Ματιέ Αμαλρίκ: Ανάμεσα στον Ζορζ Σιμενόν και τον Άλφρεντ Χίτσκοκ

Ο Ματιέ Αμαλρίκ τον Οκτώβριο κλείνει τα 50. Έχει προφτάσει μέχρι τώρα: να συνεργαστεί  με σκηνοθέτες όπως ο Γουές Άντερσον, ο Αλέν Ρενέ, ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, ο Αντρέ Τεσινέ, ο Ολιβιέ Ασαγιάς, ο Ρόμαν Πολάνσκι, ο Ραούλ Ρουίζ, ο Κλοντ Μιλέρ και ο Στίβεν Σπίλμπεργκ. Να παίξει τον κακό σε ταινία Τζέιμς Μποντ, συγκεκριμένα στο Quantum Of Solace του 2008. Να κερδίσει τρία βραβεία Σεζάρ ως ηθοποιός και να δει την ταινία που που σκηνοθέτησε το 2010, με τίτλο Τουρνέ Στο Παρίσι, να αποσπά Βραβείο Σκηνοθεσίας και Βραβείο FIPRESCI στο Φεστιβάλ Καννών (αλλά κι επτά υποψηφιότητες στα Βραβεία Σεζάρ). Το επόμενο τσεκ στην λίστα του αφορά τον σπουδαίο συγγραφέα Ζορζ Σιμενόν, καθώς το νέο του φιλμ Μπλε Δωμάτιο βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημά του (εκδόσεις ΑΓΡΑ). 

Πρόκειται για ένα ερωτικό θρίλερ, μια αντισυμβατική προσέγγιση του φιλμ νουάρ που έχει στο επίκεντρο ένα ζευγάρι εραστών που συναντιούνται κάθε Πέμπτη απόγευμα στο δωμάτιο ενός επαρχιακού ξενοδοχείου. Κάποια στιγμή ο άνδρας, τον οποίο υποδύεται ο ίδιος ο Αμαλρίκ, ανακρίνεται για ένα έγκλημα και το φιλμ παίρνει σιγά σιγά τις δύο διαστάσεις του: το καθαρά ψυχαγωγικό μονοπάτι του «βρες τον ένοχο», αλλά και μια πιο βαθιά ανθρωποκεντρική ματιά που εκτιμήθηκε και φεστιβαλικά μιας και το Μπλε Δωμάτιο συμμετείχε στο «Ένα Κάποιο Βλέμμα» του Φεστιβάλ Καννών. Ας δούμε τι λέει και ο ίδιος ο σκηνοθέτης…

Είναι το βάρος ή η αργή διαδικασία της κινηματογραφικής μεταφοράς που ετοιμάζεις στο Το Κόκκινο και το Μαύρο του Σταντάλ που επίσπευσαν τη δημιουργία του Μπλε ΔωματίουΌχι, είναι πραγματικά μόνο επειδή συνάντησα τον Πάολο Μπράνκο στο δρόμο κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας του Ρόμαν Πολάνσκι. Ο Πάολο –είναι σαν προφήτης– αισθάνθηκε πως θα χρειαζόμουν αιώνες για τον Στανταλ. Είναι βαθιά συγκινητικό όταν κάποιος σου λέει «Κάνε κάτι, γύρισε! Δεν θες να κάνεις κάτι μέσα σε τρεις βδομάδες;». Έψαξα, και εκεί ήταν, όλοι έχουμε ένα βιβλίο του Σιμενόν που βρήκαμε και διαβάσαμε μια μέρα στο εξοχικό του δεν-θυμόμαστε-καν-ποιου. Δεν γνωρίζω καν από πού προέρχεται αυτό το βιβλίο, από ποιον το έκλεψα. Είναι ένα βιβλίο που είχα ήδη χρησιμοποιήσει για το Τουρνέ Στο Παρίσι. Στο σενάριο, είχαμε ονομάσει την τελευταία σκηνή «το μπλε δωμάτιο», και εκεί ήταν: ένας άντρας και μια γυναίκα. Τι πραγματικά απομένει στη ζωή, πέρα από δυο κορμιά ενωμένα μεταξύ τους;

