ΜΟΥΣΙΚΗ

Δύο βραδιές με τους Nothing But Thieves, μεταξύ ουρανού και γης

«Βάλε μου alternative rock και πάρε μου την ψυχή». Κάπως έτσι θα μπορούσε να περιγραφεί η σχέση μου με το genre, που μ’ έχει κάνει δεκάδες φορές να βρεθώ στα κάγκελα κάποιου venue -εντός κι εκτός Ελλάδας-, να ανακτήσω ψυχικά αποθέματα σε στιγμές απόγνωσης και ματαίωσης και να τραγουδήσω με πάθος πολλούς, πολλούς στίχους κομματιών.

Η ιστορία το έχει αποδείξει: Όσες φορές κι αν ακούσαμε πως η κιθαριστική rock πεθαίνει, εκείνη πάντα έβρισκε τον τρόπο της να διαψεύδει την αγωνία του κοινού και να συνεχίζει να διαγράφει την πορεία της μέσα στην κυριαρχία του εύπεπτου ήχου – ψύχραιμα, σταθερά, σαν ένας απαλός άνεμος αισιοδοξίας για το μέλλον της μουσικής.

Ανάμεσα στα συγκροτήματα που έχουν αναδυθεί τα τελευταία χρόνια βάζοντας τα λιθαράκια -ή τους λίθους- τους στην εξέλιξη του είδους, είναι και οι Nothing But Thieves. Σχηματίστηκαν πίσω στο 2014, στη γενέτειρά τους, στο Essex της Αγγλίας, λαχταρώντας να δημιουργήσουν τη δική τους μουσική. Τελικά, οι συνθέσεις τους άρχισαν να φτάνουν στ’ αυτιά εκατομμυρίων ακροατών, κι εκείνοι το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να αφεθούν στο ρεύμα της επιτυχίας τους και να συνεχίσουν να δημιουργούν.

Το πρώτο, ομώνυμο album τους ήρθε στη ζωή το 2015 και σημείωσε μαζική απήχηση με τα tracks Trip Switch, Lover, Please Stay και Wake Up Call, που κατάφεραν να αφήσουν το σημάδι τους στην πάροδο του χρόνου. Σήμερα, μετρούν σχεδόν 5 εκατομμύρια μηνιαίες ακροάσεις στο Spotify, περιοδεύουν σε όλο τον κόσμο και έχουν κοντά τους ένα φανατικό fan base, ενώ τα τέσσερα studio albums τους, τα EPs και τα δεκάδες singles κάνουν την έμπνευσή τους να μοιάζει ακόρεστη.

Το καλοκαίρι του 2022 θυμάμαι να τρέχω μέσα στον ήλιο για να τους προλάβω στο ΟΑΚΑ όπου άνοιγαν τους Muse στο Ejekt Festival. Αν και κατάφερα τελικά να τους δω για λίγα λεπτά, η εξέλιξή τους στο performance δύο χρόνια μετά είναι εντυπωσιακή. Το απέδειξαν στις 19 και 20 Απριλίου, στην πρώτη headline εμφάνισή τους στην Ελλάδα στο πλαίσιο του Jameson Connects, η οποία επισφραγίστηκε με ένα διπλό sold-out και την εδραίωση μιας σχέσης λατρείας με το εγχώριο κοινό.

Στο Παλιό Αμαξοστάσιο ΟΣΥ δεν έπεφτε καρφίτσα. Τους απόλαυσα και τις δύο μέρες, φεύγοντας από το venue με ένα πρωτόγνωρο boost χαράς, όμοιο με τα οφέλη ενός καλού session ψυχοθεραπείας.

Το timetable των δύο συναυλιών τηρήθηκε αυστηρά. Την Παρασκευή (19/4), την αρχή έκανε ο Iam Nothe (Σπυρέας Σιδηρόπουλος, aka Spyreas Sid) με τη μπάντα του, η οποία απαρτίζεται από μουσικούς που έχουν αφήσει ανά τα χρόνια το στίγμα τους στην εγχώρια σκηνή. 

Ο Iam Nothe και η μπάντα του

Ο εξαιρετικά πληθωρικός ήχος τους έκανε το All the Lives I Never Led από το ντεμπούτο του 2022, The Grand Design, να ακούγεται ακόμα και έξω από το Αμαξοστάσιο. Μπαίνοντας ενθουσιασμένη στον συναυλιακό χώρο, η μυσταγωγική ενέργεια που είχαν ήδη καταφέρει να διαχύσουν στο κοινό, ήταν διαπεραστική.

