ΜΟΥΣΙΚΗ : ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

1000mods: Η ενέργεια και το συναίσθημα που φέρει στη μουσική του ο Γιάννης Αγγελάκας, είναι κάτι που ταιριάζει απόλυτα με τη δική μας φιλοσοφία

Τι να πεις για τους 1000mods; Ό,τι κι αν προσπαθήσεις να εξηγήσεις, εκείνοι το έχουν ήδη αποδείξει επί σκηνής. Είναι οι στιγμές που βλέπεις το κοινό να κοπανιέται μπροστά στη σκηνή, να φωνάζει τους στίχους, να ζει κάθε riff σαν να είναι το τελευταίο. Είναι η αίσθηση ότι αυτή η μπάντα από το Χιλιομόδι Κορινθίας έχει πάρει όλα τα κλισέ του rock ‘n’ roll και τα έχει μετατρέψει σε κάτι τόσο αληθινό, τόσο αυθεντικό, αποδεικνύοντας ότι ναι, το rock ‘n’ roll είναι ακόμα ζωντανό και πάλλεται.

Με μια καριέρα που ξεκινάει από τα τέλη των 00s, έχουν αφήσει ανεξίτηλο το σημάδι τους στην ελληνική και τη διεθνή σκηνή. Από το “Super Van Vacation” που έβαλε τη βάση για τη heavy rock αναγέννηση, μέχρι τις περιοδείες στις ΗΠΑ και την Ευρώπη που τους έκαναν θρύλους στο είδος τους, οι τύποι αυτοί δεν σταματούν ποτέ. Κάθε κυκλοφορία τους είναι ένα ταξίδι: “Vultures”, “Repeated Exposure To…”, “Youth of Dissent…” και τώρα, μετά από τέσσερα χρόνια δισκογραφικής σιωπής, το πολυαναμενόμενο πέμπτο άλμπουμ τους, “Cheat Death”, σηματοδοτεί μια νέα εποχή για τη μπάντα. Δέκα κομμάτια που συνδυάζουν τα γνώριμα metal riffs με την ωμή punk ενέργεια και μια δόση alternative-rock πειραματισμού, τα οποία θα έχουμε την ευκαιρία να ακούσουμε ζωντανά στις 21 Δεκεμβρίου, στο Floyd Live Music Venue.

Η αδρεναλίνη χτυπάει κόκκινο, οι ενισχυτές ζεσταίνονται και οι 1000mods γεμίζουν τους χώρους με ιδρώτα, ηλεκτρισμό και ωμή ενέργεια. Από τα μικρά venues που έπαιζαν στις αρχές τους μέχρι τα μεγάλα φεστιβάλ, η σύνδεση με το κοινό παραμένει η ίδια: άμεση, αληθινή, χωρίς φτιασίδια. Ο Matt Bayles μπορεί να έβαλε τη σφραγίδα του στη νέα τους δουλειά, αλλά το αληθινό μυστικό βρίσκεται στη χημεία τους που τους κάνει ασταμάτητους επάνω στη σκηνή.

Λίγο πριν τη συναυλία στην Αθήνα, (με special guests τους Nothing Thrives) μιλήσαμε με τον κιθαρίστα Γιώργο Τ., για το νέο άλμπουμ, για την αποχώρηση του Γιάννη Σ., για τα μυστικά που δεν είναι μυστικά, για τα αγαπημένα και τα δύσκολα της ζωής τους και τα όνειρα που ευχόμαστε να μην παραμείνουν μόνο όνειρα.

Γιώργο, ποιο είναι το μυστικό για να έχετε τόσο ενεργητική και αφοσιωμένη βάση θαυμαστών τόσα πολλά χρόνια; Δεν είμαι σίγουρος αν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο “μυστικό” σε όλη αυτή την πορεία που έχουμε διανύσει. Ίσως τελικά, το μυστικό να κρύβεται στους ίδιους τους θαυμαστές μας και όχι τόσο σε εμάς. Εμείς απλώς προσπαθούμε να είμαστε συνεπείς σε αυτό που κάνουμε, να έχουμε μια συνέχεια στον χρόνο και να είμαστε όσο το δυνατόν περισσότερο παρόντες στη μουσική και τη δημιουργία μας. Μας αρέσει να παίζουμε πολλά live και να περιοδεύουμε, ακόμα και σε απομακρυσμένες περιοχές ή μικρές πόλεις και χωριά. Συχνά, αυτά τα live διοργανώνονται από ανθρώπους που είναι οι ίδιοι μεγάλοι fans και έχουν πάθος για τη μουσική. Το κοινό εκτιμά ιδιαίτερα αυτή την προσπάθεια, καθώς νιώθει ότι είμαστε κοντά του, ειδικά όταν μας βλέπει στην πόλη του ή έχει την ευκαιρία να ταξιδέψει για να μας δει σε έναν πιο μικρό, “οικογενειακό” χώρο και περιβάλλον. Αυτές οι συναυλίες μπορεί να έχουν λιγότερες ανέσεις ή πιο περιορισμένα ”μέσα’,’ όπως όχι πολύ καλό εξοπλισμό ή μικρό πατάρι ή και καθόλου, αλλά τελικά αυτό είναι που τις κάνει αυθεντικές. Το rock, το blues και γενικότερα η μουσική που αγαπάμε, ξεκίνησαν σε τέτοιους μικρούς χώρους -από pubs στην Αγγλία ή μικρά μαγαζιά, piano bars η ”devil’s houses” στην Αμερική. Το να συνεχίζεις να παίζεις σε τέτοιους χώρους, ακόμα κι όταν έχεις τη δυνατότητα να το παρακάμψεις, πιστεύω ότι δείχνει κάτι αυθεντικό. Δημιουργείται μια δυναμική και μοναδική ατμόσφαιρα, που είναι αμφίδρομη: εμείς παίρνουμε ενέργεια από το κοινό και το κοινό από εμάς. Το ζήσαμε έντονα στις περιοδείες μας στις Η.Π.Α., στην Ευρώπη πέρσι, αλλά και φέτος στη Σκανδιναβία. Ίσως ένα “μυστικό” είναι αυτό: να πηγαίνεις παντού, να παίζεις για όλους και να δείχνεις ότι είσαι και εσύ ένας απλός άνθρωπος που θέλει να επικοινωνήσει μέσω της μουσικής. Ειδικά όταν βρίσκεσαι σε έναν μικρό χώρο όπου οι θαυμαστές είναι κυριολεκτικά δίπλα σου, δημιουργείται μια ζεστή, σχεδόν οικογενειακή ατμόσφαιρα. Επίσης πιστεύω ότι κάποιοι από τους fans μας εκτιμούν ιδιαίτερα την εξέλιξή μας. Όχι όλοι, αλλά αρκετοί βρίσκουν ενδιαφέρον στο να βλέπουν μια μπάντα να εξελίσσεται, να αλλάζει, να μεταμορφώνεται με τον χρόνο. Είναι σαν ένα ταξίδι με σταθμούς, γεμάτο αναγεννήσεις και μεταμορφώσεις, κάτι που θεωρώ πολύ όμορφο όταν το συναντάς σε έναν οργανισμό που προσπαθεί να εκφραστεί δημιουργικά.

