ΜΟΥΣΙΚΗ

Αντρέι Γκαβρίλοφ: Οι ημερομηνίες-σταθμοί στη ζωή του μυθικού πιανίστα

Η μυθιστορηματική ζωή του ανατρεπτικού σολίστ, Αντρέι Γκαβρίλοφ, είναι επηρεασμένη από τις θυελλώδεις ανατροπές του 20ού αιώνα και τα μέρη που διαμόρφωσαν την πορεία του:

1961: Σε ηλικία 11 χρονών, ο μικρός Αντρέι εισάγεται στην Κεντρική Μουσική Σχολή της Μόσχας και ξεκινά να παρακολουθεί μαθήματα με την Τατιάνα Κέστνερ. Εκεί λαμβάνει τα γερά θεμέλια που επτά χρόνια αργότερα θα του επιτρέψουν να ολοκληρώσει τις σπουδές του στο πιάνο στο Ωδείο της Μόσχας. Η γνωριμία με το όργανο, ωστόσο, είχε ξεκινήσει μόλις στα δύο του χρόνια από την πιανίστα μητέρα του. «Παρόλο που λόγω της μητέρας μου ζούσα μέσα στη μουσική, ξεκίνησα να παίζω πιάνο από ένα μάλλον τυχαίο γεγονός. Άκουσα στο ραδιόφωνο μια ζωντανή μετάδοση του Ρέκβιεμ του Μότσαρτ και με διέλυσε. Ήμουν τριών χρονών και τρόμαξα. Άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Την επόμενη μέρα, προς έκπληξη της μητέρας μου, έπαιξα το Lacrimosa και το Confutatis στο πιάνο».

1974: Μετά από μόλις ένα εξάμηνο μαθημάτων στο Ωδείο της Μόσχας, ο 18χρονος Γκαβρίλοφ κέρδισε το πρώτο βραβείο στον Διεθνή Διαγωνισμό Τσαϊκόφσκυ. Κι όμως, μέχρι την τελευταία στιγμή θεωρούνταν αουτσάιντερ. Στην αυτοβιογραφία του, ο πιανίστας περιγράφει τον φόβο που αισθάνθηκε όταν η Υπουργός Πολιτισμού της ΕΣΣΔ τηλεφώνησε στο σπίτι του, ζητώντας του να ενταχθεί στην ομάδα των Σοβιετικών που θα διαγωνίζονταν. Η επίδοσή του ήταν αναμφισβήτητα εντυπωσιακή, μέχρι το τελευταίο στάδιο της διοργάνωσης. Στο τελευταίο μέρος του Τρίτου Κοντσέρτου του Ραχμάνινοφ άφησε πίσω την ορχήστρα για τέσσερα μέτρα και το χάος δεν άργησε να επικρατήσει. Βέβαιος για την αποτυχία του, πέρασε τις επόμενες πέντε μέρες του διαγωνισμού τριγυρνώντας από μπαρ σε μπαρ με φίλους. Την ημέρα των αποτελεσμάτων, κι ενώ έγραφε ένα ευχαριστήριο σημείωμα για τη συμμετοχή του, ένα εκθαμβωτικό φως και μια κάμερα στράφηκαν προς το μέρος του: «Μιλάμε με τον Αντρέι Γκαβρίλοφ, τον νικητή του πέμπτου Διαγωνισμού Τσαϊκόφσκυ. Πώς αισθάνεσαι, Αντρέι»;

Λίγους μήνες αργότερα, κι ενώ βρισκόταν σε καλοκαιρινές διακοπές, ο Γκαβρίλοφ δέχτηκε ένα τηλεγράφημα: «Προς σύντροφο Γκαβρίλοφ. Επείγον. Πρέπει να αντικαταστήσετε στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ τον Σβιατοσλάβ Ρίχτερ, ο οποίος ασθένησε». Αυτή θα ήταν η αρχή μιας βαθιάς αλλά και επεισοδιακής φιλίας. 

1979: Μέσα σε πέντε χρόνια από την κατάκτηση του διαγωνισμού, η καριέρα του Γκαβρίλοφ απογειώθηκε. Κατάφερε να ερμηνεύσει σε όλες τις μεγάλες συναυλιακές αίθουσες της Ευρώπης, ενώ κάθε χρόνο πραγματοποιούσε τουλάχιστον ενενήντα συναυλίες. Τον Δεκέμβριο του 1979 ήταν προγραμματισμένο να ηχογραφήσει τα τέσσερα κοντσέρτα του Ραχμάνινοφ με την Φιλαρμονική του Βερολίνου υπό τον θρυλικό Χέρμπερτ φον Κάραγιαν. Η πρόταση, μάλιστα, είχε γίνει από τον ίδιο τον μαέστρο, ο οποίος μέχρι να ακούσει τον Γκαβρίλοφ δεν είχε δείξει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα κοντσέρτα.

