Χρειάστηκαν περίπου δύο δεκαετίες, «φορτωμένες» σε ένα συναισθηματικό ρόλερ κόστερ για να γευτεί τους καρπούς της δουλειάς του – πλέον όμως ο Billy Woods απολαμβάνει τη ζωή που ονειρεύτηκε, ως ένας από τους κορυφαίους storytellers MC’s των ΗΠΑ, αλλά και ως «μεγιστάνας» δισκογραφικής εταιρείας. Το Backwoodz Studioz, όπως λέγεται το στούντιο του, θεωρείται πλέον το κορυφαίο underground label της ραπ σκηνής. Παράλληλα, ως καλλιτέχνης, έχει δημιουργήσει περισσότερα από δέκα άλμπουμ – συμπεριλαμβανομένων εκείνων που έφερε στη ζωή με τα groups στα οποία έχει συμμετάσχει (Super Chron Flight Brothers, The Reavers και Armand Hammer).
Η πολυπλοκότητα των στίχων του και η συχνή μεταφορική χρήση της γλώσσας, οδήγησε ανά τα χρόνια πολλούς ακροατές στην αναζήτηση των στίχων των κομματιών του, όπως φανερώνουν τα δεδομένα της πλατφόρμας genius.com, στην προσπάθειά τους να αποκωδικοποιήσουν τα απόκρυφα λογοπαίγνια και να δώσουν τις δικές τους ερμηνείες στα τραγούδια του (χωρίς απαραίτητα τα searches των στίχων να συμβαδίζουν με τις ακροάσεις των κομματιών). Δεν έχουν υπάρξει άλλωστε λίγες φορές, που, ένα κομμάτι του μπορεί να μιλάει για κάποιο ραντεβού στο οποίο βρέθηκε, και με έναν αναπάντεχο τρόπο, οι στίχοι του να καταλήγουν να αντικατοπτρίζουν τις καταστροφικές συνέπειες του καπιταλισμού και του ρατσισμού. Η αλήθεια είναι πως, για να προσεγγίσει κανείς ολιστικά τη μουσική του Billy Woods, αρκεί να απομακρύνει τον εαυτό του από προκατασκευασμένες ιδέες και να περιεργαστεί ελεύθερα την πολυσήμαντη στιχουργική του.
Παρά την ανοδική πορεία της δισκογραφικής του, από το 2003, όταν και ιδρύθηκε, ο Woods πέρασε το πρώτο μισό της καριέρας του ως καλλιτέχνης που μαράζωνε στην αφάνεια. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος για τον οποίο μέχρι σήμερα του αρέσει να κρύβει το πρόσωπό του στις φωτογραφίες. Παρά τις ήττες στη μουσική βιομηχανία, δεν σταμάτησε να επενδύει στην εξέλιξη των δυνατοτήτων του, καταφέρνοντας σήμερα να χτίσει ένα fanbase που εκτιμά τις καλειδοσκοπικές ρίμες του και τη μελαγχολική κοσμοθεωρία του. Το άλμπουμ του Maps (2023), θεωρείται η καλύτερη και πιο προσιτή στον μέσο ακροατή δουλειά του μέχρι σήμερα, έχοντας παίξει καθοριστικό ρόλο στην ανάδειξή του ως τον πιο περιζήτητο underground ράπερ των ΗΠΑ (ο Earl Sweatshirt τον περιέγραψε ως τον “rawest ever” και είπε ότι ελπίζει να γίνει «σαν τον Billy Woods όταν μεγαλώσω»).
Από μικρός, ο ράπερ ονειρευόταν να γίνει συγγραφέας – για την ακρίβεια, από τότε που θυμάται τον εαυτό του, ενώ λάτρευε τα επιτεύγματα του Che Guevara. Το μήλο άλλωστε δεν έπεσε μακριά από τη μηλιά: η Τζαμαϊκανή φεμινίστρια διανοούμενη μητέρα του και ο επαναστάτης πατέρας του από τη Ζιμπάμπουε, γνωρίστηκαν σε Πανεπιστήμιο των ΗΠΑ, όπου γεννήθηκε ο Woods. Όταν ήταν πέντε ετών, μετακόμισαν στη Ζιμπάμπουε, όπου ο πατέρας του εργάστηκε στην πρώτη κυβέρνηση της χώρας μετά την κατάκτηση της ανεξαρτησίας.
Μετά τον θάνατο του πατέρα του, η οικογένεια επέστρεψε στις ΗΠΑ τη δεκαετία του ’80, λίγο πριν ο Woods μπει στην εφηβεία. Ο ίδιος περιγράφει την εμπειρία αυτή ως «πολιτισμικό σοκ», καθώς έπρεπε να διαχειριστεί «τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε ο αμερικανικός ρατσισμός, αλλά και τους τρόπους με τους οποίους το να είσαι μια περιφρονημένη μειονότητα σε βάραινε ψυχολογικά». Τα πρώτα χρόνια, ως έφηβος πλέον στην Αμερική, θυμάται να πηγαίνει στο σπίτι κάποιων λευκών φίλων του και εκείνοι να τον προειδοποιούν ότι ο πατέρας τους δεν συμπαθούσε τους «φακίρηδες».
