Λένε πως όταν κάτι το θέλεις πολύ, θα κάνεις τα πάντα για να το κατακτήσεις. Σε αυτή την πρόταση θα μπορούσε να χωρέσει η σχέση μου με τους Måneskin, και πιο συγκεκριμένα το ταξίδι δια πυρός και σιδήρου μέχρι να καταφέρω να τους δω χθες το βράδυ στο Ejekt Festival.
Ας ξεκινήσουμε όμως από το παρελθόν. Πίσω στον Ιούλιο του 2023, είχα βρεθεί στο Μιλάνο και στο ιστορικό στάδιο San Siro, όπου είδα το συγκρότημα για πρώτη φορά. Ως υπερήφανη σκληροπυρηνική fan, είχα κλείσει εισιτήριο στο golden circle ελπίζοντας πως θα καταφέρω να πιάσω κάγκελο. Φτάνοντας μόλις μισή ώρα πριν βγουν τα opening acts, κατάφερα τελικά να βρεθώ στη δεύτερη σειρά και να απολαύσω ένα show δυόμισι ωρών στο οποίο οι Måneskin θύμισαν εποχές που οι arena rock μπάντες «τα έσπαγαν» στη σκηνή, δίνοντας παθιασμένο show χωρίς στατικό τουπέ. (Λεπτομέρειες για εκείνο το βράδυ, θα διαβάσετε στο review μας).
Λίγους μήνες μετά την αξιομνημόνευτη εκείνη εμπειρία, το Ejekt ανακοινώνει πως το συγκρότημα-φαινόμενο θα έρθει στην Ελλάδα στις 23 Ιουλίου του 2024. Ο ενθουσιασμός που με διαπερνούσε έκτοτε κάθε μέρα και νύχτα, στη σκέψη ότι θα τους δω ξανά, άρχισε τις τελευταίες εβδομάδες λίγο να μαραζώνει, από αστοχίες της μπάντας και του management της και ψιθύρους που αφορούσαν τη φύλαξή τους από δεκάδες σεκιουριτάδες (υπερβολή), αλλά και τον ερχομό τους με ιδιωτικό αεροπλάνο μόλις λίγες ώρες πριν το show – και μετά πάλι πίσω (δεν ξέρουμε για πού). Τη στιγμή που η κλιματική κρίση κορυφώνεται, θα έλεγε κανείς πως είναι κάπως προκλητικό τέσσερις νέοι άνθρωποι να επιλέγουν να ταξιδέψουν με private jet το οποίο αφήνει υψηλό αποτύπωμα άνθρακα.
Πέρα απ’ αυτό, λίγα 24ωρα πριν το live κυκλοφόρησε μία ανακοίνωση στα social media του φεστιβάλ, στην οποία μεταξύ άλλων αναφερόταν πως απαγορεύονται τα πανό με πολιτικά μηνύματα στη συναυλία. ΜΠΟΥΜ. Αν και στην αρχή νομίζαμε πως ήταν μια απόφαση των ανθρώπων του Ejekt, οι ίδιοι μας ενημέρωσαν σύντομα σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχαμε μαζί τους, πως δεν σχετίζονταν με αυτή την απόφαση. Η «εντολή» ερχόταν τελικά από το management του συγκροτήματος, γιατί είχε προηγηθεί ένα σκηνικό με μία βάσκικη σημαία στο Mad Cool Festival που έπαιξαν πρόσφατα και κάποιοι τα έβαλαν με τον Damiano, κι έτσι το management αποφάσισε να απαγορέψει οτιδήποτε έχει να κάνει με πολιτικά μηνύματα στις συναυλίες τους. Πολλές οι απορίες και τα ερωτήματα, αλλά προχωράμε.
Ο θαυμασμός μου για μία από τις αγαπημένες μου μπάντες έχει πάει πλέον «χέρι-χέρι» με την ξενέρα – αυτή όμως δεν ήταν αρκετή ώστε να με αποθαρρύνει από όσα ανυπομονούσα να ζήσω. Έτσι, οι προετοιμασίες ξεκίνησαν από νωρίς το πρωί της Τρίτης: Διχτυωτά καλσόν, μαύρες δαντέλες και δερμάτινες ζώνες άρχισαν να συνθέτουν ένα look ταιριαστό στην ενέργεια και το style των τεσσάρων Ιταλών, που πέρα από τη μουσική τους έχουν επαινεθεί και για το gender fluid στυλ τους που αποδομεί τα έμφυλα στερεότυπα.
