Ήταν σχεδόν αδύνατο αυτή η συνέντευξη να μην γίνει στην Cantina Social, το μαγαζί που έδωσε και τον τίτλο στον πρώτο εξ’ ολοκλήρου ελληνόφωνο δίσκο του Ευριπίδη Σαμπάτη ως Evripidis and his Tragedies, το Μία Τρίτη Στην Καντίνα.
Ένα δίσκο με τη βαριά σκιά τόσο της νοσταλγίας όσο και της απώλειας. Νοσταλγία για μια Αθήνα που υπάρχει πίσω αλλά και αλλάζει όσο εσύ ζεις στην Βαρκελώνη τα τελευταία 15 χρόνια, αλλά και τον θάνατο ενός κοντινού φίλου.
Ο Ευριπίδης Σαμπάτης αντιμετωπίζει τη ζωή με μια γλυκόπικρη ευθύτητα – γι’ αυτό άλλωστε δηλώνει αιώνια ταγμένος στους Magnetic Fields, των οποίων μάλιστα τη μουσική θα παίξει σε λίγες μέρες ζωντανά στη σκηνή του Primavera.
Βέβαια πριν από αυτό θα παίξει το Μια Τρίτη στην Καντίνα, μια Τρίτη (21/5) στην Cantina Social. Ένα Σάββατο λοιπόν στο αγαπημένο του μαγαζί στην Αθήνα, μίλησε στην Popaganda για τη μουσική του, την Αθήνα, τη Βαρκελώνη, όσα τον κάνουν χαρούμενο και όσα τον πληγώνουν.
Το καλοκαίρι του 2015 έχασα τον καλύτερό και πιο παλιό μου φίλο. Ήρθα στην Αθήνα για κάποιους μήνες, μέσα στην όλη κατάσταση του πένθους και του καλοκαιριού του δημοψηφίσματος. Όλη αυτή η αναμπουμπούλα ήταν και προσωπική και συλλογική και με έκανε κάπως να σκέφτομαι ότι θέλω να γυρίσω πίσω.
Βέβαια τελικά, θα γύρναγα πολύ δύσκολα πίσω. Όπως είμαι σε αυτή τη φάση της ζωής μου θα ήταν σχεδόν αδύνατο.
Σε εκείνη τη φάση έγραψα κάποια τραγούδια για τον φίλο μου και την όλη κατάσταση, ήταν μια βαλβίδα ασφαλείας κι ένας τρόπος να συμφιλιωθώ κατά μια έννοια με αυτό που είχε γίνει. Ή τέλος πάντων να καταλάβω ότι είναι πλέον η πραγματικότητα. Ότι ο φίλος μου θα είναι μόνο στις αναμνήσεις μας.
Ο δίσκος λοιπόν, Μια Τρίτη Στη Καντίνα, περιγράφει την πορεία μου τους επόμενους μήνες από αυτό το γεγονός. Είναι concept δίσκος, ναι. Αν και δεν τον έκανα ακριβώς έτσι, όλα τα κομμάτια τελικά μιλάνε για πολύ παρόμοια πράγματα που είναι η επιστροφή στις ρίζες, η απώλεια, το πως μέσα από τις ανθρώπινες σχέσεις βρίσκεις δύναμη να ξεπεράσεις τις κακοτοπιές, είτε είναι ο έρωτας είτε οι φίλες της μαμάς σου.
Είναι ένας δίσκος που δημιουργήθηκε μέσα από μια πολύ θλιβερή συνθήκη αλλά θέλω να πιστεύω ότι τελικά αφήνει γλυκιά γεύση. Γιατί τελικά η ζωή είναι γλυκιά και γεμάτη πολλά πράγματα τα οποία θα σε πικράνουν αλλά υπάρχει ένα ισοζύγιο με άλλα πράγματα που θα σε κρατήσουν στην επιφάνεια. Αρκεί να έχεις τη διάθεση να τα ανακαλύψεις.
