Υπήρχε, που λες, μία εποχή, όχι και τόσο παλιά, πέντε-έξι χρόνια πριν, ψέματα, μάλλον οχτώ ήταν, που στον άξονα που τέμνει την Αθηνάς και καταλήγει στο Σύνταγμα, χρειαζόσουν «λιγότερα από τα δάχτυλα των δύο χεριών», όπως λένε, για να μετρήσεις τα μπαρ της προκοπής (και όχι τα «μπαρ της συμφοράς» που έλεγαν οι Στέρεο Νόβα) και ανάμεσά τους υπήρχαν δύο που είχαν δημιουργήσει έναν μικρό άξονα μέσα στον άξονα, που ένωνε το ένα με το άλλο, το Pop στην Κλειτίου (που ήταν ήδη «θεσμός») και το Kinky στην Αβραμιώτου («ένα ξεχασμένο στενό δίπλα στο Μοναστηράκι», όπως γράφαμε τότε στα χάρτινα περιοδικά). Είχε πλάκα να βγαίνεις, ας πούμε, από το Pop, να κάνεις αριστερά στην Καλαμιώτου, μετά δεξιά στη Σκουζέ, να διασχίζεις την πλατεία Αγ. Ειρήνης πριν γίνει η «πλατεία Αγ.Ειρήνης» μέχρι την Αιόλου και μετά να προσπαθείς να ισορροπήσεις στο στενό πεζοδρόμιο της οδού Αγ.Ειρήνης (που είναι η προέκταση της Αθηναϊδος, που είναι η προέκταση της Περικλέους, που είναι η προέκταση της Καραγιώργη Σερβίας, σκέτη τρέλα δηλαδή) μέχρι να φτάσεις τελικά στην Αβραμιώτου.

Χωρίς να θέλω να ρομαντικοποιήσω τίποτα περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται, νομίζω ότι εκείνη ήταν η αρχή της καλύτερης περιόδου της αθηναϊκής νύχτας, αφενός γιατί (όσο τραβηγμένο κι αν ακούγεται) ήταν κάτι σαν το «άναμα του φυτιλιού» που θα οδηγούσε στη σημερινή πανσπερμία των λόκαλ μπαρ (ξέρεις, από αυτά που πετάγεσαι με τα πόδια από το σπίτι σου, πίνεις τρία καθαρά ποτά με 15 ευρώ, ακούς λίγο Smiths και Arcade Fire κι επιστρέφεις σαν κύριος στο κρεβάτι για να ξυπνήσεις το πρωί χωρίς hangover – λέμε τώρα), αφετέρου γιατί αν δεν είχε υπάρξει εκείνη η περίοδος (που προκάλεσε γρήγορα το μεγάλο «μπαμ» της Αβραμιώτου, με το άνοιγμα άλλων τεσσάρων εφαπτόμενων μπαρ που ευτυχώς και ευφυώς ενώθηκαν σε ένα) ίσως και να μην είχαμε αποκτήσει στο κέντρο αυτής της υπερβολικά κακοποιημένης και το σημαντικότερο κακοχαρακτηρισμένης πόλης μία διασταύρωση του παριζιάνικου Point Ephémère με το Circolo degli Artisti της Ρώμης, έναν πολυχώρο δηλαδή που μπορεί να χωράει στο πρόγραμμά του από gigs συγκροτημάτων «λίγο πριν γίνουν» μέχρι διήμερα techno όργια, ως επί το πλείστον δηλαδή events «ειδικού κοινού», χωρίς όμως σε καμία περίπτωση να κλείνεται στο καβούκι του, δημιουργώντας πλέον μια αίσθηση ότι υπήρχε από πάντα – όπως συμβαίνει με οτιδήποτε ποπ.

