Παραμονή Χριστουγέννων. Σε μία φτωχική σοφίτα του ρομαντικού Παρισιού του 19ου αιώνα, ένας άσημος ζωγράφος –Μαρτσέλο είναι το όνομά του- ζωγραφίζει την κόκκινη θάλασσα. Συντροφιά του είναι ο φίλος του, ο επίσης άγνωστος ποιητής Ροντόλφο, που προσπαθεί να ανάψει μία φωτιά με το χαρτί στο οποίο έχει γράψει ένα από τα ποιήματά του. Η παγωνιά είναι αφόρητη και τα οικονομικά των Μποέμ δεν επιτρέπουν πολυτελείς κατοικίες. Στην παρέα σύντομα προστίθεται ο φιλόσοφος Κολίν και, τελευταίος, ο μουσικός Σωνάρ, που μπαίνει στη σοφίτα γεμάτος ενθουσιασμό, καθώς έχει καταφέρει να κερδίσει λίγα χρήματα και μερικές μπουκιές φαγητό.
Έτσι ξεκινά H Μποέμ (La Bohème), όπερα του Τζάκομο Πουτσίνι σε τέσσερις πράξεις, που έκανε πρεμιέρα για πρώτη φορά στο Βασιλικό Θέατρο του Τορίνο την 1η Φλεβάρη του 1896, υπό τη διεύθυνση του Αρτούρο Τοσκανίνι, και την οποία παρουσιάζει σε επτά παραστάσεις η Εθνική Λυρική Σκηνή, υπό τη διεύθυνση του Μύρωνα Μιχαηλίδη και σε σκηνοθεσία Λίνα Βερτμύλλερ. Πρόκειται για μία όπερα που «τραγουδά» τον φτωχό μα γεμάτο ρομαντισμό κόσμο των Μποέμς στο Παρίσι.
Στη Σοφίτα…
Αυτός ο κόσμος παρουσιάζεται και στην πρώτη σκηνή του οπερατικού έργου. Τα κέρματα και το φαγητό που φέρνει ο Σωνάρ δίνουν στους φίλους μία καλή αφορμή για χαρές και ευδιαθεσία. Την ώρα ωστόσο που κάθονται όλοι μαζί γύρω από το τραπέζι για να απολαύσουν εδέσματα και κρασί, την πόρτα τους χτυπά ο νοικάρης της σοφίτας, που τους ζητάει να του πληρώσουν επιτέλους νοίκι.
Στο άκουσμα του ονόματος Μπενουά, οι φίλοι πανικοβάλλονται και αρχικά σκέφτονται πως θα ήταν καλύτερα να μην ανοίξουν. Ωστόσο γρήγορα αλλάζουν τακτική και, καπάτσοι καθώς είναι, καλούν στο τραπέζι του φτωχικού τους τον Μπενουά, γεμίζοντάς του συνεχώς το ποτήρι με κρασί. Αδυνατώντας να πληρώσουν τα χρήματα τριών μηνών, οι Μποέμς λένε στον Μπενουά πως γνωρίζουν για τις ερωτικές του περιπτύξεις σε κακόφημα μέρη (Μαρτσέλο: Την άλλη μέρα στο Μαμπίλ… Τον έπιασαν να διαπράττει αμαρτία ερωτική…). Εκείνος παγώνει όταν καταλαβαίνει πως το μυστικό του έχει αποκαλυφθεί, όμως οι φίλοι τον καθησυχάζουν με παινέματα και συγχαρητήρια για τα ερωτικά του κατορθώματα (άτακτε… σκανδαλιάρη… Ο άνθρωπος έχει γούστο…). To κρασί κάνει τον Μπενουά να μαρτυρήσει ότι είναι παντρεμένος. Οι Μποέμς δεν χάνουν την ευκαιρία να δείξουν τη «φρίκη» που τους κυριεύει από την άπιστη συμπεριφορά του νοικάρη, η οποία τους κάνει να τον διώξουν από το σπίτι.
