Για όλους τους φανατικούς αναγνώστες, που ήδη χρησιμοποιούσαν τα κλασικά βιβλία σαν κάποιου είδους αυτο-θεραπεία σε όλη τους την ζωή, δεν φαντάζει ως κάτι παράξενο ότι η ανάγνωση βιβλίων μπορεί να σου κάνει καλό.
Αρκετά χρόνια πρίν, μου έκαναν δώρο ένα εξ αποστάσεως πρόγραμμα συνεδριών με έναν βιβλιοθεραπευτή στα κεντρικά γραφεία του School of Life στο Λονδίνο, το οποίο πρόσφερε καινοτόμα μαθήματα που βοηθούσαν τον κόσμο να διαχειριστεί τις καθημερινές συναισθηματικές προκλήσεις της ύπαρξης. Πρέπει να παραδεχτώ πως στην αρχή δεν μου πολυάρεσε η ιδέα να μου δοθεί μια αναγνωστική «συνταγή».
Σε γενικές γραμμές προτιμούσα να μιμούμαι την ένθερμη δέσμευση της Virginia Woolf στο τυχαίο όσον αφορά τις προσωπικές μου αναγνωστικές ανακαλύψεις, παίρνοντας ευχαρίστηση όχι μόνο από τα ίδια τα βιβλία αλλά και από τον αναπάντεχα όλο νόημα τρόπο με τον οποίο τα συναντούσα (στο λεωφορείο μετά από ένα χωρισμό, σε ένα hostel για άτομα που κάνουν πεζοπορία στα περίχωρα της Δαμασκού, ή σε κάποια σκοτεινή στοίβα της βιβλιοθήκης του πανεπιστημίου, ενώ χαζολογώ αντί να διαβάζω).
Μου έχει γίνει γνωστή εδώ και καιρό η παράξενη μανία για κήρυγμα κάποιων συγκεκριμένων αναγνωστών: πρέπει να διαβάσεις αυτό, σου λέει ένας, πετώντας ένα βιβλίο στα χέρια σου με ένα ευτυχισμένο βλέμμα στα μάτια του, αδιαφορώντας για το γεγονός πως τα βιβλία σημαίνουν διαφορετικά πράγματα για τους ανθρώπους ή διαφορετικά πράγματα για το ίδιο άτομο — στις διάφορες φάσεις της ζωής μας.
Λάτρευα τα διηγήματα του John Updike στα είκοσί μου, παραδείγματος χάρη, και τα μισούσα στα τριάντα μου, και δεν είμαι καν βέβαιη για το λόγο.
Αλλά οι συνεδρίες ήταν δώρο, και ανακάλυψα ξαφνικά πως διασκέδαζα με το αρχικό ερωτηματολόγιο σχετικά με τις αναγνωστικές μου συνήθειες που μου έστειλε η βιβλιοθεραπεύτρια, η Ella Berthoud. Κανείς δε μου είχε κάνει αυτές τις ερωτήσεις στο παρελθόν, παρόλο που το διάβασμα της λογοτεχνίας ήταν πάντα ένα πολύ βασικό κομμάτι της ζωής μου. Λατρεύω να καταναλώνω βιβλία μετά μανίας στις διακοπές — θα βάλω στη βαλίτσα περισσότερα βιβλία παρά ρούχα, είπα στην Berthoud. Εκμυστηρεύτηκα το βρώμικο μικρό μυστικό μου, το οποίο είναι πως δεν μου αρέσει να αγοράζω ή να έχω βιβλία, και πάντα προτιμώ να τα παίρνω από τη βιβλιοθήκη (κάτι που, καθώς είμαι η ίδια συγγραφέας, δε μου φέρνει πολύ καλό κάρμα στις πωλήσεις των βιβλίων μου).
Καθώς απαντούσα στην ερώτηση «Τι σε απασχολεί αυτή την περίοδο;» βρέθηκα προ εκπλήξεως σχετικά με το τι ήθελα να εξομολογηθώ: φοβάμαι πως δεν θα έχω τα πνευματικά αποθέματα να κρατηθώ όρθια μπροστά στο αναπόφευκτο μελλοντικό πένθος της απώλειας κάποιου που αγαπώ, έγραψα. Δεν είμαι θρησκευόμενη, και δεν θέλω ιδιαίτερα να είμαι, αλλά θα ήθελα να διαβάσω τις σκέψεις άλλων ανθρώπων σχετικά με μια πρωτόλεια, παράξενη μορφή πίστης σε κάποιο «ανώτερο ον» σαν τακτική συναισθηματικής επιβίωσης.