Τα λέω όλα αυτά, όχι για να πλέξω το εγκώμιο του six d.o.g.s. (το έχω γυρίσει στα «λόκαλ μπαρ», και το ντογκς δεν είναι το λόκαλ μου), αλλά γιατί σκέφτομαι ότι η πρώτη, πολυαναμενόμενη συναυλία των of Montreal στην Αθήνα (στις 16 Ιουλίου, με support τους αναστημένους My Wet Calvin!), δε θα μπορούσε «καρμικά» να γίνει πουθενά αλλού. Παρά μόνο σε αυτό το πάλαι ποτέ σκοτεινό στενάκι που πριν από χρόνια, κάποιος από όλους όσους παίζαμε μουσική εκεί, έβαλε για πρώτη φορά ένα τραγούδι που μόνο και μόνο για τη δωδεκάλεπτη διάρκειά του, θα έπρεπε εξ ορισμού να είναι το πιο βαρετό τραγούδι του κόσμου, έλα μου όμως που μας πυροβόλησε κατά ριπάς με στίχους που μιλούσαν για τον ιδεατό «κατεστραμμένο» έρωτα και με ήχους που μας έσερναν εκούσια σε ένα σχεδόν επικίνδυνα εξωσωματικό trance, από εκείνο το βράδυ λοιπόν, έστω και ανομολόγητα, κανείς μας δεν έχει πάψει να πιστεύει για το «The past is a grotesque animal» όχι μόνο ότι πρόκειται για ένα από τα καλύτερα είκοσι τραγούδια που έχει ακούσει μέχρι σήμερα, αλλά και ότι δύσκολα θα ακούσει κάποιο καλύτερο ή έστω κάτι εξίσου οριακό αύριο, μεθαύριο, βασικά στο διηνεκές. Κι αν ο Kevin Barnes κάνει την υπέρβαση και το παίξει ζωντανά; Ούτε οι εραστές δε θα μείνουν ζωντανοί. Το υπογράφω.

Αν θες τη γνώμη μου, αυτό που χαρακτηρίζει την «υπόθεση Of Montreal» περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, είναι το έντονο κοντράστ ανάμεσα στους βαθιά προσωπικούς, εξομολογητικούς στίχους και τη μουσική που είναι εξώφθαλμα εξωστρεφής και συχνά πυκνά ματζόρε. Προσπαθείς συνειδητά να ισοφαρίζεις το ένα με το άλλο; Αυτό που κάνω τις περισσότερες φορές είναι να προσπαθώ να γράφω μουσική που μου φτιάχνει τη διάθεση, που με κάνει να νιώθω χαρούμενος, γιατί συχνά παλεύω με ζητήματα συναισθηματικής φύσεως, με την κατάθλιψη, τέτοια πράγματα. Είναι ο δικός μου τρόπος να ξεπερνάω τον εαυτό μου και να νιώθω καλά σε σχέση με το ότι είμαι ζωντανός σε αυτόν τον κόσμο. Οι στίχοι, από την άλλη μεριά, έχουν να κάνουν πολύ περισσότερο με όλα όσα συμβαίνουν μέσα μου, οπότε το τελικό αποτέλεσμα είναι κάτι σαν μάχη ανάμεσα σε αυτό που μου συμβαίνει στην πραγματικότητα και σε αυτό που θα ήθελα να μου συμβαίνει.