Γυαλιά, καπέλο, αντηλιακό, ανεμιστηράκι και μπόλικο νερό έγιναν η συντροφιά μου για τις επόμενες ώρες που θα περίμενα μαζί με ενθουσιασμένα 16χρονα κορίτσια και αγόρια (και τις φανταστικές μητέρες τους), να ανοίξουν οι πύλες στον ανοιχτό χώρο του ΟΑΚΑ. Μιλήσαμε στις κάμερες, κουτσομπολέψαμε, μοιραστήκαμε τον ενθουσιασμό μας – κι εγώ στα σχεδόν 29 μου ένιωσα ξανά έφηβη. Ένα γλυκό κορίτσι με το οποίο περιμέναμε μαζί μέσα στην κάψα, μου έδωσε ένα βραχιολάκι στο οποίο έγραφε “Maneskin”, και κάπως έτσι όλα έγιναν πιο υποφερτά. Οι “πόρτες” άνοιξαν τελικά λίγο μετά τις 16:30, τη στιγμή δηλαδή που λουσμένες και λουσμένοι στον ιδρώτα αρχίσαμε να τρέχουμε σαν μαραθωνοδρόμοι για να πιάσουμε κάγκελο στο Zone A / Front Of Stage (χαλάλι τα 120 ευρώ).
Αυτή τη φορά, μετά από πολύ τρέξιμο, το πιάσαμε το κάγκελο. Ήταν δίκαιο και έγινε πράξη. Την έναρξη στη δεύτερη μέρα του φεστιβάλ (είχε προηγηθεί εκείνη με headliners τους σαρωτικούς Korn), έκαναν τα «δικά μας» παιδιά, οι εξαιρετικοί The Bonnie Nettles. Πλησιάζοντας στην πρώτη δεκαετία της ύπαρξής τους, αποτελούν μία ιδιαίτερη περίπτωση εγχώριου συγκροτήματος, αφού καταφέρνουν να προσελκύουν όλο και περισσότερο το ενδιαφέρον του κόσμου. Ο Διονύσης είναι ένας frontman χαρισματικός – και απόλυτα εναρμονισμένος με την ενέργεια των frontmen στο line up της βραδιάς.
Παρά την ανυπόφορη ζέστη, οι Bonnies τα έδωσαν όλα, ήταν παικτικά άρτιοι και επικοινωνιακοί – σε σημείο που ξεσήκωσαν τα πιτσιρίκια τα οποία δεν γνώριζαν για την ύπαρξή τους. Γύρω μου άκουγα κορίτσια και αγόρια να λένε «ρε τι καλοί που είναι», «τα σπάνε», «φοβεροί». Άλλωστε κι εγώ όταν με ρώτησαν on camera για ποιους έχω έρθει, είπα και για τους Bonnie Nettles (πέρα από τους Maneskin). Στο μισάωρο που είχαν στη διάθεσή τους, μας έπαιξαν το single του 2018, Rave On Love Me, τα Saristra, Trip Off the Map / Jangle, Already In και I Thought You Said No Flowers από το ομώνυμο ντεμπούτο τους (2020). Σκούπισαν τον ιδρώτα τους, μας ευχαρίστησαν, καταχειροκροτήθηκαν και αποχώρησαν χορτάτοι από το stage.
Η φίλη που ήταν μαζί μου προσπαθούσε να φέρει νερά και ποτά από το μπαρ, μιας που εγώ δεν έλεγα να αφήσω το κάγκελο, και κάθε φορά που ένιωθα πως θέλω να πάω στην τουαλέτα, μου υπενθύμιζα πως «όλα στο μυαλό είναι». Ο διαλογισμός έπιασε τόπο, κι έτσι κατά τις 18:20 ήμουν έτοιμη για την Γερμανο-ιρλανδο-καναδή Alice Merton, με έδρα το Λονδίνο, η οποία εμφανίστηκε ορεξάτη μαζί με τη μπάντα της. Ένα κορίτσι που στεκόταν δίπλα μου ήξερε πολλά από τα κομμάτια της και τραγουδούσε δυνατά, και γρήγορα φάνηκε πως η Alice έχει πέραση στις μικρές ηλικίες. Στα πρώτα 2-3 κομμάτια (run away girl, Hit the Ground Running, Vertigo), βρήκα αρκετά ενδιαφέρον το indie pop/rock κράμα του ήχου τους, αλλά στη συνέχεια άρχισα να βαριέμαι αρκετά, νιώθοντας πως ακούω το ίδιο πράγμα σε λούπα.
