Η μυθιστορηματική ζωή του Πάτρικ Λη Φέρμορ

Η συζήτηση με τη συγγραφέα και βιογράφο Άρτεμις Κούπερ για τον παθιασμένο, μποέμ φιλέλληνα «Πάντυ», τον ταξιδιωτικό συγγραφέα που γνώρισε σε βάθος την ιστορία, τα έθιμα, τις διαλέκτους και τη λογοτεχνία μιας αλλοτινής Ελλάδας, μένοντας τα τελευταία 25 χρόνια της ζωής του στην Καρδαμύλη, είναι μια πρόκληση. Κι αυτό, γιατί δεν γνωρίζουμε ακριβώς αν ο Πάτρικ Λη Φέρμορ μπορεί να ταυτιστεί  απόλυτα με φιγούρες όπως ο Λόρδος Βύρων, ο Ζορμπάς ή ο Οδυσσέας. Όμως, αυτό που σίγουρα μένει στο νου είναι τα ενθουσιώδη ψήγματα από έναν υπέροχα ελεύθερο, περιπετειώδη και γοητευτικό βίο με μια θεσπέσια εμμονή: την επιστροφή στην Ελλάδα. Άλλωστε, τον νόστο ενός βρετανού για την «πνευματική» του πατρίδα μετέφερε η Κούπερ στην ομιλία της, που έλαβε χώρα το ίδιο βράδυ μετά τη συνάντησή μας στο Μουσείο Μπενάκη: «Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ ζούσε στην Ελλάδα και έγραφε γι’ αυτήν για περισσότερο από σαράντα χρόνια. Παρ’ όλα αυτά παρέμενε αναμφισβήτητα Βρετανός. Και μπορεί να μιλούσε ελληνικά γρήγορα και με άνεση, αλλά διατηρούσε πάντα μία ευδιάκριτη βρετανική προφορά. Δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς αγγλικό τσάι, σκοτσέζικο ουίσκι και την εφημερίδα του, τους Times του Λονδίνου. Κι όμως ήταν πιο ευτυχισμένος εδώ από οπουδήποτε αλλού. Ήταν πιο ήρεμος, ένιωθε πλήρης εδώ, ήταν πιο ζωντανός όταν ήταν στην Ελλάδα. Μια ωραία καλοκαιρινή μέρα στην Αγγλία ο Πάντι είπε σε έναν φίλο του πόσο του έλειπε η Ελλάδα. “Αυτός εδώ δεν είναι ο κόσμος μου, είναι σαν να ζω στην καρδιά ενός μαρουλιού” είχε γράψει για την Αγγλία. “Εγώ χρειάζομαι καυτές πέτρες κι αγκάθια, λιόδεντρα και φραγκόσυκα”.»