Το τρικ πιάνει και οι φίλοι γλιτώνουν το νοίκι (Μαρτσέλο: Το πλήρωσα το τρίμηνο). Γρήγορα γρήγορα αποφασίζουν να πάνε στο καφέ Μομύς. Ο Ροντόλφο υπόσχεται ότι θα τους βρει αργότερα εκεί, καθώς πρέπει να τελειώσει ένα κείμενο για μία εφημερίδα. Καθώς έχει μείνει μόνος του, ακούει να του χτυπούν. «Συγγνώμη» ακούγεται μία γυναικεία φωνή από την άλλη μεριά της πόρτας. Ο Ροντόλφο ξαφνιάζεται («Μία γυναίκα!») και τρέχει να ανοίξει.
«Το να αγαπάς είναι πιο γλυκό και από το μέλι», Μιμή
Για πρώτη φορά εμφανίζεται η Μιμή, μία γειτόνισσα που ψάχνει κερί για να ανάψει το σβησμένο της καντήλι. Με την είσοδό της στο σπίτι, η Μιμή παραπατά. Είναι φανερά αδύναμη. Ο Ροντόλφο, ήδη γοητευμένος από την όψη της («τι όμορφη κόρη»), τη ρωτά ανήσυχος για την υγεία της. Εκείνη, νιώθοντας ντροπαλοσύνη στο σπίτι ενός άνδρα, ανάβει το καντήλι της, ωστόσο γρήγορα ανακαλύπτει ότι έχει χάσει το κλειδί της. Στην προσπάθειά τους να το βρουν, Ροντόλφο και Μιμή σβήνουν άθελά τους και τα δύο καντήλια. Την ώρα που ο πρώτος ψάχνει για το κλειδί, η δεύτερη τα βάζει με τη μοίρα της («η γειτόνισσά σας είναι άτυχη»), αποστροφή με στοιχεία προοικονομίας για την εξέλιξη της ιστορίας.
Ο Ροντόλφο βρίσκει το κλειδί, ωστόσο αστραπιαία αποφασίζει να το βάλει στην τσέπη, προσποιούμενος ότι οι προσπάθειές του απέβησαν άκαρπες. O «πάγος» μεταξύ των δύο «σπάει» με την άρια του Ροντόλφο «Τι κρύο χεράκι» (Che gelida manina), για να ακολουθήσει εκείνη της Μιμή, με την οποία παρουσιάζεται στον ποιητή («Με φωνάζουν Μιμή» – Mi chiamano Mimì). Μέσα από αποστροφές απαράμιλλου λυρισμού, οι δύο τους εκφράζουν τη μοναξιά και τη μιζέρια μιας φτωχής ζωής, που ήδη αναζητά διέξοδο στα συναισθήματα που ο ένας προκαλεί στον άλλον.
Την όλο και πιο ρομαντική σκηνή διακόπτουν οι κραυγές των Μποέμ, που έχουν γυρίσει εκνευρισμένοι στο σπίτι και βρίζουν τον φίλο τους (σαλίγκαρε… ποιητή της πλάκας… τεμπέλη…), γιατί τους έχει στήσει στo ραντεβού. Ο Ροντόλφο προτείνει στη Μιμή να μείνουν οι δυο τους στο σπίτι («Κάνει κρύο έξω»), όμως εκείνη προτιμά να τον συνοδεύσει στην έξοδο με τους φίλους του. Εκείνος δέχεται και πιάνει από το χέρι τη συγκινημένη Μιμή. Οι δύο ερωτευμένοι κλείνουν τη σκηνή με ανταλλαγή αποστροφών αγάπης…
Στο καφενείο…
Η δεύτερη σκηνή ξεκινά στο καφενείο με κλίμα εορταστικό. Κόσμος διασκεδάζει πίνοντας άφθονα Ο Ροντόλφο αγοράζει από έναν πλανόδιο πωλητή ένα σκουφάκι ως δώρο για τη μονάκριβη Μιμή του. Την ώρα που εκφράζουν την ευτυχία που νιώθουν για την αναπάντεχη γνωριμία τους, οι φίλοι του πρώτου τού κάνουν κανονική καζούρα για τον νέο του έρωτα. Όταν η Μιμή παρουσιάζει το ροζ σκουφάκι γεμάτη περηφάνια για τον έρωτά της που «διάβασε αυτό που η καρδιά κρύβει» και «ξέρει τι πάει να πει αγάπη», οι Μποέμ τον δουλεύουν χαρακτηρίζοντάς τον «επαγγελματία καθηγητή» που μέσα από τα λόγια του «παρουσιάζει ως αληθινό αυτό που εκφράζει».
