Categories: ΣΙΝΕΜΑ

Πριν από το “Mother” του Αρονόφσκι, τί;

Η Δημιουργία με όρους σπλάτερ. Η Δημιουργία του κόσμου (ναι, όπως  περιγράφεται στη Βίβλο), η δικιά σου Δημιουργία και η δικιά μου Δημιουργία και η Δημιουργία του καλλιτέχνη, όλες αυτές οι δημιουργίες με όρους σπλάτερ. Α, και λίγο από τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία και λίγο από τη θέση της γυναίκας στη σχέση και μια πρέζα από την επιβολή του αρσενικού στο σύγχρονο κοινωνικό μοντέλο. Και για το τέλος μια γερή δόση από τη ματαιοδοξία του καλλιτέχνη. Όχι, δεν πρόκειται για τη συνταγή του μαγικού ζωμού της έβδομης τέχνης που θα κάνει το Δημιουργό του αθάνατο στο άπειρο του κινηματογράφου.

Πρόκειται για έναν αχταρμά που θα προδώσει έναν δημιουργό υπερφίαλο με ψευδαισθήσεις για τη δήθεν καλλιτεχνική του ιδιοφυΐα και θα σε κάνει να ξανακοιτάξεις τον πελώριο πράσινο κάδο σκουπιδιών και να αναρωτηθείς αν υπάρχει κανένας που θα κατάφερνε να βγάλει ένα έδεσμα λουκούλλειο μέσα από όλα εκείνα τα απομεινάρια. Όχι, ο Αρονόφσκι δεν είναι αυτός. Αντίθετα, σαν σπουργίτι τσιμπάει λίγο από εδώ και λίγο από εκεί για να δώσει μια ταινία που φλυαρεί ακατάπαυστα και σταματάει- επιτέλους- να μιλάει με ένα φινάλε που αφήνει το κορμί μουδιασμένο και τα χείλη σε παραλήρημα νευρικού γέλιου.

Αλλά, εντέλει, όλα αυτά είναι μόνο δική μου άποψη. Εγώ μπορεί να είδα μια ταινία γελοιωδώς μεγαλοπρεπή και ένα πελώριο καλλιτεχνικό εγώ, αλλά η τέχνη δεν είναι που αφήνει διαφορετικό ίχνος σε κάθε βλέμμα;

Η Δασκάλα του Πιάνου, 2001

Ένας κινηματογραφικός αιώνας που ξεκινάει με τη μεταφορά στη μεγάλη οθόνη του αριστουργηματικού μυθιστορήματος της Νομπελίστριας Ελφρίντε Γέλινεκ δε μπορεί παρά να ξεκινάει με τον καλύτερο τρόπο. Ο Χάνεκε θέτει στο κέντρο της δημιουργίας του τη «Γυναίκα» και παραδίδει ένα απόλυτα σύγχρονο φεμινιστικό μανιφέστο. Ακολουθεί σχεδόν πιστά τη Γέλινεκ για να διηγηθεί την ερωτική ιστορία μιας Δασκάλας του Πιάνο και ενός μαθητή της. Όταν όμως η Δασκάλα του Πιάνο ξεδιπλώνει ολόκληρη την καταπιεσμένη σεξουαλικότητα της και προσπαθεί να δείξει την αγάπη της με όρους σαδομαζοχισμού, τα πράγματα θα ξεφύγουν. Εδώ, με μια σειρά από σοκαριστικές εικόνες, ο Χάνεκε  κάνει στάχτη και μπούρμπερη ολόκληρο το μεσοαστικό μοντέλο μέσα από μία και μόνη «Δασκάλα του Πιάνου».  