Πώς ξεκίνησε η φιλία σας με τον Πάντυ; Τον συνάντησα όταν ήμουν 17 χρονών στις Σπέτσες, στο σπίτι της γιαγιάς μου. Ήταν φίλος των γονιών μου και είχε προσκληθεί εκεί μαζί με άλλους στις διακοπές. Έκανε την εμφάνισή του μαζί με ένα τόσο γλυκό σκυλάκι! Εκεί ήταν που συνειδητοποίησα σιγά-σιγά τι απίθανος τύπος ήταν. Πάντα, με το που τον έβλεπες σε παρέσυρε με τον ακόρεστο ενθουσιασμό του να κάνεις κάτι δημιουργικό και περιπετειώδες. Έπαιρνες μεγάλη χαρά από την συναναστροφή μαζί του. Ας πούμε, συνήθως κατέβαινε στο λιμάνι και καθόταν δίπλα σε έναν γέρο που έβρισκε να ρουφάει το ουζάκι του σε μια γωνιά με το ένα δόντι που του είχε απομείνει. Ο Πάντυ θα του έπιανε την κουβέντα, μάλλον για κάτι σχετικό με τον πόλεμο και καθώς η συζήτηση εκτεινόταν, θα εμφανίζονταν και άλλοι ηλικιωμένοι, ξεπροβάλλοντας από τις γύρω γωνίες, οι οποίοι κολλούσαν και αυτοί στη συντροφιά. Η ομήγυρις τότε μετατρεπόταν σε πάρτυ, γιατί άξαφνα από το πουθενά εμφανιζόταν ένα μπουζούκι, ένα ακορντεόν και μια κιθάρα. Τότε ο Πάντυ άρχιζε να τραγουδά και να χορεύει. Χόρευε πάρα πολύ ωραία, παρέα με τους γέροντες φυσικά και τον θαύμαζα γι’αυτό—εγώ είμαι πολύ άχαρη χορεύτρια! Μάλιστα, μόλις είχε βγει η ταινία με τον Ζορμπά και εγώ, όπως και πολλοί άλλοι, είχα κατενθουσιαστεί. Έτσι νεαρή και ρομαντική που ήμουν αισθανόμουν σαν να ζούσα την ταινία. Όταν μετά από καιρό τον επισκέφθηκα στην Καρδαμύλη για το βιβλίο μου σχετικά με το Κάιρο στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο με βοήθησε πάρα πολύ και ήταν τρομερά καλός μαζί μου. Μάλιστα, όχι μόνο μου είπε ένα σωρό εκπληκτικές ιστορίες για τότε, αλλά άνοιξε την ατζέντα του και μου έδωσε τις επαφές που είχε εκεί. Μετά από αυτή την έρευνα και όταν πλέον ήρθε η ώρα να γράψω τη βιογραφία του είμαστε ήδη πολύ καλοί φίλοι.

Ο Πάντυ επιθυμούσε πολύ να βιώσει μια θρησκευτική εμπειρία, αλλά όλο αυτό το έβλεπε με απόσταση. Σχεδόν σαν ένα πεινασμένο παιδί που κοιτά τη βιτρίνα του φούρνου, αλλά δεν μπορεί να πάρει τίποτα.

Ας μιλήσουμε για το πολύ σημαντικό σημείο στο βιβλίο σας, την απαγωγή του Γερμανού στρατηγού Κράιπε, διοικητή της κατοχικής Κρήτης. Ο Πάντυ, ως σύνδεσμος-αξιωματικός στον Ελληνικό Στρατό, διοργανώνει στην εντέλεια το ριψοκίνδυνο αυτό σχέδιο και το κατορθώνει με την ομάδα του. Το πιο απίστευτο σημείο σε όλη αυτή τη λίαν κινηματογραφική επιχείρηση είναι η στιγμή της ξεκούρασης του Πάντυ, δίπλα στον στρατηγό. Είναι η στιγμή που ο Κράιπε απαγγέλει Οράτιο στα λατινικά και εκεί που τελειώνει εκείνος συνεχίζει ο Πάντυ, επίσης στα λατινικά, την απαγγελία του ποιήματος μέχρι τέλους. Τι έχετε να πείτε για τούτη την εμπειρία; Αυτή η ιστορία είναι όντως τρομερά σημαντική για τον Πάντυ. Συνήθιζε να τη λέει ξανά και ξανά. Γιατί το συμβολικό υπόβαθρο εκείνης της έντονης σκηνής έχει σχέση με τον πολιτισμό. Ο πολιτισμός ήταν εκεί πριν τον πόλεμο. Και ο στρατηγός και ο Πάντυ είχαν την ίδια κλασική παιδεία η οποία ξεπηδά ακόμα και μέσα σ’αυτή τη μαύρη βαρβαρότητα του πολέμου. Εκείνη τη στιγμή δύο άνθρωποι αφήνονται στην ομορφιά της ποίησης και εκείνη τους ενώνει. Αυτό είναι σαν να συμβαίνει εκτός πολέμου ή σαν να μην υπάρχει ο πόλεμος την ώρα εκείνη. Ήταν κάτι που ο Πάντυ φύλαξε μέσα του σαν θησαυρό. Του αποκαλύφθηκε ότι ο πολιτισμός είναι κάτι πάρα, μα πάρα πολύ παλιό, ενώ ο πόλεμος αυτός θα τέλειωνε, δεν θα κρατούσε για πάντα.