Σε ένα τραγούδι λέω ότι γυρίζω σπίτι των γονιών μου και μου φαίνεται κάπως αβάσταχτο. Κι έχω μια φωνούλα που λέει «σκέψου την φτώχεια, την προσφυγιά». Ουσιαστικά είναι αυτό που μου είπε η μαμά μου σε κάποια φάση, ότι εμείς και η γενιά της είμαστε καλομαθημένοι. Σκέψου την προηγούμενη γενιά που πέρασε πολέμους, κατοχές, προσφυγιές…Και συνέχισαν να ζουν μέχρι τα βαθιά γεράματα, ερωτεύτηκαν, έκαναν οικογένειες, γέλασαν και τραγούδησαν.
Ο ελληνικός στίχος μου βγήκε τελείως φυσικό στα συγκεκριμένα τραγούδια. Ήταν αδύνατο να απευθυνθώ στον φίλο μου στα αγγλικά.
Το πρώτο τραγούδι που έγραψα ήταν το «Ξύπνα». Το έγραψα όσο ο φίλος μου ήταν ακόμη στο νοσοκομείο και ήμουν σίγουρος ότι θα ξυπνήσει, θα βρει αυτό το κομμάτι και θα είναι χαρούμενος.
Σίγουρα δεν μπορείς να εκφραστείς το ίδιο με τίποτα όπως τη γλώσσα σου. Μέτα έχει να κάνει και σε ποιο κοινό απευθύνεσαι και σε τι στοχεύεις. Το πείραμα να γράψω μουσική στα ελληνικά μου άρεσε. Τώρα άρχισα να γράφω δίσκο στα αγγλικά.
Επέλεξα την Καντίνα γιατί ο φίλος μου ο Παναγιώτης με είχε πάρει μια φορά τηλέφωνο και μου έλεγε ότι ήθελε να γυρίσει στην Αθήνα κι εγώ του έλεγα ότι ήταν παράλογο να θέλει να γυρίσει πίσω εφόσον έμενε στο Λονδίνο, είχε μια καλή δουλειά και φίλους εκεί. Μέσα σε όλα αυτά που μου είπε ήταν ότι ήθελε να γυρίσει στην Αθήνα και να πηγαίνει τις Τρίτες στην Καντίνα. Και στην πραγματικότητα μιλάει και λίγο για την Αθήνα των 00s το κομμάτι και τα roaring 20s μας που όλοι θυμόμαστε.
Το πιο φωτεινό κομμάτι του δίσκου είναι το «Παναγιώτης». Γιατί παρ’ όλο που μιλάει για έναν άνθρωπο που έφυγε, τον περιγράφει πολύ ζωντανά. Ίσως το πιο σκοτεινό είναι το «Κακοκαίρι» γιατί μιλάει για ένα καλοκαίρι με τετελεσμένα γεγονότα, είναι όλα πολύ θλιβερά.
Την Nalyssa Green δεν την ήξερα πριν προσωπικά, ήξερα το «Κοκτέιλ» που έβρισκα φοβερό κομμάτι. Κάπως το έφερε η κουβέντα με τον Θάνο Κοσμίδη τον παραγωγό μου. Συναντηθήκαμε στο στούντιο και μετά γίναμε και φίλοι και στην κανονική ζωή.
Είναι καθαρά αυτοβιογραφικός δίσκος, δεν έχει σίγουρα φίλτρο. Σε πολλά σημεία κιόλας είναι γραμμένος όπως μιλάω. Δεν έχει φίλτρο ωραιοποίησης.
Από την Αθήνα αυτό που μου λείπει πιο πολύ είναι οι φίλοι μου, οι γονείς μου και η αίσθηση αναρχίας που έχει η πόλη. Και η Ακρόπολη πολύ γιατί πηγαίνω συνέχεια εκεί, μόνος μου συνήθως γιατί κανείς δεν θέλει να έρθει.