Απλά και μόνο το να απαντήσω στις ερωτήσεις με έκανε να νιώσω καλύτερα, πιο ανάλαφρη.
Είχαμε κάποιες ενδιαφέρουσες στιχομυθίες μέσω e-mail, με την Berthoud να ψάχνει βαθύτερα, ρωτώντας για την ιστορία της οικογένειάς μου και το φόβο μου για το πένθος, και, όταν έστειλε την τελική συνταγή με τα βιβλία για διάβασμα, αυτή ήταν γεμάτη διαμαντάκια, που κανένα από αυτά δεν είχα διαβάσει στο παρελθόν. Ανάμεσα στις προτάσεις ήταν Ο Οδηγός του R. K. Narayan.
Η Berthoud έγραψε πως ήταν «μια υπέροχη ιστορία για έναν άντρα που ξεκινά τη σταδιοδρομία του εργαζόμενος σαν ξεναγός τουριστών σε ένα σταθμό τρένου στο Malgudi της Ινδίας, αλλά μετά περνάει από διάφορα επαγγέλματα προτού συναντήσει την αναπάντεχη μοίρα του σαν πνευματικός οδηγός». Το είχε επιλέξει γιατί έλπιζε πως μπορούσε να μου δώσει ένα αίσθημά «παράξενης επιφώτισης».
Ένα άλλο ήταν το Κατά Ιησούν Ευαγγέλιον, του Jose Saramago: ο Saramago δεν αποκαλύπτει εδώ την προσωπική του πνευματική στάση αλλά μας παρουσιάζει μια γοητευτική και όλο ζωή εκδοχή της ιστορίας που τόσο καλά ξέρουμε.
Το Χέντερσον ο Βασιλιάς της Βροχής του Saul Bellow και το Σιντάρτα του Hermann Hesse βρίσκονταν μεταξύ άλλων στα συνταγογραφημένα έργα λογοτεχνίας, και συμπεριέλαβε ακόμα και κάποια μη-λογοτεχνικά, όπως το The Case for God, της Karen Armstrong, και το Sum, από τον νευροεπιστήμονα David Eagleman, ένα «μικρό και υπέροχο βιβλίο για τις πιθανές εκδοχές της μετά-θάνατον ζωής».
Πάλεψα με τα βιβλία της λίστας για τα επόμενα λίγα χρόνια, στο δικό μου ρυθμό — διανθίζοντας τη διαδικασία με τις δικές μου «ανακαλύψεις», και ενώ είμαι αρκετά τυχερή έτσι ώστε να μην έχω δοκιμάσει ακόμα την ικανότητά μου να αντέχω το τρομερό πένθος, μέχρι στιγμής, μερικές από τις σκέψεις που σταχυολόγησα από αυτά τα βιβλία με βοήθησαν να διαχειριστώ κάτι εντελώς διαφορετικό, το γεγονός ότι, για πολλούς μήνες, υπέφερα από έντονο σωματικό πόνο.
Tα διδάγματα αυτά παραμένουν νεφελώδη, όπως είναι συχνά η γνώση που αποκτιέται μέσα από τη λογοτεχνία — όμως εκεί εδράζεται η δύναμη τους. Σε μια κοσμική εποχή, υποπτεύομαι πως το να διαβάζεις λογοτεχνία είναι ένα από τα λίγα εναπομείναντα μονοπάτια προς το υπερβατικό, αυτήν την απροσδιόριστη κατάσταση όπου η απόσταση ανάμεσα στον εαυτό σου και το σύμπαν συρρικνώνεται.
Η ανάγνωση λογοτεχνίας με κάνει να χάνω κάθε αίσθηση του εαυτού, αλλά την ίδια ώρα με κάνει να νιώθω με τον πιο μοναδικό τρόπο ο εαυτός μου. Όπως έγραψε η Woolf, η πιο φανατική των αναγνωστών, ένα βιβλίο «μας χωρίζει σε δυο μέρη ενώ διαβάζουμε», καθώς «η συνθήκη της ανάγνωσης περιλαμβάνει την ολοκληρωτική εξάλειψη του εγώ» ενώ υπόσχεται «αιώνια ένωση» με έναν άλλο νου.