Τι ρόλο έπαιξαν οι συναυλίες σας στο εξωτερικό στην εξέλιξη του ήχου και της φήμης σας; Τεράστιο ρόλο! Το να επισκεφθείς την πόλη κάποιου που ήδη σε ακούει, που του έχεις κάνει “κλικ” και του αρέσει η μουσική σου, αλλά και να περάσεις καλά εσύ ο ίδιος, δημιουργεί μια ιδιαίτερη σύνδεση. Αυτή η σύνδεση εκτιμάται από το κοινό, ακόμα κι αν στην αρχή βρίσκονται εκεί 10, 20 ή 30 άτομα. Δεν έχει σημασία το μέγεθος. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι αυτό το δέσιμο χτίζεται με τον καιρό, αργά και σταθερά. Δεν υπάρχει κάποια “συνταγή” για το πώς να το πετύχεις -κάθε καλλιτέχνης και κάθε μπάντα το κάνει με τον δικό της τρόπο. Ωστόσο, το να βλέπεις αυτό που κάνεις με μια ώριμη ματιά, να παίρνεις τον εαυτό σου στα σοβαρά και να επιδιώκεις να φτάσει η μουσική σου σε όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο, είναι μια θεμελιώδης αρχή. Το να πηγαίνεις σε όσες περισσότερες πόλεις και χώρες μπορείς είναι πολύ σημαντικό, ακόμα κι αν απαιτεί να αντιμετωπίσεις τεράστιες δυσκολίες. Η ανταμοιβή, όμως, είναι ανεκτίμητη. Το κοινό που χτίζεις, η αλληλεπίδραση και οι εμπειρίες που μοιράζεσαι, δεν συγκρίνονται με τίποτα. Βέβαια, το να το κάνεις αυτό απαιτεί φοβερή δουλειά, τόσο σε προσωπικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο ομαδικής λειτουργίας. Δεν είναι μόνο το να πηγαίνεις παντού· είναι το να προετοιμάζεσαι σωστά για να το κάνεις. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται να κάνεις αμέτρητες πρόβες, για να είσαι όσο το δυνατόν πιο έτοιμος, να εχεις καλό εξοπλισμό και σε καλή κατάσταση/συντήρηση, για να διασφαλίσεις ότι ο ήχος σου θα είναι όπως πρέπει και θα μπορείς να παίξεις και να έχεις το βέλτιστο δυνατό “expression” και “delivery”, ούτως ώστε να μεταφέρεις όλα αυτά που θες να πεις μέσω των κομματιών σου. Επίσης χρειάζεται να είσαι σχολαστικός στην οργάνωση άλλα και στα logistics, γιατί οι μεταφορές, η διαχείριση εξοπλισμού, του merch και το στήσιμο είναι πολύ απαιτητικά. Τέλος θα πω οτι χρειάζεται ένα καλό και υγιές δίκτυο συνεργατών, άνθρωποι με τους οποίους “μιλάτε την ίδια γλώσσα”, ώστε να υπάρχει συνεννόηση και να μπορούν όλα να γίνουν ομαλά. Όλα αυτά χρειάζονται αφοσίωση και δουλειά, αλλά όταν πετυχαίνεις να παρουσιάσεις τη μουσική σου με τον τρόπο που θέλεις και να φτάσεις σε νέο κοινό, η ικανοποίηση που παίρνεις πίσω είναι ανεκτίμητη. Είναι μια εμπειρία που εξελίσσει τόσο τον ήχο σου όσο και τη φήμη σου.