Πολύ γρήγορα, είπα στον εαυτό μου: σε τέσσερις εβδομάδες, αυτό, Το Μπλε Δωμάτιο, είναι κάτι που μπορώ να κάνω. Αποδείχθηκε πως τα δικαιώματα του βιβλίου ήταν διαθέσιμα, κάτι που με εξέπληξε πολύ. Υπάρχουν τόσοι πολλοί που θέλησαν να το μεταφέρουν στη μεγάλη οθόνη: Ο Μορίς Πιαλά πήγε πολύ μακριά με τη μεταφορά του, με τον Ζακ Φίσκι. Η Κατρίν Ντενέβ ήταν να το κάνει με τον Αντρέ Τεσινέ. Ο Ντεπαρτιέ ζήτησε από τον Σαμπρόλ να το σκεφτεί. Λέγεται ότι ακόμα και οι αδελφοί Νταρντέν…

Προκαλεί έκπληξη το ότι το Μπλε Δωμάτιο διαδέχεται το Τουρνέ στο Παρίσι. Θα φανταζόταν κανείς πως είναι ένας τρόπος να γυρίσεις την πλάτη σου στο «Τουρνέ» και να κάνεις ακριβώς το αντίθετο ενός σχεδόν Διονυσιακού έργου, που υπερασπίζεται την απελευθέρωση και την κίνηση… Δεν το έχω σκεφτεί καθόλου αυτό. Ήταν μάλλον ένα βιβλίο που με στοίχειωνε για πολύ καιρό, και γραμμένο από τον Σιμενόν, έναν τύπο που γράφει με ταχύτητα στο κόκκινο. Συνεπώς, με προσκαλούσε να γυρίσω κι εγώ γρήγορα την ταινία. Αυτό που επίσης με προσελκύει είναι το κράμα καυτού και ψυχρού, και το τι μπορεί να τρελάνει έναν άνδρα: μια δυσανάγνωστη γυναίκα! «Την παρεξήγησα για μια ψυχρή γυναίκα, μια ακατάδεχτη γυναίκα, ένα άγαλμα». Αντικρίζουμε εδώ την άβυσσο της σεξουαλικότητας και της έλξης, κάτι ανείπωτο. Αυτό που είναι συναρπαστικό με τον Σιμενόν είναι πως όλοι τον πιέζουν να το εκφράσει αυτό με λόγια.

Όταν έγραψε το μυθιστόρημα αυτό το 1963, στο Επαλίνζ της Ελβετίας, ο Σιμενόν βρισκόταν σε μια φάση μόνιμης αυτο-μαστίγωσης, του τύπου «Οι γυναίκες είναι μάγισσες, δεν έπρεπε να το είχα κάνει». Είναι ένα μυθιστόρημα τιμωρίας σχετικά με τη σεξουαλικότητα – ή σχετικά με τη δική του πληθωρική σεξουαλικότητα. Και με τη Στεφανί Κλεό –με την οποία διασκευάσαμε μαζί το μυθιστόρημα– προσπαθήσαμε να το σβήσουμε όσο μπορούσαμε. Συνέταξα μια λίστα αντίπαλων ταινιών, ταινιών που έπρεπε εν γνώση μου να απορρίψω, όποια κι αν ήταν η αξία τους. Το Ο Διάβολος Είναι Γυναίκα του Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ, για παράδειγμα: Δεν ήθελα η Εσθέρ να είναι μια βαμπ. Ήθελα να είναι απλά μια δυσανάγνωστη γυναίκα, εκ των προτέρων χωρίς όπλα αποπλάνησης. Επίσης, υπήρχε η απλή ευχαρίστηση του whodunit , του ποιος σκότωσε ποιον, ποιος είναι νεκρός. Με αυτή τη δομή να πηγαίνει προς τα πίσω.

Ακριβώς αυτή η πολύπλοκη αφηγηματική δομή, σαν μωσαϊκό, δεν μοιάζει να βοηθά τη δημιουργία μιας ταινίας σε σύντομο χρόνο, ιδιαίτερα στο στάδιο του μοντάζ. Στο στάδιο του σεναρίου, γραμμένου σε δύο στήλες, ήδη θέλαμε τον ήχο και την εικόνα να μάχονται το ένα το άλλο, κάτι που οδηγεί σε μια ιδιαίτερη αφηγηματική σύμβαση. Κατά συνέπεια, κατάφερα να έχω τον περισσότερο δυνατό χρόνο για μοντάζ. Το πρόγραμμα το επέτρεπε, αφού γυρίσαμε σε δύο φάσεις, τον Ιούλιο και τον Νοέμβριο, με τη δυνατότητα να ξεκινήσουμε να μοντάρουμε στο ενδιάμεσο. Πέρα απ’ αυτό, πραγματικά έπρεπε να δουλέψουμε ανάποδα, να επιμείνουμε στην προετοιμασία. Με ένα πραγματικό, πλήρες εγκληματικό ιστορικό, ενημερωμένο με τη βοήθεια ιατροδικαστικών επιστημόνων, σε σύγκριση με το τι μπορούσε να γίνει το 1963. Ήξερα πως θα ήταν μια σύντομη ταινία, του τύπου των B-movies, στο πνεύμα των ταινιών του Ζακ Τουρνέρ παραγωγής της RKO – συμπεριλαμβανομένης μιας ταινίας με τίτλο Μόλις Πέσει η Νύχτα. Το 4 Πτώματα Χωρίς Ένοχο του Ότο Πρέμινγκερ αποτέλεσε επίσης φάρο.