Με τον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα, ποια ήταν τα συναισθήματα του Πάντυ, παρόλο που δεν τον βίωσε από μέσα; Πρέπει να καταλάβετε κάτι. Ο Πάντυ ήταν εντελώς αντίθετος με τον κομμουνισμό. Σε απόλυτο βαθμό. Και αυτό γιατί είχε πολύ έντονη την εικόνα των σταλινικών εγκλημάτων, καθώς έτυχε να ζήσει, κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου τη δεκαετία του 1930, κοντά στα σύνορα με την Ουκρανία, στην ανατολική Ρουμανία. Όλοι ήταν τρομοκρατημένοι με τις ανατριχιαστικές ιστορίες που άκουγαν για τους ανθρώπους που εξανάγκαζε ο Στάλιν να πεθαίνουν από την πείνα. Είχε υποστεί ένα είδος εμβολιασμού ενάντια στον σταλινισμό, τον οποίο θεωρούσε όμοιο με τον ναζισμό. Ήταν καλό λοιπόν που δεν βρισκόταν στην Ελλάδα εκείνον τον καιρό, γιατί δεν χρειάστηκε να ταχθεί υπέρ καμιάς παράταξης. Ακριβώς, δε, μετά τον εμφύλιο, γράφει τη Μάνη. Παρόλο που οι πληγές του εμφυλίου βρίσκονται παντού γύρω του όπου και να πηγαίνει, ο Πάντυ μέσα στο βιβλίο του αναφέρεται σε αυτές ελάχιστα.

Θα μπορούσαμε να συγκρίνουμε τον Πάντυ με τον ομηρικό Οδυσσέα; Ω, τι περίεργο, ειλικρινά, δεν το σκέφτηκα ποτέ αυτό.

Φυσικά συγκρίνετε τον Πάντυ με τον Λόρδο Βύρωνα, λόγω του ότι και οι δύο είχαν μια ρομαντική διάθεση για την Ελλάδα, λόγω ένδοξης ιστορίας και λόγω της συμμετοχής τους σε πολέμους ενάντια στους κατακτητές της. Αλλά βλέπετε και τις ιδιοσυγκρασιακές διαφορές του ενός με τον άλλο. Ο Βύρων επιρρεπής στην κατάθλιψη, ο Πάντυ αιωνίως χαρούμενος με την αίσθηση του τυχερού και ευλογημένου. Ναι, με τον Βύρωνα έκανα τη σύγκριση, αλλά όχι με τον Οδυσσέα. Υποθέτω ότι υπάρχει το ταξίδι ως κοινό σημείο αναφοράς. Αλλά για τον Οδυσσέα ήταν ένα ταξίδι οδύνης, ενώ για τον Πάντυ όχι.

Δεν ήταν και λίγο κατεργάρης και γυναικοκατακτητής σαν τον Οδυσσέα; Ναι, ναι τώρα που το συζητάμε, γιατί όχι; Βέβαια, ο Πάντυ δεν μπορούσε να κρυφτεί και να κατασκοπεύσει. Ο Οδυσσέας ήταν πολύ καλός σε αυτό. Και οι καλοί κατάσκοποι ακούνε, δεν μιλάνε συνέχεια. Ο Πάντυ μίλαγε συνέχεια. Πάντα όπου και να βρισκόταν όλοι μαζεύονταν γύρω του γιατί ως προσωπικότητα υπερείχε. Ως κατάσκοπος όμως, άσε καλύτερα.

Πάντως και ο Οδυσσέας αν δεν φώναζε στον Πολύφημο το όνομά του δεν θα έμπαινε ποτέ σε αυτή την επώδυνη περιπέτεια. Σωστό και αυτό.

Όλα τα μυστικά που μου είπε είναι μέσα στη βιογραφία. Φοβάμαι ότι δεν τήρησα εμπιστευτικότητα! 

