Ο Γερμανός αρχιμουσικός Κρίστοφ Πόππεν έρχεται στην Αθήνα για να διευθύνει την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στην πασχαλινή συναυλία της. Το έργο; Η Missa Solemnis του Μπετόβεν. Η θρησκευτική λειτουργία που κάποτε ο ίδιος χαρακτήρισε ως την καλύτερη δημιουργία του.
Λίγο πριν τη συναυλία, ο Κρίστοφ Πόππεν μιλά για την απόφαση να στραφεί στη μουσική διεύθυνση, την αγάπη του για τη σύγχρονη μουσική και τη σχέση του Μπετόβεν με τη θρησκεία.
Τι σας «αγγίζει» περισσότερο στη Missa Solemnis;
Νομίζω ότι το πιο συναρπαστικό μέρος του έργου είναι το τελευταίο – που φυσικά είναι πάντα η αποκορύφωση όλων των λειτουργιών. Εκεί που προσευχόμαστε για την ειρήνη. Τρεις φορές, η προσευχή διακόπτεται από πολεμικούς ήχους – κάτι που παρεμπιπτόντως συμβαίνει και στην Ενάτη Συμφωνία – κι αυτό αντιπροσωπεύει πολύ καλά τον κόσμο μας όπου προσευχόμαστε όλοι για την ειρήνη, αλλά βλέπουμε τους πολέμους να γίνονται ο ένας μετά τον άλλον.
Οι σολίστ σε αυτά τα σημεία πρέπει να προσευχηθούν με ακόμη μεγαλύτερη δύναμη και πάθος. Ειδικά στη δεύτερη διακοπή, ακούμε ήχους που θυμίζουν σύγχρονη συμφωνική μουσική. Είναι σαν οι μουσικοί να μάχονται ο ένας εναντίον του άλλου. Και πάλι, οι σολίστ βγαίνουν νικητές τραγουδώντας, ώσπου την τρίτη φορά που τους διακόπτουν τα τύμπανα, καλώντας και τα υπόλοιπα όργανα να κάνουν το ίδιο, η έκκλησή τους μένει χωρίς ανταπόκριση. Έτσι, το έργο τελειώνει με την τελευταία προσευχή για ειρήνη, χωρίς αυτή να διακόπτεται.
Αυτό είναι το βασικό όραμα του Μπετόβεν: ότι η ανθρωπότητα κάποια στιγμή θα μπορέσει να ζήσει χωρίς συγκρούσεις και πολέμους.
Θεωρείτε ότι το έργο είναι μια προσπάθεια του συνθέτη να «συμφιλιωθεί» με τη θρησκεία, από την οποία ήταν αποξενωμένος το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του;
Νομίζω ότι δεν θα ήταν δυνατόν ο Μπετόβεν να συνθέσει αυτό το απίστευτης δυναμικής θρησκευτικό έργο χωρίς να πιστεύει στον Θεό. Και σε άλλες, νεότερες δημιουργίες του, ο Μπετόβεν μιλά για τον Θεό και το σύμπαν, που για εκείνον ταυτίζονται. Πιστεύω ότι ο Μπετόβεν δεν είχε πρόβλημα με τον Θεό ή τη θρησκεία, αλλά με την Εκκλησία, όπως και πολλοί άλλοι συνθέτες. Δεν ήταν καθόλου φίλος με την Εκκλησία της εποχής του, αλλά αυτό ποτέ δεν επηρέασε τη δική του στενή σχέση με τον Θεό. Προσωπικά, βλέπω τη Missa Solemnis σαν τη δική του μεγάλη εξομολόγηση.
Έχοντας ήδη αναγνωριστεί ως κορυφαίος βιολονίστας, τι ήταν αυτό που σας έκανε να στραφείτε στη διεύθυνση ορχήστρας;
Στην αρχή, για να είμαι ειλικρινής, έγινε κατά λάθος. Όταν ήμουν 28 και ήδη είχα μια καριέρα ως βιολονίστας και δάσκαλος δίνοντας παραπάνω από 100 συναυλίες το χρόνο, αποφάσισα να συνεχίσω τις σπουδές μου. Πήγα στις ΗΠΑ για να μελετήσω βιολί δίπλα στον Josef Gingold. Εκεί βρέθηκα να παρακολουθώ κάποια μαθήματα μουσικής διεύθυνσης, επειδή με ενδιέφερε από θεωρητικής πλευράς κι όχι επειδή σκεφτόμουν να γίνω μαέστρος. Ώσπου, άρχισε να με ενδιαφέρει όλο και περισσότερο μέχρι που αγόρασα μια μπαγκέτα και είχα την τύχη να μου ζητήσουν να τους διευθύνω μερικά μικρά σύνολα και ορχήστρες.
Νομίζω αυτό που με έκανε πραγματικά να στραφώ προς τη διεύθυνση ορχήστρας είναι ότι ο μαέστρος έχει μπροστά του ολόκληρη τη μουσική. Τα μέλη της ορχήστρας πρέπει να εστιάσουν τόσο πολύ στα δικά τους μέρη που είναι δύσκολο να έχουν μια συνολική εικόνα, κάτι που επιβάλλεται να έχει ένας μαέστρος. Όταν διευθύνω, η σκέψη μου πρέπει να βρίσκεται με την ίδια ένταση τόσο στα κόρνα, όσο και στα τύμπανα, στα κοντραμπάσα ή στον Εξάρχοντα. Βρίσκομαι παντού με ολόκληρη την παρτιτούρα, κάτι που είναι πολύ ικανοποιητικό από τη μουσική του πλευρά.
