Ο Μιχάλης Κωνσταντάτος και το κόλλημα με τους Radiohead

Πως είναι τα πρώτα σχόλια που έχεις ακούσει μέχρι στιγμής για το Luton, ειδικά και μετά από τις συμμετοχές σε φεστιβάλ του εξωτερικού; Το feedback είναι πολύ καλό, νομίζω. Είναι έντονο, αυτό είναι το βασικό χαρακτηριστικό, γιατί έντονη είναι και η ταινία. Οπότε έχουμε έντονες αντιδράσεις, και προς τη μια και προς την άλλη κατεύθυνση, το οποίο το θεωρώ πάρα πολύ καλό για την ταινία. Δε νομίζω ότι τσαντίζομαι με τις αρνητικές αντιδράσεις. Ο καθένας προσλαμβάνει μια ταινία όπως την προσλαμβάνει και έχει το δικαίωμα να αντιδρά όπως θέλει. Φυσικά υπήρξε αρνητική αντίδραση, αυτοί που δεν μπαίνουν στον κόσμο της ταινίας δεν μπορούν να την καταλάβουν, άρα αντιδρούν απέναντι σ’ αυτό, νομίζουν πως τους βασανίζω. Δεν είναι η πρόθεσή μου και σίγουρα δεν είναι η αλήθεια.

Πόσο δύσκολο ήταν το όλο στήσιμο της ταινίας; Και πόσο δύσκολο να μπουν οι ηθοποιοί σε αυτό το αποστασιοποιημένο παίξιμο που απαιτει; Η ταινία για να γίνει φυσικά και ήταν δύσκολο, όπως όλες οι ταινίες στο ελληνικό σινεμά, με την έννοια ότι πρέπει να βρούμε τα λεφτά να τις κάνουμε σε μια χώρα που δεν υπάρχουν λεφτά. Πάντα ήταν δύσκολο, τώρα είναι ακόμα περισσότερο. Οι άνθρωποι που βρέθηκαν στο δρόμο μου, ο Γιώργος Τσούργιαννης, η Feelgood, o Χρήστος Κωνσταντακόπουλος με τη Faliro House, η 235, ο Κώστας Βαρυπομπιώτης και η Άρκτος που ήταν οι συμπαραγωγοί της ταινίας μου, χάρη σε αυτούς έγινε η ταινία μου. Είτε με χρηματικό ποσό, είτε με υλικοτεχνική υποδομή βοήθησαν και μπορέσαμε να την κάνουμε, και φυσικά με όλους τους ανθρώπους από το συνεργείο και τους ηθοποιούς που βοήθησαν πέρα από τις δυνάμεις τους ώστε να γίνει η ταινία.

Τώρα για το παίξιμο που λες, δε θα το ονόμαζα αποστασιοποιημένο παίξιμο αλλά λιτό και ρεαλιστικό, νομίζω ότι το απαιτούσαν και οι σκηνές της ταινίας. Οι ηθοποιοί καλούνταν να αναπαραστήσουν καθημερινές σκηνές καθημερινών ανθρώπων και αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο, να παίξεις αυτό το ρόλο. Κάναμε πάρα πολλές πρόβες με τους ηθοποιούς, με όλους τους ηθοποιούς, πρώτους, δεύτερους, τρίτους ρόλους, ακόμα και με τους κομπάρσους και νομίζω ότι καταφέραμε ένα πολύ καλό αποτέλεσμα.

Το Luton μήπως είναι τελικά μια ταινία μισανθρωπική; Το αντίθετο. Νομίζω ότι για να κάνεις μια ταινία που μιλάει για τους ανθρώπους, για τη ψυχολογία τους, τη συμπεριφορά τους, πρέπει να αγαπάς τους ανθρώπους. Να νοιάζεσαι γι’ αυτούς και να θες να σπαταλήσεις τρία χρόνια από τη ζωή σου για να το κάνεις. Η πρόθεσή μου είναι, ακριβώς επειδή νοιάζομαι πάρα πολύ για τους ανθρώπους, το πώς το κοινωνικό σύνολο συγκροτείται, πως παραμένει σε μια όσο το δυνατόν υγιέστερη κατάσταση, ακριβώς γι’ αυτό έκανα μια ταινία που μιλάει για τη συνείδηση και τη συνειδητοποίηση μέσα στη σημερινή κοινωνία.

Η βία όπως απεικονίζεται κατά πόσον είναι μεταφορική και κατά πόσον ρεαλιστική; Είναι αλληλένδετα αυτά τα δύο. Άκουγα για διάφορα περιστατικά βίας ανά τον κόσμο και μάλιστα οι θύτες ήταν καθημερινοί άνθρωποι. Οπότε ξεκίνησε λίγο η παρατήρηση της καθημερινότητας, πως την αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι και πως λειτουργεί στον ψυχισμό τους η βία που ασκείται πάνω τους από το περιβάλλον τους. Δεν υπάρχει κάποια ιδεολογία που ωθεί αυτούς τους ανθρώπους προς την έκφραση αυτού του τύπου. Υπάρχει η αφορμή ρεαλιστικά αλλά σίγουρα είναι μεταφορικό το επίπεδο.

Σκοπός της ταινίας είναι να κάνει έναν κύκλο και να μας γυρίσει στην αρχή, να ξαναδιαβάσουμε τις σκηνές καθημερινότητας που έχουμε δει και να δούμε στις λεπτομέρειες που ακριβώς είναι το πρόβλημα. Τι μπορεί να γεννήσει αυτές τις παθογόνες καταστάσεις. Δε θέλω να πιστεύω ότι μας τρώει η μαρμάγκα. Η διαφυγή είναι ακριβώς αυτό που λέει και η ταινία, η συνειδητοποίηση. Να έχουμε συνείδηση του τι ακριβώς ζούμε, ποιες είναι οι επιλογές και οι επιθυμίες μας, να είμαστε ειλικρινείς με αυτό, να βλέπουμε καθαρά και να βλέπουμε τις λεπτομέρειες. Νομίζω ότι αυτή είναι και η διέξοδος. Το να μπορούμε να ζούμε με πλήρη συνείδηση.

