– Μίλαν Κούντερα –
Μετάφραση: Γιάννης Η. Χάρης
Η πρώτη εσωτερική επανάσταση της Σαμπίνας κατά του κομμουνισμού δεν ήταν ηθικής τάξεως αλλά αισθητικής. Αυτό που της γεννούσε αποστροφή δεν ήταν τόσο η ασχήμια του κομμουνιστικού κόσμου (οι πύργοι που είχαν μετατραπεί σε στάβλους) όσο η μάσκα της ομορφιάς με την οποία καλυπτόταν· μ’ άλλα λόγια, το κομμουνιστικό κιτς. Χαρακτηριστικό δείγμα του κομμουνιστικού κιτς είναι η λεγόμενη γιορτή της Πρωτομαγιάς.
Είχε δει πρωτομαγιάτικες παρελάσεις την εποχή που όλοι ήταν ακόμα ενθουσιασμένοι, ή έβαζαν τα δυνατά τους να δείχνουν ενθουσιασμένοι. Οι γυναίκες φορούσαν κόκκινα, μπλε ή άσπρα πουκάμισα, κι όταν τις κοιτούσες απ’ τα μπαλκόνια ή τα παράθυρα, σχημάτιζαν διάφορα σχέδια: πεντάκτινα αστέρια, καρδιές, γράμματα. Ανάμεσα στα διάφορα τμήματα της παρέλασης προχωρούσαν μικρές μπάντες που έδιναν το βήμα. Όταν η παρέλαση πλησίαζε στην εξέδρα των επισήμων, ακόμα και τα πιο σκυθρωπά πρόσωπα φωτίζονταν από ένα χαμόγελο, σαν να ήθελαν να αποδείξουν πως χαίρονται όπως αρμόζει στην περίσταση ή, ακριβέστερα, πως συμφωνούν όπως αρμόζει στην περίσταση. Και δεν ήταν μια απλή πολιτική συμφωνία με τον κομμουνισμό, αλλά μια συμφωνία με την ύπαρξη αυτή καθαυτή. Η γιορτή της Πρωτομαγιάς αντλούσε την έμπνευσή της απ’ τη βαθιά πηγή της κατηγορικής συμφωνίας με την ύπαρξη. Το σιωπηρό και άγραφο σύνθημα της παρέλασης δεν ήταν «Ζήτω ο κομμουνισμός!», αλλά «Ζήτω η ζωή!» Η δύναμη και η πανουργία της κομμουνιστικής πολιτικής ήταν ότι ιδιοποιήθηκε αυτό το σύνθημα. Ακριβώς αυτή η ηλίθια ταυτολογία («Ζήτω η ζωή!») έσπρωχνε στην κομμουνιστική παρέλαση ακόμα κι αυτούς που οι κομμουνιστικές ιδέες τούς άφηναν παντελώς αδιάφορους.
______________________
Πώς ήξερε ο γερουσιαστής πως τα παιδιά σημαίνουν ευτυχία; Έβλεπε μέσα στην ψυχή τους; Κι αν, μόλις έβγαιναν από το οπτικό του πεδίο, ρίχνονταν τα τρία στο τέταρτο και το ’σπαγαν στο ξύλο;
Ο γερουσιαστής είχε μόνο ένα επιχείρημα για τον ισχυρισμό του: την ευαισθησία του. Όταν μιλάει η καρδιά, δεν κάνει να φέρνει αντιρρήσεις το μυαλό. Στο βασίλειο του κιτς ασκείται η δικτατορία της καρδιάς.
Εννοείται πως τα συναισθήματα που γεννιούνται από το κιτς πρέπει να μπορούν να τα συμμερίζονται όσο περισσότεροι γίνεται. Γι’ αυτό και το κιτς δεν έχει καμιά δουλειά με το ασυνήθιστο· ανακαλεί βασικές εικόνες, χαραγμένες βαθιά στη μνήμη των ανθρώπων: η αχάριστη κόρη, ο εγκαταλειμμένος πατέρας, τα παιδιά που τρέχουν σε μια πρασιά, η προδομένη πατρίδα, η ανάμνηση της πρώτης αγάπης.