Από τη νυχτερινή Αθήνα μου λείπει ότι μπορείς να πας σε ένα μπαρ στις 5 το πρωί και να πιεις το τελευταίο ποτό χωρίς να χρειάζεται να πας σε ένα κλαμπ. Η Καντίνα είναι σίγουρα το αγαπημένο μου μαγαζί, μου αρέσει και το Boiler.
Η δική μου αίσθηση είναι ότι η Αθήνα τα τελευταία χρόνια έχει γίνει πολύ διεθνής και τουριστική με όλα τα καλά και τα κακά που αυτό συνεπάγεται. Πάντα οι Έλληνες είχαμε αυτό το δήθεν και υπάρχει αυτή η προσπάθεια να «φτάσουμε» την υπόλοιπη Ευρώπη, αυτά τα τεράστια μπαρ με την ακραία διακόσμηση. Γίνονται πολλά πράγματα την βρίσκω ενδιαφέρουσα. Το 2004 που έφυγα, βαριόμουν εδώ. Τώρα έχω την αίσθηση ότι είναι αδύνατο να βαρεθείς.
Από την Αθήνα δεν μου λείπει καθόλου η Χρυσή Αυγή, η ομοφοβία, τα σκουπίδια, τα πεζοδρόμια που μπορείς να σκοτωθείς, η κίνηση. Τα κλασικά δηλαδή.
Η πρώτη ανάμνηση που έχω από την Αθήνα είναι να περνάνε αμάξια στο Μοναστηράκι και στην Αεροπαγίτου. Θυμάμαι τον Κουταλιανό που με τρόμαζε πάρα πολύ. Κάτι φοίνικες που είχε στο τέρμα της Αχαρνών. Να βλέπω την Ακρόπολη από το μπαλκόνι μας στη Νέα Χαλκηδόνα.
Αν έπρεπε να φτιάξω την προσωπική μου καρτ ποστάλ της Αθήνας, θα είχε σίγουρα την Ακρόπολη.
Στην Βαρκελώνη έχω βρεθεί 15 χρόνια τώρα από μια αλυσιδωτή αντίδραση καταστάσεων. Δεν είναι κάτι συγκεκριμένο. Πήγα εκεί και το ένα έφερε το άλλο.
Πέρα από την μουσική, είμαι διερμηνέας σε δικαστήριο. Και βοηθάω τουρίστες που τους έχουν ληστέψει να κάνουν την αναφορά τους στην αστυνομία. Επίσης γράφω και ζωγραφίζω. Είχα πριν κάποια χρόνια γράψει ένα βιβλίο και τώρα θα βγει και στα ελληνικά.
Μου πρότειναν να παίξω στο Primavera κομμάτια των Magnetic Fields. Στην Βαρκελώνη είμαι αρκετά γνωστός για events που κάνω με διασκευές. Δεν θα μπορούσαν να το πετύχουν καλύτερα γιατί οι Magnetic Fields είναι σημείο αναφοράς για μένα. Αυτή η αίσθηση μισο-πίκρας και μισο-χιούμορ. Έχω πολύ χιούμορ και πολύ θλίψη στους στίχους μου αλλά τελικά το αποτέλεσμα δεν είναι ούτε χαζοχαρούμενο ούτε βαρύ. Και στα κομμάτια των Magnetic Fields αν δεν υπάρχει μια αχτίδα φωτός, υπάρχει έστω ένα μειδίαμα, για να μην πω κι ένα γέλιο.
Από τις προηγούμενες εμπειρίες μου στο Primavera μπορώ να πω ότι είναι ωραία να παίζεις εκεί, εξαρτάται βέβαια και που θα παίξεις. Έχω παίξει και σε ψιλο-σκατά σκηνή, έχω παίξει και σε πολύ ωραία σκηνή. Την πρώτη φορά που έπαιξα είχαμε πολύ κόσμο. Πιάστηκε το χέρι μου και δεν μπορούσα να παίξω για ένα κομμάτι, με έπιασε πανικός. Είναι μια στιγμή που θυμάμαι πολύ έντονα, όπως και όταν είχα παίξει στο Faraday Festival, ένα μικρό φεστιβάλ κοντά στη Βαρκελώνη το 2007. Παίζαμε σε ένα πολύ μικρό χώρο που ήταν ο κήπος μιας βίλας κι ήμασταν σε κάτι βράχια κι από πίσω ήταν η θάλασσα.