Πιάσαμε τα κινητά και ξεκινήσαμε να ανταλλάσσουμε μηνύματα με μια φίλη που βρισκόταν στο Zone B, και συμφωνήσαμε πως στα τραγούδια της Alice ακούσαμε πολλές ομοιότητες με κομμάτια της Taylor Swift, μέχρι που η φίλη μου είπε «οριακά καλύτερα να έβλεπα την Swift». Ωστόσο, η φωνή της ήταν καλοδουλεμένη, η ενέργειά της αστείρευτη παρά τη ζέστη, και η μπάντα της ιδιαίτερα δεμένη. Η Alice φάνηκε να διασκεδάζει κατά την επαφή της με τον κόσμο, αφού φρόντιζε να πηγαίνει πέρα-δώθε στη σκηνή, τραγουδώντας μας κομμάτια όπως το Mania, το pick me up, το δυναμικό Lash Out στο οποίο μας ζήτησε να φωνάξουμε δυνατά και να εξωτερικεύσουμε όλα τα έντονα και δυσάρεστα συναισθήματά μας, αλλά και το mega-hit με το οποίο έκανε το breakthrough της το 2017, No Roots.
Οι πολυσυζητημένοι alt/glam rockers, Palaye Royale από το Las Vegas (μας έχουν επισκεφτεί ξανά), πήραν τη σκυτάλη με αργούς ρυθμούς από την Merton, και ανέβηκαν στο stage με μια μικρή καθυστέρηση – αλλά με διάθεση που μας άφησε με το στόμα ανοιχτό. Παρά την 15ετή πορεία τους, η μουσική τους εξακολουθεί να απευθύνεται σε εφηβικό κυρίως κοινό, το οποίο πανζουρλίστηκε με την εμφάνισή τους. Ένα άλλο κορίτσι δίπλα μου, δεν σταμάτησε να τραγουδάει από την αρχή μέχρι το τέλος του set και τα 10-11 κομμάτια τους, και ομολογώ πως η εμφάνισή τους με ενθουσίασε και μου θύμισε την ενέργεια που μας είχαν δώσει οι Maneskin στο Μιλάνο.
Ο frontman Remington Leith μας χάρισε ιδρώτα, το γυμνό του κορμί, το σκαρφάλωμά του στις σιδεριές του stage, αλλά και ένα φανταστικό stage diving μέσα σε μία φουσκωτή βάρκα, από την οποία μας δρόσισε ρίχνοντας νερό με ένα νεροπίστολο. Για λίγο οι Palaye Royale κατάφεραν να με κάνουν να ξεχάσω το γεγονός ότι σε περίπου μία ώρα από εκείνη τη στιγμή, θα έβλεπα τους Maneskin και θα έκανα το λυσσαλέο fangirling μου με τον Damiano.
Κομμάτια τους δεν γνώριζα πολλά και δεν ξέρω και αν θα θελήσω να τα αναζητήσω στο Spotify μου, ωστόσο το performance τους ήταν συγκλονιστικό – τόσο που δεν περιγράφεται εύκολα με λέξεις. Έχοντας απολαύσει αυτό ακριβώς που θέλουμε να βλέπουμε σε μία modern alt-rock μπάντα, και ακούσει κομμάτια όπως τα Little Bastards, Black Sheep, Fucking With My Head, Hang On to Yourself, Showbiz, Punching Bag και Mr. Doctor Man, ήμασταν κάτι παραπάνω από χορτάτες και χορτάτοι, και άκρως προετοιμασμένοι για τους M-A-N-E-S-K-IIIII-N!
«Δάκρυα χαράς χύθηκαν σε όλο το ΟΑΚΑ», διάβασα σε ένα comment στο Instagram. Πρέπει να ήμασταν περισσότερα από 18.000 κορμιά, συντονισμένα γι’ αυτό που θα ακολουθούσε. Το ένα ποτό «έφευγε» μετά το άλλο, η ταχυπαλμία είχε γίνει ανυπόφορη και στο τσακ γλιτώσαμε την ανακοπή, όταν τελικά οι Maneskin ανέβηκαν στο stage στις 21:30, δηλαδή δέκα περίπου λεπτά πριν την προγραμματισμένη ώρα. Όσο κι αν υποστηρίζω με πάθος τα οφέλη του γκρουπισμού (ναι, το ξέρω ότι είμαι 29 αλλά once a groupie, always a groupie), άλλο τόσο μπορώ να πω αντικειμενικά πως η ενέργεια του κόσμου ήταν πολύ πιο εκρηκτική από εκείνη της μπάντας, όταν ανέβηκαν στη σκηνή.