Τελικά ποιο είναι το μυστικό για να ισορροπήσετε τον ωμό και βαρύ ήχο με τη μελωδικότητα στα κομμάτια σας; Αχ, αυτά τα μυστικά (γέλια)! Δεν υπάρχει μυστικό, πραγματικά. Είναι κάτι που βγαίνει φυσικά, κυρίως λόγω της χημείας που έχουμε μεταξύ μας ως μπάντα και των κοινών μουσικών μας ακουσμάτων. Δεν υπάρχει καμία επιτήδευση σε αυτό. Είναι κάτι που διαμορφώνεται μέσα από την τριβή, τον χρόνο και τις εμπειρίες. Μέσα από αυτή τη διαδικασία ξεδιπλώνονται διάφορες μουσικές αναφορές, υφές και επιρροές, που έρχονται και “κουμπώνουν” οργανικά. Αν υπήρχε ένας “διπολισμός” στη μουσική μας, ίσως αυτός να ήταν ανάμεσα στο heavy στοιχείο και τη μελωδικότητα. Αλλά δεν το βλέπω ως πραγματικό δίπολο ή αντίθεση, γιατί ανάμεσα σε αυτά τα δύο υπάρχουν τόσες πολλές υφές, ποιότητες και εντάσεις που γεμίζουν το φάσμα. Θα το έλεγα, ίσως, σαν μια φυσική ροή: από το heavy στοιχείο ξεπηδά μια μελωδία και από τη μελωδία αναδύεται το heavy. Αυτό γίνεται χωρίς πίεση, αλλά μοιάζει σχεδόν αναπόφευκτο σαν μια φυσική επιλογή για την ισορροπία και την εναρμόνιση. Υπάρχει, όμως, και η αίσθηση της “σύγκρουσης”, σαν να ανταγωνίζονται το ένα το άλλο για το ποιο θα επικρατήσει. Ακόμα κι έτσι, όμως, η δημιουργική διαδικασία είναι πολύ πιο σύνθετη. Είναι μία εσωτερική, προσωπική εμπειρία που δύσκολα μπορεί να εξηγηθεί. Ίσως γι’ αυτό να μιλάμε για “μυστικά”, γιατί όλο αυτό δημιουργεί μια αίσθηση μυστηρίου. Είναι σαν μια τελετουργία: πρέπει να είσαι εκεί, να συμμετέχεις, για να την καταλάβεις. Δεν μπορώ να την αναλύσω πλήρως, γιατί δεν είμαι απλά παρατηρητής – είμαι μέρος αυτής. Αν και, καμιά φορά, μπορεί να γίνω και παρατηρητής… αλλά και αυτό είναι κάτι μοναδικό από μόνο του.

Μέχρι σήμερα, ποια νομίζεις ότι ήταν η πιο καθοριστική στιγμή στην καριέρα σας; Αν μιλήσουμε για την πορεία της μπάντας συνολικά, θα μπορούσα να αναφέρω διάφορες στιγμές που ήταν κομβικές. Ενδεικτικά, το Desertfest στο Βερολίνο το 2013, η συναυλία στο Gagarin το 2014, το Rockwave Festival το 2015, το Floyd (τότε Academy) το 2018, και φυσικά το Hellfest στο Clisson το 2018 (όπως και αυτό το 2024). Κάθε μία από αυτές τις εμφανίσεις είχε τη δική της σημασία και αποτέλεσε σταθμό για εμάς. Αλλά, για να είμαι ειλικρινής, οι καθοριστικές στιγμές δεν είναι μόνο τα «μεγάλα» live. Όταν ήμασταν έφηβοι, μπορεί να θεωρούσαμε καθοριστική στιγμή να παίξουμε στο Χιλιομόδι, στο An Club ή στο Κιάτο για να ανοίξουμε τους Nightstalker. Αυτά τότε έμοιαζαν τεράστια βήματα, και όταν τα καταφέρνεις, βάζεις ένα μικρό check στον δρόμο σου και προχωράς. Εξίσου σημαντικές μπορεί να είναι και οι αρνητικές στιγμές. Ένα κακό live, μια λάθος επιλογή συνεργασίας, ή μια εμπειρία όπου κάποιος προσπάθησε να μας εκμεταλλευτεί μπορεί να είναι εξίσου καθοριστική. Αυτές οι καταστάσεις σε μαθαίνουν να προστατεύεσαι, να βλέπεις πιο καθαρά τι υπάρχει εκεί έξω και να αποφεύγεις στο μέλλον πράγματα που μπορεί να σε κρατήσουν πίσω. Είναι σκληρό να το παραδεχτείς, αλλά καμιά φορά οι δύσκολες εμπειρίες είναι εκείνες που σε ωριμάζουν και σε κάνουν πιο ανθεκτικό. Μια άλλη καθοριστική στιγμή για εμάς ήταν η αποχώρηση του Γιάννη από την μπάντα την προηγούμενη χρονιά. Ήταν μαζί μας από την πρώτη μέρα, ένα αναπόσπαστο κομμάτι της μπάντας, και αυτή η αλλαγή σίγουρα άφησε το δικό της αποτύπωμα. Ουσιαστικά, κάθε στιγμή –καλή ή κακή– αποτελεί ένα κομμάτι του παζλ. Είναι ένα μωσαϊκό από καθοριστικές εμπειρίες που μας διαμορφώνουν συνεχώς ως άτομα και ως μπάντα.

Οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες με ποιον τρόπο επηρεάζουν την έμπνευση και τους στίχους; Μάς επηρεάζουν βαθιά, γιατί όταν ζεις και μεγαλώνεις μέσα σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον, είναι αδύνατο να μείνεις ανεπηρέαστος. Ακόμα κι αν προσπαθήσεις να ξεφύγεις, αυτό το περιβάλλον θα είναι πάντα εκεί και θα σε επηρεάζει, είτε το θέλεις είτε όχι. Αυτό μπορεί να μην εκφράζεται πάντα άμεσα ή εμφανώς στους στίχους, αλλά υπάρχει και διαποτίζει τη δημιουργία. Όταν βλέπεις γύρω σου κοινωνικές ανισότητες, κρατική και ενδοοικογενειακή βία, μεροληψία, ξενοφοβία, οικονομική κατάρρευση και εξαθλίωση, αδικία, σαθρούς θεσμούς και τυφλή υποκρισία, δεν μπορείς να μείνεις αδιάφορος. Όλα αυτά σε αγγίζουν, σε θυμώνουν και δημιουργούν ένα αίσθημα εγκλωβισμού, σαν να ζεις σε μια “δημοκρατία” που απλώς συνθλίβει. Για μένα, η μουσική υπήρξε πάντα η θεραπεία μου και το αποκούμπι μου. Από μικρός, η κιθάρα ήταν το μέσο που με βοηθούσε να εκφραστώ, να ξεσπάσω και να μιλήσω – πρώτα με τον εαυτό μου και μετά με τους γύρω μου. Με έχει στηρίξει σε αμέτρητες δύσκολες στιγμές. Συνήθως, είναι στις πιο έντονες ή δύσκολες περιόδους που βρίσκω τον εαυτό μου να την πιάνω και να παίζω. Η μουσική, τόσο ως δημιουργία όσο και ως ακρόαση, είναι για μένα ένα εργαλείο για να μοιράζομαι τις ανησυχίες και τις αγωνίες μου. Είναι ένας τρόπος να επικοινωνώ και να συνδέομαι με τον κόσμο γύρω μου. Αντλεί από τη ζωή, αλλά ταυτόχρονα γίνεται και ένα μέσο για να την αντέξεις.

Αν αφιερώνατε ένα τραγούδι σας σε μια κοινωνική ομάδα που παλεύει για δικαιώματα, ποια θα ήταν η επιλογή σας; Το “Dear Herculine” είναι ένα μουσικό κομμάτι που αντλεί έμπνευση από την ιστορία και την κληρονομιά της Herculine Barbin, του πρώτου ιστορικά καταγεγραμμένου intersex ατόμου. Το τραγούδι λειτουργεί ως φόρος τιμής και ως κραυγή αφύπνισης, αναδεικνύοντας ζητήματα όπως η ρευστότητα του φύλου, η αυτοδιάθεση και η κοινωνική καταπίεση που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τα intersex -και οχι μονο- άτομα στις μέρες μας. Θεωρώ ότι η μουσική μπορεί να αποτελέσει ισχυρό εργαλείο για την ευαισθητοποίηση γύρω από θέματα φύλου, δικαιωμάτων και κοινωνικής δικαιοσύνης ετσι ωστε να υπαρξει η συζήτηση για την ελευθερία της αυτοδιάθεσης έτσι ώστε να πάμε ένα βήμα μπροστά σαν ανθρωπότητα αμφισβητώντας κάθε είδους στερεότυπα και κάθε είδους μισαλλοδοξία.

Το “The One Who Keeps Me Down” είναι μια κατάθεση για τον προσωπικό και κοινωνικό αγώνα. Οι στίχοι περιγράφουν έναν εσωτερικό διάλογο, αλλά και μια εξωτερική σύγκρουση με δυνάμεις που καταπιέζουν ή αποτρέπουν την ελευθερία. Αντικατοπτρίζει τις αόρατες ή ορατές δυνάμεις που περιορίζουν τη δημιουργικότητα, την αυτοέκφραση ή την προσωπική ανάπτυξη. Προβάλλει τη στιγμή της συνειδητοποίησης και της απόφασης να αντισταθείς σε ό,τι σε κρατάει πίσω. Δεν αναφέρεται μόνο σε εξωτερικούς παράγοντες, αλλά και στην εσωτερική αυτοκριτική και τις φωνές που σε αμφισβητούν.

Το “Götzen Hammer” είναι μια ισχυρή δήλωση μέσα στο Cheat Death, τόσο μουσικά όσο και θεματικά. Με τη βαριά του ατμόσφαιρα και τους στοχαστικούς του στίχους, προσφέρει μια βαθιά εμπειρία ακρόασης που προσκαλεί τον ακροατή να βυθιστεί στην εξερεύνηση των προσωπικών και κοινωνικών του “ειδώλων”. Εξερευνά θα έλεγα θέματα όπως η αποδόμηση των παλαιών αξιών, η αμφισβήτηση των κοινωνικών δομών και η αναζήτηση της προσωπικής αλήθειας. Μέσα από τους στίχους γίνεται μια κριτική στα “είδωλα” που η κοινωνία έχει θέσει ως αδιαμφισβήτητες αλήθειες, καλώντας μας να σκεφτούμε πέρα από αυτά και να αναζητήσουμε το δικό μας νοημα στο γίγνεσθαι και στον επαναπροσδιορισμό όλων των αξιών, καταστρέφοντας τις προηγούμενες.

Αν, ας πούμε, έπρεπε να συνεργαστείτε με έναν καλλιτέχνη από διαφορετικό είδος μουσικής, ποιον θα επιλέγατε; Ο πρώτος που μου έρχεται στο μυαλό, αν και δεν ξέρω αν θα τον θεωρούσα απαραίτητα “διαφορετικό είδος”, είναι ο Γιάννης Αγγελάκας. Μεγαλώσαμε με τη φωνή του και τον θεωρούμε έναν πολύ μεγάλο καλλιτέχνη, τον οποίο εκτιμάμε και σεβόμαστε βαθιά. Παρ’ όλο που προσωπικά δεν είμαι τόσο του ελληνόφωνου ρεπερτορίου, η φωνή του Αγγελάκα είναι από αυτές που σου μιλάνε κατευθείαν μέσα σου. Ειδικά όταν ήμουν μικρός και άκουγα Τρύπες, ένιωθα ότι αυτή η μπάντα και οι στίχοι τους είχαν μια αυθεντικότητα και μια δύναμη που σε άγγιζαν. Μεγάλωσα με αυτή τη μουσική και πιστεύω πως, παρ’ όλο που έχουν κερδίσει αναγνώριση, θα έπρεπε να έχουν ακόμη μεγαλύτερη αποδοχή για το τεράστιο έργο και την επιρροή τους. Θα είχε πολύ ενδιαφέρον να δούμε πώς μια συνεργασία μαζί του θα μπορούσε να γεφυρώσει διαφορετικές προσεγγίσεις και να δημιουργήσει κάτι μοναδικό. Η ενέργεια και το συναίσθημα που φέρει στη μουσική του ο Γιάννης Αγγελάκας, είναι κάτι που ταιριάζει απόλυτα με τη δική μας φιλοσοφία, και νομίζω ότι μια τέτοια συνύπαρξη θα είχε τεράστια δυναμική.

