Μήπως αγαπητέ Chris Eckman να μετακομίσεις στην Αθήνα;

Χωρίς αμφιβολία, ο πάλαι ποτέ ηγέτης των Walkabouts –γιατί πράγματι η σπουδαία μπάντα απ΄το Σηάτλ είναι πια παρελθόν όπως θα διαβάσετε παρακάτω- είναι ένας καλλιτέχνης που έχει χαρακτηρίσει τα μουσικά τεκταινόμενα της χώρας, αφού κάπου στα τέλη των 90s, σε συνδυασμό με τους Tindersticks και φυσικά όσους είχαν προηγηθεί αυτών, και χάρις σε ένα αξιομνημόνευτο σερί εξαιρετικών δίσκων, είχε καταφέρει να καθιερωθεί ως ένας απ’τους πλέον σημαντικούς τραγουδοποιούς της εποχής του, είτε αναφερόμαστε σε όσα έκανε με τη μπάντα του, είτε στους άκρως συγκινητικούς δίσκους που έβγαζε με το δεξί του χέρι κι άλλα πολλά, Carla Torgeson ως Chris & Carla. Οι ερμηνευτικοί τους διάλογοι, το ισχυρό σήμα κατατεθέν ολόκληρης της πορείας τους, αποτέλεσαν μια ολόκληρη σχολή που δυστυχώς δεν βρήκε ποτέ ικανούς μαθητές αλλά όπως και να το δεις, οι συναυλίες τους στο Ρόδον (οι Βόρειοι φαντάζομαι θα προσθέσουν και το υπέροχο live στο Μύλο με την ντόπια all- star μπάντα των Σιώτα, Φάμελλου, Μπαντούκ, Χριστιανάκη κτλ.) καθώς και το ακουστικό σετ στο Corto Maltese πριν από μπόλικα χρόνια, είναι αρκετές και, κυρίως δυνατές αναμνήσεις απ’την μεγάλη καριέρα του Eckman.

Τώρα πια, έχει γίνει μόνιμος κάτοικος Σλοβενίας από όπου τα τελευταία δέκα χρόνια γράφει μουσική, κάνει παραγωγές, τρέχει μια δισκογραφική εταιρεία, ταξιδεύει και βρίσκει χρόνο να μιξάρει τον τελευταίο δίσκο των Μητέρα Φάλαινα Τυφλή, της ιδιαίτερης μπάντας του Διαμαντή Διαμαντίδη που παίζει σε ένα δικό της γήπεδο, όπου ο ελληνικός στίχος συναντά τις αμερικανικές παραδόσεις, είτε μιλάμε για τον Springsteen, τους Willard Grant Conspiracy ή τα alternative 90s.

Η κοινή συναυλία τους την ερχόμενη Παρασκευή στο Six D.O.G.S. αποτέλεσε ιδανική αφορμή για να μιλήσουμε με τον πάντα παραγωγικό Chris Eckman, ο οποίος τα τελευταία χρόνια έχει κυκλοφορήσει τον τρίτο δίσκο των Dirtmusic (το γκρουπ που τρέχει με τον Hugo Race και παλαιότερα και με τον σπουδαίο Chris Brokaw), να βγάλει τον τέταρτο προσωπικό του δίσκο με τίτλο Harney County, να επανακυκλοφορήσει τα εμβληματικά Devil’s Road και Nighttown των Walkabouts, τότε που η μπάντα βρισκόταν στο απόγειο της δημοτικότητάς της και τέλος να φτιάξει ένα νέο γκρουπ με όνομα Distance, Light & Sky. Ο Eckman ήταν ένας εξαιρετικός συνομιλητής, ευδιάθετος και πρόθυμος να μιλήσει αναλυτικά για όσα τον ρωτήσαμε είτε όταν έπρεπε να απαντήσει για το αβέβαιο μέλλον των Walkabouts, είτε όταν άρχισε μόνος του να μου λέει τη γνώμη του για την Ευρωπαϊκή Ένωση, την τρόικα και την πορεία που πρέπει να χαράξει η νέα του πατρίδα, η Σλοβενία.