Είναι αρκετά έκδηλο στο βιβλίο σας ότι στον Πάντυ άρεσε ιδιαίτερα ο μυστικισμός και τα υπερβατικά έθιμα των διαφόρων χωρών που επισκεπτόταν, όπως το βουντού στην Καραϊβική και τα αναστενάρια στη Βόρεια Ελλάδα. Ποια η γνώμη σας; Ναι, βέβαια, είναι πολύ καλός όταν καταγίνεται με αυτά. Μάλιστα, έγραψε και το βιβλίο A Time to Keep Silence στο οποίο περιγράφει τη μοναστική ζωή, την οποία σέβεται και εκτιμά. Αρχικά στα ταξίδια του έμενε σε μοναστήρια γιατί μπορούσε να κοιμηθεί εκεί φθηνά, όπως λόγου χάρη σ’ένα μοναστήρι Βενεδικτίνων που αναφέρει στη Νορμανδία. Επίσης, εκεί όλα είναι ήσυχα. Ούτε αλκοόλ, ούτε γυναίκες. Είχε το κελί του, το φαγητό του και μπορούσε έτσι να συγκεντρωθεί στη δουλειά. Στην αρχή λοιπόν σκεφτόταν, «Θεέ μου τι κάνουν αυτοί οι άνθρωποι εδώ, πετάνε τη ζωή τους, είναι σαν φαντάσματα!» Μετά σιγά-σιγά συνειδητοποιεί την ηρεμία και τις θυσίες τους. Και είναι η πιο ωραία κατανόηση του μοναστικού βίου που έχω διαβάσει, καθώς περιγράφει ένα δικού τους τύπου ταξίδι. Νομίζω ότι ο Πάντυ επιθυμούσε πολύ να βιώσει μια θρησκευτική εμπειρία, αλλά όλο αυτό το έβλεπε με απόσταση. Σχεδόν σαν ένα πεινασμένο παιδί που κοιτά τη βιτρίνα του φούρνου, αλλά δεν μπορεί να πάρει τίποτα.

Χρειάστηκε να κρατήσετε κάποια πράγματα μυστικά, εκτός βιογραφίας; Όλα τα μυστικά που μου είπε είναι μέσα στη βιογραφία. Φοβάμαι ότι δεν τήρησα εμπιστευτικότητα! Αν σας πω πόσες φορές ο Πάντυ μου έλεγε «ε, μη βάλεις και αυτό. Ασ’το καλύτερα» και εγώ του έλεγα «δεν γίνεται να μην το βάλω, θα χαθεί η ουσία.» Όπως η ιστορία με τη βεντέτα, η οποία άρχισε εξαιτίας του άτυχου Κρητικού συμπολεμιστή του που σκότωσε άθελά του, καθώς καθάριζε το όπλο του. Ήταν ένα φρικτό ατύχημα και ο Πάντυ αισθανόταν απαίσια. Τον είχε συγκλονίσει και δεν μπόρεσε να το ξεπεράσει ποτέ, ακόμα και όταν η βεντέτα έληξε με τη βάπτιση του παιδιού του αδερφού του θύματος.

