Categories: ΘΕΑΤΡΟ

Μικρό κείμενο για την παράσταση «Ο Ξένος του Καμύ» στο Από Μηχανής Θέατρο

Προτού δω την παράσταση αναρωτιόμουν σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο μπορεί κανείς να μεταφέρει στο θέατρο ένα τόσο διάσημο μυθιστόρημα όσο ο Ξένος του Καμύ, δίχως να το προδώσει. Μια απορία που ανακύπτει σε κάθε μετάπλαση πεζογραφικού έργου σε θεατρικό. Το πώς δηλαδή είναι δυνατόν να μεταβούμε από ένα είδος λόγου σε άλλο, χωρίς να το προδώσουμε. Διότι η αφήγηση της ιστορίας, η αναπαραγωγή της δεδομένης δράσης ή η ανάδειξη ενός «λογοτεχνικού μηνύματος»,  η θεατρική εν ολίγοις παράφραση ακυρώνει το λογοτέχνημα, όπως και κάθε παράφραση εν γένει.

Διαβάζοντας τις σημειώσεις στην οριστική έκδοση της Pléiade, ανακάλυψα ότι ο Καμύ συνέθεσε τον Ξένο δανειζόμενος από τον Σταντάλ την τεχνική της σύνθεσης «δραματικών ενοτήτων», από τη διαπλοκή των οποίων προέκυψε η γραμμική αφήγηση του μυθιστορήματος.

Μια δραματική ενότητα είναι λ.χ. εκείνη όπου ο πατέρας επιστρέφει σπίτι άρρωστος, έχοντας μόλις παρακολουθήσει τη δημόσια εκτέλεση ενός κατάδικου, γεγονός που του προκαλεί ακατάσχετους εμετούς. Ή ακόμα η ιστορία του Τσέχου, την οποία ο Καμύ άντλησε από το αστυνομικό δελτίο της εποχής, και εν συνεχεία δούλεψε αυτοτελώς, καταλήγοντας στο διάσημο θεατρικό του έργο, Η παρεξήγηση. Στον Ξένο συναντάμε μια πρώτη μορφή της αθέλητης δολοφονίας του επιτυχημένου άνδρα που επιστρέφει ινκόγκνιτο στον τόπο του από την μάνα και την αδελφή του.

Η επιλογή συνεπώς του σκηνοθέτη Δημήτρη Τσιάμη, αλλά και των ηθοποιών, Γεράσιμου Μιχελή, Κλεοπάτρας Μάρκου, Μιχάλη Οικονόμου και Μιχάλη Βαλάσογλου, να μην ακολουθήσουν την γραμμική αφήγηση του μυθιστορήματος, αλλά να το παρουσιάσουν μέσα από συγκεκριμένους θεματικούς άξονες, συνάδει πλήρως με την πρωταρχική λογική της σύνθεσής του.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Το σκηνοθετικό εύρημα των τριών βράχων τους οποίους οι ηθοποιοί σπρώχνουν βασανιστικά προκειμένου να συνθέσουν το σκηνικό κάθε διαφορετικής «δραματικής ενότητας» (άμεση αναφορά στο περιφανές έργο του Γάλλου νομπελίστα, Ο Μύθος του Σίσυφου) υπογραμμίζει την σταθερή ψυχική, υπαρκτική περισσότερο, συνθήκη του Μερσώ. Σε όλη τη διάρκεια του βίου του, σπρώχνει με κόπο και κούραση την κάθε μέρα – το αδιαφοροποίητο υλικό της ζωής του – ως την άκρη της, σε μια απαρέγκλιτη ευθεία που ενώνει την γέννηση με τον θάνατο.

Αυτή τη διαδρομή του βίου σκίζει στα δύο ένα καταλυτικό γεγονός. Ο φόνος του άραβα. Η μονότονη ζωή του Μερσώ, αλλά και η μονότροπα επαναλαμβανόμενη καθημερινότητά του, χωρίζονται αμετάκλητα σε δυο διαφορετικές χρονικότητες, το πριν και το μετά τον φόνο. Ο Μερσώ είναι και παραμένει ένας ξένος απ’ την αρχή ως το τέλος του μυθιστορήματος, όμως ο φόνος διαχωρίζει κι αναδεικνύει δυο διαφορετικές μορφές ξενότητας.

Ο Μερσώ ενσαρκώνει την πιο ακραία ξενότητα, την μέγιστη αποξένωση από τον κόσμο και τους ανθρώπους του, ως συνέπεια της πιο απόλυτης αδυναμίας του σχετίζεσθαι. Ακόμα και ο ισχυρότερος ανθρώπινος δεσμός, εκείνος του παιδιού με τη μάνα του, μοιάζει να του είναι άγνωστος. Η απουσία οποιασδήποτε σχέσης και δεσμού, αφαιρεί κάθε νόημα από τον κόσμο και κατ’ επέκταση την ίδια τη ζωή. Όταν τίποτα δεν σε αφορά, τίποτα «δεν έχει σημασία» – φράση επωδός του μυθιστορήματος που αντικατοπτρίζει την ξενότητα του Ξένου.