Η συνεργασία με τον παραγωγό Matt Bayles, πώς επηρέασε την ηχητική κατεύθυνση του τελευταίου άλμπουμ; Τον Matt τον γνωρίζαμε ήδη από τη συνεργασία μας στο Youth of Dissent στο Seattle, οπότε την πρώτη “κρυάδα” την είχαμε πάρει. Αστειεύομαι, αλλά η αλήθεια είναι ότι ο επαγγελματισμός του και η μοναδική του προσέγγιση αρχικά σε αφήνουν άφωνο μέχρι να συνειδητοποιήσεις πόσο σημαντική είναι η δουλειά του και πόσο μπορεί να σε αναδείξει. Δεν χρειάζεται καν να το πούμε εμείς – φαίνεται ξεκάθαρα σε όλη την πορεία και τη δισκογραφία του. Ο Matt δεν είναι ο παραγωγός που θα σου πει τι να κάνεις και πώς να το κάνεις. Θέλει να σε “γράψει” όπως είσαι, να σε αποτυπώσει αυθεντικά, χωρίς περιττά φίλτρα και υπερβολές. Αυτή η προσέγγιση σού δίνει την ευκαιρία να βγάλεις την αλήθεια σου στη στιγμή, κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης, και αυτός σε καθοδηγεί με τον δικό του τρόπο – έναν “σκληρό” τρόπο, αλλά ουσιαστικό. Έχει μεγαλώσει και δουλέψει δίπλα σε τεράστιους παραγωγούς αλλα και μουσικούς, καλλιτέχνες κλπ, και αυτή η εμπειρία φαίνεται στον τρόπο που σκέφτεται και λειτουργεί. Δεν βασίζεται στις τεχνολογικές ευκολίες της εποχής, αν και τις χρησιμοποιεί όταν χρειάζεται. Είναι όμως κάποιος που σκέφτεται και εργάζεται με έναν “αναλογικό” τρόπο παρόλο που συνδυάζει και το ψηφιακό με μαεστρία και τελειότητα. Σκοπός του είναι να σε φέρει στο σημείο να αποδώσεις το μέγιστο, και το αποτέλεσμα να είναι αυθεντικό. Δεν προσπαθεί να “φτιάξει” τη μουσική σου εκ των υστέρων· θέλει να την αποτυπώσεις εσύ, εκείνη τη στιγμή, όσο καλύτερα μπορείς. Αυτό είναι κάτι που, δυστυχώς, λείπει στις μέρες μας, όπου πολλοί παραγωγοί, μηχανικοί ήχου και καλλιτέχνες βασίζονται υπερβολικά στις τεχνολογικές δυνατότητες και τη διόρθωση στο post-production. Είναι σαν μια μάστιγα της εποχής μας – το ότι όλα μπορούν να διορθωθούν ή να βελτιωθούν ψηφιακά. Ο Matt όμως επιμένει στη ζωντανή απόδοση, στην αμεσότητα και στο συναίσθημα, κάτι που για εμάς ήταν μια ανάσα φρεσκάδας. Το περιβάλλον του στούντιο, με τις προκλήσεις του, έχει άλλη ατμόσφαιρα, ρυθμό, και δυναμική. Είναι απαιτητικό, αλλά όταν ολοκληρώνεις τη δουλειά σου και βλέπεις το τελικό αποτέλεσμα, νιώθεις λυτρωμένος. Αυτή η διαδικασία είναι που δίνει στη μουσική ζωή, βάθος και ουσία. και ο Matt ήταν καθοριστικός στο να μας βοηθήσει να το πετύχουμε αυτό στο Cheat Death.

Το “Cheat Death”, είναι ποικιλόμορφο. Με στοιχεία από διάφορα μουσικά είδη. Ποιες ήταν οι κύριες επιρροές σας κατά τη δημιουργία αυτού του άλμπουμ; Δεν μπορώ να πω ότι υπήρξαν “κύριες” επιρροές. Νομίζω ότι ο εγκέφαλος λειτουργεί σαν ένας σκληρός δίσκος που καταγράφει πράγματα σε βάθος χρόνου, και αυτά, κάποια στιγμή, περνάνε στη δημιουργία και στην έμπνευση. Ό,τι ακούτε στον δίσκο είναι το απόσταγμα ακουσμάτων και βιωμάτων πολλών δεκαετιών. Αυτά απλά βγήκαν τώρα στην επιφάνεια γιατί, ίσως, οι συνθήκες ήταν κατάλληλες για να ευδοκιμήσουν. Για παράδειγμα, πολλοί λένε ότι ο δίσκος έχει έντονα στοιχεία από Black Sabbath. Ε, ναι, φυσικά, γιατί τους ακούω από 8 χρονών – πώς να μην έχουν χαραχτεί βαθιά μέσα μου; Το ίδιο ισχύει και για τους Iron Maiden, που ήταν στα πρώτα ακούσματά μας. Όλα αυτά έχουν εγγραφεί στον πυρήνα μας, οπότε, όταν συνθέτουμε, είναι φυσικό να βγαίνουν. Όμως δεν είναι τόσο απλό ή μονοδιάστατο. Δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη επιρροή που να χαρακτηρίζει το άλμπουμ, γιατί αυτή τη φορά θέλαμε να αφήσουμε τα πράγματα να κυλήσουν αβίαστα και οργανικά.

