Για άλλη μια κινηματογραφική εβδομάδα, οι επανεκδόσεις βάζουν κάτω τις νέες κυκλοφορίες, τις καταπατούν και χορεύουν πάνω στη σωρό τους: από τη ριζοσπαστική Έκλειψη του Αντονιόνι μέχρι το εφιαλτικό Μετά τα Μεσάνυχτα του Νίκολας Ρεγκ κι από το Ένα Ψάρι Που Το Έλεγαν Γουάντα (μια από τις πιο αστείες ταινίες που έχουν γυριστεί ποτέ) ως τη μεταφορά-απεριτίφ του Έγκλημα στον Ήλιο της Αγκάθα Κρίστι, everything old is good (again).
Γενναίοι ανταγωνιστές η σκακιστική βιογραφία Ρουά Ματ για ένα παιδί-θαύμα που ζει το δικό του Whiplash, η μεταφορά του πολυσυζητημένου βιβλίου του Πίτερ Κάρεϊ Νεντ Κέλι ο Νο. 1 Καταζητούμενος από τον κάποτε πολλά υποσχόμενο Τζάστιν Κερζέλ (Μάκβεθ), η βρετανική και φεμινιστική Γυναικεία Υπόθεση και το Πουλιά στον Αέρα με τον Μίδα της εμπορικής γαλλικής κωμωδίας Ντανί Μπουν.
Παρακάτω, οι επιλογές μας αν βγείτε κι αν καλέσετε κόσμο στο σπίτι για να ξαναζήσετε το σημαντικότερο event του Μαΐου που δεν είναι το Final 4.
Ένα για σινεμά
Η θέση του κριτικού ανάμεσα στην τέχνη και την αλήθεια αποτυπώθηκε μέσα σε μια μόλις αριστουργηματική σκηνή στον Ρατατούη της Pixar, αλλά ας προσπαθήσει κι ο Διαρρήκτης Υψηλής Τέχνης να ανοίξει και πάλι την κουβέντα. Θα το επιτρέψουμε. Η μεταφορά του βιβλίου The Burnt Orange Heresy από τον Τζουζέπε Καποτόντι γέρνει περισσότερο προς την κοσμοπολίτικη περιπέτεια με νεο-νουάρ bullet points και παίζει συνεχώς με τον κανόνα «μην αφήνεις την αλήθεια να εμποδίσει μια καλή ιστορία», αλλά ακόμα και στην άτσαλη κατάληξή της, θέτει δίκαια ερωτήματα για τη σχέση συμβίωσης ανάμεσα στην καλλιτεχνική δημιουργία και τους αποδέκτες της.
Έχοντας μόλις καταπλήξει τους παρευρισκόμενους σε ομιλία του με μια δεξιοτεχνική αποδόμηση της σχέσης αλήθειας και τέχνης, ένας κριτικός τέχνης γνωρίζει μια αινιγματική γυναίκα (Κλες Μπανγκ κι Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι, και οι δύο Πολύ Ψηλοί) που γρήγορα γίνεται ερωμένη του. Μαζί ταξιδεύουν στη λίμνη Κόμο, εκεί όπου τον έχει προσκαλέσει ένας πλούσιος συλλέκτης (Μικ Τζάγκερ) για να του προσφέρει μια συνέντευξη με έναν θρυλικό ζωγράφο (Ντόναλντ Σάδερλαντ) που ζει απομονωμένος εδώ και δεκαετίες. Για αντάλλαγμα, ζητάει από τον κριτικό να κλέψει έναν πίνακά του.
Γιατί δεν το κάνει ο Μικ Τζάγκερ μόνος του αφού φιλοξενεί τον καλλιτέχνη στο κτήμα του (στην πραγματικότητα το εξοχικό του Βισκόντι); Γιατί ο Μικ Τζάγκερ σήκωσε το τηλέφωνο μόνο για να χαμογελάει δαιμόνια για 10’ κάνοντας δωρεάν εκδρομή στη βόρεια Ιταλία – μόλις το παρατεταμένο cameo του τελειώσει, η ταινία μένει μόνη της να σηκώσει το βάρος της απουσίας ενός ανάλαφρου στοιχείου και το καταφέρνει για αρκετή ώρα, με τις στιγμές ανάμεσα στον Σάδερλαντ και την Ντεμπίκι να είναι ιδιαίτερα γλυκές και την υπόσχεση μιας gluten-free Υπόθεσης Τόμας Κράουν να πλανάται στον αέρα (η υπόσχεση δεν εκπληρώνεται, δεν πειράζει).
Ο Διαρρήκτης Υψηλής Τέχνης διατηρεί μια ατμόσφαιρα μυστηρίου και αβεβαιότητας σχετικά με τις προθέσεις, τα λόγια και τα κίνητρα των ηρώων του, τροφοδοτώντας την καχυποψία του θεατή μέχρι να την μετατρέψει σε αντιπάθεια. Κάποιες φτηνιάρικες στροφές της πλοκής εμποδίζουν την ταινία από το να φτάσει σε μια Exit Through The Gift Shop επιφοίτηση, για (γενναιόδωρο) παράδειγμα, αλλά δεν κάνει και λάθος για το φιλτράρισμα της τέχνης μέσα από τα μάτια των κριτικών πριν αυτή τεθεί ενώπιον του κοινού. Ξεκάθαρα το “καλό για θερινό” της εβδομάδας.