Το κιτς κάνει να κυλήσουν δύο δάκρυα συγκίνησης, το ένα μετά το άλλο.
Το πρώτο δάκρυ λέει: Τι ωραίο που είναι να βλέπεις παιδιά που τρέχουν σε μια πρασιά!
Το δεύτερο δάκρυ λέει: Τι ωραίο που είναι να συγκινείσαι, μαζί μ’ όλη την ανθρωπότητα, βλέποντας παιδιά να τρέχουν σε μια πρασιά!
Μόνο το δεύτερο δάκρυ κάνει το κιτς να είναι κιτς.
Η αδερφοσύνη όλων των ανθρώπων μόνο στο κιτς μπορεί να θεμελιωθεί.
Αυτό το ξέρουν καλύτερα απ’ όλους οι πολιτικοί. Μόλις πάρουν είδηση κάπου δίπλα φωτογραφική μηχανή, τρέχουν πίσω απ’ το πρώτο παιδάκι που θα δουν, το σηκώνουν στην αγκαλιά τους και το φιλάν στο μάγουλο. Το κιτς είναι το αισθητικό ιδεώδες όλων των πολιτικών, όλων των πολιτικών κινημάτων.
Σε μια κοινωνία όπου συνυπάρχουν πολλά πολιτικά ρεύματα και η επιρροή τους αλληλοεξουδετερώνεται ή αλληλοπεριορίζεται, μπορεί κανείς ακόμα να ξεφύγει ώς έναν βαθμό από την Ιερά Εξέταση του κιτς· το άτομο μπορεί να διασφαλίσει την ιδιαιτερότητά του και ο καλλιτέχνης να δημιουργήσει απρόβλεπτα έργα. Αλλά εκεί όπου η εξουσία είναι στα χέρια ενός μόνο πολιτικού κινήματος, βρισκόμαστε αυτομάτως στο βασίλειο του απολυταρχικού κιτς.
Λέω «απολυταρχικού», επειδή, ό,τι βλάπτει το κιτς, εξορίζεται από τη ζωή: κάθε εκδήλωση ατομισμού (γιατί κάθε ασυμφωνία είναι φτύσιμο κατάμουτρα στη χαμογελαστή αδερφοσύνη), κάθε σκεπτικισμός (γιατί όποιος αρχίζει να αμφιβάλλει για μια απειροελάχιστη λεπτομέρεια στο τέλος θέτει σε αμφισβήτηση αυτή καθαυτή τη ζωή), η ειρωνεία (γιατί στο βασίλειο του κιτς πρέπει να τα παίρνουμε όλα στα σοβαρά), αλλά ακόμα και η μάνα που εγκατέλειψε την οικογένειά της, ή ο άντρας που προτιμάει τους άντρες απ’ τις γυναίκες και απειλεί έτσι το ιερό και απαραβίαστο αυξάνεσθε και πληθύνεσθε.
Από αυτή την άποψη το λεγόμενο γκουλάγκ μπορεί να θεωρηθεί ένας σηπτικός λάκκος όπου ρίχνει τις ακαθαρσίες του το απολυταρχικό κιτς.
Στο βασίλειο του απολυταρχικού κιτς οι απαντήσεις δίνονται προκαταβολικά και αποκλείουν κάθε καινούρια ερώτηση. Κατά συνέπεια, ο πραγματικός αντίπαλος του απολυταρχικού κιτς είναι ο άνθρωπος που θέτει ερωτήσεις. Η ερώτηση είναι σαν το μαχαίρι που σκίζει τη ζωγραφισμένη οθόνη του σκηνικού, για να μπορέσουμε να δούμε τι κρύβεται αποπίσω. Έτσι εξήγησε η Σαμπίνα το νόημα των πινάκων της στην Τερέζα: μπροστά είναι το κατανοητό ψέμα και πίσω διαφαίνεται η ακατανόητη αλήθεια.
Όμως αυτοί που αγωνίζονται ενάντια στα λεγόμενα ολοκληρωτικά καθεστώτα δεν είναι δυνατόν να αγωνιστούν έχοντας ερωτηματικά και αμφιβολίες. Χρειάζονται κι αυτοί τις βεβαιότητές τους και τις απλοϊκές αλήθειες τους, που να είναι κατανοητές σε όσο το δυνατόν περισσότερους και να προκαλούν συλλογική έκκριση δακρύων.