Κάτι ακόμη, είναι ότι πάντα μου άρεσε να συνεργάζομαι με ανθρώπους. Όλη μου η δουλειά ως μαέστρος απαιτεί να βρίσκομαι κοντά σε άλλους κι αυτό είναι κάτι που με χαροποιεί. Είναι μέρος της ζωής μου να μοιράζομαι πράγματα κι αυτό με έκανε σε μεγάλο βαθμό να αφιερωθώ στη μουσική διεύθυνση.
Σας δίνει η γνώση του βιολιού μια περαιτέρω κατανόηση στον τρόπο λειτουργίας της ορχήστρας;
Εννοείται. Φυσικά, η μεγαλύτερη ομάδα οργάνων στην ορχήστρα είναι αυτή των εγχόρδων και παίζοντας βιολί δεν μαθαίνεις μόνο βιολί, αλλά αποκτάς και μια γενική γνώση για τα έγχορδα. Το γεγονός ότι είμαι βιολονίστας, όπως και το ότι για 20 χρόνια ήμουν μέλος του Κουαρτέτου Εγχόρδων Cherubini, μου δίνει ένα σημαντικό πλεονέκτημα γιατί συνήθως η κατανόηση των εγχόρδων είναι κάτι που απαιτεί πολύ χρόνο.
Επίσης, η εμπειρία μου στο Κουαρτέτο μου έμαθε όχι μόνο το ρεπερτόριο της μουσικής δωματίου, αλλά και τρόπους να κατανοώ τα υπόλοιπα όργανα. Κάτι που, βέβαια, είναι απαραίτητο και στη διεύθυνση ορχήστρας. Η «θητεία» μου στο Κουαρτέτο μού έμαθε, επίσης, να προσεγγίζω τον κάθε μουσικό σαν συνεργάτη κι αυτό είναι κάτι που προσπαθώ να κάνω σαν μαέστρος, αλλά και μια αντίληψη που επιχειρώ να μεταδώσω στους μουσικούς ως προς τις σχέσεις μεταξύ τους.
Είναι γνωστή η αγάπη σας για τη σύγχρονη μουσική. Πιστεύετε ότι η σύγχρονη συμφωνική μουσική απευθύνεται σε όλους; Υπάρχουν έργα που μπορούν να γίνουν «κλασικά»;
Όλη η μουσική κάποια στιγμή ήταν σύγχρονη μουσική. Βέβαια, όταν ο Μπετόβεν έγραφε το τελευταίο Κουαρτέτο του για έγχορδα, όλοι έλεγαν ότι τρελάθηκε επειδή ήταν τόσο διαφορετικό από όσα άκουγαν μέχρι τότε. Πλέον, όμως, το θεωρούμε ένα από τα σπουδαιότερα έργα μουσικής δωματίου. Και στην εποχή του Μότσαρτ, υπήρχαν άλλοι συνθέτες στη Βιέννη που ήταν πολύ πιο διάσημοι από τον ίδιο. Είναι πολύ δύσκολο να κάνει κάποιος που ζει στην ίδια εποχή με το έργο εκτιμήσεις για όσα θα απομείνουν στο μέλλον από αυτό. Σήμερα, είμαι βέβαιος ότι από τον μεγάλο αριθμό πολύ σπουδαίων συνθετών που έχουμε κάποιοι θα επιβιώσουν και θα ακούγονται 100 χρόνια μετά ή και παραπάνω.
Πιστεύω ότι πρέπει να συμβάλλουμε στην εξέλιξη της μουσικής ιστορίας, παίζοντας σύγχρονα έργα όσο πιο συχνά μπορούμε. Διαφορετικά, η ιστορία της μουσικής θα σταματούσε και θα μιλούσαμε πλέον για μουσείο της μουσικής. Επιπλέον, η σύγχρονη μουσική αλλάζει τον τρόπο που προσλαμβάνουμε την παλαιότερη μουσική. Αν ακούσεις Μότσαρτ ή Μπετόβεν μετά από ένα έργο σύγχρονης μουσικής, ακούς και αυτούς τους συνθέτες με διαφορετικό αυτί. Η σύγχρονη μουσική θα πρέπει, επίσης, να είναι για όλους. Συχνά, ακούω ανθρώπους που λένε: «μα, δεν την καταλαβαίνω». Η απάντησή μου είναι: «Καταλαβαίνετε πραγματικά, δηλαδή, ένα έργο του Μπετόβεν;». Έχουν συνηθίσει να το ακούνε, αλλά το να πει κανείς ότι καταλαβαίνει την μουσική είναι ένα πράγμα εντελώς διαφορετικό και περίπλοκο. Θεωρώ ότι πρέπει να ακούμε τη σύγχρονη μουσική όπως ακούμε τους ήχους των πουλιών, του δάσους, της θάλασσας και του ανέμου κι απλά να αφήνουμε όλα τα υπόλοιπα να συμβούν από μόνα τους.
Πώς αισθάνεστε που επιστρέφετε στην Κρατική Ορχήστρα Αθηνών;
Είμαι πολύ χαρούμενος που επιστρέφω μετά τα δύσκολα χρόνια του κορωνοϊού, όταν σταμάτησαν όλα. Έχω μια πολύ ισχυρή συναισθηματική σχέση με την Ορχήστρα και μου είχαν λείψει. Αλλά και το κοινό στην Ελλάδα μου είχε λείψει. Έχουν μια αρκετά συναισθηματική αντίδραση στη μουσική, νιώθεις ότι ακούν προσηλωμένοι. Ανυπομονώ ειλικρινά για τη συναυλία μας. Άλλωστε ερμηνεύουμε τη Missa Solemnis, το έργο που ο ίδιος ο Μπετόβεν είχε πει πως ήταν ό,τι καλύτερο είχε γράψει.