Δίχασε γιατί: Οι λέξεις αγάπη με όρους σαδομαζοχισμού δεν αρκούν;

Dogville, 2003

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Η ιστορία μιας γυναίκας που τρέχει να ξεφύγει και πέφτει πάνω σε ένα χωριό που πάει να πλασαριστεί σαν το χαμένο «Παράδεισο». Ο «Παράδεισος» όμως υπάρχει μόνο στα μυαλά των αφελών και το χωριό γρήγορα μετατρέπεται σε «Κόλαση». Η γυναίκα κουβαλάει μυστικά και οι χωρικοί-κάτοικοι του πρώην παραδείσου θα δείξουν το χειρότερο τους πρόσωπο μόνο και μόνο για να κρατήσουν «ασφαλή» τη γυναίκα και τα μυστικά της. Ο Λαρς φον Τρίερ μισεί τις κινηματογραφικές συμβάσεις και εδώ τις κοντράρει με τον πλέον απροκάλυπτο τρόπο. Αν φαντάζεστε ένα χωριό μέσα στο πράσινο με ξύλινα σπιτάκια εν είδει μπανγκαλόου σε χιονοδρομικό κέντρο, πλανάστε.

Δίχασε γιατί: Ο Τρίερ επιλέγει να χτίσει ένα χωριό γεμάτο σπίτια και δρόμους σχεδιασμένα μόνο με κιμωλία για να αναγάγει τη λογική της κλειδαρότρυπας και το «δε με νοιάζει τι κάνει ο διπλανός μου»  σε ένα επίπεδο απόλυτα σύγχρονο και να υπερτονίσει με το δικό του τρόπο τη συλλογική ευθύνη. Αλλά είναι αρκετή όλη αυτή η κιμωλία ή ξεκλήρισε τόνους κιμωλίας για να χτίσει μια δήθεν ατμόσφαιρα που δεν ήρθε ποτέ;

Ρέκβιεμ Για Ένα Όνειρο, 2001

Αν ένα πράγμα ξέρει να κάνει τέλεια ο Αρονόφσκι, αυτό είναι να διχάζει το κοινό. Υποδέχτηκε το νέο αιώνα με το « Ρέκβιεμ για ένα Όνειρο» και παρέδωσε μια από τις πιο σκληρές ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου για να μιλήσει για τον κόσμο των ναρκωτικών. Η πνοή της ταινίας όμως δεν είναι τα «κακά» ναρκωτικά, είναι τα χαμένα όνειρα, ο εξευτελισμός και η κατάδυση στην παράνοια. Ο διδακτισμός, δε βγαίνει από πουθενά, όσο κι αν την «στύψεις» την ταινία.  Τα «κακά» ναρκωτικά είναι μόνο η αφορμή, η αιτία κρύβεται εκεί έξω σε μια κοινωνία που ξέρει μόνο να δημιουργεί ψεύτικα όνειρα, αλλά δε σου δίνει ποτέ τα μέσα να τα «φτάσεις».

Δίχασε γιατί: O Αρονόφσκι προσπαθεί εδώ να χτίσει ένα σύγχρονο ρεαλιστικό σουρεαλισμό. Ναι, οι λέξεις δεν ταιριάζουν μεταξύ τους. Και αυτό ακριβώς ήταν το πρόβλημα για πολλούς. Υπάρχουν ψυγεία που μιλάνε, τοίχοι που πέφτουν μόνοι τους και κάτι όργια που γίνονται για μία και μόνο δόση. Ο Αρονόφσκι θέλει εδώ να γίνει ένας σύγχρονος Μπουνιουέλ.  Για πολλούς η σύγκριση προκαλεί νευρικό γέλιο και για άλλους βαθιά ικανοποίηση για μια αριστουργηματική ταινία-κριτική σε ένα ολόκληρο κοινωνικό μοντέλο.

Brokeback Mountain, 2005

Σχεδόν ομόφωνα η κοινότητα των κριτικών μίλησε για ένα αριστούργημα και μια συγκινητική ερωτική ιστορία. Κι όμως ένας παθιασμένος έρωτας ανάμεσα σε δύο σύγχρονους καουμπόηδες δεν μπόρεσε εύκολα να βρει το χώρο να ανθίσει στις σύγχρονες ομοφοβικές κοινωνίες. Ο Λούκι Λουκ εξάλλου ήταν συμπαθής και αστείος καουμπόη πλην όμως αρρενωπός. Ένας μπρατσωμένος σύγχρονος «Λούκι Λουκ» δεν μπορεί να είναι γκέι. Και αν είναι γκέι, η πλειοψηφία των ανδρών εν έτει 2005 θα τον υποδεχτεί ως πούστη και η πλειοψηφία τον γυναικών θα φτύσει στον κόρφο της για να μη γίνει ο γιος ο δικός της πούστης.  Η αριστουργηματική φωτογραφία και η μοναδική υπόγεια ένταση μιας ερωτικής ιστορίας που δεν κατάφερε να φτουρήσει σε μία εποχή που δεν την άντεξε, πήγαν υπέρ πατρίδος στα στενά μυαλά των απανταχού συντηρητικών κοινωνιών του 2005. Ας, πιούμε τουλάχιστον στην υγειά ενός σκηνοθέτη που τόλμησε να προκαλέσει παγιωμένες αντιλήψεις.