Σου πήρε περίπου μία δεκαετία να μέχρι να κυκλοφορήσεις τον δίσκο που μέχρι σήμερα εξακολουθεί να θεωρείται το magnum opus των Of Montreal. Πόσο διαφορετικά πιστεύεις ότι θα είχαν εξελιχθεί τα πράγματα για σένα ως μουσικό αλλά και ως προσωπικότητα, αν είχες συναντήσει την επιτυχία του Hissing Fauna, Are You The Destroyer? στην αρχή της πορείας σου; Το ότι με ήξερε τόσο λίγος κόσμος για τόσο πολύ καιρό, με βοήθησε να αναπτύξω ένα πολύ προσγειωμένο τρόπο σκέψης σε ό,τι έχει να κάνει με τη δουλειά μου. Όταν ξεκινούσα, η όλη δημιουργία των δίσκων ήταν για μένα μία εντελώς αγνή υπόθεση, μου αρκούσε που ήθελα εγώ να τους φτιάξω, δε με απασχολούσε που δε νοιαζόταν κανείς άλλος. Έγραφα μουσική μόνο για μένα, για την ικανοποίηση που έπαιρνα σε προσωπικό επίπεδο. Δεν υπήρχε καμία εμπορική διάσταση σε ό,τι έκανα. Οπότε όταν ήρθε τελικά η επιτυχία, όσο μεγάλη κι αν ήταν – που δεν ήταν πια και τόσο μεγάλη όσο νομίζουν ορισμένοι – δεν έπαιξε κανένα ρόλο στον τρόπο που αντιλαμβανόμουν αυτό που έκανα. Πάντως, κατά κανόνα η επιτυχία δεν κάνει καλό στους καλλιτέχνες – ειδικά αν έρθει νωρίς. Γιατί μπορεί να εθιστείς και να επαλαμβάνεις συνέχεια μία σίγουρη συνταγή για να γίνεσαι αρεστός στα μεγάλα ακροατήρια. Μόνο όταν κανείς δε νοιάζεται για σένα, μπορείς να είσαι αυθεντικά πρωτοποριακός.

Τα τελευταία 17 χρόνια που οι Of Montreal ηχογραφούν και περιοδεύουν, όλοι έχουμε δει τη βιομηχανία του θεάματος να αλλάζει με περισσότερους τρόπους και με μεγαλύτερη ταχύτητα από ποτέ. Εσύ ως ενεργός καλλιτέχνης το έζησες όλο αυτό «από μέσα». Ήταν και συνεχίζει να είναι τρομακτική εμπειρία; Ενστικτωδώς θα σου έλεγα ότι εμένα μου έχει φανεί διασκεδαστική, αλλά ξέρω ότι δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα. Πλέον κανείς δεν περιμένει να πουλήσει δίσκους, ακριβώς γιατί ξέρουμε ότι ελάχιστοι πια αγοράζουν μουσική, οι περισσότεροι απλώς τους κλέβουν. Έτσι είναι και φαίνεται ότι δε μπορούμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό. Από την άλλη νιώθω ότι υπάρχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τη μουσική σήμερα. Πολλοί περισσότεροι, ας πούμε, γράφουν για τη μουσική, ακριβώς γιατί πολλοί περισσότεροι είναι οι άνθρωποι που γράφουν μουσική.

Παρ’ όλα αυτά πόσο περίεργο φαίνεται σε κάποιον που είναι εμφανώς επηρεασμένος από την κουλτούρα των 70s, το να βλέπει στις συναυλίες του να χοροπηδάνε παιδιά που δεν τους καίγεται καρφί όχι απλώς να αποκτήσουν τον δίσκο σου σε κάποιο φυσικό φορμά, αλλά πλέον με το Spotify να βαριούνται ακόμη και να τον «κατεβάσουν»; Τι να σου πω, όταν κοιτάζω το κοινό δε μπορώ να ξέρω τι έχει κάνει ο καθένας πριν έρθει στη συναυλία. Το ότι κάποιος βρίσκεται εκεί, το ότι ενδιαφέρεται αρκετά για τη μουσική μου ώστε να αφήσει το σπίτι του και να έρθει στη συναυλία μου, τον κάνει αμέσως πιο συμπαθητικό, τουλάχιστον στο δικό μου το μυαλό.

Δεν έχω έρθει ποτέ στην Ελλάδα. Θα ζήσουμε μερικές πολύ έντονες, «ανθεμικές» στιγμές…

Στο δικό σου το μυαλό, λοιπόν, δεν υπάρχει καθόλου η σκέψη του «ιδεατού ακροατή» όταν γράφεις τα τραγούδια σου; Με τον αδερφό μου, τον David, έχουμε πολύ στενή σχέση. Ανέκαθεν με στήριζε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, οπότε κάποιες φορές αυτόν σκέφτομαι όταν γράφω, προσπαθώ να δημιουργήσω κάτι που θα του φανεί ενδιαφέρον. Γενικά, όμως, όταν δουλεύω προσπαθώ να ζω σε μία «φούσκα» και να μη σκέφτομαι τον κόσμο έξω από αυτή. Να μη σκέφτομαι ούτε το κοινό ούτε τους κριτικούς.

