Στην εποχή της πανδημίας, που ανάγκασε την Disney να διοχετεύσει μια από τις πιο ακριβές φετινές παραγωγές της στην ψηφιακή πλατφόρμα Disney+, ως έκτακτο μέτρο ενάντια στην αβεβαιότητα των κινηματογραφικών προβολών αυτήν την στιγμή στις ΗΠΑ, είναι ίσως ταιριαστό (αν και σίγουρα όχι ευχάριστο) το ισχυρότερο στούντιο στον πλανήτη να κυκλοφορεί ένα τόσο αντισηπτικό μπλοκμπάστερ όπως η νέα Μουλάν. Συνεχίζοντας τη μόδα των live action ριμέικ σε κλασικά της animation, για τα οποία ισχύει το παράδοξο ότι κανείς δεν τα επιθυμεί, αλλά οι εισπράξεις τους στα ταμεία δείχνουν το αντίθετο (είναι αλήθεια, όμως: δεν τα ζήτησε κανένας), η Disney βάζει όπισθεν στη φαντασία προσφέροντας μια πιο «ρεαλιστική» εκδοχή της ιστορίας της ασύγκριτης πολεμίστριας που εισχωρεί μεταμφιεσμένη σε άντρα στον κινέζικο στρατό όταν η Αυτοκρατορία απειλείται με εισβολή.
Ο ρεαλισμός της Μουλάν, φαινομενικά μια απόπειρα να προσγειωθεί η ιστορία στις αυθεντικές κινέζικες ρίζες της, εξαντλείται στην απουσία των τραγουδιών του original κι, εγκληματικά, την πλήρη διαγραφή του Μούσου, του παρλαπίπα δράκου-προστάτη της ηρωίδας. Παρόλ’ αυτά η Μουλάν της διπλανής πόρτας περπατάει σε τοίχους κι αιωρείται σε wuxia σκηνές δράσης. Επιπλέον, η εξαπάτησή της, και η διείσδυσή της σε ένα εξ’ολοκλήρου αντρικό περιβάλλον έχει (αφού πρέπει να μιλήσουμε για ρεαλισμό) τις ίδιες πιθανότητες επιτυχίας στον αληθινό κόσμο με τη μεταμφίεση της Αλίκης Βουγιουκλάκη σε Πίπη στην Αρχόντισσα και τον Αλήτη.
Για τη νεοζηλανδή σκηνοθέτη Νίκι Κάρο (Whale Rider) δεν έχουν λίγη σημασία οι πιθανές διασκεδαστικές λεπτομέρειες και οι λεπτές πινελιές του χαρακτήρα της Μουλάν (δεν υπάρχουν, άλλωστε), αλλά προτεραιότητά της είναι τα φυσικά τοπία που με σαρωτικά πλάνα αναδεικνύει η κάμερά της και μια ασφαλής, μονοδιάστατη checklist που συμπληρώνει γενικά κι αόριστα όλα τα κουτιά της παρουσίασης (αλλά όχι εξερεύνησης) μιας μοντέρνας φεμινίστριας (υπερ)ηρωίδας. Η Μουλάν, που υποδύεται η Γιφέι Λιου, είναι ταλαντούχα, αποφασιστική, αξιοπρόσεκτη και αφοσιωμένη στην οικογένειά της, και σε αυτές τις πρώτες συστάσεις η ταινία υπόσχεται μια ζωντάνια που δεν παραδίδει ποτέ, αλλά το κορίτσι είναι και κάπως ανιαρό, παθητικό και καθεστωτικό.
Η ταινία συνοδεύεται από ίντριγκα, αλλά αυτή συμβαίνει εκτός της οθόνης, είτε πρόκειται για τα σχόλια της πρωταγωνίστριας υπέρ της βίαιης αστυνομίας του Χονγκ Κονγκ είτε για την οργή για την ευχαριστήρια σημείωση στους τίτλους τέλους σε μια περιοχή της Κίνας όπου συμβαίνουν κατάφωρες καταπατήσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. H πολυσυζητημένη ασιατική εκπροσώπηση παραδόξως λείπει πίσω από τις κάμερες, όμως επιφυλάσσει ένα τρίο βετεράνων σούπερ σταρ σε μικρούς, paycheck-friendly ρόλους: τον αγνώριστο Τζετ Λι ως Αυτοκράτορα, την αγέραστη Γκονγκ Λι ως αέρινη κακιά και τον Ντόνι Γιεν ως υψηλόβαθμο διοικητή. Η αναλώσιμη παρουσία τους δεν κάνει χάρες σε μια έτσι κι αλλιώς άχαρη, ενίοτε εντυπωσιακή ταινία, που, σε αντίθεση με την αρχαία μπαλάντα και τα κινούμενα σχέδια στα οποία βασίζεται, δεν προορίζεται να έχει περισσότερη διάρκεια πέρα από τα 90 λεπτά της.