Το πρώτο πράγμα που αντίκρισα, ήταν έναν πανέμορφο Damiano (για τον οποίο τσίριζα με μανία), αλλά και έναν πολύ κουρασμένο Damiano. Ίσως (όπως είπε η αδερφή μου): «Οι μπάφοι σε συνδυασμό με την αθηναϊκή ζέστη και την υγρασία, αλλά και τις συνεχείς περιοδείες τους, να μη του βγήκαν σε καλό. Μικρός είναι όμως ακόμη, θα μάθει». Κάποια στιγμή στο δεύτερο-τρίτο κομμάτι, άρχισα να παρατηρώ -με όση ψυχραιμία διέθετα- πως δεν έλεγαν ολόκληρα τα τραγούδια (Don’t Wanna Sleep, Gossip και το νικητήριο Zitti E Buoni), πράγμα το οποίο ευτυχώς δεν συνεχίστηκε στα υπόλοιπα. Παρά την εμφανή κούρασή του, ο Damiano ήταν σέξυ και παιχνιδιάρης όπως κάθε φορά, και άρτιος φωνητικά παρά τη δύσκολη τεχνική που έχει υιοθετήσει (respect).
Πάντως, πέρα από την τρέλα μου και το ντελίριο στο οποίο βρισκόμουν, είμαι σε θέση να πω πως πρόκειται για έναν ευφυή frontman και γι’ αυτό καταφέρνει και καθηλώνει το κοινό του. Σε απόλυτη σύμπλευση και σύνδεση με τη μπάντα του, αποδεικνύει πως θέλει να είναι πολλά παραπάνω από ένα ψώνιο ή ένας νάρκισσος που βασίζεται μονάχα στην εμφάνισή του (θα μπορούσε πολύ εύκολα να το κάνει). Όχι ότι δεν αξιοποιεί αυτά τα εφόδια, επενδύει όμως και στην έννοια του group και τη φιλοσοφία του rock ‘n’ roll. Ο Ethan, η Victoria και ο Thomas, έχουν εξίσου σημαντική θέση και προβολή στη μπάντα και αυτό φάνηκε και στην αθηναϊκή συναυλία τους.
Είχα φροντίσει από νωρίς να σταθώ στο σημείο όπου είχαν τοποθετηθεί τα σκαλάκια, στα οποία θα ανέβαιναν τα μέλη του συγκροτήματος. Πρώτος μας πλησίασε ο Thomas, χαρίζοντάς μας guitar solos και κιθαριστικούς ελιγμούς, και τη συνέχεια έκανε η ιδιαίτερα ευδιάθετη και χαμογελαστή Victoria, που τράβηξε τα βλέμματα πάνω της με το δερμάτινο κόκκινο μπουστάκι της και το κόκκινο καλσόν της, και μας διασκέδασε με το αισθησιακό παίξιμο στο μπάσο της (εξαιρετική μπασίστρια).
Στο δικό μου αγαπημένο, Honey (Are You Coming?), έγινε της μουρλής. Ποδοπατηθήκαμε, ουρλιάξαμε και βουρκώσαμε. Στο Gasoline χορτάσαμε ατόφιο μπαρουτοκαπνισμένο alt-rock, και στο cover του Beggin’ είπαμε πως έχουμε κουραστεί να το ακούμε και πως θα προτιμούσαμε στη θέση του να ακούσουμε ένα ακόμα ιταλικό τραγούδι, όπως το αριστουργηματικό Coraline ή το πιο πρόσφατο, Trastevere (ακούσαμε μόνο το In Nome Del Padre). Μας έλειψε όμως και το Valentine.
Μετά το Baby Said και το σεξουλιάρκο I Wanna Be Your Slave (ναι, θέλω!), ο Damiano κατέβηκε αρκετά ήρεμος από τη σκηνή, ανέβηκε στα σκαλάκια που είχα σταμπάρει, και τραγουδώντας το Mammamia άρχισε να επικρατεί ο απόλυτος πανικός. Δεν πιστεύαμε στα μάτια μας. Με το ένα χέρι προσπαθούσα να τραβήξω μερικά πλάνα, και με το άλλο να αγγίξω το χέρι του (τα κατάφερα και τα δύο).
