Με τον D3lta ή αλλιώς Robert, συναντηθήκαμε ένα πρωί στο Κολωνάκι, σε μία από τις στάσεις του στην Ελλάδα, αφού τους τελευταίους μήνες βρίσκεται για μεγάλα χρονικά διαστήματα στη δεύτερη πατρίδα του την Αγγλία, για την ηχογράφηση του EP του και την προώθηση των τριών τραγουδιών που έχουν ήδη κυκλοφορήσει και έχουν αγαπηθεί πολύ από το ελληνικό κοινό και τους ραδιοφωνικούς σταθμούς.
Τρία εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους κομμάτια που αντικατοπτρίζουν το γεγονός ότι η δημιουργία, γι’ αυτόν, πρέπει να ξεφεύγει από όρια και στεγανά. Ένα από αυτά, το “Strange” (τα άλλα δύο είναι το “Hypocrites” και το “Hey You”) έχει κερδίσει το ενδιαφέρον ραδιοφωνικών παραγωγών και στο Λονδίνο και με αφορμή την κυκλοφορία του έδωσε πριν λίγο καιρό την πρώτη του συνέντευξη σε μία εκπομπή εκεί. Έχει μεγαλώσει εδώ, οι φίλοι του είναι εδώ, ακόμα και πολλοί συγγενείς του από την Αγγλία πλέον μένουν εδώ γιατί τους ταιριάζει περισσότερο ο καιρός της Ελλάδας.
Αυτό που μου έκανε αμέσως θετική εντύπωση ήταν το πολύ γλυκό χαμόγελό του, η φωτεινότητά του και η πηγαία ευγένειά του. Οι πρώτες μας κουβέντες περιστράφηκαν γύρω από τον παραγωγό Jim Abbiss, ο οποίος φημίζεται για τις δουλειές του με την Adele, τους Kasabian και τους Arctic Monkeys και έκανε την παραγωγή στη συναισθηματική μπαλάντα “Hey You”. Η συνεργασία μαζί του είναι τρανό παράδειγμα του πώς το ταλέντο και η επιμονή ανταμείβονται αργά ή γρήγορα. Την περίοδο της καραντίνας μαζί με έναν γνωστό του που είχε ένα μικρό στούντιο έκαναν διάφορα ντέμο με φυσικό ήχο στα οποία ο D3lta τραγουδούσε παίζοντας σε κάποια ακουστική κιθάρα και σε άλλα ένα παλιό πιάνο που έτριζε. Μάζεψαν 8-9 τραγούδια και ο μάνατζέρ του ο Κώστας Καλημέρης τα έστειλε σε διάφορους γνωστούς του παραγωγούς στο εξωτερικό. Κάποια στιγμή απάντησε ο Jim Abbiss και ζήτησε να τον γνωρίσει. Μετά το πρώτο σοκ μίλησε μαζί του σε ένα zoom call και κάπως έτσι ξεκίνησε το νέο του, χαρούμενο μουσικό ταξίδι.
Το EP που θα κυκλοφορήσει τον Ιούνιο, θα περιλαμβάνει πέντε τραγούδια, αφού όπως λέει, θέλει να καταλάβει ο κόσμος ότι είναι εντελώς τρελός παρουσιάζοντας και πάλι τραγούδια που είναι πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. Στα άμεσα σχέδιά του είναι να παίξει στο Great Escape Festival στο Brighton και σε μερικά ακόμα φεστιβάλ στην Αγγλία ενώ κανονίζει επίσης μια εμφάνιση σε ένα πολύ μικρό venue στο Λονδίνο, ώστε να αρχίσει να ακούγεται η δουλειά του περισσότερο εκεί. Στην Αθήνα θα έχουμε την ευκαιρία και τη χαρά να τον δούμε και να τον ακούσουμε στις 5 Μαΐου στον Σταυρό του Νότου ενώ μετά θα κάνει κάποια live στην Πάτρα.
Ο D3lta είναι ένας καλλιτέχνης που διψά να δημιουργεί. Με όλη την ορμή της νεότητας φτιάχνει διαφορετικούς ήχους, ντύνει την περσόνα του με χρώμα και φαντασία και γελάει συνεσταλμένα όταν μιλάει. Και μιλάει ωραία.
