Γεννήθηκε στην πρώην Σοβιετική Ένωση, σπούδασε στην Αμερική, ενώ εδώ και χρόνια κατοικεί μόνιμα στο Βερολίνο. Ο Kirill Gerstein, ένας από τους πλέον περιζήτητους πιανίστες της νεότερης γενιάς, έχει ρίζες από διαφορετικές ερμηνευτικές παραδόσεις και μέχρι και ο ίδιος δυσκολεύεται να προσδιορίσει τις καταβολές του: «Νιώθω συνδεδεμένος με τον ρωσικό πολιτισμό και τη γλώσσα, αλλά δεν είμαι “Ρώσος” Ρώσος. Ήρθα στην Αμερική για να σπουδάσω, αισθάνομαι οικεία τα αγγλικά και την αμερικανική κοινωνία αλλά δεν είμαι Αμερικανός. Ζω στη Γερμανία, μιλάω με άνεση τα γερμανικά, διδάσκω στη Γερμανία αλλά δεν είμαι Γερμανός. Οπότε πάντα υπάρχει αυτό – μια μοναξιά. Αλλά πιστεύω ότι κάτι τέτοιο σου δίνει την ευκαιρία να έχεις μια ανεξάρτητη οπτική και, ίσως, κάποιες φορές μια εκλεκτική οπτική».
Η αγάπη για το πιάνο
Ξεκίνησε το πιάνο από τα δύο του χρόνια, λόγω της μητέρας του που ήταν μουσικός, όμως, μέχρι τα δέκα του δεν ήταν καθόλου σίγουρος ότι ήθελε να γίνει πιανίστας. «Η παιδική μου ηλικία ήταν αρκετά φυσιολογική. Είχα πολλά ενδιαφέροντα. Δεν περνούσα όλο μου τον χρόνο παίζοντας κλίμακες». Ωστόσο, η αγάπη του για τη μουσική ήταν μεγάλη. Το πάθος για το πιάνο δεν άργησε να ξεκινήσει όταν άλλαξε δάσκαλο και άκουσε για πρώτη φορά το Τρίτο Κοντσέρτο του Ραχμάνινοφ, το «Έβερεστ» των πιανιστικών κοντσέρτων.
Η φυγή στην Αμερική
Ως έφηβος, έψαχνε μανιωδώς τη συλλογή τζαζ βινυλίων του πατέρα του κι έπαιζε στο πιάνο ό,τι του έκανε εντύπωση. Τυχαία, σε ένα φεστιβάλ στην Αγία Πετρούπολη, γνωρίζει τον Αμερικανό τζαζ βιμπραφωνίστα Γκάρι Μπάρτον, ο οποίος ήταν επίσης υποδιευθυντής της μουσικής σχολής Μπέρκλεϋ στη Βοστώνη. Ο Μπάρτον του ζητά να του στείλει μια ηχογράφησή του και το αποτέλεσμα ήταν, στα 14 του, ο Γκέρσταϊν να γίνει ο νεότερος σπουδαστής που εισάγεται ποτέ στη σχολή. Ξεκινάει, τότε, ένας μακροχρόνιος κύκλος απαιτητικών σπουδών που συνεχίστηκε στη Νέα Υόρκη, στη Μαδρίτη και τη Βουδαπέστη.