Δίχασε γιατί: Οι επαναστάσεις στα μυαλά δε θέλουν όπλα, θέλουν καλλιτέχνες-επαναστάτες. Ο Ang Lee ήταν το πρώτο μεγάλο πυροτέχνημα. Ακολούθησαν πολλά και μαζί τους και μια ολόκληρη κοινωνία που αργά και σταθερά μαθαίνει πως είμαστε όλοι «παιδιά του ίδιου θεού».

Nymphomaniac, 2013

Και πάλι ο ίδιος γνώριμος των διχαστικών ταινιών, ο Λαρς φον Τρίερ. Το “Dogville” και οι προσφιλείς κιμωλίες μοιάζουν με παιδική χαρά μπροστά στο Nymphomaniac. Βέβαια, σχεδόν κάθε ταινία από καταβολής κινηματογράφου μοιάζει με παιδική χαρά μπροστά στην ιστορία της ζωής μιας νυμφομανούς, δια χειρός Λαρς Φον Τρίερ. Ο Τρίερ εδώ τα «βάζει όλα μέσα», ότι σεξουαλική διαστροφή μπορεί να φανταστούν αθώα και μη μυαλά, για να δημιουργήσει μια ταινία που δε σταματά να προκαλεί και ένα υπερθέαμα διαστροφών που καταλήγει πιο γκροτέσκο κι απ’ αυτό που φαντάζεστε.

Δίχασε γιατί: Οι βουλές του ποιητή Λαρς παραμένουν άγνωστες. Μερικοί συμπαθείς συμβολισμοί και μια σειρά αχαλίνωτης σεξουαλικότητας και διαστροφών. Προς τι όμως; Πρόκειται για κριτική σε κάποια πλευρά της κοινωνίας που -ομολογώ- δεν έχω ανακαλύψει ακόμα ή για ένα ημίτρελο –πλην ταλαντούχο- δημιουργό που εδώ έχασε το μέτρο;

Η Ζωή της Αντέλ, 2013

Είμαστε στο έτος 2013 και μερικές σύγχρονες μαμάδες δε φτύνουν στον κόρφο τους για να μη γίνουν οι γιοι τους γκέι. Και τότε έρχεται ο Kechiche και η ερωτική ιστορία μιας νεαρής μποέμ γυναίκας με μια 15χρονης. Φέρνει στο προσκήνιο όχι μόνο το θέμα του έρωτα μεταξύ γυναικών αλλά και την -πολυσυζητημένη και εν μέρει ταλαιπωρημένη στην Ελλάδα του 2017-εφηβική σεξουαλικότητα. Ο Kechiche δε δίνει απαντήσει ούτε οδηγίες για μεσοαστούς γονείς. Προκαλεί, όχι για να προκαλέσει αλλά για να μιλήσει για μια κοινωνία καταπίεσης και για πετσοκομμένα όνειρα.

Δίχασε γιατί: Δε θέλει πολύ για να σοκάρει ένας έρωτας μεταξύ γυναικών και δη όταν η μία εκ των δύο είναι έφηβη. Οι ερωτικές σκηνές είχαν ομολογουμένως παρατεταμένη διάρκεια και ανατριχιαστική για πολλούς λεπτομέρεια. Τόση λεπτομέρεια που ίσως και λίγο να αποπροσανατόλισε από ένα σενάριο που ήθελε να μιλήσει απλώς για έναν έρωτα που δε χώρεσε σε κοινωνικά κατεστημένα. Η μήπως όχι;

Σοφία Γουργουλιάνη