Σε ποιο σημείο προέκυψε η επιλογή του φορμά 1/33; Ένα φορμά που οι Αμερικανοί αποκαλούσαν κλασική αναλογία, το οποίο ήταν κάπως παρωχημένο προτού το αναβαθμίσουν ο Γκας Βαν Σαντ με τον Ελέφαντα και ο Γουές Άντερσον με το Ξενοδοχείο Grand Budapest… Μπήκε πολύ νωρίς, στις απαρχές της σύλληψης. Στο Μπλε Δωμάτιο ερχόμαστε αντιμέτωποι με μοναχικούς και συνεσταλμένους χαρακτήρες. Ήξερα πως δεν θα υπήρχαν κινήσεις κάμερας να δέσουν, να ενώσουν τους πρωταγωνιστές. Ακόμα και στις ερωτικές σκηνές, όπου εστιάζουμε περισσότερο σε αναμνήσεις παρά σε ξεκάθαρα αισθησιακά πράγματα, δεν υπάρχει αυτός ο αισθησιασμός, ούτε τα χάδια. Συνεπώς, αυτό δεν επιτρέπει δεξιοτεχνίες. Η χρήση του Πανοραμίκ δεν είναι κατάλληλη όταν κάτι είναι τόσο στατικό.

Δεν το χρησιμοποιούν όλοι γι’ αυτό το σκοπό, αλλά εδώ το 1/33 προορίζεται ως ένα φορμά που απομονώνει, που παγιδεύει; Με τον Κριστόφ Μποκαρνέ, τον Διευθυντή Φωτογραφίας, διερωτηθήκαμε, αφού είχαμε κάνει κάποιες δοκιμές, αν θα χρησιμοποιούσαμε Widescreen ή 1/33. Πολύ γρήγορα, το δεύτερο φορμά επιβλήθηκε από μόνο του. Ο Κριστόφ θεωρούσε πως καθάριζε το μάτι του. Ζούμε σε μια εποχή που τα πάντα είναι επιμηκυμένα – αρκεί μόνο να δούμε το μέγεθος των καρτ-ποστάλ που πουλάμε σήμερα. Συνεπώς, διαλέξαμε την αντίθετη άποψη. Και ο αισθησιασμός του Σινεμασκόπ δεν έμοιαζε να ταιριάζει σε αυτή τη σχέση. Αποφασίσαμε να εστιάσουμε σε στατικά πλάνα, αλλά χωρίς θρησκευτική ευλάβεια. Καμία αρμονία, μάλλον ταραχή. Κανένα επιδεικτικό στήσιμο, μόλις αρκετό για να ακολουθήσει μια ιστορία, στον πρώτο βαθμό.

Πράγματι, αισθανόμαστε μια άρνηση της δόξας που συνήθως συνοδεύει τα στατικά πλάνα. Συχνά, συσχετίζουμε τα στατικά πλάνα με τη διάρκεια, με το ρίσκο του εφησυχασμού ορισμένες φορές. Εδώ, τα πλάνα είναι ιδιαίτερα σύντομα, κοφτερά σαν μια λεπίδα… Αντίθετα, το πρώτο φιλί – το φθινόπωρο στο δάσος, συνοδεύεται από κίνηση της κάμερας και χρησιμοποιήθηκε για να σηματοδοτεί πως είμαστε στο λάθος σημείο, στο «δεν έπρεπε να το είχαν κάνει». Πέρα από αυτή τη σκηνή, η ιδέα ήταν πάντα να βαράμε το ίδιο καρφί, να επιμένουμε σε αυτό που κανείς δεν μπορεί να ονομάσει, ένα μη-μοιραζόμενο θαύμα, πέρα από τη ζωή, πέρα από τα πάντα, που είναι το μυστήριο της έλξης μεταξύ δύο σωμάτων, που ανήκει μοναχά σε δύο ανθρώπους. Προσπαθήσαμε να κάνουμε αυτή την έλξη να κακοφορμίσει με κάποιο τρόπο τον χαρακτήρα του δικαστή. Κάτι που με αγγίζει επίσης πολύ με τον Σιμενόν, είναι ότι όλοι είμαστε ίδιοι, κανείς δεν είναι ασφαλής, και νομίζω πως είναι πολύ τίμιο εκ μέρους του.