Μια μέρα κάποια πολιτική κίνηση διοργάνωσε έκθεση έργων της Σαμπίνας στη Γερμανία. Η Σαμπίνα πήρε τον κατάλογο: μπροστά στη φωτογραφία της είχαν σχεδιάσει συρματοπλέγματα. Στο εσωτερικό το βιογραφικό της έμοιαζε με βίους αγίων και μαρτύρων: είχε υποφέρει, είχε πολεμήσει την αδικία, την είχαν αναγκάσει να εγκαταλείψει τη βασανισμένη χώρα της, αλλά αυτή συνέχιζε τον αγώνα. «Με τα έργα της αγωνίζεται για την ελευθερία» ήταν η τελευταία φράση.
Διαμαρτυρήθηκε, αλλά δεν την καταλάβαιναν.
Μα τι, δεν είναι αλήθεια πως ο κομμουνισμός καταδιώκει τη σύγχρονη τέχνη;
«Ο εχθρός μου δεν είναι ο κομμουνισμός, αλλά το κιτς!» απάντησε με λύσσα.
Από τότε άρχισε να βάζει παραπλανητικά στοιχεία στο βιογραφικό της, και όταν βρέθηκε στην Αμερική, έφτασε στο σημείο να κρύβει πως είναι Τσέχα. Ήταν μια απελπισμένη προσπάθεια να ξεφύγει από το κιτς που ήθελαν να κατασκευάσουν με τη ζωή της οι άλλοι.
Η πηγή του κιτς είναι η κατηγορική συμφωνία με την ύπαρξη.
Ποιο είναι όμως το θεμέλιο της ύπαρξης; Ο Θεός; Η ανθρωπότητα; Ο αγώνας; Η αγάπη; Ο άντρας; Η γυναίκα;
Επειδή ποικίλλουν οι απόψεις ως προς αυτό, ποικίλλουν και τα είδη του κιτς: είναι το καθολικό κιτς, το προτεσταντικό, το εβραϊκό, το κομμουνιστικό, το φασιστικό, το δημοκρατικό, το φεμινιστικό, το ευρωπαϊκό, το αμερικανικό, το εθνικό, το διεθνές.
Από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης η μισή Ευρώπη φέρει τον τίτλο Αριστερά και η άλλη μισή Δεξιά. Πρακτικά είναι αδύνατον να προσδιορίσεις τη μία ή την άλλη από αυτές τις έννοιες με βάση τις όποιες θεωρητικές αρχές στις οποίες βασίζονται. Διόλου παράξενο: τα πολιτικά κινήματα δεν βασίζονται σε ορθολογικές θέσεις, αλλά σε παραστάσεις, σε εικόνες, σε λέξεις, σε αρχέτυπα, που το σύνολό τους συγκροτεί ένα συγκεκριμένο πολιτικό κιτς.
Η ιδέα της Μεγάλης Πορείας, με την οποία μεθάει ο Φραντς, είναι το πολιτικό κιτς που ενώνει τους αριστερούς όλων των τάσεων κι όλων των εποχών. Η Μεγάλη Πορεία είναι αυτή η υπέροχη πορεία προς τα εμπρός, η πορεία προς την αδερφοσύνη, την ισότητα, τη δικαιοσύνη, την ευτυχία, και πιο μακριά ακόμα, παρ’ όλα τα εμπόδια, γιατί πρέπει να υπάρχουν εμπόδια για να μπορεί η πορεία να είναι Μεγάλη Πορεία.
Δικτατορία του προλεταριάτου ή δημοκρατία; Άρνηση της καταναλωτικής κοινωνίας ή αύξηση της παραγωγής; Γκιλοτίνα ή κατάργηση της θανατικής ποινής; Δεν έχει καμία σημασία. Αυτό που κάνει αριστερό έναν αριστερό δεν είναι μια συγκεκριμένη θεωρία, αλλά η ικανότητά του να εντάσσει οποιαδήποτε θεωρία στο κιτς που ονομάζεται Μεγάλη Πορεία.