Μίλησέ μου για τη σημασία του τίτλου “Cheat Death” και το πώς συνδέεται με τα θέματα που εξερευνάτε στους στίχους του άλμπουμ. Το Cheat Death θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σχεδόν ως ένας concept δίσκος, καθώς έχει μια σαφή, αν και ίσως έμμεση αναφορά στη φιλοσοφία του Σισύφου, έτσι όπως την περιέγραψε ο Αλμπέρ Καμύ στο ομώνυμο βιβλίο του. Η ουσία είναι η εξερεύνηση της ζωής και του θανάτου και, κυρίως, του κενού που υπάρχει ανάμεσα σε αυτά τα δύο. Πώς μπορείς να ζεις αν επιλέγεις να ζεις; Πώς διαχειρίζεσαι την ύπαρξη και το παράλογο που συχνά τη συνοδεύει; Οι στίχοι στον δίσκο, όπως και το γενικότερο ύφος του, ασχολούνται με υπαρξιακά ζητήματα, με την αναμέτρηση του ατόμου με την ίδια του τη ζωή, τις επιλογές του, τις αναβολές και τις συμβιβαστικές “παρατάσεις” που δίνουμε στον εαυτό μας για να ξεγλιστρήσουμε από τον τελικό απολογισμό και την ”face to face” συνηδειτοποίηση με την θνητότητά μας. Το artwork του άλμπουμ δημιουργήθηκε σε συνεργασία με την Εύα Μούρτζη και είναι και αυτό εμπνευσμένο από τον Καμύ. Ήταν μια συλλογική και δημιουργική διαδικασία, όπου το οπτικό κομμάτι έγινε επέκταση της μουσικής και των νοημάτων που θέλαμε να επικοινωνήσουμε. Θα ήθελα πραγματικά να ακούσω και τη δική της οπτική για αυτή τη συνεργασία και το πώς είδε και η ίδια την όλη δημιουργική διαδικασία, καθώς και την αλληλεπίδραση με τα θέματα που εξερευνά το Cheat Death. Ίσως να είναι ενδιαφέρον θέμα για μια συνέντευξη στο μέλλον. Η προσπάθεια να “ξεγελάσεις τον θάνατο” δεν είναι απλώς μια κυριολεκτική αναφορά αλλά ένα σύμβολο της ανθρώπινης προσπάθειας να δώσει νόημα σε έναν κόσμο που συχνά μοιάζει να στερείται νοήματος και είναι βουβός, όπως είναι το σύμπαν μας.

Την αποχώρηση του Γιάννη, πώς τη διαχειριστήκατε και πώς επηρέασε τη δυναμική και τη δημιουργική διαδικασία της μπάντας; Ήταν μια δύσκολη στιγμή για όλους μας, τόσο σε προσωπικό όσο και σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Άφησε ένα κενό που, ειλικρινά, δεν πιστεύω ότι έχει γεμίσει ακόμα, και πιθανότατα δεν θα γεμίσει ποτέ με τον ίδιο τρόπο. Αυτά τα πράγματα δεν διαχειρίζονται εύκολα, και κάθε μέλος της μπάντας το βιώνει και το αντιμετωπίζει διαφορετικά. Ωστόσο, σεβόμαστε την επιλογή του και συνεχίζουμε όσο καλύτερα μπορούμε με τη νέα πραγματικότητα. Η αποχώρησή του σίγουρα επηρέασε τη δυναμική και τη δημιουργική διαδικασία της μπάντας. Ένας μουσικός, ιδιαίτερα όταν είναι μέλος  από την αρχή, φέρνει μαζί του τη δική του αισθητική, τις δικές του ιδέες, και φυσικά το δικό του ηχόχρωμα και εξίσου και οι υπολοιποι τρεις. Δεν είναι απλώς μια τεχνική αλλαγή, αλλά μια αλλαγή που αγγίζει την ταυτότητα και την ψυχή του ήχου μας. Μπορεί οι υπόλοιποι να παραμένουμε αφοσιωμένοι στη φιλοσοφία και το ύφος των 1000mods, αλλά η απουσία του Γιάννη αναπόφευκτα δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα και πορευόμαστε με αυτή τη νέα συνθήκη. Σε πρακτικό επίπεδο, οι διαδικασίες σύνθεσης και ενορχήστρωσης έχουν προσαρμοστεί. Παρ’ όλο που προσπαθούμε να παραμείνουμε πιστοί σε αυτό που έχουμε χτίσει όλα αυτά τα χρόνια, ξέρουμε ότι δεν θα είναι ποτέ ακριβώς το ίδιο. Ένα ηχοχρωματικό φάσμα, μια παλέτα από συχνότητες, ένα συγκεκριμένο timbre που έφερνε ο Γιάννης, δεν θα είναι εκεί, και αυτό αλλάζει τη συνολική εικόνα. Δεν βλέπω αυτή την αλλαγή ως θετική ή αρνητική· είναι απλώς διαφορετική. Προσπαθούμε να τιμήσουμε το παρελθόν μας, να διατηρήσουμε το πνεύμα μας, και ταυτόχρονα να συνεχίσουμε να εξελισσόμαστε ως συγκρότημα μέσα σε αυτές τις νέες συνθήκες. Το μόνο σίγουρο είναι ότι, όπως και σε κάθε μεγάλη αλλαγή, μαθαίνουμε να προσαρμοζόμαστε και να προχωράμε μπροστά.

