα παίζει, ή ο άλλος ή μαζί. Οπότε, ίσως, εκείνη βρήκε το καταφύγιό της στο διάβασμα και στο γράψιμο, της αρέσει να γράφει».

«Η κόρη μου πήγε στο μουσικό σχολείο Αλίμου και απ’ όλη την παρέα της είναι ελάχιστα τα παιδιά που είναι στρέιτ. Έχουμε λεσβίες, έχουμε διεμφυλικά, έχουμε αγόρια που τους αρέσει να ντύνονται drag. Οπότε αυτή είναι άλλη γενιά, είναι πολύ πιο εξοικειωμένη και μαζί της εξοικειώθηκα και εγώ. Γιατί είναι όλα πάρα πολύ καλά παιδιά και με πολλές ευαισθησίες. Βέβαια είναι και το σχολείο τέτοιο, που μαζεύει παιδιά που ενδιαφέρονται για τη μουσική, αλλά θέλω να πω ότι εγώ τα χαίρομαι και θέλω να είναι όλοι ευτυχισμένοι. Γιατί να βασανίζονται οι άνθρωποι; Γιατί να βασανίζονται για κάτι τόσο βασικό, που είναι η αγάπη στη ζωή μας; Όλοι θέλουμε να αγαπηθούμε και να αγαπήσουμε. Γιατί να πρέπει να δίνω λόγο ποιον αγαπάω; Και το πώς αυτοπροσδιορίζομαι; Είχα κάνει μία ανάρτηση για τον Nemo και βγήκαν διάφοροι να πουν τα δικά τους και τους απάντησα “Παιδιά, εγώ αυτό που είδα ήταν ένα ταλαντούχο φωτεινό πλάσμα. Έναν καλλιτέχνη απίστευτο”. Μου έπεσαν τα σαγόνια με αυτό το παλικάρι». 

«Πολλές φορές προβληματίζομαι σε σχέση με το ποιους αφορά αυτό που κάνω πια. Πώς μπορείς να συνομιλήσεις με την κοινωνία, με αυτό που της συμβαίνει; Και δεν έχω βρει απάντηση. Μάλιστα τώρα που έβγαλα αυτό το τραγούδι, το οποίο είναι ένα ελαφρό τραγούδι, αναρωτήθηκα γιατί δεν γράφω πιο κοινωνικοπολιτικό στίχο για τα άσχημα που συμβαίνουν, γιατί προτιμώ να βλέπω τα όμορφα της ζωής και σε αυτά να επικεντρώνομαι. Γιατί πια δεν αντέχω. Η καθημερινότητά μου είναι αρκετά δύσκολη, συμβαίνουν πράγματα άσχημα, οπότε θέλω να έχω έναν ιερό χώρο μέσα μου να κρατήσω τη χαρά, τη φρεσκάδα. Είναι δύο ειδών οι προσεγγίσεις. Ή το βλέμμα σου κοιτάει τον κόσμο ή κοιτάει μέσα σου. Εγώ έχω επιλέξει να κοιτάω μέσα μου και να βρίσκω μια άλλη αλήθεια, αν μπορώ να τη βρω, που να αγγίζει κάπως και τον άλλο».

«Μου αρέσει που ως καθηγήτρια μπορώ να μεταδώσω την αγάπη μου για τη μουσική στα παιδιά και με τρόπο όμορφο. Να τα κάνω να αισθάνονται καλά, ότι η μουσική είναι για όλους, δεν είναι για τους εκλεκτούς. Και το πιστεύω, η μουσική είναι για όλους. Σε μια ιδανική κοινωνία δεν χρειαζόμαστε καλλιτέχνες. Θα ήμασταν οι ίδιοι. Δεν θα χρειαζόμασταν αυτόν που να ξεχωρίζει. Θα είχαμε τον ελεύθερο χρόνο και τα χρήματα ώστε να έχουμε και την παιδεία, θα γυρίζαμε στο σπίτι και θα παίρναμε το οργανάκι μας, θα τραγουδούσαμε.  Όλοι μπορούν να τραγουδήσουν και να παίξουν και να δημιουργήσουν, το πιστεύω αυτό. Στην Ελλάδα υπάρχουν πάρα πολύ καλές φωνές, είμαστε σαν τα τζιτζίκια. Οι γονείς δεν μπορούν να μάθουν μουσική στα παιδιά. Πρέπει να είναι γονείς, δεν πρέπει να είναι δάσκαλοι. Αυτοί είναι διακριτοί ρόλοι».

«Έχω μεγάλη ανοχή για πολλά πράγματα. Αντέχω την κακία του κόσμου, αντέχω και την καλοσύνη του όμως. Και αντέχω το να μη μ’ αγαπάνε αλλά αντέχω και την αγάπη, και αυτό είναι πολύ δύσκολο. Αντέχω τις αντιφάσεις μου αλλά και του κόσμου. Δεν είμαστε μονοδιάστατοι, καρικατούρες. Αντέχω να είμαι το κορίτσι του blue jean, καλώς ή κακώς, γιατί έχει διαμορφωθεί μια κατάσταση στο ραδιόφωνο που δεν παίζει τίποτα από τα καινούρια, από όλα αυτά που έχω κάνει από το 2008 και μετά. Και όλοι με θυμούνται σαν το κορίτσι του blue jean, σαν την Παραμυθένια. Πια δεν με πειράζει. Το αντέχω. Λέω: “Αυτό μίλησε κάποια στιγμή. Τι να κάνουμε”; Ήταν οι συγκυρίες τέτοιες και θα μπορούσε να μην έχει συμβεί, να μην έχεις αγγίξει ούτε έναν. Δεν δεν σημαίνει ότι τα υπόλοιπα μουσικά  δημιουργήματα, που δεν είναι μεγάλες επιτυχίες, δεν αγγίζουν κιόλας, απλά δεν αγγίζουν μαζικά γιατί δεν παίζονται. Έχει διαμορφωθεί στα μέσα μαζικής ενημέρωσης ένα τοπίο που είναι λίγο σαν να φορούν παρωπίδες. Αλλά τα τραγούδια για να είναι ζωντανά πρέπει να ακούγονται, να μπαίνουν στα αυτιά του κόσμου και στις καρδιές τους. Αν δεν ακούγονται, είναι σαν ένα δέντρο που κάνει καρπούς και πέφτουν κάτω και σαπίζουν. Είναι λίγο λυπηρό. Παρ’ όλα αυτά το αντέχω».

«Μου λένε “Δεν έχει αλλάξει η φωνή σου” και είναι γιατί δεν κάνω κατάχρηση. Γιατί το να δουλεύεις νύχτα είναι πολύ μεγάλη καταπόνηση. Αυτό είναι αλήθεια. Δεν κάνω κατάχρηση και από την άλλη, όταν τραγουδάω -είναι ένα κόλπο- προσπαθώ να φέρω τον εαυτό μου στο πώς αισθάνθηκα όταν τραγούδησα για πρώτη φορά στο μικρόφωνο. Πώς τρέμει η ψυχή σου όταν είσαι σε αυτή τη συνθήκη. Πώς έχεις αυτή την κάψα να αποδείξεις ότι “κι εγώ μπορώ”. Και όταν το κάνω αυτό, ακούω τον ήχο της φωνής που είχα τότε».

Αντιγόνη Πάντα-Χαρβά