Η βιβλιοθεραπεία είναι ένας πολύ ευρύς όρος για την αρχαία πρακτική ενθάρρυνσης της ανάγνωσης για θεραπευτικούς λόγους.
Η βιβλιοθεραπεία είναι ένας πολύ ευρύς όρος για την αρχαία πρακτική ενθάρρυνσης της ανάγνωσης για θεραπευτικούς λόγους. Η πρώτη χρήση του όρου συνήθως τοποθετείται στο 1916 σε ένα χιουμοριστικό άρθρο του The Atlantic Monthly, το “A Literary Clinic.”
Σε αυτό ο συγγραφέας περιγράφει το πως έπεσε πάνω σε ένα «βιβλιοπαθητικό ινστιτούτο» που το διοικούσε ένας γνωστός του, ο Bagster, στο υπόγειο της εκκλησίας του, απ’ όπου και μοίραζε αναγνωστικές προτάσεις με θεραπευτική αξία. «Η βιβλιοθεραπεία είναι…μια νέα επιστήμη», εξηγεί ο Bagster, «ένα βιβλίο μπορεί να είναι διεγερτικό ή ηρεμιστικό ή τονωτικό ή υπνωτικό. Το νόημα είναι πως πρέπει να σου κάνει κάτι, κι εσύ θα πρέπει να ξέρεις τι είναι αυτό. Ένα βιβλίο μπορεί να έχει τη φύση ενός ηρεμιστικού σιροπιού ή μπορεί να έχει τη φύση ενός καταπλάσματος μουστάρδας». Σε ένα μεσήλικα πελάτη με «απόψεις κάπως απολιθωμένες», ο Bagster δίνει την παρακάτω συνταγή: «Πρέπει να διαβάζεις περισσότερα μυθιστορήματα. Όχι ευχάριστες ιστοριούλες που σε κάνουν να ξεχνάς τον εαυτό σου. Πρέπει να είναι διεισδυτικά, να είναι έντονα, ανελέητα μυθιστορήματα.» (Ο George Bernard Shaw βρίσκεται στην κορυφή αυτής της λίστας.) Στο τέλος καλούν τον Bagster για να φροντίσει έναν ασθενή ο οποίος «έχει πάρει μια υπερβολική δόση πολεμικής λογοτεχνίας», αφήνοντας τον συγγραφέα να σκεφτεί σχετικά με τα βιβλία που «μας χαρίζουν νέα ζωή και μετά ορίζουν τον παλμό της ζωής σε ρυθμό δυνατό μα ήρεμο».
Σήμερα η βιβλιοθεραπεία παίρνει διάφορες μορφές, από μαθήματα λογοτεχνίας για έγκλειστους φυλακών μέχρι αναγνωστικές λέσχες για ηλικιωμένους ανθρώπους που πάσχουν από άνοια. Μερικές φορές μπορεί απλά να σημαίνει ατομικές ή ομαδικές συνεδρίες για «παραστρατημένους» αναγνώστες που θέλουν να βρουν το δρόμο τους ξανά προς την απόλαυση των βιβλίων. Η Berthoud και η παλιά της φίλη και συνάδελφος βιβλιοθεραπεύτρια Susan Elderkin εξασκούν κυρίως τη «συναισθηματική» βιβλιοθεραπεία, υποστηρίζοντας την αναζωογονητική δύναμη του να διαβάζεις λογοτεχνία.