Μετά το επεκταμένο bass/drum solo στο τραγούδι, και με τις πιτσιρίκες δίπλα μου σε μεγάλο σοκ, πορτοκαλί βραχιολάκια άρχισαν να εμφανίζονται στα χέρια των σεκιουριτάδων. Ανάμεσα σε μερικές τυχερές κοπέλες που το φόρεσαν, βρέθηκα κι εγώ. Το βραχιόλι μας άνοιγε τον δρόμο για το καθιερωμένο ανέβασμα των fans στη σκηνή, που γίνεται σε κάθε συναυλία τους στο κομμάτι Kool Kids. Tα τυχερά εμείς «κουλ παιδιά», ήμασταν σε ετοιμότητα όσο το show συνεχιζόταν – με όχι και τόσο αξιοσημείωτη ενέργεια. Κάποια στιγμή ο Damiano ξέχασε και μερικά λόγια, αλλά ήταν πολύ χαριτωμένος.
Στο track Bla Bla Bla, οι σεκιουριτάδες μας βούτηξαν για να μας οδηγήσουν στα backstage. Εκεί αρχίζει για μένα ένα κουραστικό σκηνικό κατά το οποίο ένας σεκιουριτάς με ρωτούσε επίμονα αν είμαι ενήλικη (φτου μου, μικροδείχνω), και ενώ του έλεγα ξανά και ξανά πως είμαι 29 (μέχρι και σε σημείο να ορκιστώ έφτασα), εκείνος συνέχισε να μη με πιστεύει και μου ζήτησε ταυτότητα. Η ταυτότητά μου όμως ήταν μέσα στην τσάντα μου την οποία κρατούσε η φίλη μου για να ανέβω στην σκηνή. Πανικός. «Μισό λεπτό να πάω να τη βρω», του λέω. Στο σημείο αυτό χάνει την υπομονή του, πάει να με βουτήξει και να με στείλει πίσω από το κάγκελο. Συνεχίζω να αγωνίζομαι. Η φίλη μου καταφέρνει κάπως να μου πετάξει την τσάντα, και έτσι του δείχνω την ταυτότητα. Αφού μου ζήτησε 2-3 φορές συγγνώμη, έκανα στην άκρη την ταραχή μου – γιατί είχα και τον Damiano μπροστά μου και δεν ήθελα να χαλάσω τη στιγμή.
Έχουμε συγκεντρωθεί πίσω από τη σκηνή. Οι πρώτες νότες του Kool Kids ακούγονται και ξαμολιόμαστε. Αρχίζω να χορεύω με την Vic, κοιτάζω το πλήθος αλλά νιώθω σα να βρίσκομαι μόνη σε ένα ροζ συννεφάκι, και ξαφνικά ο Damiano έρχεται προς το μέρος μου. Κοκαλώνω. Τραγουδάμε μαζί, του δίνω ένα χάδι (δεν άντεξα) και δυσκολεύομαι να συνειδητοποιήσω τι συμβαίνει. Για τα επόμενα πέντε λεπτά, χοροπηδάμε σαν μικρά παιδιά και σαρώνουμε τη σκηνή μαζί με τους Maneskin. Ποιος να το πίστευε. Οι φίλες μου τραβάνε βίντεο και χαίρονται με τη χαρά μου. (Μέσα στις επόμενες ώρες είχα γίνει και viral στο TikTok, σε βίντεο που χρήστες αναζητούσαν «την έξαλλη κοκκινομάλλα»).
Η αποχώρηση από το stage συνοδεύτηκε από ανάμεικτα συναισθήματα: Υπέρμετρη χαρά για όσα είχαμε μόλις ζήσει, και (ήδη) νοσταλγία για τις στιγμές που (μόλις) πέρασαν. Έχει φτάσει ήδη η ώρα του encore. Η επαφή μου με τον χρόνο έχει χαθεί, και στέκομαι σε ένα σημείο για να απολαύσω το τρυφερό The Loneliest. Το I Wanna Be Your Slave παίζεται ξανά, και γίνεται ο επίλογος σε ένα live, που, μπορεί να μην είχε για μένα τον δυναμισμό του show στο Μιλάνο, μπορεί να ακούστηκε από κάποιους ότι τους φάνηκε λίγο σαν «αρπαχτή», αλλά η ουσία είναι ότι μας έκανε να τα δώσουμε «όλα», λειτουργώντας σαν φάρμακο για την ψυχή μας.
Μετά από αυτό το αναπάντεχο ανέβασμα στη σκηνή άλλωστε, νομίζω πως το επόμενο βήμα είναι να ανέβω μαζί με τον Damiano στο αεροπλάνο του, να θυσιάσω την οικολογική μου συνείδηση και να ταξιδέψω μαζί του (delulu). Μέχρι τότε, θα ‘χω να λέω πως βρίσκομαι σε φωτογραφία στο official Instagram των Maneskin, δίπλα στον Damiano.