Η ιστορία έχει ένα πολύ σταθερό τέμπο, ιδιαίτερα σε ότι αφορά τις αποκαλύψεις. Όπως ξεφλουδίζουμε ένα κρεμμύδι, για να δανειστώ μια μεταφορά από τον Σιμενόν. Ωστόσο, οι αμφιβολίες παραμένουν: ποιος σκότωσε; Τίποτε δεν είναι σίγουρο, ακόμη κι αν είναι κατανοητό πως ο Ζουλιέν είναι πρωτίστως ένα πρόθυμο θύμα. Ήταν πιο ξεκάθαρο στο μυθιστόρημα; Πολύ λιγότερο. Στο μυθιστόρημα –που για ακόμη μια φορά πραγματικά βάζει την αυτομαστίγωση μπροστά– είναι όντως ένα πρόθυμο θύμα. Προσπαθήσαμε να το αφαιρέσουμε αυτό όσο ήταν δυνατόν. Ήθελα αυτή τη μόνιμη ευχαρίστηση της αμφιβολίας, πρώτα απ’ όλα γι’ αυτόν, έπειτα για το γεγονός ότι είναι πιθανόν να μην είναι ούτε κι εκείνη ένοχη. Με τον Σιμενόν, υπάρχει συχνά η ιδέα ότι οι εραστές θα είναι αθώοι. Σχετικά με τον ρόλο της μητέρας, επέμεινα λίγο, επανέλαβα μάλιστα κι ένα γύρισμα στο φαρμακείο. Μοντάροντας, ήμασταν υπερβολικά διακριτικοί σχετικά με τη μητέρα, και ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς τι περνάει από το μυαλό του Ζουλιέν όταν ακούει αυτή την «κοκκινομάλλα γυναίκα».

Γνωρίζατε ήδη, ενώ γράφατε το σενάριο με τη Στεφανί Κλεό, ότι οι ρόλοι της Εσθέρ και του Ζουλιέν θα είναι για σας τους δύο; Η Στεφανί διασκευάζει έργα για το θέατρο, δεν είναι καθόλου ηθοποιός, είναι μάλιστα το αντίθετο μιας ηθοποιού – το να την τραβάς φωτογραφία είναι ήδη μαρτύριο γι’ αυτήν. Και αυτό μου προξένησε ενδιαφέρον. Αυτή η γυναίκα, δεν γνωρίζουμε ποια είναι, ενσαρκώνει την απειλή του αγνώστου. Ερμηνεύοντας τον Ζουλιέν ο ίδιος, ήταν ενδιαφέρον για την επίσημη σύζυγό μου να είναι επίσης κανονική ηθοποιός. Αν και η ερωμένη είχε αναγνωρίσιμο πρόσωπο, θα προκαλούσε, όπως πάντα, μια αντιπαλότητα ανάμεσα στις δύο ηθοποιούς, κάτι που δεν ήθελα. Και υπάρχει και το παιχνίδι με το ζευγάρι: παίζουμε τους εραστές ενώ ζούμε μαζί εδώ και εννιά χρόνια – έχει να κάνει με το ανείπωτο ακόμη μια φορά.


Info: Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι, με τον Μπερτράν Λουτ, στις 8 Απριλίου του 2014. To Μπλε Δωμάτιο ανοίγει στις αίθουσες την Πέμπτη 16 Ιουλίου από την Weird Wave. Την ίδια ημέρα, την πρώτη προβολή της ταινίας στον κινηματογράφο Ριβιέρα (Βαλτετσίου 46, Εξάρχεια, 20.00) θα συνοδεύσει ειδική εκδήλωση, με τη συνεργασία των εκδόσεων Άγρα. Την ταινία θα προλογίσει ο κριτικός κινηματογράφου της εφημερίδας Το Βήμα, Γιάννης Ζουμπουλάκης, ενώ για το έργο του Ζωρζ Σιμενόν θα μιλήσουν ο εκδότης της Άγρας, Σταύρος Πετσόπουλος, και ο συγγραφέας Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης. Μπείτε στη σελίδα facebook της Popaganda για να κερδίσετε 10 διπλές προσκλήσεις για την προβολή.
POPAGANDA