«Το D3lta προέκυψε όταν ξεκίνησα να κάνω σόλο πράγματα. Έψαχνα ένα ψευδώνυμο γιατί μου αρέσει πάρα πολύ η ιδέα να δημιουργείς από την αρχή τον εαυτό σου, την καλλιτεχνική σου ταυτότητα και κάνοντας μια αναδρομή στο παρελθόν μου, όταν ήμουν μικρός στην πολυκατοικία που μεγάλωσα έμενε ένας συγγραφέας ο οποίος για να αποκρύψει την ταυτότητά του είχε παντού το γράμμα Δ. Στο κουδούνι, στο γραμματοκιβώτιο, το όνομά του δεν φαινόταν πουθενά. Μου άρεσε πολύ το μυστήριο που δημιουργούσε αυτό. Επιπλέον, όταν είχα πρωτακούσει τον The Weekend, που είχε βγάλει ένα EP χωρίς καμία φωτογραφία του, με γοήτευσε το γεγονός ότι κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει αν είναι άντρας ή γυναίκα ή συγκρότημα».
«Μουσική παίζω από 5 χρονών. Ξεκίνησα με το πιάνο λίγο καταναγκαστικά γιατί έπαιζε ο πατέρας και η γιαγιά μου. Μπετόβεν, Μότσαρτ κτλ, που τότε δεν εκτιμούσα καθόλου αλλά τώρα πολύ. Στα 13 μου άκουσα το “American Idiot” των Green Day και κάπως έτσι άρχισα να ακούω όλη μέρα πανκ και έπιασα την κιθάρα. Τότε προέκυψαν και οι πρώτες σοβαρές σκέψεις για να ασχοληθώ με τη μουσική. Επειδή όμως στην Ελλάδα δεν υπήρχε αυτή η σκηνή, μου φαινόταν ένα άπιαστο όνειρο για μένα και μιας και μου άρεσαν πολύ τα μαθηματικά και η φυσική, αποφάσισα να τελειώσω μηχανολόγος μηχανικών».
«Γύρισα στην Αγγλία 17 ετών για να σπουδάσω. Στο UCL που ήμουν μπήκα μηχανολόγος και βγήκα μουσικός γιατί το καλό στην Αγγλία είναι ότι τέτοιες καταστάσεις φέρνουν κοντά τους ανθρώπους, ανακαλύπτεις τι θες να κάνεις και έτσι φτιάχνονται συγκροτήματα. Εκεί έκανα και τις πρώτες σοβαρές μου μπάντες. Τρίφτηκα πολύ με την underground σκηνή και παίζαμε live όπου μπορούσαμε, σε open mic events αλλά και μόνοι μας. Στο ίδιο πανεπιστήμιο μάλιστα σπούδαζαν και δημιουργήθηκαν οι Coldplay. Οι περισσότερες μπάντες από τότε δεν υπάρχουν πια. Αυτοί που υπάρχουν ακόμα είναι οι HMLTD και παίζουν από glam πανκ μέχρι EDM αλλά και οι Shame».
«Ένα λάθος που συμβαίνει συνήθως από τις δισκογραφικές εταιρείες, είναι ότι όταν βλέπουν κάτι να έχει επιτυχία, προσπαθούν να το επαναλάβουν και δεν αφήνουν τα συγκροτήματα να πειραματιστούν. Κάτι τέτοιο συνέβη με τους Royal Blood και με τους Catfish and the Bottlemen, δύο μπάντες που αγάπησα πολύ όταν βγήκαν. Όταν βλέπεις ένα από τα πρώτα τους live, νιώθεις ένα τρομερό πάθος και ακούγοντας τον δεύτερο δίσκο τους καταλαβαίνεις ότι προσπάθησαν βεβιασμένα να βγάλουν το ίδιο πράγμα πιο καλογυαλισμένο. Κάτι ανάλογο βίωσα κι εγώ με το τραγούδι “Strange”. Πρότειναν το επόμενο τραγούδι που θα γράψω να είναι σε αυτό το στυλ αλλά ευτυχώς δεν έχω ένα συγκεκριμένο ύφος, τα τρία τραγούδια που έχουν ήδη κυκλοφορήσει είναι εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους και αυτό μου δίνει την ελευθερία να συνεχίσω έτσι. Να γράφω διαφορετικά πράγματα».
