Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Esquire το 2010. Αναδημοσιεύεται σήμερα γιατί, εντελώς συμπτωματικά, δέκα χρόνια μετά από το εκκωφαντικό sold-out της Μόνικα εκείνο το καλοκαίρι στο Λυκαβηττό, η τραγουδοποιός συζητήθηκε έντονα και φέτος με αφορμή τη μεγάλη συναυλία της στο Ηρώδειο.

Όταν αποφάσισα ότι θα κάνω ό,τι γουστάρω κι ας μην αρέσει σε κανέναν, άνοιξε μια μεγάλη πόρτα μπροστά μου.

Είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει κάποιος που σε εμπιστεύεται και δέχεται να επενδύσει ό,τι χρειάζεται για να κάνεις πράξη αυτό που έχεις στο μυαλό σου.

Δεν υπάρχει «τελειώνω ένα κομμάτι», υπάρχει «εγκαταλείπω ένα κομμάτι». Ναι, ακόμα το πιστεύω. Εάν άφηνες έναν μουσικό σ’ ένα στούντιο και του έλεγες ότι έχει μόνο ένα κομμάτι να δουλέψει, νομίζω θα μπορούσε να περάσει χρόνια πειραματιζόμενος με αυτό.

Από τότε που εμφανίστηκα για πρώτη φορά στο Μικρό Μουσικό Θέατρο, μετά στην πλατεία Κλαυθμώνος και κατόπιν με τους Calexico, πέρασαν έξι μήνες που προσπαθούσα να καταλάβω αν πραγματικά ήθελα να βγάλω δίσκο.

Το Avatar, αν θέλεις, ήταν ένα μήνυμα αγάπης προς κάποιον. Το Exit ήταν η δική μου απελευθέρωση. Το χάρηκα όσο τίποτε άλλο.

Ε, και τι έγινε που κάποιοι από τους «μυημένους» ενοχλήθηκαν επειδή ξέρω ‘γω η Βίσση ήρθε στη συναυλία μου; Έλα μωρέ, τίποτα δεν είναι κακό απ’ όλα αυτά. Αν αρχίσω να επηρεάζομαι απ’ όλα αυτά καλύτερα να μη ξαναπιάσω κιθάρα στα χέρια μου γιατί μόνο ψεύτικο θα είναι ό,τι γράψω.

Από τη στιγμή που κάνεις κάτι που σε εκθέτει στο κοινό αυτόματα τοποθετείς τον εαυτό σου πάνω σε μια ζυγαριά. Μία από ‘δω, μία απο ‘κει, προσέχοντας να μη πέσεις και σπάσεις τίποτα.

Μεγαλώνοντας νιώθω ότι δεν θέλω να επιτρέπω καταστάσεις που με στενοχωρούν. Όταν έγραφα τον πρώτο μου δίσκο ήταν μία περίοδος που θα έλεγε κανείς ότι σχεδόν επιδίωκα να είμαι στενοχωρημένη. Τώρα μ’ αρέσουν όλα γύρω μου και μετά από περίοδο «βουτιάς σε μία γυάλα», βιώνω πολύ έντονα τις ευχάριστες πλευρές της πραγματικότητας.

Αγαπάω τόσο πολύ τη μουσική που μου φαίνεται αδιανόητο να σταματήσω να την υπηρετώ.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Σε δέκα χρόνια από τώρα θα κάθομαι με τον άντρα μου και τα παιδιά μου στη βεράντα μας να παίρνουμε πρωινό ακούγοντας Beach House.

Αυτό που θέλω εγώ από τους δίσκους μου είναι να κρατήσουν λίγο σε βάθος χρόνου. Να μην είναι απλά μία φούσκα. Να τους ακούσει κάποιος μετά από χρόνια και να του αρέσουν. Αλλά δεν έχω και προσδοκίες. Είναι σα να ντύνεσαι να πας κάπου και να τους ρωτάς όλους «είμαι ωραία απόψε;». Ε, λοιπόν, εμένα δε με νοιάζει. Έτσι «ντύθηκα».

Θυμάμαι όταν έκανα ραντεβού για να υπογράψω σε μία μεγάλη δισκογραφική μου είχαν πει: «Τ πρώτο πράγμα που θα κάνουμε είναι να βγάλουμε τα τραγούδια σου σε ringtones». Μα, ταιριάζουν τα δικά μου τραγούδια για ringtones;! Καμία επαφή.

