Μιχαήλ Μαρμαρινός: «Οι Έλληνες έχουμε γίνει αγενείς, κι αυτό είναι ντροπή, είναι κρίμα»

«Είναι φοβερό το πόσοι άνθρωποι μιλάνε για τον Φάουστ και δεν τον έχουν διαβάσει ποτέ», λέει ο υπάλληλος της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών στον Μιχαήλ Μαρμαρινό, καθώς μας οδηγεί στο σημείο της συνέντευξης. «Κι εγώ τον έχω χρόνια στη βιβλιοθήκη μου, αλλά δεν τον έχω ανοίξει, με τρομάζει», εξομολογείται, κι ο Μαρμαρινός συνηγορεί: «δεν είναι εύκολο, προκαλεί ένα δέος, το μέγεθος και μόνο». Κι όμως, αν καταφέρνει κάτι ο Μαρμαρινός μ’ αυτήν του την θεατρική απόδοση, είναι να κατεβάσει τον Φάουστ απ’ το πάνω-πάνω ράφι της βιβλιοθήκης και να σού τον φέρει στο ύψος που του αρμόζει. Το δικό σου ύψος, το ανθρώπινο, το καθημερινό. Το ύψος στο οποίο βιώνεις κι εσύ, την υπαρξιακή απόγνωση του ανθρώπου που καταφεύγει στο να τζογάρει την ψυχή του με τον διάβολο, μήπως κι εκεί, τελικά, βρει τον τρόπο να την νιώσει. Κι ύστερα, ποιος ξέρει, ίσως και να τη σώσει.

Έχετε πει ότι το θέατρο είναι η τέχνη της Ιστορίας του ανθρώπου. Υπ’ αυτό το πρίσμα, να υποθέσουμε ότι η κοινωνία μας έχει ήδη πουλήσει την ψυχή της στο διάβολο και ζούμε τις συνέπειες;

Θα ήθελα κατ’ αρχήν να διορθώσω αυτήν την μικρή παρανόηση για τον Φάουστ. Η αλήθεια είναι ότι ο Φάουστ, δεν έχει πουλήσει την ψυχή του. Έκανε μια συμφωνία. Αν θυμάστε, πολύ νωρίς στο έργο, όταν γίνεται η συμφωνία, λέει «τι να μου δώσεις διάβολε, φουκαρά εσύ; Μπορείς με γαλιφιές, να με κάνεις να μου αρέσει ο ίδιος μου ο εαυτός;». Ή αργότερα, κάποια στιγμή τού λέει «αν δεν μου δώσεις αυτό, σήμερα τελειώσαμε». Δηλαδή, δεν έχει πουλήσει τίποτα, παρ’ ότι έχουν υπογράψει. Είναι μια ανοιχτή συμφωνία. Το ζήτημα είναι, βέβαια, πώς φτάνει κανείς σ’ αυτή τη συμφωνία, πώς καταφεύγει σε κάτι, το οποίο του ανοίγει δυνατότητες μιας πλευράς που ο ίδιος δεν μπορεί να συλλάβει.

Ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο της ανάγνωσής σας, είναι το πώς αναδεικνύει ότι ο Φάουστ, ίσως πέρα και πάνω απ’ όλα τα άλλα, είναι και ένα έργο για την μοναξιά και την απόγνωση και την απογοήτευση του ανθρώπου που δεν μπορεί να τοποθετήσει τον εαυτό του μέσα στον Κόσμο.

Ναι, αυτό είναι. Σ’ αυτήν την απελπισία, του να μην μπορεί να βρει τη θέση του στα πράγματα, καταφεύγει σε κάτι που υπόσχεται ότι μπορεί να του την βρει. Αυτή είναι όλη η ιστορία, κι αυτό είναι ο Μεφιστοφελής. Αυτό το κάτι, το οποίο μπορεί να είναι πολλά πράγματα. Μπορεί να είναι η πολιτική, λόγου χάρη. Μπορεί να είναι η ισχύς, όπως λέει κάποια στιγμή. Μπορεί να είναι οι ψυχοτρόπες ουσίες, όπως στην κουζίνα της μάγισσας. Μπορεί να είναι το ζεν, διάφορα πράγματα. Ό,τι μπορεί ο καθένας να ψάχνει. Κάτι να διευκολύνει αυτόν τον πόνο της θέσης του μέσα στα πράγματα. Είναι εκπληκτικά παρόν αυτό το έργο, γιατί πίσω από την ποίηση, και πίσω από τον στίχο, αντιλαμβάνεται κανείς την τραγωδία του ανθρώπου. Πολύ απλά όμως, την πραγματική τραγωδία, ακόμη και σε επίπεδο καθημερινό. Κάποια στιγμή ο Φάουστ λέει «είμαι ένα μηδενικό». Νομίζω είναι η πολύ ανθρώπινη πλευρά του Φάουστ αυτή, είναι η τραγωδία ενός ανθρώπου, που δεν πιστεύει και πολύ στον εαυτό του. Ένας άνθρωπος, ο οποίος έχει σπουδάσει τα πάντα, αλλά ταυτόχρονα αισθάνεται μηδενικό, «αυτά που ξέρω, δεν είναι ικανά να με βοηθήσουν, ούτε τους ανθρώπους να αλλάξω», λέει. Ένας άνθρωπος που αμφισβητεί τόσο πολύ τις ικανότητές του, τη γνώση του, εμένα με συγκινεί με το καλημέρα σας. Αισθάνομαι ότι με εκπροσωπεί μ’ έναν τρόπο, κι αν είμαστε θαρραλέοι λίγο με τον εαυτό μας, νομίζω εκπροσωπεί τον κάθε άνθρωπο.