Όταν έφτιαχνα τον δίσκο άκουγα πολύ Bowie, ήταν η εποχή που είχε πεθάνει. Αλλά και πράγματα που ακούγαμε μαζί με τον φίλο μου στα τέλη των 90s, Pet Shop Boys, Saint Etienne. Πολύ Beach House. Και πολλή Αρλέτα.
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι δεν άκουγα ποτέ πολλή ελληνόφωνη μουσική. Μου αρέσει πολύ βέβαια η Ζωή Κουρούκλη και η Τζένη Βάνου από τα 60s. Φυσικά Στέρεο Νόβα και Κωνσταντίνος Βήτα. Και μου άρεσαν πολύ Τα μπαράκια του Βαγγέλη Γερμανού. Λένα Πλάτωνος και Λιλιπούπολη. Με αυτόν κιόλας το δίσκο μεγάλωσα.
Στα παιδικά μου χρόνια άκουγα τη Λιλιπούπολη και το Μίλα μου για Μήλα. Και πολλή κλασική μουσική, ήμουν σνομπ παιδάκι. Μετά στην εφηβεία άκουγα ροκ και μέταλ. Στο ’94-’95 το έριξα στην ποπ.
Θα ξαναέγραφα σε ελληνικό στίχο αλλά δεν ξέρω πότε θα γινόταν αυτό. Θα χρειαστεί καιρός για να χωνευτεί αυτός ο δίσκος. Δεν θα ήθελα απλά να γυρίσω με ένα Μια Τρίτη στην Καντίνα Νο 2. Σκεφτόμουν όμως μήπως έκανα ένα δίσκο στα τρία: ελληνικά, αγγλικά, ισπανικά. Θα ήταν ένας πολύ αντιπροσωπευτικός μου δίσκος.
Το ξένο κοινό ακούγοντας τον ελληνικό στίχο μου είπε ότι μοιάζουν με ιαπωνικά. Τους φαίνεται πάντως πολύ ενδιαφέρον ότι αυτή η μουσική έχει ελληνικό στίχο.
Όταν ήμουν μικρός, ήμουν πιο ονειροπόλος. Είμαι όμως και λίγο κυνικός και ρεαλιστής.
Είναι αδύνατο να σκεφτώ τον εαυτό μου σε δέκα χρόνια από τώρα. Δεν σκέφτομαι ποτέ τόσο μακροπρόθεσμα.
Μερικές φορές βέβαια δεν έχω επαφή ούτε με το παρόν. Ούτε στο παρελθόν μπορώ να πω ότι ζω. Αλλά ποτέ δεν κάνω πολλά σχέδια για το μέλλον, θεωρώ πως είναι η συνταγή για την απογοήτευση.
Αν μπορούσα να πάω το χρόνο 20 χρόνια πίσω και να πω κάτι στον τότε εαυτό μου, θα του έλεγα σίγουρα πως μια μέρα θα είσαι τόσο ερωτευμένος όσο το φαντάζεσαι αλλά δεν το έχεις ζήσει ποτέ. Και μια μέρα θα κάνεις μουσική σαν αυτούς που ακούς τώρα. Θα του έλεγα επίσης πως «Δεν θα αλλάξεις και τόσο πολύ».
Αυτό που με κάνει χαρούμενο σε αυτή τη φάση της ζωής μου είναι το να κοιμάμαι με τον φίλο μου. Όλες οι μέρες έχουν ένα happy end.
Αυτό που με φοβίζει είναι αυτά που χάνουμε.