Γι’ αυτό και στα μάτια του Μερσώ η δολοφονία του άραβα δεν έχει καμία σημασία, ήταν ένα τυχαίο γεγονός, κάτι σαν φυσικό φαινόμενο. Το κακό που διαπράττει «άθελά» του ο Μερσώ, τυφλωμένος και καταπονημένος από τον καυτό ήλιο παραπέμπει στη διάσημη ρήση και θέση της Χάννα Άρεντ περί της «ρηχότητας του κακού». Η ρηχότητα προκύπτει από την απουσία σκέψης, ο ρηχός άνθρωπος πράττει το κακό ασυνείδητα γιατί καμία πράξη δεν διαθέτει στα δικά του μάτια ηθική διάσταση.

Μετά τον φόνο αναφαίνεται η άλλη μορφή της ξενότητας που χαρακτηρίζει τον Μερσώ. Δεν είναι μονάχα ο κόσμος ξένος στον ίδιο, αλλά είναι και ο ίδιος ξένος για τον κόσμο. Το «παράλογο» χαρακτηριστικό του, το γεγονός ότι είναι ανίκανος να πει ψέματα, τον καθιστά αυτομάτως απόλυτα ξένο σε σχέση με όλη την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Ο Μερσώ μοιάζει να μην μπορεί να ζήσει με τους άλλους – να σχετιστεί ουσιαστικά μαζί τους – και οι άλλοι δεν μπορούν να ζήσουν, να συμβιώσουν μαζί του, με την αλήθεια παρά πόδα. Έτσι λοιπόν τον καταδικάζουν σε θάνατο και τον εκτελούν.

Ο Καμύ, ο οποίος αρνήθηκε κατηγορηματικά την απουσία ανθρώπινης ευαισθησίας, την οποία, κριτική και αναγνώστες, προσήψαν στον ήρωά του, απάντησε λέγοντας ότι ο Μερσώ «είναι ο μοναδικός Χριστός που μας αξίζει». Χτίζει έναν μάρτυρα, ένα είδος αγίου χωρίς Θεό, προάγγελο του γιατρού Ριέ της Πανούκλας.  Ο Μερσώ είναι με άλλα λόγια η πρώτη απόπειρα απάντησης στο φλέγον υπαρξιακό ερώτημα του Καμύ, ο οποίος διερωτάτο σε όλη του τη ζωή αν και πώς μπορεί να γίνει κανείς άγιος χωρίς να πιστεύει στον Θεό. Υπ’ αυτή την έννοια, του ανθρώπου δηλαδή που αναζητεί την ελευθερία μέσω της θυσιαστικής αυτοπροσφοράς, μακριά όμως από κάθε θρησκευτική πίστη, ο Μερσώ μπορεί να ειδωθεί ως το φωτογραφικό αρνητικό του πρίγκιπα Μίσκιν. Εν ολίγοις, ο Ξένος είναι ένα είδος άθεου Ηλίθιου.

Τέλος ο Ξένος από μια άλλη πάλι σκοπιά προαναγγέλλει και σκιαγραφεί τον σύγχρονο δυτικό άνθρωπο, ο οποίος σύμφωνα με άλλη ρήση του Αλμπέρ Καμύ, στο μέλλον, στο δικό μας δηλαδή παρόν, θα ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με τη συνουσία και την εφημερίδα του. Η ηδονή και οι ειδήσεις, η ηλεκτρονική πληροφορία μοιάζουν όντως να είναι τα πεδία της μεγαλύτερης συμερινής αποξένωσης του ανθρώπου.


Ο «Ξένος» του Αλμπέρ Καμύ, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τσιάμη, με τους Γεράσιμο Μιχελή, Κλεοπάτρα Μάρκου, Μιχάλη Οικονόμου (κάθε Τρίτη) και Μιχάλη Βαλάσογλου (κάθε Δευτέρα), μετά από την εξαιρετικά μεγάλη προσέλευση του κοινού στις παραστάσεις, αλλά και στις συζητήσεις με καλεσμένους από το χώρο των γραμμάτων και των τεχνών, θα συνεχιστεί, για ακόμη ένα μήνα, έως 6 Φεβρουαρίου 2018, στο θέατρο «Από Μηχανής» κάθε Δευτέρα & Τρίτη στις 21:00.

Το κείμενο του Σπύρου Γιανναρά προέκυψε από τη συζήτηση που έγινε μετά το τέλος της παράστασης στις 18/12/2017 με τίτλο “Ο Μερσώ ή Η ρηχότητα του κακού!”. Τη συζήτηση παρακολούθησαν σχεδόν όλοι οι θεατές της παράστασης και δημιουργήθηκε ένας εξαιρετικά γόνιμος διάλογος με το κοινό. Η συζήτηση μεταδόθηκε ζωντανά, όπως και όλες οι συζητήσεις, από τη σελίδα της παράστασης στο facebook.

POPAGANDA