Ένα δεύτερο στοιχείο, είναι ότι είναι αυστηρός με τον εαυτό του. Δεν είναι άνετος με τον εαυτό του. Ο Μεφιστοφελής τον αποκαλεί ως «κάποιον που τα φαινόμενα αμφισβητεί», κι ο ίδιος λέει ότι «θέλω να καταλάβω την ουσία των πραγμάτων, όχι αυτό που φαίνεται». Είναι ένας άνθρωπος που βρέθηκε εδώ, και θέλει να καταλάβει όσο πιο πολλά πράγματα μπορεί. Κι αυτό, πιστεύω, θα έπρεπε να είναι το επιχείρημα του ανθρώπου γενικότερα. Το ενδιαφέρον είναι, ότι δεν θέλει να τα καταλάβει με το μυαλό, γιατί οι επιστήμες, που υποτίθεται ότι του παρέχουν όλα τα εφόδια για να καταλάβει τα πράγματα, δεν τον βοήθησαν πολύ. Γιατί όπως λέει νωρίς ο Μεφιστοφελής στον διάλογό του με τον Θεό, σχετικά με τον Φάουστ, «τι να σας πω, σας υπηρετεί θαυμάσια. Βέβαια συγκίνηση στο στήθος του δεν κατοικεί». Ο Φάουστ ψάχνει την συγκίνηση που θα του ανοίξει μια δίοδο, η οποία θα τού επιτρέψει να καταλάβει πώς είναι τα πράγματα.

Στην πορεία του έργου, μια απ’ τις πανάκειες που δείχνει να βρίσκει, έστω και προσωρινά, είναι μια πολύ κλασική απάντηση στο κενό του ανθρώπου, κι αυτό είναι ο έρωτας, η αγάπη.

Ναι, κι αυτό έχει ενδιαφέρον, γιατί ξεκινά κατ’ αρχήν ως πόθος, με τη βοήθεια του Μεφιστοφελή, όμως μετά αυτό γλιστράει και γίνεται έρωτας. Κι αυτό είναι επικίνδυνο για τον Φάουστ, γιατί έχει πει στον Μεφιστοφελή ότι, αν τύχει κάπου, σ’ αυτά που θα με οδηγήσεις –γιατί ο Μεφιστοφελής για τον Φάουστ, είναι ένας Στάλκερ, ένας ξεναγός–, αν κάπου σ’ αυτά που θα μού δείξεις, σου πω «ώπα, εδώ είμαι, μείνε», τότε πάρε την ψυχή μου. Αυτό ξεκινά, λοιπόν, ως πάθος και πόθος, αλλά όταν ο Φάουστ αρχίζει κι αισθάνεται τον έρωτα, καταφεύγει σε δάσος και σπήλαιο. Γιατί φοβάται, νιώθει ότι εδώ, αρχίζω να δεσμεύομαι. Το αντιλαμβάνεται, βέβαια, αμέσως και το ονοματίζει και γι’ αυτό ευχαριστεί όλες τις δυνάμεις που γνωρίζει, λέγοντας ότι «με βοήθησες, μού έδωσες ό,τι σού ζήτησα, με έβαλες στην φύση σαν σε αγκαλιά ενός φίλου. Κι όχι μόνο να την δω από απέναντι, όπως συνέβαινε με την επιστήμη, αλλά να τη νιώσω βαθιά. Και να δω».