Αν και δεν μπορώ με τίποτα να προφέρω το όνομα της μπάντας του Διαμαντή, γνωριστήκαμε μέσω facebook αρχικά. Κατόπιν μιλήσαμε μετά την συναυλία που έδωσα στην Αθήνα πριν από περίπου ενάμιση χρόνο (σ.σ. στο Φάουστ μπροστά σε ένα τραγικό κοινό) και κάπως έτσι άρχισε η συνεργασία μας. Μου έστειλε κάποιες ηχογραφήσεις και μου άρεσε αυτό που κάνουν, είναι κάτι πραγματικά φιλόδοξο. Πολλά έγχορδα και πνευστά, είχε ενδιαφέρον να μιξάρω κάτι τέτοιο και πιστεύω μάλιστα πως γράφουν «κολλητικά» τραγούδια. Σπάνια αναλαμβάνω τη μίξη ενός δίσκου αν δεν έχω κάνει και την παραγωγή αλλά αυτή τη φορά κάπως συγχρονιστήκαμε, είχα χρόνο, μου άρεσε η μουσική και κάπως έτσι προχωρήσαμε. Στη συναυλία θα παίξουμε μαζί κάποια απ’τα τραγούδια μου και στην πορεία θα κάνω κι εγώ το ίδιο με τα δικά τους.

Με την Chantal (Acda) γνωρίστηκα πριν από πολλά χρόνια στην Ισπανία, παίζαμε το ίδιο βράδυ σε ένα μικρό φεστιβάλ κι έκτοτε είχαμε κρατήσει επαφή, έχοντας εξαρχής μια διάθεση να συνεργαστούμε χωρίς να βρίσκουμε ποτέ το χρόνο. Όταν τελικά τα καταφέραμε, μου πρότεινε να μπει στην μπάντα και ο φίλος της, ο Eric Thielemans, ένας πολύ ιδιαίτερος περκασιονίστας και κάπως έτσι στήθηκαν οι Distance, Light & Sky. Είναι ένας πολύ απλός δίσκος, αυθόρμητος με φρέσκια οπτική, ο οποίος ολοκληρώθηκε πολύ γρήγορα. Τον ηχογραφήσαμε σε ένα υπέροχο στούντιο στα περίχωρα της Πράγας, εκεί όπου έγραψα και τον τελευταίο σόλο δίσκο μου. Είναι ένας τεράστιος χώρος, θα μπορούσες πιθανότατα να ηχογραφήσεις εκατονταμελή ορχήστρα και μου άρεσε πολύ αυτή η αίσθηση. Έχω ένα στούντιο στην Σλοβενία, όμορφο και μικρό, που έχει το προφανές πρόβλημα… είναι πολύ μικρό. Εδώ κάνω τις μίξεις ή ηχογραφώ σκέτες φωνές ή μια κιθάρα αλλά δεν είναι για κάτι περισσότερο.

Η Glitterbeat κυκλοφορεί world music από Αφρικανούς καλλιτέχνες που πιο συγκεκριμένα απ΄το Μάλι αλλά και από αλλού αφού τώρα βγαίνει ένας δίσκος απ΄το Μεξικό και τον Μάρτιο απ΄το Βόρειο Βιετνάμ. Παρακολουθώ αυτή τη μουσική απ΄τη στιγμή που άκουσα για πρώτη φορά τον Fela Kuti, πρέπει να ήταν το 1979, με λίγα λόγια ακούω τέτοια μουσική όλη μου τη ζωή. Την τελευταία δεκαετία έχω αφοσιωθώ ακόμα περισσότερο, αν κι όλο αυτό έγινε κάπως τυχαία. Δεν ήταν μέσα στα όνειρά μου να φτιάξω ένα label που θα κυκλοφορεί αφρικανική μουσική, έγινε κάπως από μόνο του, άρχισα να γνωρίζω καλλιτέχνες, να κάνω παραγωγές και σε κάποια φάση αποφασίσαμε με τον συνεργάτη μου να βγάλουμε αυτούς τους δίσκους μόνοι μας, κι αυτό ακριβώς κάνουμε τα τελευταία δύο χρόνια.