Δεν έχεις την παραμικρή αγωνία για το πως θα αντιμετωπίσουν την όποια δουλειά ετοιμάζεις; Όχι όταν είμαι στο στούντιο. Μετά, βέβαια, μπαίνει στο παιχνίδι η δισκογραφική και τα υπόλοιπα κομμάτια της αλυσίδας. Φυσικά έχω λίγο άγχος και θέλω οι δίσκοι μου να είναι αρκετά καλοί, να αρέσουν στον κόσμο. Αλλά δεν χάνω τον ύπνο μου.

Πόσο συχνά γκουγκλάρεις τον εαυτό σου ή τους τίτλους των δίσκων σου; Με τα χρόνια έχω καταλάβει πως όταν κάποιος λέει κάτι αρνητικό για σένα, μπορεί να σε πληγώσει πολύ. Από την άλλη, όταν πει κάτι θετικό, η χαρά είναι πολύ παροδική, δε δίνεις σημασία. Οπότε αποφεύγω να βάλω τον εαυτό μου σε αυτή τη διαδικασία. Είναι μεγάλο το ρίσκο, όπως καταλαβαίνεις.

Εφόσον τα τραγούδια σου είναι τόσο βιωματικά, νιώθεις κάπως αμήχανα όταν ακούς ένα τραγούδι που έγραψες πριν από πέντε ή δέκα χρόνια; Είναι λίγο σαν τα ημερολόγια που κρατούσαμε πιτσιρικάδες και κοιτάζοντας τα μεγάλοι καταλαβαίνουμε ότι όσα γράφαμε κάθε άλλο παρά σπουδαία αριστουργήματα ήταν; Δεν έχω τέτοια ζητήματα. Αν αυτό που έχω γράψει είναι ειλικρινές, μπορώ για πάντα να κατανοήσω το συναισθηματικό του έρμα, ακόμη και αν το έχω ξεπεράσει. Υπάρχουν όμως κάποια τραγούδια μου με τα οποία νιώθω πια μια απόσταση. Όχι γιατί ντρέπομαι ακούγοντάς τα, αλλά γιατί ξέρω ότι θα μπορούσε να είχα κάνει καλύτερη δουλειά για να εκφράσω αυτό που είχα στο μυαλό μου όταν τα έγραφα.

Φαντάζομαι ότι θα είναι πολύ απελευθερωτικό να γράφεις ένα τραγούδι για να βγάλεις από μέσα σου κάτι σημαντικό, ίσως και κάτι που σε έχει πληγώσει, από μέσα σου. Σου τη δίνει ποτέ στα νεύρα που πρέπει να το παίζεις ξανά και ξανά στις συναυλίες και μέσω αυτού να ξαναζείς μια τραυματική εμπειρία; Δεν «πρέπει» να κάνω οτιδήποτε. Αν ένα τραγούδι με ενοχλεί, κανείς δε μπορεί να με αναγκάσει να το παίξω. Υπάρχουν τραγούδια μου που κουβαλάνε ένα δυσοίωνο κλίμα, που με βοήθησαν, ας πούμε, να ξεπεράσω μία δύσκολη σχέση ή ένα ζόρικο χωρισμό, που λειτούργησαν θεραπευτικά. Σαν το «Imbecile Rages» από τον τελευταίο δίσκο. Χαίρομαι που το έγραψα, αλλά δε μου δίνει καμία ευχαρίστηση να το παίζω. Δε θέλω να επαναλαμβάνω τους στίχους, καταλαβαίνεις.