[…] Το τραγούδι αυτό τη συγκινεί, αλλά η Σαμπίνα δεν την παίρνει στα σοβαρά τη συγκίνησή της. Ξέρει πολύ καλά πως το τραγούδι αυτό είναι απλώς ένα ωραίο ψέμα. Απ’ τη στιγμή που το κιτς αναγνωρίζεται σαν ψέμα, τοποθετείται στο πλαίσιο του μη κιτς. Μόλις χάσει την αυταρχική εξουσία του, γίνεται συγκινητικό σαν οποιαδήποτε ανθρώπινη αδυναμία. Γιατί κανένας μας δεν είναι υπεράνθρωπος, ώστε να μπορεί να ξεφύγει εντελώς απ’ το κιτς. Το κιτς, όση περιφρόνηση κι αν μας εμπνέει, είναι κομμάτι της ανθρώπινης μοίρας.
«Στην αρχή αρχή της Γένεσης γράφει πως ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο, για να εξουσιάζει τα πουλιά, τα ψάρια, και γενικά όλα τα ζώα. Φυσικά, τη Γένεση την έγραψε άνθρωπος, και όχι π.χ. άλογο. Δεν είναι καθόλου βέβαιο πως ο Θεός ήθελε πραγματικά να εξουσιάζει ο άνθρωπος τα άλλα πλάσματά του. Το πιθανότερο είναι να τον επινόησε ο άνθρωπος τον Θεό, για να καθαγιάσει την εξουσία που σφετερίστηκε, υφαρπάζοντάς την από την αγελάδα και το άλογο. Ναι, το δικαίωμα να σκοτώνουμε ένα ελάφι ή μια αγελάδα είναι το μόνο πράγμα που βρίσκει αδελφωμένη ολόκληρη την ανθρωπότητα, ακόμα και στους πιο αιματηρούς πολέμους.
»Αυτό το δικαίωμα μας φαίνεται αυτονόητο, επειδή βρισκόμαστε στην κορυφή της ιεραρχίας. Αρκεί όμως να μπει στο παιχνίδι ένας τρίτος, λόγου χάρη ένας επισκέπτης από άλλον πλανήτη, που θα του έχει πει ο Θεός: “Θα εξουσιάζεις τα πλάσματα όλων των άλλων αστέρων”, και τίθεται αυτομάτως υπό αμφισβήτηση όλη η αυθεντία της Γένεσης. Ο άνθρωπος ζεμένος στην άμαξα από έναν Αρειανό, ή ίσως ψητός στη σούβλα από έναν κάτοικο του Γαλαξία, ενδεχομένως να θυμόταν τότε τη μοσχαρίσια μπριζόλα που έκοβε συχνά στο πιάτο του και να ζητούσε (πολύ αργά) συγνώμη από την αγελάδα.»
Στην Αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης, το γνωστότερο ίσως μυθιστόρημα του Κούντερα, έπειτα από το Αστείο που τον καθιέρωσε παγκοσμίως, ο συγγραφέας, με φόντο τη νεότερη πολιτική ιστορία και πρόσχημα μια πολυδαίδαλη ερωτική σχέση, μας ξεναγεί στην περιπέτεια της ανθρώπινης ύπαρξης, με συνομιλητές του τον Παρμενίδη, τον Νίτσε, τον Μπετόβεν κ.ά. Με το γνωστό χιούμορ και τον πικρό σαρκασμό του μας μιλά για τον έρωτα και το σεξ, για την ασύμπτωτη γλώσσα των εραστών, το αισθητικό αλλά και το πολιτικό κιτς, καθώς και για τις πάσης φύσεως επιταγές, τα «πρέπει» που καθορίζουν την ανθρώπινη ζωή, κάνοντας όλο και πιο ασήκωτο το βάρος της ελαφρότητάς της.
Ο Μίλαν Κούντερα γεννήθηκε στην Τσεχία. Από το 1975 ζει στη Γαλλία.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΕΣΤΙΑ ΣΕΛΙΔΕΣ: 440 ΤΙΜΗ: € 16,00