Η συνεργασία, αν είχε πραγματοποιηθεί, θα είχε γίνει οπωσδήποτε σημείο αναφοράς για το κλασικό ρεπερτόριο. Ωστόσο, ο Γκαβρίλοφ δεν εμφανίστηκε ποτέ στις πρόβες με την ορχήστρα για το Δεύτερο Κοντσέρτο. Λίγο αργότερα, ένα τηλεγράφημα από τις σοβιετικές αρχές είδε το φως της δημοσιότητας. Ο σολίστ δεν θα μπορούσε να παραβρεθεί στις πρόβες «λόγω εμφανίσεων που πραγματοποιούσε σε πόλεις της Σοβιετικής Ένωσης». Η αλήθεια ήταν ότι οι ήδη τεταμένες σχέσεις του Γκαβρίλοφ με το καθεστώς είχαν επέλθει σε ρήξη. Θα ακολουθούσε η κατάσχεση του διαβατηρίου του και ένας ιδιότυπος κατ’ οίκον εγκλεισμός, με τον καλλιτέχνη να βρίσκεται υπό στενή παρακολούθηση.

1984: Η λύση βρέθηκε πέντε χρόνια αργότερα, μετά την σωτήρια παρέμβαση του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ.  Ο Γκαβρίλοφ έγινε ο πρώτος σοβιετικός καλλιτέχνης που του δόθηκε η άδεια να παραμείνει στη Δύση χωρίς να χρειαστεί να κάνει αίτηση για πολιτικό άσυλο. Εγκαταστάθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο και αμέσως συνέχισε όσα του στέρησαν πριν πέντε χρόνια. Την ίδια περίοδο, έκανε το ντεμπούτο του στο Κάρνεγκι Χολ της Νέας Υόρκης με ένα ρεσιτάλ αποτελούμενο αποκλειστικά από έργα Σοπέν. Περιόδευσε σε πάνω από είκοσι πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών και οι New York Times τον αποκάλεσαν έναν «σπουδαίο καλλιτέχνη».

1993: «Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 συνειδητοποίησα ότι δεν μπορούσα να παίξω άλλες νότες με πραγματικό συναίσθημα. Κατάλαβα ότι μέχρι να πεθάνω θα έπρεπε να παλεύω για να απελευθερώσω τη μούσα που βρισκόταν μέσα μου». Στις 4 Δεκεμβρίου του 1993 ο Γκαβρίλοφ θα εμφανιζόταν στις Βρυξέλλες, σε μια συναυλία στην οποία θα παραβρισκόταν η Βασίλισσα του Βελγίου. Ωστόσο, δεν πήγε ποτέ και αυτή τη φορά ήταν δική του επιλογή. Μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες ακύρωσε όλες τις προγραμματισμένες εμφανίσεις του. «Αποχαιρέτισα τη διεθνή μου καριέρα με ψυχραιμία. Γνώριζα απόλυτα τις συνέπειες της απόφασής μου», λέει ο ίδιος.

2001: Μέσα στα οκτώ χρόνια της αποχής του, δούλεψε εκτενώς πάνω στην πιανιστική τεχνική του και μελέτησε φιλοσοφία. Εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελβετία και το 2001 επέστρεψε στα μουσικά δρώμενα. Στις συναυλίες του με ορχήστρες, συχνά αναλαμβάνει και τη μουσική διεύθυνση από το πιάνο. «Η λογική μου είναι ότι μετά από κάθε συναυλία, οι άνθρωποι στο κοινό γίνονται ένα. Τους μεταφέρεις τις σκέψεις των μεγάλων συνθετών. Αν το κοινό δεν αλλάζει μετά τη συναυλία, αν δεν είναι μια εμπειρία ζωής, τότε είναι μια κακή συναυλία. Δεν είσαι τίποτα άλλο παρά μόνο ένας τσαρλατάνος», λέει. 

Μια τέτοια εμπειρία προβλέπεται να είναι και η σύμπραξή του με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στην Εναρκτήρια Συναυλία της στις 20 Οκτωβρίου. Ένας «στοχαστής του πιάνου» που προβλέπεται ότι θα μαγέψει το αθηναϊκό κοινό.

Εναρκτήρια Συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών
Παρασκευή 20 Οκτωβρίου, 20:30
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Περισσότερα εδώ – Online αγορά εδώ
POPAGANDA

Share
Published by
POPAGANDA