Οι Μισητοί 8 (The Hateful Eight) *****
ΗΠΑ, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Quentin Tarantino
Πρωταγωνιστούν: Samuel L. Jackson, Kurt Russell, Amber Tamblyn
Διάρκεια: 167’
Ο Αμερικάνικος Εμφύλιος έχει μόλις τελειώσει και οι διαφορές μεταξύ των στρατοπέδων είναι ακόμα εμφανείς. Μια χιονοθύελλα αναγκάζει 8 διαφορετικούς μεταξύ τους ανθρώπους, με κοινό γνώμονα την αμφισβητήσιμη ηθική τους, να κλειστούν σε ένα πανδοχείο λίγο έξω από το Red Rock του Wyoming. Ανάμεσά τους βρίσκεται μια επικηρυγμένη εγκληματίας, λεία ενός κυνηγού κεφαλών. Μια σειρά από ερωτηματικά αρχίζουν να προκύπτουν όσο η νύχτα κυλά και οι αληθινές ταυτότητες των παρευρισκομένων ίσως να μην είναι αυτές που οι ίδιοι λένε. Ο Tarantino, χωρίς να φεύγει ολότελα από τα γνώριμα χαρακτηριστικά του, δοκιμάζει μια νέα φόρμουλα, η οποία θα διχάσει ενδεχομένως ακόμα και τους μεγαλύτερους οπαδούς του. Σε προσωπικό επίπεδο, επιτρέψτε μου να ομολογήσω πως, παρά τον αργό ρυθμό της, βρήκα το εγχείρημά του άκρως ενδιαφέρον και απόλαυσα κάθε δευτερόλεπτο.
Έχει φανατικούς οπαδούς, όπως και φανατισμένους εχθρούς που τον θεωρούν ατάλαντο κλέφτη. Είναι βαθιά «άρρωστος» με τον κινηματογράφο σε σημείο που πολλοί να τον θεωρούν λογοκλόπο και ουδέποτε αυθεντικό δημιουργό. Έχει βραβευτεί με Χρυσό Φοίνικα στο ίδιο φεστιβάλ το οποίο παρακαλά ανελλιπώς να του βγάλει πάσο απεριορίστων προβολών για να βλέπει όλες τις ταινίες που παίζονται σε αυτό. Το φετίχ του με τις γυναικείες πατούσες είναι γνωστό τοις πάσι και δε διστάζει να το υπενθυμίζει σε κάθε, σχεδόν, ταινία του. Ο Quentin Tarantino δεν είμαστε σίγουροι αν είναι ένας σκηνοθέτης με τη στενή έννοια του όρου, αλλά, πέρα από μια περσόνα που απασχολεί το κινηματογραφικό στερέωμα είναι ένας άρρωστος σινεφίλ. Ή ακόμα καλύτερα ένας άρρωστος σινεφίλ με κάμερα που δε διστάζει να «δένει» όλες του τις αγαπημένες ταινίες σε έναν καινούριο, γιγάντιο φόρο τιμής, παραμένοντας αυθεντικός.