Οι δύο τους γνωρίστηκαν στο πανεπιστήμιο Cambridge ως προπτυχιακές φοιτήτριες, πάνω από είκοσι χρόνια πριν, και δέθηκαν αμέσως λόγω του κοινού περιεχομένου των βιβλιοθηκών τους, και ειδικά του μυθιστορήματος του Italo Calvino Αν ένα βράδυ του χειμώνα ένας ταξιδιώτης, όπου γίνεται πολύς λόγος για τη φύση της ανάγνωσης. Καθώς η σχέση τους αναπτυσσόταν, ξεκίνησαν να συνταγογραφούν μυθιστορήματα για να γιατρεύει η μία τις παθήσεις της άλλης, την πληγωμένη καρδιά και την αβεβαιότητα μπροστά στην καριέρα. «Όταν η Suse περνούσε μια κρίση με το επάγγελμά της — ήθελε να γίνει συγγραφέας αλλά αναρωτιόταν αν θα μπορούσε να διαχειριστεί την αναπόφευκτη απόρριψη — της έδωσα τα ποιήματα ‘Archy and Mehitabel’ του Don Marquis», μου είπε η Berthould. «Αν ο Archy η κατσαρίδα μπορούσε να είναι τόσο αφοσιωμένος στη τέχνη του ώστε κάθε βράδυ να πηδάει στα κουμπιά της γραφομηχανής για να γράφει σε ελεύθερο στίχο τα ποιήματά του στα γραφεία του Evening Sun στη Νέα Υόρκη, τότε σίγουρα κι εκείνη θα έπρεπε να είναι προετοιμασμένη να υποφέρει για την τέχνη της, επίσης». Χρόνια μετά, η Elderkin έδωσε στη Berthoud, η οποία προσπαθούσε να βρει μια ισορροπία ανάμεσα στο να είναι ζωγράφος και στο να είναι μητέρα, το μυθιστόρημα του Patrick Gale Notes from an Exhibition, για μια επιτυχημένη αλλά βασανισμένη γυναίκα καλλιτέχνιδα.
Συνέχισαν να προτείνουν μυθιστορήματα η μία στην άλλη, όπως και σε φίλους και συγγενείς, για πολλά χρόνια, και, το 2007, όταν ο φιλόσοφος Alain de Botton, συμφοιτητής τους στο Cambridge, σκεφτόταν να ξεκινήσει το School of Life, του έριξαν την ιδέα να λειτουργήσουν μια κλινική βιβλιοθεραπείας. «Από όσο γνωρίζαμε κανείς δεν το έκανε σε αυτή την μορφή τότε», είπε η Berthoud. «Η βιβλιοθεραπεία έτεινε να βασίζεται σε ένα πιο ιατρικό πλαίσιο, και, αν αυτό υπήρχε γενικά, έδινε έμφαση στα βιβλία αυτο-βοήθειας. Αλλά εμείς ήμασταν αφοσιωμένες στη λογοτεχνία ως την απόλυτη μορφή θεραπείας γιατί προσφέρει στους αναγνώστες μια εμπειρία μεταμόρφωσης».
Σύμφωνα με τη Berthoud και την Elderkin η μέθοδος της βιβλιοθεραπείας ξεκινά ιστορικά με τους Αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι χάραξαν πάνω από την είσοδο μιας βιβλιοθήκης της Θήβας πως αυτό είναι «ένα μέρος για τη θεραπεία της ψυχής».
Αυτή η πρακτική έφτασε σε άλλο επίπεδο στα τέλη του δέκατου ενάτου αιώνα, όταν ο Sigmund Freud άρχισε να χρησιμοποιεί τη λογοτεχνία κατά τη διάρκεια των ψυχαναλυτικών συνεδριών. Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, συχνά συνταγογραφούνταν μια σειρά βιβλίων για διάβασμα στους στρατιώτες που γύριζαν ψυχολογικά τραυματισμένοι στο σπίτι τους.
«Οι βιβλιοθηκάριοι στην Αμερική εκπαιδεύονταν στο πως να δίνουν βιβλία στους βετεράνους του Α΄ Παγκόσμιου, και υπάρχει και μια ωραία ιστορία για το πως τα μυθιστορήματα της Jane Austen χρησιμοποιήθηκαν για τον ίδιο σκοπό την ίδια εποχή στο Ηνωμένο Βασίλειο», λέει η Elderkin.
Αργότερα τον ίδιο αιώνα, η βιβλιοθεραπεία χρησιμοποιήθηκε με διάφορους τρόπους σε νοσοκομεία και βιβλιοθήκες, και προσφάτως έχουν αρχίσει να ασχολούνται με αυτή ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, υπεύθυνοι για τη φροντίδα των ηλικιωμένων και άλλοι γιατροί βλέποντάς την ως μια λειτουργική μορφή θεραπείας.
Υπάρχει ένα δίκτυο βιβλιοθεραπευτών επιλεγμένων και εκπαιδευμένων από την Berthoud και την Elderkin, και συνεργαζόμενων με το School of Life, που δουλεύουν σε ολόκληρο τον κόσμο, από τη Νέα Υόρκη μέχρι τη Μελβούρνη. Οι πιο συνηθισμένες παθήσεις που φέρνουν τον κόσμο σε αυτούς έχουν να κάνουν με κάποια αλλαγή πάνω σε μια κρίσιμη συγκυρία της ζωής τους, λέει η Berthoud: να έχουν κολλήσει σε μια ρουτίνα στη δουλειά τους, να νιώθουν πίεση μέσα σε κάποια σχέση, ή να υποφέρουν από πένθος.
