500 λέξεις για την παράσταση Μίχαελ Κόλχαας – Η ιστορία ενός δίκαιου ανθρώπου του Χάινριχ φον Κλάιστ

Aχ αυτός ο Κλάιστ. Είναι τόσο οικείος. Πάντα νομίζεις ότι έχεις καταλάβει τι γίνεται μαζί του και συνεχώς σου διαφεύγει. Βλέπεις τα θεατρικά του έργα, καταβροχθίζεις εκείνες τις λίγες νουβέλες του, λες “Α! κάτι κατάλαβα από αυτόν το συγγραφέα”, μετά διαβάζεις για τη ζωή του, για την αυτοκτονία του, την κοινή με μια νεαρή γυναίκα που είχε βρει… δια αλληλογραφίας, – στην αναζήτηση ακόμα ενός για να διαπραχθεί ο αμοιβαίος φόνος – και μετά εσύ… πάλι από την αρχή. Μα ο Κλάιστ αγαπήθηκε τόσο παράφορα από όλους. Αυτός ο ρωμαλέος, ανυποχώρητος, αιρετικός, αλύτρωτος φάρος του ρομαντισμού, άφησε την τελευταία του γραφή στο χώμα, δολοφονημένος αυτόχειρας, δημουργώντας την μεγάλη μόδα των καταραμένων.

Έχουμε δει τον Κόλχαας (μια νουβέλα του Κλάιστ γραμμένη το 1805) κάμποσες φορές στο θέατρο. Μα μετά εκείνη την ταινία (Τhe day of uprising 2013), με την υγρή, αργή, φορτισμένη ατμόσφαιρα της υπαίθρου της Βόρειας Ευρώπης, με το συνταρακτικό και συνταραγμένο βλέμμα του Mads Mikkelsen και θεωρήσαμε ότι το έργο έφτασε στο στόχο, δεν θα χωρέσει σε άλλη αφήγηση.

Και εδώ λάθος. Τη Δευτέρα ξεκίνησε στο Bios Basement μια παράσταση βασισμένη στη νουβέλα, που έχει κάτι ακόμα να πει. Η ομάδα Τρις (Χριστίνα Γαρμπή, Κώστας Κουνέλλας, Βασίλης Σαφός) είχε να προτείνει μια πολύ ουσιαστική ιδέα για το αφηγηματικό θέατρο. Γιατί μας αφηγήθηκαν το έργο απλά, με μικρά κομμάτια δραματοποίησης ή κατά απεύθυνση πλάγιου λόγου, αλλά δεν ξέχασαν ποτέ ότι στη λογοτεχνία δεν πρωταγωνιστεί ούτε η πλοκή, ούτε τα λογοτεχνικά (κατά αναλογία των δραματικών) πρόσωπα, αλλά η πένα του συγγραφέα, η αγωνία του να κατασκευάσει με κάθε λεπτομέρεια έναν ατόφιο κόσμο: εδώ, έναν κόσμο εξαγριωμένων ανθρώπων από το φόβο, φόβο τόσο μεγάλο για τη νέα τάξη πραγμάτων στην αρχή του σύγχρονου κόσμου (όπως τον ζούμε ακόμα σήμερα), που σε καθηλώνει, σε κάνει παρατηρητή, ψύχραιμο αυτόπτη μάρτυρα μια ατελείωτης δυστοπίας, όπου ακούς για αυτόν που παίρνει το δίκαιο στα χέρια του στωικά και σιωπηλά, γιατί ποτέ δεν φαντάστηκες να ήσουν εσύ αυτός που πράττει. Αυτόν το λογοτεχνικό άθλο κατάφεραν οι θαυμάσιοι αυτοί νέοι ηθοποιοί και σκηνοθέτες, σε έναν “περιπετειώδη καλπασμό αφήγησης”, πάνω στην άποψη (φαντάζομαι) του Τόμας Μαν για τον Κλάιστ όπου “η ιδέα του σασπένς είναι στενά συνυφασμένη με την ιδέα της αφήγησης”, με έμφαση στο να καταλάβουν οι θεατές τι έγινε πριν, τι έγινε μετά, ποιοι άνθρωποι και καταστάσεις εναλλάσσονται, πως αισθάνεται ο άνθρωπος (ιδανικά και εμείς) απέναντι σε μια συνεχιζόμενη αδικία. Με την εξαιρετική ιδέα της σκηνογράφου Αρτέμιδος Σιέρρα ενός συστήματος σxοινιών (άλλοτε θυμίζουν στάβλο, άλλοτε την καταπίεση της θρησκείας, άλλοτε τα κάγκελα της φυλακής, άλλοτε τα γκέμια των αλόγων, αλλά κυρίως το λαβύρινθο της ψυχής), τα άχρονα, καλαίσθητα και πολυσημειωτικά κοστούμια του Δήμου Κλιμενώφ, τα σκοτάδια και το φως (φώτα Κωνσταντίνου Αρβανιτάκη) πάνω στις πέτρες του υπογείου – «μπουντρούμι» του Βios, η λογοτεχνία ενεργοποιήθηκε με όρους λογοτεχνικούς και μίλησε στην ψυχή των θεατών μόνο όπως το θέατρο μπορεί να κάνει: με ενάργεια, πάθος, χιούμορ και σκηνική αλήθεια, και ωστόσο με μια αυστηρή λιτότητα των εκφραστικών μέσων για το μαρτύριο να είσαι δίκαιος.

Και εμείς, ενεργοί θεατές, είμασταν παρόντες στην αποκατάσταση μιας σπουδαίας λογοτεχνίας, ως μια βαθιά ρομαντική πράξη, κόντρα στην ισοπέδωση των σύγχρονων καιρών μας.

Info: BIOS.TESLA Basement, Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015 έως Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016
Παραστάσεις: Δευτέρα και Τρίτη, ώρα έναρξης: 20:30, εισιτήριο: 10 ευρώ (ενιαίο)
Τζωρτζίνα Κακουδάκη

Share
Published by
Τζωρτζίνα Κακουδάκη