Σκεφτείτε το, πλην των τόνων βίας, τραβηγμένων στα όρια διαλόγων και αθυροστομίας που γεμίζουν την κάθε ταινία του, πόσο βαθιά δείχνει να κατανοεί ό,τι έχει παρακολουθήσει, σε σημείο να ενσωματώνει τα αταίριαστα με ιδανικό τρόπο; Ως πρόσφατα παραδείγματα έχουμε το παντρολόγημα της Γέννησης ενός Έθνους (Birth Of A Nation) του D. W. Griffith και των 7 Σαμουράι του Kurosawa με την αγαπημένη του ταινία, το Battle Royale (ή έστω το Dies Irae από το Requiem του Verdi που είναι και το χαρακτηριστικό μουσικό κομμάτι της ταινίας) στο Django Unchained και το Θωρηκτό Ποτέμκιν με τον Σημαδεμένο στην προτελευταία σεκάνς των Άδωξων Μπάστερδων. Στα Kill Bill έδειξε την αγάπη του για τον ασιατικό κινηματογράφο, τα Shaw Studios και ανέστησε το μύθο της Lady Snowblood, δένοντάς τον με τα spaghetti western. Πειράματα σαν αυτά είναι που τον κρατούν ακόμα ενεργό, τα soundtracks του είναι must ενώ ο ρυθμός του είναι χαρακτηριστικός. Δεν είναι τυχαία κρεμασμένα σε τόσα φοιτητικά σπίτια πόστερ του Pulp Fiction, ούτε πως, ό,τι και να βγάλει στις αίθουσες θα έλξει αβίαστα το κοινό. Τώρα, όμως, που σπάει για λίγο τη φόρμα του, ή μάλλον γίνεται πιο συγκεκριμένος, τι θα γίνει;
Δεν είναι τυχαίο που Οι Μισητοί 8 έτυχαν χλιαρών αντιδράσεων από μεγάλη μερίδα κριτικών, όπως και από εξίσου μεγάλη μερίδα του κοινού του εξωτερικού. Αυτή του η ταινία, παρ’ ότι είναι πέρα για πέρα ταραντινική, είναι ταυτόχρονα και η λιγότερο χαρακτηριστική του. Το χιούμορ είναι αρκετά ριγμένο σε σχέση με τις προηγούμενες ταινίες του, οι διάλογοί του χτίζουν το μεγαλύτερο μέρος της τρίωρης ταινίας και η βία, αν και άπλετη όταν ξεσπά, αργεί να ενσωματωθεί οριστικά στην πλοκή. Αυτή τη φορά, προτιμά να τοποθετήσει τους χαρακτήρες του σε ένα πλαίσιο, το οποίο αποτελεί ένα πάντρεμα του γουέστερν με το whodunit. Να ρίξει τις ταχύτητες, χωρίς να αναπτύξει κανέναν χαρακτήρα. Και να προσπαθήσει να φανεί σοβαρότερος από ποτέ, περιορίζοντας το «φεύγα» της πλοκής του και βάζοντας τα μέρη του σε διαφορετική σειρά. Δεν πρόκειται να υπάρξουν διαλείμματα από τη φλυαρία για ισχυρές δόσεις αίματος με την ίδια συχνότητα όπως στον Django, ας πούμε. Αντιθέτως, αυτή θα έρθει στο τέλος, όταν το μεγαλύτερο μέρος των θεατών θα έχει βαρεθεί από τη γλιστρίδα που κατάπιαν οι χαρακτήρες. Και δεν είναι τυχαίο που πολλοί την είπαν βαρετή, αυτός ακριβώς είναι ο λόγος.
Ας το δούμε, ωστόσο, κι από την άλλη πλευρά. Πότε ο Tarantino είχε ολοκληρωμένους χαρακτήρες; Τολμώ να πω ποτέ. Ίσως η μόνη περίπτωση που μπόρεσε να αγγίξει την έννοια του πολυσχιδούς πρωταγωνιστή να ήταν η περίπτωση της Νύφης και κάποιων ακόμα χαρακτήρων στο Kill Bill. Και ο Django οριζόταν αποκλειστικά από το μίσος που τρέφει προς τον λευκό τύραννο και την αγάπη του για τη σύζυγό του. Αλλά αυτό ουδέποτε θεωρήθηκε ως μειονέκτημα, καθώς πάντα ήταν απολαυστικοί με τις διπολικές τους τάσεις. Και πότε δεν είχε ανούσια φλύαρους διαλόγους οι οποίοι και να έλειπαν καμία επίπτωση δε θα είχαν στην ίδια την πλοκή; Αλλά ξέρουμε καλά πως χωρίς την εισαγωγή με την «ανάλυση» του «Like A Virgin», το Reservoir Dogs δε θα ήταν το ίδιο. Έτσι, και εδώ είναι παρόντα αυτά τα στοιχεία, αλλά με τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνονται πιο εξόφθαλμα και σαφώς λιγότερο παραπλανητικά/αμελητέα. Και οι αναφορές μια χαρά παρούσες είναι. Από την ένδυση του Στρατηγού που φωνάζει El Topo μέχρι το κλείσιμο του στάβλου που αποτελεί σαφή απόηχο του Αλόγου του Τορίνο του Béla Tarr. Όσο για το ρυθμό του, αν αφεθεί κανείς στην «τεμπέλικη» πρώτη ώρα, θα καταλάβει στη συνέχεια πως καθόλου τυχαία δεν έχει τοποθετηθεί ή έστω περικοπεί. Ίδιας λογικής με όλες της προηγούμενες ταινίες του, δηλαδή. Άλλωστε ήταν ανέκαθεν ίδιον του Tarantino να μην πετά τίποτα στο μοντάζ και αυτός είναι ο βασικός, μάλλον, λόγος που αρκετοί τρέφουν δυσαρέσκεια προς τα καμώματά του.