Οι βιβλιοθεραπευτές συναντούν επίσης πολλούς συνταξιούχους, που ξέρουν πως έχουν μπροστά τους είκοσι χρόνια για να διαβάζουν αλλά ίσως μέχρι τώρα να είχαν διαβάσει μόνο αστυνομική λογοτεχνία, και να θέλουν να βρουν κάτι καινούριο για να τους κρατήσει.
Πολλοί αναζητούν βοήθεια στο να προσαρμοστούν στον ρόλο του γονέα. «Είχα έναν πελάτη στη Νέα Υόρκη, έναν άντρα που σε λίγο θα γεννιόταν το πρώτο του παιδί, και ανησυχούσε για το ότι θα ήταν υπεύθυνος για ένα άλλο μικροσκοπικό πλάσμα», λέει η Berthoud. Του πρότεινα το Room Temperature του Nicholson Baker, το οποίο είναι για έναν άντρα που ταΐζει το μωρό του και στοχάζεται σχετικά με το να είσαι πατέρας. Και φυσικά το Όταν Σκοτώνουν τα Κοτσύφια, γιατί ο Atticus Finch είναι ο ιδανικότερος πατέρας στη λογοτεχνία».
Η Berthoud και η Elderkin είναι γνωστές και σαν συγγραφείς του The Novel Cure: An A-Z of Literary Remedies, ένα βιβλίο γραμμένο στο στυλ ενός ιατρικού λεξικού που συνταιριάζει παθήσεις («αποτυχία να αισθάνεσαι σαν») με προτεινόμενες αναγνωστικές θεραπείες (The History of Mr. Polly του H. G. Wells).
Mε πρώτη έκδοση στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2013, κυκλοφορεί πλέον σε δεκαοχτώ χώρες, και, μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια, το συμβόλαιο επιτρέπει στον ξένο επιμελητή να κάνει αλλαγές ως και είκοσι πέντε τοις εκατό στις παθήσεις και στις προτάσεις έτσι ώστε να ταιριάζουν στο αναγνωστικό κοινό της κάθε χώρας ξεχωριστά και να περιέχει περισσότερους συγγραφείς από αυτή. Οι νέες, αλλαγμένες παθήσεις είναι αποκαλυπτικές για την κουλτούρα κάθε χώρας.
Στην ολλανδική έκδοση, μία από τις παθήσεις που προστέθηκαν είναι το να «υπερεκτιμάς το παιδί σου», στην ινδική έκδοση περιλαμβάνονται τα «δημόσια ούρηση» και «κρίκετ, εμμονή με το»· οι Ιταλοί εισήγαγαν τη «σεξουαλική ανικανότητα», το «φόβο για τους αυτοκινητόδρομους» και την «επιθυμία να βαλσαμωθείς»· και οι Γερμανοί πρόσθεσαν το «μίσος για τον κόσμο» και το «μίσος για τα πάρτι». Η Berthoud και Elderkin δουλεύουν τώρα πάνω σε μια εκδοχή του βιβλίου με παιδική λογοτεχνία, με τίτλο A Spoonful of Stories.
Για όλους τους φανατικούς αναγνώστες που ήδη χρησιμοποιούσαν τα κλασικά βιβλία σαν κάποιου είδους αυτο-θεραπεία για όλη τους την ζωή, δεν φαντάζει ως κάτι παράξενο πως η ανάγνωση βιβλίων μπορεί να είναι καλή για την ψυχική σου υγεία και για τις σχέσεις σου με τους άλλους, όμως τώρα πια το γιατί ακριβώς και με ποιον τρόπο γίνεται πιο ξεκάθαρο, χάρη στις νέες έρευνες πάνω στην επίδραση της ανάγνωσης στον εγκέφαλο. Από την ανακάλυψη, στα μέσα της δεκαετίας του ΄90, των «κατοπτρικών νευρώνων» — νευρώνων που πυροδοτούνται στους εγκεφάλους μας τόσο όταν κάνουμε μια πράξη οι ίδιοι όσο και όταν αυτή η πράξη πραγματοποιείται από κάποιον άλλο — η νευροεπιστήμη της ενσυναίσθησης έχει γίνει πιο ξεκάθαρη.