«Όταν σαν καλλιτέχνης μένεις σε ένα κουτάκι, αλλάζει ο τρόπος για τον οποίο κάνεις μουσική. Όταν ξεκινάς, το κάνεις επειδή εσένα σε εξιτάρει και θες να δημιουργήσεις και να πειραματιστείς. Κάτι που μου είχε πει ο JIm Abbiss στο στούντιο είναι ότι όταν θες να κάνεις κάτι δημιουργικό, ο σκοπός είναι να περνάς εσύ καλά. Και όταν είσαι στο στούντιο πρέπει να δοκιμάζεις σαν να είσαι ένα παιδί που του έχουν δώσει δέκα πινέλα και μπογιές και πάει να ζωγραφίσει ό,τι του έρθει. Μπορείς να δοκιμάσεις οτιδήποτε και αν δεν σου αρέσει δεν κρατάς τίποτα. Ή κρατάς μόνο το ένα που μπορεί να βγει τυχαία και να είναι καλό. Με απογοητεύουν οι μουσικοί που σταματούν να έχουν την ίδια όρεξη για δημιουργία. Σταματούν να με εμπνέουν».
«Ο Jim Abbiss δεν μου έχει μιλήσει για κανέναν καλλιτέχνη αρνητικά από όσους έχει συνεργαστεί. Για την Adele μού έχει πει πως σχεδόν ό,τι ακούμε σαν τελειωμένη παραγωγή είναι το πρώτο ή το δεύτερο take που έκανε. Δεν χρειαζόταν να τα τραγουδήσει άλλες φορές. Έμπαινε τότε μέσα, 18-19 χρονώ και τα έβγαζε με τη μία. Τη γνώρισε όταν εκείνη έκανε φωνητικά. Του τη σύστησε κάποιος φίλος του ως μια κοπέλα που κάνει καλά backing vocals. Όταν τη φώναξε και την άκουσε στο στούντιο, έπαθε σοκ. Ήταν ένα κορίτσι που ξεκίνησε από φωνητικά και σήμερα είναι ένα τεράστιο όνομα».
«Πολύ συχνά με ρωτούν τι μουσική κάνω και η αλήθεια είναι ότι δεν ακολουθώ πιστά ένα μόνο είδος. Με οδηγούν τα συναισθήματα στο τι θα δημιουργήσω. Μπορεί να νιώθω πιο ευάλωτος και να γράψω μία μπαλάντα ή μπορεί να έχω θυμό και να γράψω ένα τραγούδι σαν το “Hypocrites”, που είναι πιο πολιτικό και κοινωνικό, γιατί στον θυμό θα βγάλεις έναν πιο σκληρό ήχο. Αφήνω λοιπόν τα συναισθήματα να με καθοδηγούν στον ήχο μου. Όλοι πλέον ακούμε πολλά πράγματα, δεν είναι τόσο συχνό φαινόμενο όσο παλιά να ακούμε μόνο ένα είδος. Έτσι είμαι κι εγώ. Σε μία λίστα μου στο Spotify μπορεί να βρεις από Olivia Rodrigo και Billie Eilish, μέχρι The Doors και David Bowie. Το “Strange” το οποίο γράφτηκε σε διαφορετικές φάσεις μετά από χωρισμό, έχει πολλά διαφορετικά στοιχεία. Η μουσική είναι upbeat αλλά οι στίχοι πιο συναισθηματικοί και αυτό είναι επίσης ενδιαφέρον για μένα, το κόντραστ που δημιουργείται».