Αν έχω, επιπλέον, να αναγνωρίσω κάτι ακόμα στον Tarantino, είναι η πλήρης άρνηση υποταγής σε οποιαδήποτε ψυχαναγκαστική (το τονίζω, ψυχαναγκαστική) πολιτική ορθότητα. Σε μια εποχή που το σινεμά αυτοπεριορίζεται από τον φόβο μην και δε φανεί αχρείαστα ανεκτικό προς τον οποιονδήποτε, ευνουχίζοντας την ουσία της αλογόκριτης τέχνης που δεν την απασχολεί μην τυχόν και προσβάλλει κάποιον, αυτός επιμένει να δείχνει κακοποίηση γυναικών και να βάζει τους χαρακτήρες του να αποκαλούν τους αφροαμερικάνους «αράπηδες», χωρίς να επικροτεί τίποτα από τα δύο, ούτε καταγγέλοντας με το δάχτυλο προτεταμένο τέτοιου είδους συμπεριφορές. Οι χαρακτήρες του ήταν, είναι και θα είναι γκρίζοι (προς το μαύρο) και δεν πρόκειται να αλλάξουν. Αν δηλαδή τους σβήσουμε από τον κινηματογράφο, θα πάψουν να υπάρχουν στην πραγματικότητα; Και κάτι ακόμα, η συνεργασία του με τον Morricone αποδεικνύεται ζωτικής σημασίας για το χτίσιμο της μυστηριώδους ατμόσφαιρας που χαρακτηρίζει τη συνέχεια, οδηγώντας την πλοκή σαν φυσικός αφηγητής.
Το ερώτημα είναι αν σας αρέσει ο Tarantino ή όχι. Προσοχή, με το αν σας αρέσει ο Tarantino δεν εννοώ να σας αρέσει ένας αριθμός ταινιών του, αλλά τα άπαντά του. Αν ναι, τότε είναι πολύ πιο πιθανό να αναγνωρίσετε το τι κάνει κι εδώ και να καταλάβετε γιατί ποιοτικά παραμένει σχεδόν σταθερός. Μπορεί, αντικειμενικά, να είναι η κατώτερη ταινία της φιλμογραφίας του, αλλά ακόμα και έτσι, καταφέρνει να δείξει το πηγαίο ταλέντο του παραμένοντας πιστός σε αυτά που τον ορίζουν, αν όχι σαν σκηνοθέτη, σίγουρα ως δημιουργό. Η επιφάνεια άλλαξε, οι ρίζες όχι.
Το Μεγάλο Σορτάρισμα (The Big Short) ***1/2**
ΗΠΑ, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Adam McKay
Πρωταγωνιστούν: Christian Bale, Steve Carell, Brad Pitt
Διάρκεια: 131’
Η οικονομική κρίση είναι προ των πυλών στην Αμερική αλλά κανείς δε δείχνει να το αντιλαμβάνεται ή να πιστεύει ότι η όλη κατάσταση με τα στεγαστικά δάνεια δεν οδηγεί στη ρήξη της φούσκας. Μερικοί οξυδερκείς στον τομέα των οικονομικών (και όχι απαραίτητα επαγγελματίες του κλάδου) άνθρωποι, όμως, προβλέπουν την κατακρήμνιση της οικονομίας και προσπαθούν να προειδοποιήσουν το τραπεζικό και το κτηματομεσιτικό σύστημα πως οι μέρες της αφθονίας τους είναι μετρημένες, αλλά οι φωνές τους δεν ακούγονται, κάτι που στη συνέχεια μπορεί να οδηγήσει τους πρωταγωνιστές στην επιβίωση εν μέσω της πλημμύρας.