Μια μελέτη του 2011 δημοσιευμένη στο Annual Review of Psychology, βασισμένη στην ανάλυση μαγνητικών τομογραφιών των εγκεφάλων των συμμετεχόντων, έδειξε πως, όταν οι άνθρωποι διαβάζουν σχετικά με κάποια εμπειρία, δείχνουν ερεθισμό στις ίδιες νευρολογικές περιοχές όπως όταν περνάνε οι ίδιοι αυτή την εμπειρία. Χρησιμοποιούμε τα ίδια δίκτυα του εγκεφάλου όταν διαβάζουμε ιστορίες και όταν προσπαθούμε να μαντέψουμε τα αισθήματα ενός άλλου ανθρώπου.
Άλλες μελέτες δημοσιευμένες το 2006 και το 2009 έδειξαν κάτι παρόμοιο : πως οι άνθρωποι που διαβάζουν πολλή λογοτεχνία τείνουν να κατανοούν καλύτερα τους άλλους (ακόμη και αφού οι ερευνητές έλαβαν υπόψη τους την πιθανή τάση οι άνθρωποι με μεγαλύτερες δυνατότητες ενσυναίσθησης να προτιμούν να διαβάζουν λογοτεχνία). Και το 2013, μια σημαντική μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Science αποκάλυψε πως η ανάγνωση «σοβαρής» λογοτεχνίας (αντί για pop λογοτεχνία ή δοκίμια) βελτίωσε τα αποτελέσματα των συμμετεχόντων σε τεστ που μετρούσαν την κοινωνική αντίληψη και την ενσυναίσθηση, τα οποία και παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στη «θεωρία του νου»: η ικανότητα να μαντεύεις με ακρίβεια τι μπορεί να σκέφτεται ή να αισθάνεται ένα άλλο ανθρώπινο ον, μια ικανότητα την οποία η άνθρωποι δεν αρχίζουν να αναπτύσσουν παρά μόνο μετά την ηλικία των τεσσάρων.
Ο Keith Oatley, μυθιστοριογράφος και επίτιμος καθηγητής γνωσιακής ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο του Τορόντο, εδώ και χρόνια τρέχει μια ερευνητική ομάδα που ασχολείται με τη ψυχολογία της λογοτεχνίας. «Έχουμε αρχίσει να δείχνουμε πως λειτουργεί η ταύτιση με τους φανταστικούς χαρακτήρες, πως η λογοτεχνία μπορεί να βελτιώσει τις κοινωνικές δεξιότητες, πως μπορεί να μας επηρεάσει συναισθηματικά, και πως μπορεί να ενθαρρύνει αλλαγές στην αίσθηση που έχουμε για τον εαυτό μας», γράφει στο βιβλίο του 2011 Such Stuff as Dreams: The Psychology of Fiction. «H λογοτεχνία είναι ένα είδος προσομοίωσης, που δεν τρέχει σε υπολογιστή αλλά στο μυαλό: μια προσομοίωση εαυτών στην διάδρασή τους με τους άλλους στον κοινωνικό χώρο…βασισμένη στην εμπειρία, και που συμπεριλαμβάνει το να μπορείς να σκεφτείς πιθανές εκδοχές του μέλλοντος».
Αυτή η ιδέα απηχεί μια παλιά πίστη που βρίσκουμε τόσο ανάμεσα στους συγγραφείς όσο και ανάμεσα στους αναγνώστες ότι τα βιβλία είναι το καλύτερο είδους φίλου· μας δίνουν μια ευκαιρία να προετοιμαστούμε για τις αλληλεπιδράσεις με τους άλλους στον κόσμο, χωρίς να προκαλείται οποιαδήποτε σοβαρή ζημιά.