«Οποιαδήποτε μουσική και να δημιουργεί ένας καλλιτέχνης είτε έχει κοινωνικό ή πολιτικό στίχο, είτε καταπιάνεται με πιο απλά πράγματα της καθημερινότητας, το αν γίνεται αποδεκτή ή όχι κάτι σημαίνει. Όταν υπάρχουν βαθιά κοινωνικά ζητήματα αλλά εμείς αποφασίζουμε να ακούμε τραγούδια που δεν έχουν τέτοιο στίχο, κάτι δείχνει και δεν είναι ή καλό ή κακό, είναι απλώς μια κοινωνική παρατήρηση. Πιστεύω ότι είναι καλό να υπάρχουν όλα. Χρειάζονται τραγούδια που μας υπενθυμίζουν και σοβαρά κοινωνικά θέματα. Ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια είναι το “Masters of War” του Bob Dylan. Ουσιαστικά ξεκινά να μιλά στους πολιτικούς, λέγοντάς τους ότι βλέπει κάτω από τις μάσκες τους και ξέρει ακριβώς ποιοι είναι. Έχουν νόημα αυτά τα τραγούδια και προσωπικά με εκφράζει και αυτός ο στίχος».
«Είμαι πολύ έντονα παρατηρητής του κόσμου γύρω μου και πολλές φορές χωρίς να το αντιλαμβάνομαι αφομοιώνω πράγματα που γίνονται και μετά μου βγαίνουν στη μουσική. Για παράδειγμα ένα τραγούδι που θα κυκλοφορήσει και λέγεται “Hello”, μιλάει για τον φόβο. Πολλές φορές νιώθουμε να φοβόμαστε να κάνουμε κάτι, να κάνουμε ένα βήμα και ο φόβος να είναι δυσανάλογος με αυτό που μπορεί πραγματικά τελικά να πάθουμε. Είναι στο μυαλό μας όλο αυτό. Βρήκα πολύ ενδιαφέρον ως κόνσεπτ να προσωποποιήσω σε ένα τραγούδι τον φόβο. Αν περάσεις από την απέναντι πλευρά και ξεπεράσεις τον φόβο σου θα συνειδητοποιήσεις ότι είναι πολύ απελευθερωτικό αυτό. Το τραγούδι “Happy out of Love”, ένα κομμάτι που έγραψα πέντε μέρες πριν ξεκινήσουμε την ηχογράφηση, αντικατοπτρίζει την απέναντι πλευρά του φόβου. Την απελευθέρωση. Μετά από έναν χωρισμό, όταν είχα φτάσει στο σημείο να νιώθω πολύ καλά με τον εαυτό μου, να περνάω πολύ όμορφα μόνος μου και να νιώθω ότι δεν χρειάζομαι κάποιον για να νιώσω καλά. Ένα πολύ ποπ και χαρούμενο τραγούδι».
«Μου αρέσει πολύ η Billie Eilish και η δουλειά που κάνουν με τον Finneas. Η παραγωγή είναι τρομερή. Ηχογραφούν τον ήχο από τον δρόμο, τροχό οδοντιάτρου και άλλα περίεργα. Το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον όλο αυτό. Πολύ δημιουργικό. Good Job Nicky από πιο καινούργια ελληνικά ονόματα. Με τον Ερμή, που κάνει την παραγωγή, παίζαμε παλιότερα μαζί σε ένα σχήμα και είναι πολύ δημιουργικός. Για παράδειγμα στο “January 8th” έχει βάλει τζιτζίκια σαν ρυθμικό στοιχείο. Πιστεύω ότι έδωσαν κάτι καινούργιο».
«Αγαπημένο μου μέρος στο Λονδίνο είναι το Shoreditch, αγαπημένο κλαμπ το XOYO στην ίδια περιοχή, ένα πολύ ωραίο ιταλικό εστιατόριο που αγαπώ είναι το Ave Mario στο Covent Garden το οποίο έχουν Ιταλοί και όλοι οι εργαζόμενοι είναι Ιταλοί. Βγαίνω πολύ στο Camden γιατί εκεί γίνονται συνεχώς συναυλίες σε μπαράκια και μικρές σκηνές. Comedy Club, Blues Kitchen. Τα περισσότερα συγκροτήματα που κάποια στιγμή θα κάνουν το μεγάλο break, στην αρχή θα περάσουν από μικρές σκηνές στο Camden και είναι ευκαιρία για κάποιον να τους δει στη γέννησή τους».