Ο έρωτας και το φιλικό πείραγμα κάνουν τον Μαρτσέλο να υμνήσει σε μία πασίγνωστη αποστροφή της Μποέμ την «όμορφη εποχή των ψευδαισθήσεων και των ουτοπιών» της νεότητας, στην οποία «όλοι πιστεύουν, ελπίζουν και όλα είναι όμορφα». Συνεχίζει ο ερωτευμένος ποιητής Ροντόλφο, που χαρακτηρίζει «θεϊκό το ποίημα που μαθαίνει στους ανθρώπους την αγάπη». Η παρέα ζητά να μείνουν πίσω οι έγνοιες και ζητά από όλους να πιουν.
Έτσι προετοιμάζεται το κοινό για την είσοδο της Μουζέτα, της δεύτερης σημαντικής γυναικείας μορφής της Μποέμ, η οποία δεν έχει σχέση με τη Μιμή: είναι πληθωρική, καπάτσα με τους άντρες, ετοιμόλογη. Κυρίως όμως ξέρει ότι λίγοι μπορούν να αντισταθούν στη γοητεία της.
«Αγάπη δίχως γενναιοδωρία είναι αγάπη δυστυχισμένη», Μιμή
Η εμφάνιση της Μουζέτα προκαλεί αναστάτωση στον Μαρτσέλο. Οι δύο τους διατηρούσαν παθιασμένη σχέση, όμως εκείνη τον παράτησε, για να γευτεί και άλλα γλυκά ποτήρια ηδονής. Την ώρα που οι συνδαιτημόνες θαυμάζουν την ομορφιά της Μουζέτα (Μιμή: Είναι τόσο κομψά ντυμένοι/Ροντόλφο: Οι Άγγελοι πρέπει να είναι γυμνοί), ο Μαρτσέλο ζητάει από όσους την θαυμάζουν να ρωτήσουν εκείνον για το τι πάει να πει Μουζέτα: το επώνυμό της είναι «πειρασμός», όμως πίσω από την ομορφιά της κρύβεται ένα «θανάσιμο» πλάσμα, που για φαγητό «τρώει τις καρδιές» των ανδρών. Στο τέλος ξεσπά: «Για αυτό εγώ δεν την αντέχω άλλο».
Την ώρα που Αλτσιντόρο -ο πλούσιος αλλά ξιπασμένος γέρος συνοδός της Μουζέτα- της ζητά να μιλά πιο σιγά, εκείνη τον περιφρονεί προσπαθώντας με κάθε τρόπο να τραβήξει την προσοχή του «δειλού», όπως τον αποκαλεί, Μαρτσέλο, που δεν της ρίχνει «ούτε μία ματιά». Για να τον κάνει να υποκύψει (Vediam se mi resta tanto poter su lui da farlo cedere), επιστρατεύει το μεγαλύτερο όπλο που διαθέτει: την ομορφιά της.
Τότε ξεκινά ένα από τα γνωστότερα βαλς στην ιστορία της όπερας. Στο Quando men vo («Όταν βγαίνω έξω»), η Μουζέτα τραγουδά γεμάτη αυτοπεποίθηση πως κάθε φορά που περπατά μόνη της στο δρόμο, όλος «ο κόσμος σταματά και με θαυμάζει», «ψάχνοντας ολόκληρη την ομορφιά μου από την κορυφή ως τα νύχια». «Έτσι το άρωμα της επιθυμίας με κάνει να ηδονίζομαι και να νιώθω ευτυχισμένη».