Νομίζω ότι με μία κίνηση σαν των Raining Pleasure και των Matisse που έχουν εμφανιστεί στις ζωντανές μεταδόσεις μεγάλων talent shows, θα κερδίσεις κάτι και θα χάσεις κάτι άλλο. Δηλαδή το ισοζύγιο είναι πάλι μηδενικό. Οπότε γιατί να μπεις στην όλη διαδικασία;

Αυτό το έχω από πολύ μικρή: Μία διαρκή ανησυχία να προτείνω κάτι, να κάνω κάτι για να περάσουν όλοι καλά. Από την άλλη, όταν είσαι σε ένα τέτοιο φόρτο προσφοράς όλη μέρα, όταν επιστρέφεις σπίτι, βγαίνει το άλλο άκρο. Θέλω να ηρεμήσω, να προβληματιστώ, να σκεφτώ.

Ελάχιστες φορές νιώθω τόσο όμορφα όσο όταν παίζω μόνη μου το πιάνο στο σπίτι.

Κανένας δε μπορέσει ποτέ να καταλάβει γιατί έγραψα εγώ το κάθε τραγούδι. Όχι ότι γράφω πια και κάτι τόσο σπουδαίο. Αλλά για να καταλάβει κανείς, πρέπει να του εξηγήσω με λεπτομέρειες.

Θυμάμαι όταν διαβάζαμε ποίηση στο σχολείο και έλεγε κάπου ο Σεφέρης ξέρω ‘γω «έβαλε ένα κίτρινο τριαντάφυλλο». Και καθόμασταν και εξηγούσαμε ότι διάλεξε το κίτρινο χρώμα γιατί είναι το χρώμα του μίσους και άλλα τέτοια. Αλλά τελικά πόσο νόημα έχει να κάνεις τέτοιες αναλύσεις; Αφού μόνο ο δημιουργός ξέρει την αλήθεια του έργου του.

Τη συναυλία στο Λυκαβηττό την είχα φανταστεί σαν μια απλή βραδιά με κάποιους φίλους. Εάν δημιουργούσα στο μυαλό μου τη προσδοκία ενός “μεγάλου λάιβ” ήξερα οτι θα αγχωνόμουν και στο τέλος δε θα το απολάμβανα. Όταν άνοιξα τα μάτια μου στη δεύτερη στροφή του Exit είπα απο μέσα μου: «Ωχ, ήρθαν όλοι… Τί κάνουμε τώρα;»

Στο τελευταίο χειροκρότημα, όταν άνοιξαν τα φώτα, είχα την τύχη να αντικρίσω με ορθάνοιχτα μάτια μια απ’τις ωραιότερες εικόνες της ζωής μου. Αυτό που σκέφτηκα ήταν: «Γιατί κράτησε μόνο μια στιγμή;»

Η ζωή στην Αθήνα είναι ένας παράνομος έρωτας. Ονειρεύεσαι ένα ωραίο μέλλον μαζί της που δε πρόκειται ποτέ να ζήσεις και ταυτόχρονα δε μπορείς να σταματήσεις να ελπίζεις. Ο καθένας με τη τρέλα του σ’ αυτή τη πόλη και όλοι μαζί αγαπημένοι.

Ο χρόνος διαστέλλεται ή συστέλλεται ανάλογα με τη διάθεσή μας. Η ζωή όπως και να ‘χει, είναι ωραία.

Έχω ένα μεγάλο πρόβλημα. Συνέχεια σκέφτομαι.

Το ελληνόφωνο άλμπουμ της «Ο κήπος είναι ανθηρός» κυκλοφορεί από την Panik Oxygen.
Θεοδόσης Μίχος

Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στο κέντρο της Αθήνας από το 1998. Εργάζεται ως δημοσιογράφος (είναι συνιδρυτής της Popaganda) και ραδιοφωνικός παραγωγός (καθημερινά 8-10πμ στον Best 92.6). Είναι συγγραφέας των βιβλίων Κράτα το σόου (2016) και Η Αλκμήνη και οι άλλοι (2020).

Share
Published by
Θεοδόσης Μίχος