Μετά από τόσα πολλά τραγούδια που έχω γράψει όλα αυτά τα χρόνια, θα μπορούσα να πω ότι πράγματι έχει γίνει πιο δύσκολο να στήσω καινούργια. Αν έχεις κυκλοφορήσει δύο εκατοντάδες κομμάτια, η διαδικασία μετατρέπεται σε κάτι που μοιάζει με προσωπικό αντανακλαστικό. Όσο και να προσπαθείς να αποφύγεις τη σκέψη όσων έχεις κάνει στο παρελθόν ή τις προσδοκίες που υπάρχουν, είναι δύσκολο να τις αποφύγεις. Μπορεί σε κάποιον τρίτο να φαίνεται πως κυκλοφορώ πολλούς δίσκους αλλά αυτές είναι δουλειές συνεργασίας και δεν γράφω εγώ όλα τα τραγούδια. Το Harney County έχει 8 τραγούδια, τα οποία έγραφα για δύο χρόνια. Σε γενικές γραμμές, δεν βιάζομαι να ολοκληρώσω κάτι, με τα χρόνια έχει ανέβει ο προσωπικός μου πήχης και σε αυτή τη φάση της ζωής μου δεν θέλω απλά να βγάλω μερικά ακόμα τραγούδια. Δεν κυκλοφορώ δίσκους απλά για να λέω ότι κυκλοφορώ ακόμα δίσκους, το κάνω με τους δικούς μου όρους μου πλέον. Αν δεν πιστεύω πως αξίζει να ασχοληθώ με κάτι, αν νιώθω πως θα πάει χαμένος ο χρόνος, δεν το κάνω. Όταν είσαι νεότερος είναι κάπως διαφορετικά τα πράγματα, όχι πως τότε θέλεις απλά να γράψεις μερικά ακόμα τραγούδια αλλά έχεις μια τεράστια διάθεση να προχωρήσεις, να εξελιχθείς, να περάσεις στην επόμενη περιοδεία, να γίνεις καλύτερος, να γράψεις τον επόμενο δίσκο, είναι μια όμορφη τρέλα.

Πράγματι η λέξη «ξένος» έχει πρωταγωνιστήσει σε διάφορα τραγούδια μου, είναι κάτι που με απασχολούσε πολύ πριν μετακομίσω στη Σλοβενία. Έχω ζήσει σε διάφορα μέρη του κόσμου, έχω μείνει στην Πορτογαλία για δύο χρόνια για παράδειγμα, κι όποτε έμενα σε ένα νέο μέρος ένιωθα την έξαψη που σε ακολουθεί όταν ανακαλύπτεις κάτι άγνωστο. Όταν μένεις για λίγο καιρό κάπου, πάντα βλέπεις τα όμορφα κι οι άνθρωποι δεν σου συμπεριφέρονται σα να είσαι ξένος αλλά σαν επισκέπτης, σαν φιλοξενούμενος. Ακολουθεί όμως και το στάδιο που δεν μπορείς πια να θεωρηθείς επισκέπτης, είσαι αρκετό καιρό σε ένα μέρος ώστε να αρχίσεις να βλέπεις τα πράγματα διαφορετικά, να καταλαβαίνεις πως τα πράγματα δεν είναι και τόσο εύκολα. Ο χρόνος έχει δύο όψεις, απ’τη μια σου επιτρέπει να δεις πιο βαθιά το χώρο που μένεις ή ακόμα να γίνεις ένα με το μέρος αλλά ταυτόχρονα ο χρόνος τονίζει τις διαφορές, τα πράγματα που δεν εκτιμάς σε μια πόλη ή μια χώρα. Πολλοί μουσικοί ζουν σε μέρη μακριά απ΄το τόπο που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν ή έκαναν καριέρα. Αυτή την εποχή για παράδειγμα, φαίνεται πως όλος ο μουσικός κόσμος ζει στο Βερολίνο, είτε είναι απ’την Ευρώπη, την Λατινική Αμερική, τη Νορβηγία, όλοι είναι στο Βερολίνο (σ.σ. γέλια). Έτσι είναι όμως η ζωή του μουσικού και συνηθίζεις μετά από κάποιο διάστημα αυτή τη ζωή του απόκληρου, την αίσθηση πως είσαι με το ένα πόδι στο ένα μέρος και το άλλο στο επόμενο. Ίσως γι’αυτό δεν δυσκολεύτηκα να συνηθίσω τη ζωή στη Σλοβενία.