Οι φίλοι του Μαρτσέλο καταλαβαίνουν ότι τα λόγια της Μουζέτα προορίζονται για αυτόν και ξέροντας τα συναισθήματά του για εκείνη (Ροντόλφο σε Μιμή: «Ο Μαρτσέλο την αγάπησε λίγο»/ Marcello un dì l’amò), πιστεύουν ότι θα καταλήξει και πάλι στην αγκαλιά της (Σωνάρ: «Αχ, ο Μαρτσέλο θα ενδώσει!» /Ah, Marcello cederà!).
Και έτσι γίνεται. Ο Μαρτσέλο, έχοντας λυγίσει από τα τερτίπια της όμορφης και γεμάτης καπρίτσια Μουζέτα, αφήνει τα συναισθήματά του ελεύθερα, παραδεχόμενος προς τον παλιό του αλλά ακόμα φλογερό έρωτα πως «αν μου χτυπούσες την πόρτα, η καρδιά μου θα σου άνοιγε». Αποκαλώντας την «Σειρίνα», αφήνει τους ενδοιασμούς και τη δέχεται ξανά στην αγκαλιά του. Η Μουζέτα, βλέποντας τους Μποέμς ταπί και ψύχραιμους, στέλνει το λογαριασμό του καφέ στον πλούσιο Αλτσίντορο, τον οποίο έχει ήδη ξεχάσει…
Στα σύνορα του Ενφέρ
Η πυκνότητα και η ευφορία των δύο πρώτων πράξεων αντικαθίστανται στις δύο επόμενες με ένα πιο στατικό και αργό μοτίβο, που στέκεται σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω από τις τύχες των ηρώων. Η τρίτη σκηνή μας μεταφέρει στο χιονισμένο Φλεβάρη, όταν η Μιμή αναζητά τον Μαρτσέλο έξω από την ταβέρνα όπου εργάζεται ως ζωγράφος. Του αποκαλύπτει πως ο Ροντόλφο «την αγαπά», όμως «απομακρύνεται από εκείνη, καθώς τα σωθικά του τρώει η ζήλια», προκαλώντας «τσακωμούς» και εντάσεις. Ο Μαρτσέλο τη συμβουλεύει πως θα ήταν καλύτερα να χωρίσουν τους δρόμους τους.
Η Μιμί αποχωρεί. Η κατάσταση της υγείας της έχει χειροτερεύσει, πράγμα που ανησυχεί τον Μαρτσέλο. Πριν προλάβει ο τελευταίος να ξαναμπεί στην ταβέρνα, βγαίνει έξω ο Ροντόλφο, ο οποίος του εξομολογείται ότι θέλει να βάλει τέλος στη σχέση του με τη Μιμή, καθώς τη θεωρεί μία άπιστη που «φλερτάρει με όλους». Ο Μαρτσέλο αρνείται να πιστέψει τον φίλο του, ο οποίος τελικά ανακαλεί («πράγματι, όχι, δεν είμαι [ειλικρινής]») και παραδέχεται πόσο πολύ αγαπάει τη Μιμή, ωστόσο βλέπει πως είναι «άρρωστη» και «όλο πιο αδύναμη», «καταδικασμένη» να πεθάνει. Για αυτό θέλει να την αφήσει να φύγει, καθώς, όπως λέει, «το δωμάτιό μου είναι υγρό και κρύο», γεγονός που χειροτερεύει την κατάστασή της.
Η Μιμή, έχοντας κρυφακούσει το διάλογο των δύο φίλων, σοκάρεται από την παραδοχή του άνδρα της ότι σύντομα πρόκειται να πεθάνει. Το κλάμα προδίδει την παρουσία της στο Ροντόλφο, που σοκαρισμένος καταλαβαίνει πως η γυναίκα του άκουσε τα όσα είχε πει στον Μαρτσέλο. Τα γέλια της Μουζέτα από την ταβέρνα κάνουν τον τελευταίο να εγκαταλείψει τη σκηνή για να την επαναφέρει στην τάξη, καθώς έχει αρχίσει τις παλιές κακές συνήθειές της.