Σχετικά με την «κονσεπτική» σχέση του τελευταίου σου δίσκου (Lousy With Sylvianbriar) με τη Sylvia Plath, δήλωσες κάπου ότι κατά κανόνα σε μαγνητίζουν οι έντονοι, συναισθηματικοί καλλιτέχνες. Σου έχει τύχει ποτέ να γνωρίσεις κάποιον τέτοιο άνθρωπο, που σεβόσουν, που να αποδείχτηκε ολίγον ένας χαρωπός κόπανος; Χα! Δεν έχω γνωρίσει και τόσους πολλούς διάσημους. Ο πιο γνωστός ήταν ο Prince, που μου φάνηκε μια χαρά τύπος. Στους περισσότερους φαίνεται ψιλομαλάκας, απ’ όσο έχω ακούσει. Δεν ξέρω τι λέει όλο αυτό για μένα.

Ποιο είναι το πιο συνηθισμένο λάθος που κάνουν για σένα άνθρωποι που σε ξέρουν αλλά και εκείνοι που νομίζουν ότι σε ξέρουν μόνο και μόνο γιατί έχουν αγοράσει έναν-δυο δίσκους σου; Νομίζω ότι έχω τη φήμη του ηδονιστή, του εξωστρεφή και του πολύ ερωτικού τύπου, μόνο και μόνο εξαιτίας όσων κάνω πάνω στη σκηνή. Στην πραγματικότητα, όμως, είμαι πολύ πιο ντροπαλός και απόμακρος απ’ όσο φαντάζεται ο κόσμος.

Όταν δεν είσαι στο δρόμο πως σκοτώνεις την ώρα σου; Αράζω, σκέφτομαι, βγάζω βόλτα τον σκύλο μου. Και πολύ daydreaming, φίλε μου.

Αυτό που κάνω τις περισσότερες φορές είναι να προσπαθώ να γράφω μουσική που μου φτιάχνει τη διάθεση, που με κάνει να νιώθω χαρούμενος, γιατί συχνά παλεύω με ζητήματα συναισθηματικής φύσεως, με την κατάθλιψη, τέτοια πράγματα.

Έχεις μετανιώσει ποτέ που είσαι μουσικός και δε ζεις σαν φυσιολογικός άνθρωπος της διπλανής πόρτας; Όχι, γιατί νομίζω ότι η ζωή μου έχει εξελιχθεί με έναν πολύ φυσικό τρόπο και με οδήγησε εδώ που είμαι τώρα. Δε μπορώ να φανταστώ κάποιον άλλο τρόπο ζωής που θα ήθελα να ακολουθήσω. Είμαι πολύ ικανοποιημένος. Ίσως περισσότερο απ’ όσο θα ήθελα.

Ξέρεις, έχω στο μυαλό μου αρκετούς εδώ στην Αθήνα που θυμούνται ακριβώς που ήταν και τι έπιναν τη στιγμή που άκουσαν το «The Past Is A Grotesque Animal». Είναι σπουδαίο να ξέρεις ότι κάτι που έχεις δημιουργήσει, σημαίνει τόσα πολλά για κάποιους που ίσως και να μην συναντήσεις ποτέ. Δεν έχω έρθει ποτέ στην Ελλάδα, οπότε να ξέρεις ότι θα ζήσουμε μερικές πολύ έντονες, «ανθεμικές» στιγμές…

Τετάρτη 16 Ιουλίου. Οι πόρτες ανοίγουν στις 21.00. Προπώληση: 25€ + Ταμείο: 28€. Προπώληση:  http://www.viva.gr/tickets/music/of-montreal-six-dogs/στα καταστήματα Ιανός, Public, Παπασωτηρίου και Seven Spots, καθώς και στο 11876.

Θεοδόσης Μίχος

Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στο κέντρο της Αθήνας από το 1998. Εργάζεται ως δημοσιογράφος (είναι συνιδρυτής της Popaganda) και ραδιοφωνικός παραγωγός (καθημερινά 8-10πμ στον Best 92.6). Είναι συγγραφέας των βιβλίων Κράτα το σόου (2016) και Η Αλκμήνη και οι άλλοι (2020).

Share
Published by
Θεοδόσης Μίχος