Σε μια χρονιά τόσο αποθαρρυντική που εκδίωξε μέχρι και την Wonder Woman από τις αίθουσες, οι καινούργιες ταινίες δύο ελλήνων σκηνοθετών ταξιδεύουν στα μεγάλα κινηματογραφικά φεστιβάλ του πλανήτη (αυτή τη φορά η στάση γίνεται στο Φεστιβάλ του Τορόντο) παρουσιάζοντας όχι μόνο δύο διαφορετικές αντιδράσεις στο μόνιμο κίνδυνο της μοναξιάς με τον οποίο όλοι οι άνθρωποι βρίσκονται αντιμέτωποι, αλλά και δύο διαφορετικές εκδοχές της Αθήνας.
Ο Χρήστος Νίκου είχε ήδη αποσπάσει επαινετικές κριτικές για το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του, Μήλα, στο Φεστιβάλ Βενετίας όπου έγινε η πρώτη ελληνική ταινία έναρξης της κλασικής ενότητας «Ορίζοντες». Πρόκειται για μια αινιγματική, αλλά συγκινητική ιστορία ενός άντρα σε αναζήτηση αναμνήσεων, εμπειριών και, τελικά, ταυτότητας – το κυρίαρχο ερώτημα της ταινίας είναι, άλλωστε, το αν τα δύο πρώτα αποκλειστικά ευθύνονται για το τελευταίο. Τα Μήλα είναι στημένα πάνω στη μορφή του Άρη Σερβετάλη, που υποδύεται έναν άντρα που μια μέρα μοιάζει να έχει χάσει ξαφνικά τη μνήμη του και γράφεται σε ένα πρόγραμμα επανάκτησής της. Αποκτά νέο διαμέρισμα και ιατρικές οδηγίες δημιουργίας αναμνήσεων που του μεταφέρονται ηχογραφημένες (με τη φωνή του Αργύρη Μπακιρτζή) σε κασέτες – αποτελώντας ουσιαστικά ένα manual ταχείας χρήσης για τον κόσμο, την κοινωνία και την καθημερινότητα.
Ολοκληρώνοντας κάθε αποστολή, πρέπει να την καταγράφει με μια Polaroid και κάπως έτσι να χτίζει βήμα-βήμα κάτι που θυμίζει αληθινή ζωή σε μια Αθήνα αναγνωρίσιμη αλλά κι ανατριχιαστικά ήρεμη και χρονικά αταξινόμητη. Μπορεί το φαινομενικά αποστασιοποιημένο, αυστηρά σχεδιασμένο και ψύχραιμο (όχι όμως ψυχρό) mood της ταινίας να προκαλεί λανθιμικές συγκρίσεις (ο Νίκου ήταν, άλλωστε, βοηθός του υποψήφιου για Όσκαρ σκηνοθέτη στον Κυνόδοντα), όμως η κρίσιμη διαφορά των Μήλων από ο,τιδήποτε weird είναι η καρδιά που χτυπάει στο κέντρο τους κι αποκαλύπτεται σταδιακά καθώς ξεφλουδίζεται (αναπόφευκτο pun) η ιστορία (την οποία συνέλαβε ο Νίκου κι ο συνσεναριογράφος Σταύρος Ράπτης).
Τα αποκαλυπτήριά του έκανε επιτέλους και το Monday, η νέα ταινία του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου μετά το festival darling Suntan. Προσπέρασε την ατυχία του περασμένου Απριλίου, οπότε και ήταν προγραμματισμένο να κάνει πρεμιέρα σε ένα από τα πρώτα κινηματογραφικά φεστιβάλ που επλήγησαν από το lockdown της άνοιξης, το νεοϋορκέζικο Tribeca Film Festival, και κατέληξε τελικά στο Τορόντο, όπου προβλήθηκε για δημοσιογράφους και υποψήφιους αγοραστές.
Η ταινία, που γυρίστηκε την περσινή χρονιά στην Αθήνα και την Αντίπαρο, στέλνοντας σε πλήρες stalking mode τις θαυμάστριες του πρωταγωνιστή, Σεμπάστιαν Σταν, παρακολουθεί με αμείωτη όρεξη το ρομάντζο-αστραπή δύο Αμερικάνων που ζουν στην Αθήνα: του DJ Μίκι (Σταν) και της δικηγόρου Κλόι (Ντενίζ Γκοφ). Μετά από μια μεθυσμένη γνωριμία σε ένα πάρτυ, οι δύο ξένοι υποκύπτουν στην ακαταμάχητη έλξη τους. Το comedown τούς βρίσκει γυμνούς στην παραλία κι από εκεί στο αστυνομικό τμήμα το επόμενο πρωί. Το επόμενο comedown είναι πιο μόνιμο και είναι αυτό που εξερευνά εξαντλητικά (σε 2 όχι-εντελώς-κερδισμένες ώρες) το Monday, καθώς οι εραστές αποφασίζουν να γίνουν ζευγάρι και να δοκιμάσουν την απαιτητική πραγματικότητα μιας σχέσης σε μια πόλη που μοιάζει να έχει χώρο για τα πάντα, ακόμα και για τις προσδοκίες τους.
Η ταινία εκτυλίσσεται σε κάμποσα Σαββατοκύριακα κατά τη διάρκεια της σχέσης του Μίκι και της Κλόι, με το «φάντασμα» της Δευτέρας να πλανάται πάνω από τα σώματά τους κάθε στιγμή που αυτά δεν είναι γυμνά (και είναι πολύ συχνά). Ο Παπαδημητρόπουλος δεν υποκύπτει στη millennial μελαγχολία που απειλεί να βγει στην επιφάνεια κάθε φορά που το ζευγάρι συνειδητοποιεί αλλά δεν παραδέχεται τον εκτροχιασμό που παραμονεύει, κι ακολουθεί τους δύο ήρωες με την ίδια ακούραστη όρεξη που ρίχνονται και αυτοί σε άλλον ένα γύρο της σχέσης τους. Οι αξιομνημόνευτες σκηνές του Monday είναι σαν βινιέτες μέσα στη ζωή του ζευγαριού: ο Σεμπάστιαν Σταν να ουρλιάζει “THIS. IS. KYPSELI!” στη θέα ενός φλεγόμενου καναπέ σε πάρτι στην πλατεία, οι δύο συμπρωταγωνιστές να τραγουδούν την «Συννεφούλα»σε χριστουγεννιάτικο σκηνικό και, πολύ αργότερα, να επιδίδονται σε ένα γυμνό joyride στο κέντρο της Αθήνας.
Δεν θέλουν η Δευτέρα να φτάσει ποτέ.