Ένα για streaming
Υπάρχουν δύο σωστές αντιδράσεις στο άκουσμα της είδησης ότι ο Γουίλ Φέρελ και ο σκηνοθέτης του Γαμομπελάδες αποφάσισαν να ασχοληθούν με το εθνικό σπορ της Ευρώπης και αυτές είναι είτε “take my money” είτε «ε δεν θα μας πουν οι Αμερικάνοι για την Eurovision». Το αισιόδοξο σενάριο ποντάρει στο πρώτο, η πραγματικότητα της νέας ταινίας τους μας προσγειώνει στο δεύτερο. Εξ’ ορισμού ένα camp, θεόμουρλο, τραγικωμικό σημείο τήξης της παράδοσης και του σήμερα, η Eurovision είναι από τα ελάχιστα πράγματα που είναι ήδη τόσο παράλογα κι απρόβλεπτα που ίσως δεν προσφέρονται για σάτιρα – ο Φέρελ, απόλυτη μορφή της κωμωδίας στα 00s που εδώ συνυπογράφει το σενάριο, το αντιλαμβάνεται, και γι’αυτό επιλέγει να αποτίσει έναν ευγενικό φόρο τιμής ως αουτσάιντερ που εκτιμά την τρέλα και την έλλειψη επίγνωσης το πάθος των συμμετεχόντων, κι όχι να κανιβαλίσει ή να εφαρμόσει την καλά καταγεγραμμένη και over the top τρέλα του σε ένα ανεξήγητο φαινόμενο όπως το συγκεκριμένο.
Κι αυτό είναι το πρώτο του ατόπημα, αφού Eurovision = δεν θα σέβεστε.
Ο Φέρελ υποδύεται τον Λαρς Έρικσονγκ, έναν ισλανδό loser που μικρός είδε τους ΑΒΒΑ στη διοργάνωση και του άλλαξαν τη ζωή (συνήθης παρενέργεια των ΑΒΒΑ) σε τέτοιο βαθμό που την αφιέρωσε στην προσπάθειά του να λάβει κι εκείνος μέρος κάποτε στο διαγωνισμό. Ο ντροπιασμένος πατέρας του (Πιρς Μπρόσναν) έχει σηκώσει τα χέρια ψηλά και η μόνη που στηρίζει τον Λαρς είναι η παιδική του φίλη Ζίγκριτ (Ρέιτσελ Μακ Άνταμς κάνε μόνο κωμωδίες pls), με την οποία έχει σχηματίσει το συγκρότημα Fire Saga. Μέσα από ένα γύρισμα της τύχης που χρωστάει πολλά στο Αυτοί οι Τρελοί Τρελοί Παραγωγοί του Μελ Μπρουκς, οι Fire Saga πραγματοποιούν το όνειρό τους και καταλήγουν στο Εδιμβούργο (που… δεν είναι πρωτεύουσα χώρας αλλά ΟΚ) για να διαγωνιστούν στην Eurovision.
Παρά τα μειδιάματα για σατανικά ξωτικά, τα in-jokes και τα cameos (από την Κοντσίτα Γουρστ μέχρι τον Γκράχαμ Νόρτον) και το τραγούδι (και πρώτο single) “Volcano Man” που θα μπορούσε άνετα να αποτελεί αληθινό entry της Eurovision με τη εθνο-στερεοτυπική του αισθητική, την «επική» μελωδία και τους generic στίχους, το πρώτο αληθινά ξεκαρδιστικό στοιχείο της ταινίας φτάνει με τη μορφή του Νταν Στίβενς, ο οποίος υποδύεται τον Ρώσο σούπερσταρ Αλεξάντερ Λέμτοβ φορώντας ένα λαμέ πουκάμισο κι ένα χρυσοποίκιλτο παλτό και τραγουδώντας την εξωτική μπαλάντα “Lion Of Love”. Ο Στίβενς περνά την υπόλοιπη ταινία με παρόμοιες εκτυφλωτικές αμφιέσεις, απολαμβάνοντας τη γελοιότητα/κλισέ του χαρακτήρα του και καταφέρνοντας να δημιουργήσει ακόμα και πειστική χημεία με την Μελισσάνθη Μαχούτ, που βγάζει χαρακτήρα ως ελληνίδα εκπρόσωπος-mix της Έλενας Παπαρίζου/Ελευθερίας Ελευθερίου/Ελένης Φουρέιρα κ.ο.κ.
Δεν είμαστε σίγουροι γιατί περιμέναμε ένα This Is Spinal Tap και τελικά βγήκε ένα Παίζεις Μπάλα Ή Τα Παίζεις (ο ελληνικός τίτλος του Dodgeball σε περίπτωση που τα παίξατε), αλλά το Διαγωνισμός Τραγουδιού Eurovision: Η Ιστορία των Fire Saga (με τον γελοία υπερ-επεξηγηματικό τίτλο του) θριαμβεύει σε έναν ανέλπιστο τομέα – ή όχι και τόσο ανέλπιστο, αν κοιτάξει κανείς τα credits: το τραγούδι “Double Trouble” με το οποίο οι Fire Saga συμμετέχουν στην Eurovision είναι ένα ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΑΤΟ JAM, γεγονός που οφείλεται στο δίδυμο Ράμι Γιακούμπ και Σαβάν Κοτέτσα, που στο ενεργητικό τους έχουν τη μισή ιστορία της ποπ από τα 90s μέχρι σήμερα (ο Γιακούμπ ήταν συνεργάτης του Μαξ Μάρτιν στα πρώτα hits της Μπρίτνεϊ Σπίαρς και των Backstreet Boys, o Κοτέτσα έχει γράψει ό,τι ακούγεται στο ραδιόφωνο τα τελευταία χρόνια, από το “Can’t Feel My Face” μέχρι το “Love Me Like You Do”).
Και σαν τελική έμπνευση, το κλείσιμο με το “Hoppípolla” των Sigur Ros: αυτές είναι οι υπόλοιπες λάθος κινήσεις αυτής της ταινίας. Δεν είναι λίγο άτοπο να λέμε για την Eurovision και να μιλάμε… για τα τραγούδια;