Πώς βιώνετε τη μετάβαση από το στούντιο στη ζωντανή εμφάνιση; Υπάρχει κάποια διαφορετική φιλοσοφία στη σκηνική παρουσία; Η μετάβαση από το στούντιο στη ζωντανή εμφάνιση είναι πάντα μια ενδιαφέρουσα και απαιτητική διαδικασία. Το στούντιο είναι ένας χώρος δημιουργίας, πειραματισμού, και λεπτομέρειας, όπου έχεις τη δυνατότητα να χτίσεις τον ήχο σου με ακρίβεια. Αντίθετα, η ζωντανή εμφάνιση είναι μια πιο ωμή, άμεση και αυθόρμητη εμπειρία, όπου η ενέργεια και η αλληλεπίδραση με το κοινό παίζουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η βασική φιλοσοφία μας είναι να μην πέφτουμε στην παγίδα του overproduction. Θέλουμε το αποτέλεσμα στο στούντιο να είναι πλούσιο, αλλά όχι τόσο περίπλοκο ή φορτωμένο που να μην μπορεί να αποδοθεί ζωντανά. Για εμάς, η μουσική πρέπει να μπορεί να σταθεί και στις δύο πλατφόρμες – είτε σε ένα ηχογραφημένο άλμπουμ, είτε πάνω στη σκηνή. Είναι σημαντικό να υπάρχει αυθεντικότητα και να μη φαίνεται κάτι «κατασκευασμένο» ή ψεύτικο. Στη ζωντανή εμφάνιση, η φιλοσοφία μας εστιάζει στη σύνδεση με το κοινό. Στη σκηνή, προσπαθούμε να είμαστε όσο το δυνατόν πιο άμεσοι και ειλικρινείς. Εκεί δεν υπάρχει χώρος για διορθώσεις ή δεύτερες ευκαιρίες – είναι η στιγμή που τα πάντα βγαίνουν όπως είναι, με την ενέργεια, το πάθος, και την αλήθεια μας. Επιδιώκουμε να δημιουργούμε μια εμπειρία που να είναι μοναδική κάθε φορά, όπου η ένταση και η δυναμική της μουσικής συναντούν τη ζωντανή αλληλεπίδραση. Συνολικά, η μετάβαση από το στούντιο στη σκηνή είναι μια ισορροπία μεταξύ του να κρατάς την ακρίβεια της παραγωγής και του να αγκαλιάζεις τη ζωντανή, αυθεντική φύση της εμφάνισης. Και τα δύο έχουν τη δική τους μαγεία, αλλά ο στόχος είναι να είμαστε αληθινοί και συνεπείς και στις δύο συνθήκες.

Αγαπημένα venues… μίλα μου γι’ αυτά. Η αλήθεια είναι ότι κάθε venue έχει τη δική του ατμόσφαιρα και φέρνει μοναδικές αναμνήσεις. Στην Ελλάδα, μου αρέσει πολύ το Floyd, το οποίο θεωρώ ένα από τα καλύτερα venues για μεγάλες συναυλίες. Ωστόσο, παραμένω μεγάλος φαν του An Club στην Αθήνα, γιατί έχω ζήσει εκεί πολλές έντονες και όμορφες στιγμές, τόσο ως ακροατής όσο και ως καλλιτέχνης. Στο εξωτερικό, υπάρχουν πάρα πολλά αγαπημένα μέρη που μας έχουν αφήσει έντονα αποτυπώματα. Στην Ολλανδία, το Doornroosje στο Nijmegen είναι ένα venue που λατρεύουμε. Στη Νέα Υόρκη, το Knockdown Center στο Desertfest ξεχωρίζει για την έντονη ενέργεια και τον ομορφο και βιομηχανικο του χαρακτήρα που θυμίζει λίγο την Τεχνόπολη. Το Desertfest στη Γαλλία μας έχει χαρίσει ανεπανάληπτες στιγμές. Στη Γάνδη, το Vooruit είναι απλά υπέροχο. Στο Summit Music Hall στο Ντένβερ… ένα τρομερό και με σούπερ vibes Venue. Στο Βερολίνο, το Festsaal Kreuzberg είναι μοναδικό για τη ζεστή του ατμόσφαιρα. Στην Αυστραλία, τα Factory Floor στο Σίδνεϊ και το Stay Gold στη Μελβούρνη είναι μέρη που μας έχουν εντυπωσιάσει. Στο Παρίσι το La Machine Moulin Rouge, στο Λονδίνο, το The Garage είναι ένα venue γεμάτο ιστορία και φοβερή ενέργεια. Στο Άμστερνταμ, το Melkweg ξεχωρίζει για τη φοβερή ακουστική του. Στην Ελβετία, το Z7 στο Pratteln, το Kiff Aarau, και το L’Usine στη Γενεύη είναι από τα αγαπημένα μας για την ατμόσφαιρα και τον επαγγελματισμό τους. Τέλος, στη Βόρεια Αμερική, το Lee’s Palace στο Τορόντο και το 7th Street Entry στη Μινεάπολη είναι venues που έχουν μείνει αξέχαστα, χάρη στο vibe τους και την υπέροχη ανταπόκριση του κοινού. Κάθε ένα από αυτά τα μέρη έχει τη δική του μαγεία και τη δική του θέση στις όμορφες αναμνήσεις μας.