Συνέχισαν με το Path of Least Resistance και το εξαιρετικό Lord You Are the Cure. Από την επαφή με τον κόσμο μέχρι το styling, στα μόλις 30 λεπτά της εμφάνισής του, ο Iam Nothe κατάφερε να γεμίσει κάθε εκατοστό του stage και να κάνει αρκετό κόσμο να δηλώσει με ενθουσιασμό: «τι φωνάρα έχει αυτός», «φοβεροί», «πώς και δεν τον ήξερα!». Έκπληξη του live ήταν η παρουσίαση του Dirty Things των Cyanna Mercury, των οποίων ο Σπυρέας υπήρξε frontman και ιθύνοντας νους, ενώ ο επίλογος γράφτηκε με τα Babylon Burn και There’s No End. Με το καλό να τους χαρούμε και σε ένα αμιγώς δικό τους live.

Το μισάωρο της δεύτερης μέρας, άνηκε στα «δικά μας» παιδιά, τους Royal Arch, που είχαν βρεθεί ξανά στη σκηνή του Αμαξοστάσιου το 2022, ως opening act του Jake Bugg.

Εν αναμονή του πρώτου τους δίσκου, έχουν κυκλοφορήσει ήδη επιτυχημένα singles (La Nuit, Why Don’t You? (Let It All Go) κ.ά.), έχουν φέρει κοντά τους το νεανικό κοινό του indie/alt rock ήχου, και έχουν επίσης βρεθεί στη σκηνή του Ejekt Festival την ημέρα των Florence & The Machine και Editors (2023), αλλά και στου Release Festival ως opening act των Nick Cave & The Bad Seeds και Fontaines D.C. (2022). 

Οι Royal Arch

Ο Ηλίας (frontman) μου είχε πει το προηγούμενο βράδυ πως είναι λίγο κρυωμένος – πράγμα το οποίο διόλου δεν τον εμπόδισε στο performance τελικά. Ιδιαίτερα δεμένοι μεταξύ τους και με τον ήχο τους να μαρτυρά πως κάνουν πρόβες συστηματικά και ευλαβικά, τα αγόρια μας έπαιξαν -μεταξύ άλλων- κομμάτια από το επερχόμενο album όπως τα Root of Your Down Fall, Night After Nigh”, Glittering Light (να μου το θυμηθείτε, θα αγαπηθεί ακαριαία) και Coma. Ο κόσμος ήταν σε άμεση επαφή με όσα εκτυλίσσονταν πάνω στη σκηνή – άλλοι τραγουδούσαν και άλλοι αναρωτιόντουσαν με ενθουσιασμό, ποια είναι αυτά τα παιδιά. Η πιο θερμή στιγμή ήρθε στο τέλος του set, όπου μας ζήτησαν να ανοίξουμε τον φακό στα κινητά μας και να τους συνοδεύσουμε στο single La Nuit

Οι Nothing But Thieves

Ζητωκραυγές, πανζουρλισμός, συγκινήσεις: Μερικά δευτερόλεπτα μας χώριζαν από την εμφάνιση των Nothing But Thieves. Η υποδοχή του group από το κοινό αποδείχθηκε εκστατική και τις δύο μέρες, αγγίζοντας την αποθέωση το βράδυ του Σαββάτου. Με μικρές διαφοροποιήσεις στο setlist (το πρώτο βράδυ ακούσαμε το Drawning Pins, το δεύτερο ακούσαμε στη θέση του το This Feels Like the End), οι Βρετανοί έκαναν το πάτωμα -κυριολεκτικά- να τρίζει, τους fans να δακρύσουν και να τραγουδήσουν με όλη τους τη ψυχή, και τον Conor (frontman), να ξεφωνίσει αρκετές φορές «ευκαριστώ», τονίζοντάς μας πως με αυτό το διπλό sold-out στην Ελλάδα υλοποιήθηκε ένα ακόμα όνειρό τους.