Στο δοκίμιο του του 1905 Για την ανάγνωση o Marcel Proust το θέτει πολύ ωραία: «Με τα βιβλία δεν υπάρχει επιβεβλημένη κοινωνικότητα. Αν περάσουμε το απόγευμα με αυτούς τους φίλους — τα βιβλία — είναι γιατί πραγματικά το θέλουμε. Όταν τα αφήνουμε, το κάνουμε με λύπη, και αφού τα έχουμε αφήσει, δεν υπάρχει καμία από αυτού του είδους τις σκέψεις που θολώνουν τις φιλίες: “Πως τους φανήκαμε;” “Κάναμε κάποιο λάθος και είπαμε κάτι άκομψο;” “Μας συμπάθησαν;” — ούτε και υπάρχει το άγχος μήπως μας ξεχάσουν επειδή μας αντικατέστησαν με κάποιον άλλο».
Η George Eliot, που φημολογείται πως ξεπέρασε το πένθος για το χαμό του συντρόφου της μέσω ενός προγράμματος καθοδηγούμενου διαβάσματος με έναν νεαρό άνδρα ο οποίος στη συνέχεια θα γινόταν σύζυγος της, πίστευε πως «η τέχνη είναι ό,τι πιο κοντινό στη ζωή· είναι ένα μέσο ενίσχυσης της εμπειρίας και επέκτασης της επαφής μας με τον συνάνθρωπό μας πέρα από τα σύνορα του δικού μας προσωπικού χώρου». Όμως δεν συμφωνούν όλοι με αυτή την οπτική της ανάγνωσης λογοτεχνίας ως κάτι που μας δίνει τη δυνατότητα να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι στην καθημερινή μας ζωή.
Στο βιβλίο της του 2007 Empathy and the Novel η Suzanne Keen αντιτίθεται σε όλο αυτό το «θεώρημα αλτρουισμού – ενσυναίσθησης» και προβάλλει αμφιβολίες για το κατά πόσο αυτές οι εκλύσεις συμπόνιας που δημιουργούνται κατά την ανάγνωση λογοτεχνίας μεταφράζονται σε αλτρουιστικές, υπέρ της κοινωνίας, συμπεριφορές στον πραγματικό κόσμο. Τονίζει επίσης πόσο δύσκολο είναι να αποδείξεις πραγματικά μια τέτοια θεωρία. «Τα βιβλία δεν μπορούν να φέρουν κάποια αλλαγή από μόνα τους — και δεν είναι όλοι βέβαιοι ότι θα έπρεπε να το κάνουν», γράφει η Keen. «Όπως κάθε βιβλιοφάγος γνωρίζει, οι αναγνώστες μπορεί να φαίνονται αντικοινωνικοί και οκνηροί. Η ανάγνωση δεν είναι ομαδικό σπορ». Αντ’ αυτού, μας προτρέπει να απολαμβάνουμε αυτά που η λογοτεχνία πραγματικά μας προσφέρει, δηλαδή τη λύτρωση από την ηθική υποχρέωση να νιώθουμε κάτι για επινοημένους χαρακτήρες — όπως θα έπρεπε να νιώθεις για ένα αληθινό, ζωντανό ανθρώπινο ον που πονά ή υποφέρει — το οποίο παραδόξως σημαίνει πως οι αναγνώστες μερικές φορές «αντιδρούν με μεγαλύτερη συμπόνια σε μια φανταστική κατάσταση και σε φανταστικούς χαρακτήρες λόγω ακριβώς της προστασίας που προσφέρει αυτό το μη-πραγματικό». Και υποστηρίζει με όλη της την καρδιά τα θετικά που προσφέρει για την προσωπική υγεία μια εμπειρία μέσα στην οποία βυθίζεσαι ολόκληρος όπως είναι η ανάγνωση, που «επιτρέπει μια αναζωογονητική απόδραση από τα κοινά, καθημερινά άγχη».
Tο διάβασμα έχει αποδειχθεί πως βάζει τους εγκεφάλους μας σε μια ευχάριστη κατάσταση που μοιάζει με έκσταση, παρόμοια με τον διαλογισμό, και συνεισφέρει στην υγεία τα ίδια κέρδη της βαθιάς χαλάρωσης και της εσωτερικής ηρεμίας.