«Θα χωρίσουμε την εποχή των λουλουδιών»/ «Αχ, μακάρι να μην είχε τέλος ο χειμώνας», Ροντόλφο, Μιμή
Το ζευγάρι μένει μόνο του, σε ένα διάλογο χωρισμού. Παρά την αγάπη που νιώθουν, Μιμή και Ροντόλφο αποφασίζουν να βάλουν τέλος στη σχέση τους. Την ώρα του αποχωρισμού εισάγεται στη σκηνή ως αντίθεση ο τσακωμός του Μαρτσέλο και της Μουζέτα, η οποία έχει προκαλέσει την οργή του συντρόφου της με τα τερτίπια και τα φλερτ με τους άνδρες που συχνάζουν στην ταβέρνα. Έτσι τα δύο ζεύγη αναπτύσσουν δύο εκ διαμέτρου αντίθετους διαλόγους, με τον πρώτο να υμνεί τον χαμένο έρωτα και το δεύτερο να εκφράζει την απιστία και τη ζήλια.
Τελικά, η αγάπη της Μιμή και του Ροντόλφο τους κάνει να μείνουν μαζί. Τραγουδώντας ότι όποιος είναι μόνος του το χειμώνα είναι σαν νεκρός, αποφασίζουν να χωρίσουν την «εποχή των λουλουδιών», όταν ο άνθρωπος έχει «σύντροφο τον ήλιο».
Στη Σοφίτα
Η τέταρτη σκηνή μας βρίσκει και πάλι στη σοφίτα, με τους δύο φίλους, Ροντόλφο και Μαρτσέλο, να αναπολούν τις μέρες που πέρασαν με τις χαμένες τους αγάπες, γράφοντας ποίηση και ζωγραφίζοντας αντίστοιχα. Σύντομα στο στο σπίτι φτάνουν οι Σωνάρ και Κολίν, που φέρνουν για φαγητό λιγοστό ψωμί.
Αυτό δεν πτοεί τους Μποέμς που μόλις φάνε αρχίζουν τα πειράγματα μεταξύ τους. Την εύθυμη διάθεση διακόπτει η Μουζέτα, που ταραγμένη μπαίνει στη σοφίτα και τους λέει πως η κατάσταση της υγείας της Μιμή έχει χειροτερεύσει δραματικά. Ο Ροντόλφο συντετριμμένος τη βοηθά να ανέβει τα σκαλιά και να ξαπλώσει. Οι υπόλοιποι τους αφήνουν μόνους τους, οπότε και οι δύο τους ανταλλάσσουν λόγια αγάπης γεμάτα αναμνήσεις για έναν έρωτα που κυλάει δραματικά και αναπόφευκτα προς τη δύση του.
«Αχ! Μιμή δική μου. Για πάντα, για πάντα!», Ροντόλφο
Σύντομα οι κραυγές ανησυχίας του Ροντόλφο τους κάνουν να επιστρέψουν στη σοφίτα. Τον καθησυχάζουν, λέγοντάς του ότι σύντομα θα έρθει ο γιατρός. Την ώρα που ο Ροντόλφο πιστεύει πως η Μιμή κοιμάται, ο Σωνάρ την πλησιάζει και συνειδητοποιεί το τραγικό. Η δραματικότητα αυξάνεται καθώς όλοι στη σοφίτα αποκτούν γνώση του ανεπίστρεπτου (Σωνάρ: «Μαρτσέλο, παρέδωσε πνεύμα…»), εκτός από τον Ροντόλφο που κλείνει τα παράθυρα για να προστατεύσει τη Μιμή («Βλέπεις; Ξεκουράζεται…»). Το βλέμμα των φίλων του και της Μουζέτα του προδίδουν ωστόσο την τραγική αλήθεια. Η πολυαγαπημένη του Μιμή δεν είναι πια στη ζωή.