Την πρώτη νύχτα, ο Conor ταλαιπωρείτο από ένα πρόσφατο κρυολόγημα και μας ζήτησε συγγνώμη σε περίπτωση που τον πρόδιδε η φωνή του την ώρα που τραγουδούσε. Τι μας το έλεγε τι δεν μας το έλεγε – με εξαίρεση την ανάγκη του για μικρά breaks σε ορισμένα σημεία του set – τίποτα στο performance δεν θύμιζε άνθρωπο άρρωστο, αφού οι εντυπωσιακές ψηλές του έμειναν ακλόνητες. Οι φίλοι και bandmates του φρόντιζαν άλλωστε να παίρνει μερικές ανάσες, τζαμάροντας και επιμηκύνοντας το παίξιμό τους όταν χρειαζόταν. 

Το δεύτερο βράδυ, το κρυολόγημα αποτελούσε παρελθόν και ο Conor μας διοχέτευσε στο μέγιστο την ενέργεια που είχε ανακτήσει. Το set τους ξεκίνησε και στις δύο εμφανίσεις με το banger Welcome to the DDC, το οποίο έχει σηματοδοτήσει το new era του συγκροτήματος που ενσωματώνει περισσότερα ηλεκτρονικά και dance στοιχεία στον ήχο του. Σε μια ευχάριστη ισορροπία μεταξύ δυναμικών και μελωδικών κομματιών, ακούσαμε μεταξύ άλλων το Tomorrow Is Closed από το τελευταίο album τους, Dead Club City, το ιδιαίτερα αγαπημένο μου Broken Machine από τον ομότιτλο -και ίσως πιο χαρακτηριστικό του ήχου τους- δίσκο, το αγαπησιάρικο Real Love Song που τραγουδήθηκε δυνατά από τα ρομαντικά πιτσιρίκια της Gen Z, και το γκρουβάτο City Haunts.

Ακούγοντας τις πρώτες νότες, καταλάβαμε πως είχε έρθει η στιγμή του Sorry από το Broken Machine, ένα κομμάτι-βάλσαμο στην καρδιά που χάρισε στους NBTS μαζική απήχηση – κι εμάς μας συνόδευσε ανά τα χρόνια σε αρκετές στιγμές έρωτα, καψούρας και αποχωρισμών. “Maybe I’m defective / Or maybe I’m dumb / I’m sorry, so sorry / For what I’ve done / Maybe I’m bad natured / Or maybe I’m young / I’m sorry, so sorry / For what I’ve doooneeee”, τραγουδήσαμε παθιάρικα.

Στη συνέχεια σκουπίσαμε τα ζουμιά μας, εγώ έβγαλα ένα αυθόρμητο ουρλιαχτό, και το έδαφος σείστηκε όταν ακούστηκε το εκρηκτικό Unperson – που ενθουσίασε και την ίδια τη μπάντα -, ενώ ακολούθησε το ατμοσφαιρικό Phobia με τα εκρηκτικά ξεσπάσματα. Φροντίζοντας κάθε τόσο να τσεκάρουν αν περνάμε καλά, οι Nothing But Thieves δεν μας άφησαν να πάρουμε ανάσα και μας έπαιξαν τρία hits στη σειρά, ιδανικά για singalong: Trip Switch, Futureproof (τα πιο πολλά stories στο Instagram πρέπει να ήταν με αυτό το κομμάτι) και το -επίσης ερωτιάρικο- Impossible.

Ακόμα και στο encore της δεύτερης βραδιάς, νιώθαμε πως δεν τους έχουμε χορτάσει. Θα μπορούσαμε να τους ακολουθήσουμε σε άλλο ένα διπλό sold-out, μέχρι οι σόλες των παπουτσιών μας να λιώσουν, τα πόδια μας να μην μας βαστάνε και η αναπνοή μας να βαρύνει. Το πρόσφατο hit τους Oh No :: He Said What? μας έκανε να χορέψουμε λίγο ακόμα, πριν δώσει τη σκυτάλη στο κομμάτι-σταθμό της πορείας τους, Amsterdam. Το Overcome ολοκλήρωσε το set τους που διήρκησε περίπου 1 ώρα και 40 λεπτά, και η συγκίνηση του αποχαιρετισμού φρόντισε να δώσει γρήγορα τη θέση της στη χαρά, όταν οι NBTS μας υποσχέθηκαν ενθουσιασμένοι πως θα ανταμωθούμε ξανά.

Εις το επανιδείν, λοιπόν, “saviors” της alt rock.

Λουίζα Σολομών-Πάντα