Δεν είναι πως η σκηνοθεσία δεν κρατάει διαρκώς καθηλωμένο και «στην τσίτα» τον θεατή, ο οποίος αντιμετωπίζει την επερχόμενη καταστροφή σαν μετεωρίτη που ετοιμάζεται για την πρόσκρουση στη Γη. Ούτε και οι εξαιρετικές ερμηνείες του all-star cast, το οποίο μας συστήνεται με επιχειρήματα ως η «λίγκα» των τωρινών μεγάλων του αμερικάνικου κινηματογράφου. Άλλα είναι αυτά που μας κρατάνε από το να τη χαρακτηρίσουμε ως διαμάντι. Από τη μια, ο διαρκής βομβαρδισμός με οικονομικούς όρους και η βουτηγμένη στην αδρεναλίνη (σε ταινία με θέμα τα οικονομικά, κι όμως, γίνεται) σκηνοθεσία δεν καταφέρνει να αποτυπώσει καλά το περιεχόμενό της στο μυαλό του κοινού, όσο χιούμορ και μπρίο κι αν βάλει στο σύνολο της αφήγησης.
Ο συγκεκριμένος ρυθμός, πλην του καταιγισμού πληροφοριών, δε συμβάλλει στην πλήρη ανάπτυξη των (πολλών) χαρακτήρων που, ναι μεν έχουν ψωμί, αλλά δεν ακουμπάνε το ύψος που απαιτείται και, επιπλέον, κάνει το κοινό να δεχθεί πιο εύκολα το τελικό μήνυμα. Το οποίο δεν είναι άλλο από την εξύμνηση κάποιων ανθρώπων που τίποτα δεν έκαναν, ακόμα και μετά την καταστροφή για να καλύψουν το κενό που οι ίδιοι είχαν προβλέψει. Όσο και αν δεν παύει να είναι τέτοια η φύση του φιλμ, της κατάδειξης του «πατώ επί πτωμάτων» που θέλει τους ανθρώπους σαν πελάτες και τίποτα παραπάνω, θα το ήθελα πιο ανθρωποκεντρικό. Όχι πως δεν το θεώρησα δυνατό, αλλά απέχει από το να προταθεί με την ίδια άνεση που θα πρότεινα κάτι αντίστοιχο.
Η Ιστορία της Ναχίντ (Nahid) *****
Ιράν, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Ida Panahandeh
Πρωταγωνιστούν: Sareh Bayat, Pejman Bazeghi, Navid Mohammadzadeh
Διάρκεια: 105’
Η Nahid, μετά το διαζύγιο της, καταφέρνει να κερδίσει την κηδεμονία του παιδιού, αφού ο πρώην σύζυγός της, της την παραχωρεί. Με ένα όρο, όμως: να μην ξαναπαντρευτεί στη ζωή της. Η ζωή τα φέρνει έτσι, ωστόσο, που η Nahid γνωρίζεται με έναν νέο άνδρα. Η σχέση τους προχωρά και ο νέος μνηστήρας επιθυμεί τον γάμο. Ο διχασμός της Nahid θα είναι μεγάλος ως προς την πορεία που θα ακολουθήσει προκειμένου να κρατήσει τα αγαπημένα της άτομα κοντά της. Το ντεμπούτο της Ida Panahandeh μένει περισσότερο ως υπόσχεση μιας πιο ευφραδούς σκηνοθετικής συνέχειας που θα έχει βαθύτερο χαρακτήρα και μεγαλύτερη προσήλωση στο μήνυμα που επιθυμεί να κοινωνήσει. Γιατί αν και δεν τα πηγαίνει άσχημα, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που το μυαλό του θεατή χάνεται εν μέσω ενός σεναρίου που ξεφεύγει, ενώ υπάρχει η αίσθηση μη-γνώσης περικοπής των περιττών στοιχείων, έτσι που να επιβαρύνεται το τελικό αποτέλεσμα. Πάντως, είναι ευχάριστο να ξαναβλέπουμε την Sareh Bayat, η οποία μας είχε μαγέψει στο Ένας Χωρισμός.