Παρά τον άμεσο ρατσισμό που δέχτηκε, κατάφερε να ενδυναμωθεί μέσα από την ανάγνωση βιβλίων και την πίστη του στη μουσική. Φτάνοντας στα τέλη της δεκαετίας, όταν το hip-hop διένυε πια την πρώτη του χρυσή εποχή, η επαναστατικότητα του είδους χτύπησε εκείνη την ευαίσθητη χορδή του νεαρού Woods. Κατά την εφηβεία, η υποβόσκουσα επαναστατική του διάθεση διοχετεύτηκε στην επιφάνεια, εισάγοντάς τον στον κόσμο των Public Enemy, οι οποίοι αποτέλεσαν βασική επιρροή του. Ήταν πλέον η κατάλληλη στιγμή για να συνδυάσει τη γραφή, την ποίηση και την επαναστατική σκέψη με την οποία είχε μεγαλώσει, και όλα αυτά μαζί, να τα βάλει μέσα στην πολύχρωμη ομπρέλα της μουσικής.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, ένα «σμήνος» από underground hip-hop καλλιτέχνες είχε πια καταλάβει τη σκηνή της Νέας Υόρκης, κι έτσι, ο Woods αποφάσισε να μετακομίσει στο Μπρούκλιν για να αρχίσει να εδραιώνει τη δική του μουσική. Ο δρόμος όμως ήταν ακανθώδης και η αναγνώριση αργούσε να έρθει. Αφότου δημιούργησε τη δισκογραφική του στις αρχές των 00s, διέκοψε τη σόλο καριέρα του για να σχηματίσει τους Super Chron Flight Brothers, μαζί με έναν άλλο MC, τον Privilege. Αν και ο ίδιος εξακολουθούσε να μένει στην αφάνεια, βίωσε τις άκαρπες προσπάθειες του γκρουπ, περισσότερο ως ενδυναμωτικές απογοητεύσεις παρά ως συντριπτικές αποτυχίες.
Παρά τους πειραματισμούς του, ο Woods δεν εγκατέλειψε τη solo πορεία του. Έκανε το δισκογραφικό ντεμπούτο του με το ασυμβίβαστο History Will Absolve Me του 2012, με το οποίο «αλίευσε» το ιδιότυπο στυλ ομοιοκαταληξίας που τον χαρακτηρίζει μέχρι σήμερα. Σιγά σιγά, άρχισε να γίνεται σεβαστός τόσο από συνομηλίκους του, όσο και από λάτρεις του είδους. Στα χρόνια που μεσολάβησαν, έφερε στη ζωή αξιόλογους δίσκους όπως τα Hiding Places, Terror Management, Brass, Aethiopes και Church – χωρίς ωστόσο να σημειώσουν μαζική απήχηση.
Και φτάνουμε στον Μάιο του 2023 και στην κυκλοφορία του Maps. Τα κομμάτια του άλμπουμ άρχισαν αναπάντεχα να εξαπλώνονται από χώρα σε χώρα και από ήπειρο σε ήπειρο, ωθώντας -επιτέλους- τον Woods στην απόλαυση της καλλιτεχνικής του ανεξαρτησίας και στην αναγνωρισιμότητα για την οποία εργάστηκε επί δύο δεκαετίες τόσο σκληρά. «Φτιάχνω μουσική για πράγματα που με εμπνέουν. Με τη δουλειά μου, δεν χρειάζεται να είμαι τίποτα άλλο παρά ο εαυτός μου», λέει ο ίδιος για όσα έχει καταφέρει. Αυτή ακριβώς η ανεξαρτησία δίνει στον Woods την ελευθερία να αξιοποιεί την έμπνευση όπου κι αν τη βρίσκει – τα πιο απομακρυσμένα μονοπάτια που ακολούθησε τον οδήγησαν άλλωστε σήμερα στο πιο εντυπωσιακό και αναγνωρίσιμο έργο του.
Τώρα, παρά τις συνεχείς απογοητεύσεις και την αδικία που βίωσε στο πετσί του, ο Woods δεν μετανιώνει για το πώς εξελίχθηκε η απρόβλεπτη, αργή καριέρα του. Όπως έχει πει ο ίδιος σε συνέντευξή του στον Guardian, «Το να ξέρεις πώς είναι να παίζεις σε μια συναυλία με πέντε άτομα, σε κάνει να εκτιμήσεις τη στιγμή που θα έρθουν να σε ακούσουν 50 άτομα – πόσο μάλλον τη στιγμή που θα έρθουν 400 άτομα. Τα έχω δει όλα στη ζωή μου, οπότε είμαι πραγματικά σε θέση να εκτιμώ αυτά που μου συμβαίνουν και να μην τα θεωρώ δεδομένα».