Στη σκηνοθεσία σου διέγνωσα μια γενναία ποσότητα επιρροής από Χάνεκε. Διέψευσέ με αν μπορείς. Το σινεμά του Χάνεκε με ενδιαφέρει, με αφορά πάρα πολύ, τον παρακολουθώ από πολύ νωρίς. Η προβληματική του είναι κοινή με την προβληματική μου, με την έννοια ότι μας ενδιαφέρουν τα ίδια θέματα. Ήδη και πριν ανακαλύψω τον Χάνεκε, τα πρώτα πράγματα που είχα κάνει ήταν επίσης αυτής της προβληματικής, οπότε φυσικά και υπάρχει μια συγγένεια.

Τώρα οι επιρροές μου δεν είναι μόνο από το σινεμά, είναι και από τη μουσική, αντλώ πάρα πολύ από τη μουσική, είναι πάρα πολύ από τα εικαστικά και τη ζωγραφική, αλλά είναι πάρα πολύ και από το σινεμά που είναι αρκετοί οι σκηνοθέτες που με ενδιαφέρει το έργο τους και το παρακολουθώ πάρα πολύ στενά. Ο Ρεϊγάδας, ο Μουντζίου, ο Ούλριχ Ζάιντλ, ο Χάνεκε, όπως προείπαμε, ο Τρίερ… Πάρα πολλοί.

Για να κάνεις μια ταινία που μιλάει για τους ανθρώπους, για τη ψυχολογία τους, τη συμπεριφορά τους, πρέπει να αγαπάς τους ανθρώπους. Να νοιάζεσαι γι’ αυτούς και να θες να σπαταλήσεις τρία χρόνια από τη ζωή σου για να το κάνεις.

Η ταινία, κατά κάποιον τρόπο, κατατάσσεται στο λεγόμενο Νέο Ελληνικό Ρεύμα. Ποια κοινά και ποιες διαφορές θεωρείς ότι έχεις ως σκηνοθέτης σε σχέση με τους υπόλοιπους εκπροσώπους; Από όσα έχω δει μέχρι τώρα, γιατί δεν έχω δει και ολόκληρη την τελευταία παραγωγή, νομίζω ότι κάθε δημιουργός έχει κάτι ξεχωριστό. Υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής εφόσον πρόκειται για filmmakers μιας συγκεκριμένης χώρας, όμως ο αριθμητής είναι αρκετά διαφορετικός και ο καθένας έχει την ταυτότητά του. Είτε αυτό εκφράζεται με τη υποκριτική, είτε με την επιλογή των θεμάτων, είτε με τη γραφή, είτε με το στήσιμο της κάμερας. Αλλά πιστεύω ότι υπάρχει ο κοινός παρονομαστής ότι όλοι ερχόμαστε από την ίδια χώρα, άρα πάνω-κάτω, κι επειδή είμαστε και της ίδιας γενιάς, μας ενδιαφέρουν περίπου τα ίδια πράγματα, ζούμε την ίδια πίεση.

Είναι όμως αρκετά διαφορετικό το σινεμά που κάνουμε. Και νομίζω ότι το Luton έχει μια πολύ ρεαλιστική βάση, δεν πατάει σε έναν κόσμο ο οποίος έχει κατασκευαστεί για να υπάρχει ένα σενάριο, μια ταινία. Είναι ένας κόσμος που τον συναντάμε καθημερινά δίπλα μας, η γραμμή της αφήγησης είναι λίγο ιδιαίτερη, διαφέρει με τις ταινίες που έχω δει ως τώρα στο ελληνικό σινεμά και γι’ αυτό ίσως είναι δύσπεπτη μερικές φορές από κάποιους, γιατί είναι κάτι “καινούριο” η φόρμα και η ένταση.

Αν μπορούσες να μουσικοποιήσεις το Luton, σε ποιους καλλιτέχνες και τραγούδια θα το μετουσίωνες; Πάντα όταν σκέφτομαι ένα θέμα και γράφω, και στο σινεμά και στο θέατρο, πάντα γράφω κάτω από συγκεκριμένους ήχους και, όπως είπα πριν, η μουσική με επηρεάζει πάρα πολύ, ακόμα και στο ύφος της ταινίας. Το Luton γράφτηκε υπό τους ήχους των νεότερων Radiohead, Atoms For Peace, Burial, Four Tet, σε αυτό το μουσικό σύμπαν. Ένα τραγούδι που γυρνάει πάντα μέσα στο μυαλό μου, είναι το “Like Spinning Plates” των Radiohead. Αν λέει κάτι αυτό.

Τι ετοιμάζεις για το μέλλον; Τώρα γράφω τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία μου. Είμαι στο Torino Film Lab, στο πρόγραμμα Script and Pitch, που κάνω την ανάπτυξη του σεναρίου. Σε πολύ λίγο καιρό θα έχω τελειώσει με το γράψιμο του σεναρίου και θα μπούμε στην πολύ δύσκολη διαδικασία χρηματοδότησης της ταινίας.

Το Luton βγαίνει στις αίθουσες, από τη Feelgood Entertainment, αυτή την Πέμπτη 10 Οκτωβρίου. 

Φοίβος Κρομμύδας

Share
Published by
Φοίβος Κρομμύδας