Αυτό το λέει μετά την πρώτη συνάντηση με τη Μαργαρίτα, εκεί δηλαδή που αρχίζει ο έρωτας και κάνει μια πρώτη ανατολή. Αυτό τον πανικοβάλει, αλλά ταυτόχρονα έχει και την ανάγκη να εκφράσει ευγνωμοσύνη για το ότι κάτι συμβαίνει, ότι αρχίζει η συγκίνηση να ανθίζει, σα μια μαργαρίτα. Γι’ αυτό, εδώ, όπως τελειώνει το πρώτο μέρος του Φάουστ, φαίνεται ότι για πρώτη φορά βιώνει έναν ουσιαστικά ανθρώπινο πόνο, αυτόν της απώλειας, μιας και χάνει τη Μαργαρίτα, η οποία εκτελείται. Έτσι τελειώνει το πρώτο μέρος του έργου του Γκαίτε, κι αρχίζει το δεύτερο, με τον Φάουστ να έχει στην πλάτη του μια πραγματικά ανθρώπινη απώλεια, ενός αγαπημένου ανθρώπου.

Είναι όμως μόνο αυτό που έχει στην πλάτη του; Με τον τρόπο που έχετε σκηνοθετήσει την παράσταση, αναδεικνύεται ως πάρα πολύ κομβική, η σκηνή της προετοιμασίας της αποπλάνησης της Μαργαρίτας. Κι ύστερα η πορεία της σχέσης του Φάουστ με αυτήν, χαράσσει και το πέρασμα του Φάουστ απ’ την θέση του διαφθειρόμενου, σε αυτήν του διαφθορέα, μιας και τελικά διαφθείρει τη Μαργαρίτα, και μαραίνει ο ίδιος αυτό που αγαπά.

Ναι, βέβαια. Όπου, βέβαια, αυτή του διαφθορέα δεν είναι μια συνειδητή θέση στην οποία βρίσκει τον εαυτό του ο Φάουστ. Ο πόθος και το πάθος είναι που τον οδηγούνε εκεί, και βέβαια, καταστρέφει μια ζωή. Και δεν μπορεί να το προλάβει κιόλας, δεν μπορεί να ελέγξει τα πράγματα. Μετά την ερωτική συνάντηση με τη Μαργαρίτα, ο Άλλος τον παρασέρνει στη νύχτα της Βαλπούργης, και χάνονται εκεί για ένα μεγάλο διάστημα. Κι όταν επιστρέφει, η Μαργαρίτα είναι πια ήδη στη φυλακή. Μιλάμε, άλλωστε, για τη δύση του Ρομαντισμού, ο Φάουστ γράφτηκε πραγματικά στην εκπνοή του Ρομαντισμού, υπό την επιρροή του οποίου η ερωτική σχέση ήταν τόσο εξιδανικευμένη, ώστε όταν προσγειώνεται στην πραγματική της διάσταση, να είναι πια ένα πτώμα. Κι η συνάντηση του Φάουστ με την πραγματικότητα, όταν επιστρέφει απ’ την Βαλπούργη, έχει να κάνει με ένα πτώμα που είναι μπροστά του, την Μαργαρίτα, η οποία λίγο μετά, εκτελείται. Δεν ξέρω πόσο είναι καθαρό μέσα στην παράσταση, αλλά η Μαργαρίτα ήταν ένα πραγματικό πρόσωπο, κι αυτό είναι το ιδιοφυές του Γκαίτε.

Ότι παρά την ποίησή του, στηρίζεται πάρα πολύ στην πραγματικότητα, κι ακόμη και στο ντοκουμέντο, ή και στο ρεπορτάζ, θα έλεγα. Η Μαργαρίτα αυτή η ρομαντική υπόσταση του Γκαίτε για τη νεότητα και τον έρωτα, ήταν κι ένα πραγματικό πρόσωπο, η Σουζάνα Μαργκαρίτ Μπραντ. Για την οποία ο Γκαίτε και η οικογένειά του, προσπάθησαν να αλλάξει ένας νόμος, ο οποίος καταδίκαζε νέες γυναίκες που είχαν εξωσυζυγικές σχέσεις, σε έναν κοινωνικό αποκλεισμό, ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα αυτές οι γυναίκες να επιτελούν πολύ συχνά δολοφονίες των εξώγαμων παιδιών τους. Αυτό συνέβαινε για πολλά χρόνια, κι άλλαξε μια εξαετία μετά το θάνατο του Γκαίτε, παρά τις προσπάθειές του. Το αφήνω να φανεί αυτό μέσα στην παράσταση, γιατί έχει σημασία αυτή η πληροφορία και το ντοκουμέντο είναι σημαντικό. Η ποίηση είναι ποίηση, αλλά πάντα βασίζεται στην οξύτατη πραγματικότητα.

Στην επόμενη σελίδα: είναι τελικά ο Φάουστ μια multimedia παράσταση;

Page: 1 2

Ιωσήφ Πρωϊμάκης

Share
Published by
Ιωσήφ Πρωϊμάκης