Επομένως έστω και αν δεν συμφωνείς πως το να διαβάζουμε λογοτεχνία μας κάνει να φερόμαστε καλύτερα στους άλλους, είναι ωστόσο ένας τρόπος να φερόμαστε καλύτερα στον εαυτό μας. Tο διάβασμα έχει αποδειχθεί πως βάζει τους εγκεφάλους μας σε μια ευχάριστη κατάσταση που μοιάζει με έκσταση, παρόμοια με τον διαλογισμό, και συνεισφέρει στην υγεία τα ίδια κέρδη της βαθιάς χαλάρωσης και της εσωτερικής ηρεμίας. Οι άνθρωποι που διαβάζουν τακτικά κοιμούνται καλύτερα, έχουν χαμηλότερα επίπεδα stress, υψηλότερη αυτοεκτίμηση, και χαμηλότερα ποσοστά κατάθλιψης απ’ ό,τι αυτοί που δεν διαβάζουν. «Η πεζογραφία και η ποίηση είναι χάπια, φάρμακα», έχει γράψει η συγγραφέας Jeanette Winterson. «Αυτό που θεραπεύουν είναι η ρωγμή που η πραγματικότητα κάνει στη φαντασία».
Mία από τις πελάτισσες της Berthoud μου περιέγραψε πως οι ομαδικές και ατομικές συνεδρίες που έκανε με την Berthoud την είχαν βοηθήσει να αντιμετωπίσει μια σειρά από συμφορές, αναμεσά τους το θάνατο του άντρα της, το τέλος ενός πενταετούς αρραβώνα, και μια καρδιακή προσβολή. «Ένιωσα πως η ζωή μου δεν είχε κάποιο σκοπό», λέει εκείνη. «Ένιωσα αποτυχημένη ως γυναίκα». Ανάμεσα στα βιβλία που η Berthoud είχε προτείνει στην αρχή ήταν το μυθιστόρημα του John Irving Ξενοδοχείο Νέο Χάμσαιρ. «Ήταν αγαπημένος συγγραφέας του συζύγου μου, και ένιωθα πως δεν μπορούσα να τον αγγίξω για συναισθηματικούς λόγους».
Ήταν έκπληκτη και πολύ συγκινημένη όταν το είδε στη λίστα, και παρόλο που απέφευγε να διαβάζει τα βιβλία του άντρα της μέχρι εκείνη τη στιγμή, βρήκε το διάβασμα του βιβλίου να είναι «μια εμπειρία από την οποία αποκόμισα πράγματα τόσο όσον αφορά την ίδια τη λογοτεχνία όσο και την προσπάθεια να ξεφορτωθώ τους δαίμονές μου». Εκτίμησε επίσης πολύ το ότι η Berthoud την οδήγησε προς το Άρωμα του Ονείρου του Τom Robbins, «που ήταν μια πραγματική καμπή για μένα σε σχέση με το πως βλέπω την προκατάληψη και τον πειραματισμό».
Μια από τις παθήσεις που αναφέρονται στο The Novel Cure είναι το να είσαι «καταβεβλημένος από τον συνολικό αριθμό των βιβλίων στον κόσμο», και είναι αυτή από την οποία υποφέρω συχνά. Η Elderkin λέει πως αυτό είναι από τα πιο συνηθισμένα δεινά των σημερινών αναγνωστών, και πως παραμένει βασικός λόγος που δίνει κίνητρο στη δουλειά της και στη δουλειά της Berthoud σαν βιβλιοθεραπεύτριας. «Έχουμε την αίσθηση πως παρόλο που εκδίδονται περισσότερα βιβλία από ποτέ, ο κόσμος στην πραγματικότητα επιλέγει από μια όλο και μικρότερη δεξαμενή. Κοίτα τις λίστες με τα βιβλία για διάβασμα στις περισσότερες λέσχες ανάγνωσης, και θα δεις συνεχώς τα ίδια βιβλία, αυτά τα οποία έχουν προβάλει τα μέσα. Αν υπολογίσεις πραγματικά πόσα βιβλία διαβάζεις μέσα σε ένα χρόνο — και πόσα σημαίνει αυτό πως θα διαβάσεις μέχρι να πεθάνεις — τότε θα αρχίσεις να συνειδητοποιείς πως πρέπει να είσαι εξαιρετικά επιλεκτικός έτσι ώστε να εκμεταλλευτείς στο έπακρο τον αναγνωστικό σου χρόνο». Και ο καλύτερος τρόπος για να το κάνεις αυτό; Δες κάποιον βιβλιοθεραπευτή, όσο πιο σύντομα μπορείς, και αποδέξου την πρόκλησή του, για να δανειστώ κάποιους στίχους από τον Τίτο Ανδρόνικο του Shakespeare: Come, and take choice of all my library / And so beguile thy sorrow…