Είναι και τρομερό έτσι όπως το περιγράφετε στο βιβλίο. Περνάει σχεδόν απαρατήρητο, μέχρι που ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ξαφνικά ότι ο Πάντυ έχει σκοτώσει άνθρωπο. Μα πώς είναι δυνατόν να συνέβη κάτι τέτοιο; Κι εγώ δεν μπορούσα καλά-καλά να το κατανοήσω. Ο άντρας μου είναι ειδικός στην στρατιωτική ιστορία με μεγάλη πείρα στα όπλα και λόγω κυνηγιού. Τον ρώτησα λοιπόν να μου πει πώς είναι δυνατόν κάτι που μου φαίνεται εμένα αδιανόητο, να συμβαίνει. Μου εξήγησε ότι αυτό που συνέβη είναι πράγματι σχεδόν απίθανο, γιατί όταν ανοίγεις ένα όπλο να το καθαρίσεις, η σκανδάλη βρίσκεται σε απόσταση. Πρέπει δηλαδή να γίνει ξεχωριστή κίνηση για να πατηθεί. Η μόνη εξήγηση που δίνω είναι ότι ο Πάντυ ήταν τόσο αδέξιος με τις κινήσεις του, γιατί γενικά δεν ήταν καλός με τα όπλα, και καθώς έκλεισε απότομα το όπλο, τράβηξε μαζί και τη σκανδάλη. Τη στιγμή εκείνη ο Γιάννης καθόταν κάτω στο χώμα για να φτιάξει το σαρίκι του, το όπλο εκπυρσοκρότησε, η σφαίρα χτύπησε στον βράχο δίπλα του και τον διαπέρασε από το ύψος του γοφού μέχρι το στήθος. Φυσικά σκοτώθηκε γιατί η σφαίρα είχε τη διπλάσια ταχύτητα από το χτύπημα στον βράχο και έτσι δεν μπόρεσαν να τον σώσουν. Αυτό είχε συγκλονίσει και σοκάρει τον Πάντυ. Φανταστείτε πόσες φορές μετανιώνουμε λέγοντας κάτι που θεωρούμε βλακώδες και θα θέλαμε να το πάρουμε πίσω, αντιστρέφοντας τον χρόνο. Πόσο μάλλον όταν κάποιος έχει σκοτώσει κατά λάθος. Δεν μπόρεσε να συγχωρέσει τον εαυτό του ποτέ γι’αυτό που έκανε, έστω και χωρίς να φταίει. Όταν θέλησα να βάλω την ιστορία αυτή στο βιβλίο δεν με άφηνε. Τον έπεισα όμως γιατί του είπα ότι η βεντέτα είχε λήξει και όλοι φαίνονταν να έχουν κάνει το σωστό. Εκείνος είχε ακολουθήσει τον δικό του κώδικα τιμής ζητώντας συγχώρεση, αφού πρώτα είχε ακολουθήσει και η οικογένεια του θύματος τον δικό της κώδικα τιμής με τη βεντέτα. Βέβαια, ακόμα και όταν του είπα να βρούμε τη βαφτισιμιά του για να πάρουμε τη συγκατάθεσή της για την ιστορία, εκείνος έκανε ότι δεν ήξερε που είχε βάλει τη διεύθυνση και το τηλέφωνό της. Μέχρι τελευταία στιγμή ήθελε να το αποφύγει.

Πείτε μου για το σπίτι του Πάντυ και της Τζόαν στην Καρδαμύλη. Τι απέγινε; Καθώς το ζευγάρι δεν απέκτησε ποτέ παιδιά, αποφάσισε να το συμπεριλάβει σε μια διαθήκη, όπου θα περνούσε μετά το θάνατό τους στο Μουσείο Μπενάκη, για να το μετατρέψει σε πολιτιστικό χώρο. Το σπίτι βρίσκεται πάνω ακριβώς στη θάλασσα, την οποία ο Πάντυ λάτρευε και δεν περνούσε μέρα χωρίς να κολυμπήσει. Τα ξύλινα παράθυρα έχουν υποστεί αρκετές ζημιές, λόγω υγρασίας και χρειάζεται ανακαίνιση. Είχε γίνει μια απογραφή μετά τον θάνατο του Πάντυ το 2011, αλλά έκτοτε συντηρείται υποτυπωδώς μέχρι να φτιαχτεί, όταν το Μουσείο μπορέσει να το αναλάβει οικονομικά. Γίνονται και κάποιες διαπραγματεύσεις με ένα διεθνές ίδρυμα, που δείχνει ενδιαφέρον για να το πάρει, αλλά αυτή τη στιγμή δεν θα ήθελα να μπω σε λεπτομέρειες.

*H βιογραφία ΠΑΤΡΙΚ ΛΗ ΦΕΡΜΟΡ, Μια περιπέτεια κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Εύη Μαλλιαρού

Share
Published by
Εύη Μαλλιαρού