Και κάπου εδώ με βάζεις σε διαδικασία να σκέφτομαι ότι πρέπει να τα επισκεφτώ όλα, χαχα. Αν σας καλούσαν να παίξετε σε έναν χώρο που θεωρείται «απαγορευμένος», ποιος θα ήταν; Θα επέλεγα μέρη που κουβαλούν μια ιδιαίτερη ενέργεια και ιστορικό βάρος, αλλά και αυτά που θεωρούνται συμβολικά απαγορευμένα λόγω πολιτισμικών, θρησκευτικών ή γεωγραφικών περιορισμών. Το Stonehenge είναι σίγουρα ένα από αυτά, γιατί συνδυάζει το μυστήριο, την αρχαία ιστορία και μια αίσθηση του αιώνιου. Άλλες επιλογές θα ήταν η σπηλιά Lascaux στη Γαλλία, όπου βρίσκονται οι παλαιολιθικές τοιχογραφίες. Σκέψου να παίξουμε μουσική μπροστά σε τέχνη που δημιουργήθηκε πριν από δεκάδες χιλιάδες χρόνια και ήταν από τις πρώτες καταγεγραμμένες. Η Ακρόπολη ή οι πυραμίδες της Γκίζας θα ήταν επίσης τρομερά συμβολικές τοποθεσίες. Δεν χρειάζεται να πω πολλά για αυτές, θεωρώ. Για κάτι πιο «επικό», θα έπαιζα σε ένα ενεργό ηφαίστειο – η δύναμη και το χάος του φυσικού κόσμου θα έδεναν με τη μουσική μας, πιστεύω. Θα μου άρεσε πολύ μέσα ή πάνω σε μια καλντέρα ενεργού ηφαιστείου (Σαντορίνη, πχ). Θα ήθελα επίσης να παίξουμε στον Βράχο του Ναού στην Ιερουσαλήμ, έναν χώρο με τεράστιο ιστορικό και θρησκευτικό φορτίο, όχι όμως για να αναδείξουμε κάποια θρησκεία, αλλά για να υπογραμμίσουμε την ανάγκη για ειρήνη και ενότητα. Είναι παράλογο ότι ένας βράχος, μια τεράστια πέτρα δηλαδή, που έχει παραμείνει ακίνητος για χιλιάδες χρόνια, έχει γίνει αιτία αιματοχυσίας και διχασμού. Ίσως η μουσική εκεί να φέρει έναν διαφορετικό, συμβολικό διάλογο. 

Για παράδειγμα, επίσης, ένα μέρος όπως το Μπλε Τζαμί (Sultan Ahmed Mosque) στην Κωνσταντινούπολη θα ήταν απλά μαγευτικό. Φαντάσου τα φώτα να παίζουν με τα βιτρό και τους θόλους, ενώ οι δονήσεις της μουσικής μας γεμίζουν τον χώρο. Ή και απέναντι στην Αγιά Σοφιά, αποδεχόμενοι την πρόσκληση του να ενσαρκώσουμε την αναβίωση της ιστορίας μέσα από τη μουσική. Ένας χώρος που κουβαλάει τόσο μεγάλη βαρύτητα από θρησκείες, πολιτισμούς και αιώνες χρήσης ως χώρο λατρείας από τον λαό που έχει περάσει από εκεί, θα μπορούσε να γίνει ένα σημείο που ενώνει αντί να διχάζει, με την παγκόσμια γλώσσα της μουσικής. Ή σε έναν τεράστιο καθεδρικό ναό, όπως το Βατικανό, όχι για να δώσουμε θρησκευτικό βάρος, αλλά για να εκφράσουμε κάτι καθολικό και ανθρώπινο. Τέλος, το Άγιο Όρος θα ήταν μια πρόκληση, αλλά φυσικά με μια ανατροπή: να απαγορευτεί η είσοδος στους άνδρες, ή τουλάχιστον σε όσους νιώθουν άνδρες με τη στενή, πατριαρχική έννοια του όρου (γέλια). Αυτή η ανατροπή θα είχε σίγουρα μια σατιρική αλλά και συμβολική διάσταση. Ένας τόπος που παραδοσιακά ορίζει αυστηρούς κανόνες αποκλεισμού, κυρίως προς τις γυναίκες, θα μπορούσε να μεταμορφωθεί σε έναν χώρο όπου οι ίδιοι αυτοί κανόνες θα αντιστρέφονταν, επιτρέποντας είσοδο μόνο σε άτομα που δεν αυτοπροσδιορίζονται μέσα στη στενή, πατριαρχική έννοια της “αρρενωπότητας” και της “ανωτεροτητας” εν μέσω αυτής κλπ.  Ένα live σε αυτό το σκηνικό θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μια πράξη αμφισβήτησης απέναντι στις καταπιεστικές δομές και να ανοίξει μια συζήτηση για τον αποκλεισμό, την ισότητα και την ανάγκη να αποτινάξουμε δογματικές αντιλήψεις που μας κρατούν πίσω. Το συγκεκριμένο concept συνδυάζει το στοιχείο της πρόκλησης, της τέχνης που «ταρακουνά» και της ανάγκης για μια πιο προοδευτική σκέψη. Θα ήταν ένας τρόπος να χρησιμοποιηθεί η μουσική σαν όχημα για να φέρουμε αλλαγή και διάλογο, παραμερίζοντας θρησκευτικές ή κοινωνικές νόρμες που πολλές φορές ενισχύουν τη διαίρεση και την καταπίεση. Άλλωστε, η ίδια η ιδέα του να δονηθεί ένας τέτοιος χώρος από τη μουσική που ενώνει αντί να αποκλείει, φαντάζει ως το απόλυτο statement. Θα ήταν ωραίο λοιπόν ένα Hellfest – Agion Oros Edition. Τι, όχι;

Εισιτήρια: more.com. Τιμή προπώλησης: 18 ευρώ. Τιμή ταμείου: 22 ευρώ
Αντιγόνη Πάντα-Χαρβά