Στο πλευρό μεγάλων δασκάλων
«Χρειάστηκε να επανεφεύρω τον εαυτό μου αρκετές φορές κι ευτυχώς κατάφερα να το κάνω. Στα 20 μου, πριν πάω στη Μαδρίτη για να σπουδάσω δίπλα στον Ντμίτρι Μπασκίροφ, νόμιζα ότι ήξερα να παίζω πιάνο, αν και με κάποια έλλειψη αυτοπεποίθησης. Όταν ξεκίνησα τα μαθήματα κοντά του σκέφτηκα ότι υπάρχουν πάρα πολλά ακόμα να μάθω», έχει πει ο Γκέρσταϊν. Μάλιστα, δεν έλειψαν και κρίσιμες στιγμές αμφισβήτησης. «Ο Μπασκίροφ μου είπε κάποια στιγμή: “Αν παίζεις πιάνο με αυτόν τον τρόπο, τότε μάλλον θα πρέπει να αναρωτηθείς αν είναι κάτι στο οποίο θες να εστιάσεις”. Εννοείται ότι πληγώθηκα. Αλλά ήθελα να μάθω και στα 25 μου βρέθηκα στη θέση να ρωτάω πράγματα που δεν είχα ρωτήσει ποτέ μου όλα αυτά τα χρόνια».
Χωρίς περιορισμούς
Για τον Γκέρσταϊν, οι σπουδές στη μουσική δεν σταματούν ποτέ, οι επαγγελματίες πρέπει να έχουν τη νοοτροπία του μαθητή. Εν τέλει επικεντρώθηκε στο κλασικό ρεπερτόριο – για να καταλάβει τον τρόπο σκέψης των μεγάλων συνθετών -, αλλά δεν παύει να αντλεί έμπνευση από τη τζαζ και το αυτοσχεδιαστικό στοιχείο. «Μουσικοί σαν τον Λιστ, ήταν φοβεροί στον αυτοσχεδιασμό. Επίσης, δεν πίστευαν ότι δεν έπρεπε να διδάσκουν γιατί ήταν καλοί ερμηνευτές. Η διδασκαλία ήταν άλλος ένας τρόπος για να έρθουν πιο κοντά στην ουσία της μουσικής. Ούτε εγώ θεωρώ ότι πρέπει να εστιάζουμε μόνο σε μια δραστηριότητα που προκύπτει από την ενασχόληση με τη μουσική». Το εύρος του ρεπερτορίου του δικαιώνει και αυτή την προσωπική του αντιπάθεια προς την ειδίκευση: «Θεωρώ ότι είναι απαράδεκτο, τόσο από ηθική όσο και από αισθητική άποψη, ένας σολίστ να παίζει συνέχεια τα ίδια έργα».
Για τον Ραχμάνινοφ
Στις 3 Νοεμβρίου, ο Κίριλ Γκέρσταϊν ερμηνεύει με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών το Δεύτερο Κοντσέρτο του Ραχμάνινοφ. Ποια είναι η πρώτη λέξη που του έρχεται στο μυαλό όταν σκέφτεται τον συνθέτη που άλλαξε για πάντα το ρεπερτόριο του πιάνου; «Η ειλικρίνεια. Η μουσική του διαθέτει μεγάλο πάθος και χρειάζεται πολλή γενναιότητα και ειλικρίνεια για να μην κρύψει αυτό το πάθος με μοδάτα περιτυλίγματα ή διανοητικά κινήματα».
Υπάρχει, όμως, κάποιου είδους επιδειξιομανία στη μουσική του Ραχμάνινοφ, όπως του έχουν προσάψει ανά καιρούς; «Το να κατηγορείς τον Ραχμάνινοφ για κάτι τέτοιο είναι σαν να κατηγορείς τον Σαίξπηρ πως έχει υπερβολικά μεγάλο λεξιλόγιο. Όταν έχεις τόσες πολλές λέξεις και μπορείς να είσαι τόσο εκφραστικός, η δεξιοτεχνία είναι κάτι που προκύπτει φυσικά. Και όπως ο Σαίξπηρ, μπορεί να είναι διασκέδαση με την υψηλότερη έννοια: τραγική, προκλητική, λυπηρή, συγκινητική, αλλά και πάλι διασκέδαση. Νομίζω ότι ο Ραχμάνινοφ καταλάβαινε και δεν προσπαθούσε να αγνοήσει το γεγονός ότι η μουσική του έπρεπε να έχει και στοιχεία διασκέδασης. Είναι, όμως, διασκέδαση με βάθος».