Η κρίση εδώ δεν έχει την έκταση που έχει πάρει στην Ελλάδα αλλά πιθανότατα δεν απέχουμε και πάρα πολύ, είναι δύσκολο να μαντέψεις τι θα γίνει. Είχαμε τρεις κυβερνήσεις τα τελευταία τέσσερα χρόνια, ο κόσμος ψάχνει να βρει λύσεις αλλά τίποτα δεν μοιάζει να πηγαίνει όπως πρέπει. Απ’την άλλη δεν έχουμε το τεράστιο βάρος μια τρόικας, αν και πλησιάσαμε πάρα πολύ πριν από ενάμιση χρόνο. Την γλυτώσαμε τελικά, χωρίς να είναι ξεκάθαρο πώς, απ’την στιγμή που οι τράπεζες της χώρας είναι σε εξίσου κακή κατάσταση με αυτές της Ελλάδας. Πιθανότατα έχει να κάνει με το γεγονός πως η Σλοβενία είναι μια μικρή χώρα και τα πράγματα είναι πιο εύκολα εδώ αλλά απ’την άλλη, η αποτυχία της τρόικας στην Ελλάδα βοήθησε τη Σλοβενία γιατί είναι πλέον σαφές πως δεν μπορείς να επιβάλλεις όσα επέβαλες στην Αθήνα που οδήγησαν στην τραγική κατάσταση που βιώνει η ελληνική κοινωνία. Σίγουρα, έδωσαν στην Σλοβενία μεγαλύτερα περιθώρια ελιγμών, κάτι που δεν έκαναν στη χώρα σας. Βρίσκω εξαιρετικά όσα έγιναν στις πρόσφατες εκλογές σας, ελπίζω να σηματοδοτήσει σημαντικές αλλαγές στη συνείδηση των Ευρωπαίων γιατί θεωρώ αναπόφευκτη την άνοδο της αριστεράς σε ολόκληρη την Ευρώπη, απ’τη στιγμή που καμία χώρα (με ελάχιστες εξαιρέσεις) δεν έχει πολιτική και οικονομική σταθερότητα.

Αν θα έπρεπε να διαλέξω ένα μέρος που αγαπώ πολύ κι ως μουσικός αλλά κι ως άνθρωπος, τότε θα έλεγα σίγουρα την Ελλάδα και φαντάζομαι πως όλοι καταλαβαίνουν πως δεν το λέω αυτό από ευγένεια αλλά με απόλυτη ειλικρίνεια. Πέρα απ’την σπουδαία σχέση που είχαν οι Walkabouts με το κοινό της χώρας, όλοι αποκτήσαμε με τα χρόνια ιδιαίτερη σχέση και με την τοπική κουλτούρα, ειδικότερα με την Θεσσαλονίκη όπου έμεινα για ένα μήνα πριν από δέκα χρόνια περίπου. Τα τελευταία χρόνια θα επέλεγα την πρωτεύουσα του Μάλι, το Μπαμακό, μια υπέροχη πόλη με μια απίστευτη μουσική σκηνή. Υπάρχουν καμιά δεκαριά κλαμπ όπου η ένταση είναι συναρπαστική. Πήγα τρεις φορές τους τελευταίους δώδεκα μήνες και πραγματικά κάθε φορά φεύγω εντυπωσιασμένος, είναι αξέχαστη εμπειρία να πάς στο Μπαμακό να παρακολουθήσεις μουσική.

Η πιο ειλικρινής απάντηση που μπορώ να δώσω σε κάποιον που θα με ρωτούσε αν έχουν «τελειώσει» οι Walkabouts, θα ήταν «πιστεύω πως ναι». Νομίζω πως είναι πολύ δύσκολο πια να βρεθούμε για να φτιάξουμε έναν ακόμα δίσκο ή να κάνουμε κι άλλη περιοδεία. Οι ζωές όλων μας είναι πλέον αρκετά πολύπλοκες. Για να γράψουμε τον τελευταίο μας δίσκο, Travels in the Dustland, κοπιάσαμε περισσότερο από κάθε άλλη φορά, περισσότερο από κάθε περιοδεία που κάναμε ποτέ γιατί όλοι έχουμε κι άλλες δουλειές και ήταν πολύ δύσκολο να βρεθεί ο χρόνος. Αυτό που είπαμε τότε ήταν να αφήσουμε να περάσουν δύο χρόνια απ΄τη κυκλοφορία του και να δούμε τι θα γίνει. Ε, τώρα πέρασε αυτό το διάστημα και δεν έγινε τίποτα απολύτως. Νομίζω πως αυτό είναι ένα σαφές σημάδι για το που είμαστε πλέον. 

Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου

Chris Eckman, Μητέρα Φάλαινα Τυφλή

Πόρτες: 21.00 | Έναρξη: 22.00

Περιορισμένη online προπώληση: €12 (αποκλειστικά στο http://catchthesoap.eventbrite.com/). Υπόλοιπο προπώλησης/ταμείο: €15

Γιώργος Μιχαλόπουλος

Share
Published by
Γιώργος Μιχαλόπουλος