«Όταν ξεκίνησα, στην Ελλάδα μού έλεγαν ότι πρέπει να βγω με ελληνικό στίχο. Το καταλαβαίνω αυτό αλλά το να γράψω στα αγγλικά για μένα ήταν αυθόρμητο μιας και τα αγγλικά είναι η μητρική μου γλώσσα. Δεν σκέφτηκα ποτέ να το κάνω για να κυνηγήσω πιο εύκολα καριέρα στην Αγγλία. Υπήρχαν επίσης άνθρωποι που μου είπαν ότι το στυλ μου είναι too much και ότι καλύτερα θα είναι να το αλλάξω. Ήταν κάτι που στην αρχή με έβαλε σε σκέψεις, ένιωσα την ανασφάλεια ότι μπορεί να μην είναι αποδεκτό αλλά επέμεινα σε αυτό που ήθελα. Θυμάμαι ότι μετά την πρώτη φωτογράφιση που είχα κάνει, κέρδισαν οι Måneskin στη Eurovision και όταν είδα τον Damiano David με τα τακούνια και τη φράση στο ποστ τους στο ίνσταγκραμ “Don’t take things too seriously”, σκέφτηκα πόσο σωστό και τέλειο είναι αυτό. Και πόσο ωραίο είναι που ο κόσμος το αγκάλιασε. Είναι τρομερό να υπάρχουν ακόμα τέτοιες σκέψεις και θαυμάζω τόσο πολύ ανθρώπους όπως ο David Bowie που τόσα χρόνια πριν τολμούσαν να κάνουν ό,τι θέλουν, πόσο μπροστά ήταν τότε. Είναι απίστευτο ότι στα ‘70s υπήρχαν τέτοια είδωλα και σήμερα μπορεί να βγει ένας άντρας με ψηλόμεσο παντελόνι και να σχολιάσουν ότι φοράει γυναικείο παντελόνι».
«Οι Άγγλοι είναι πιο ανοιχτόμυαλοι και λιγότερο θερμοί ενώ οι Έλληνες είναι λιγότερο ανοιχτόμυαλοι και περισσότερο θερμοί. Μου έχει συμβεί στην Ελλάδα αρκετές φορές να με κοιτούν περίεργα για το στυλ μου. Θυμάμαι μια φορά που είχα παίξει στην Πάτρα, ήμουν στη σκηνή και ένιωθα τα περίεργα βλέμματα και τους ψίθυρους για μένα. Μετά το live πήγαμε σε ένα μπαρ και φορούσα eye-liner και ένιωθα πολύ out of place. Ενώ στο Λονδίνο δεν το έχω νιώσει ποτέ αυτό και είναι πολύ ωραίο. Τα ρούχα, το μακιγιάζ, είναι και αυτά ένας δημιουργικός τρόπος έκφρασης. Όπως ένα τραγούδι που θα γράψεις και θα σκεφτείς τι όργανα θα βάλεις για να το ολοκληρώσεις, αντίστοιχα και η εμφάνιση είναι έκφραση δημιουργίας. Έχω στεναχωρηθεί από τέτοιες συμπεριφορές στο παρελθόν -πλέον το αντιμετωπίζω πολύ καλύτερα- αλλά περισσότερο έχω στεναχωρηθεί για εκείνον που δεν μπορεί να αποδεχτεί μια διαφορετική εμφάνιση και τον παραξενεύει, γιατί σκέφτομαι πόσο περιορισμένος θα πρέπει να είναι και ο ίδιος και ίσως δεν το αντιλαμβάνεται».
«Ροκ για μένα είναι ελευθερία. Ροκ σημαίνει ότι σπάω όποιον φραγμό υπάρχει και κάνω ό,τι θέλω και δημιουργώ. Άρα από αυτή την άποψη με εξιτάρει πάρα πολύ η ροκ σε ορισμένα επίπεδα. Τη μουσική που γράφω, κατά κάποιο τρόπο τη γράφω επειδή μου λείπει σαν είδος και θέλω να την ακούσω. Ας πούμε γράφοντας το “Strange”, ήθελα να ακούσω ένα τέτοιο τραγούδι και κάπως έτσι το έγραψα για να υπάρχει».