Ένα ζαχαροπλαστείο και δυο άνθρωποι, σε ηλικία 40 και βάλε. Παραγγέλνουν γλυκά και ποτά το ένα μετά το άλλο και ο χρόνος κυλάει και το μόνο που τον «σταματάει» είναι ότι και οι δυο παραμένουν καθισμένοι στις καρέκλες του ζαχαροπλαστείου. Αυτό είναι το σκηνικό της νέας θεατρικής παράστασης που ανεβαίνει στο θέατρο Olvio από τις 23 Νοεμβρίου με τίτλο «Κάποιος μιλάει μόνος του κρατώντας ένα ποτήρι γάλα». Η πρώτη θεατρική παραγωγή της εταιρείας του Πάνου Κορώνη και της Γιώτας Σκουβαρά DeLarge είναι βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Ευθύμη Φιλίππου, γνωστό στο κοινό από τη δουλειά του ως σεναριογράφος στις ταινίες Κυνόδοντας, Άλπεις και L.
Τα φώτα της σκηνής ανάβουν, η μουσική στο full και το ζαχαροπλαστείο ζωντανεύει, μαζί με τα καταπιεσμένα θέλω δυο ανθρώπων που μεγαλώνουν σε ρυθμούς αλλιώτικους και μονολογούν. Ποια είναι η σχέση τους και γιατί συναντήθηκαν; Άγνωστο, και οι πιθανές απαντήσεις πολλές. Ο σκηνοθέτης της παράστασης Πάνος Κορώνης, μας εξηγεί ότι μια ανάγνωση του βιβλίου δίνει την εντύπωση ότι πρόκειται για ένα διάλογο. «Ξεκινώντας μάλιστα νομίζεις ότι είναι δυο άνδρες που μιλάνε μεταξύ τους, ενώ προς το τέλος φαίνεται σαν τελικά να ήταν ένας που μονολογούσε. Εμείς αποφασίσαμε να στηρίξουμε τα αποσπάσματα που διαλέξαμε παίρνοντας ως ήρωες έναν άντρα και μια γυναίκα».
Εννοεί το Νίκο Γεωργάκη και την Ιωάννα Μαυρέα, που συναντιούνται στο ζαχαροπλαστείο, προσπαθώντας ο ένας να καταλάβει και ο άλλος να εξηγήσει τη φθορά και τη ρουτίνα που έχει εισβάλλει στη ζωή τους. Παίζουν, τσακώνονται, θυμώνουν και γελούν. Η σχέση τους πάντα επιμένει να μην είναι ξεκάθαρη- μπορεί να είναι παλιοί συμμαθητές ή φίλοι ή ένα πρώην ζευγάρι. Είναι στιγμές που δείχνουν να βιάζονται να φύγουν, αλλά τελικά οι ώρες περνούν στις ίδιες καρέκλες, αφήνοντας τους να απολαμβάνον όλο και περισσότερο το διάλειμμα που κάνουν από την ίδια τους τη ζωή.
Λέξεις τυπικές και κουβέντες στερεότυπες που ξεπηδούν η μια μετά την άλλη, τόσο φυσικά αλλά και τόσο σουρεαλιστικά που κάτι φέρνουν στη θύμηση μας απ’ ότι συμβαίνει γύρω μας κάθε μέρα. «Ουσιαστικά αυτό γίνεται», παρατηρεί ο Πάνος Κορώνης. «Η επικοινωνία που έχουν μεταξύ τους κρύβει από πίσω της το αθηναϊκό τρυπάκι που όλοι ξέρουμε. Οι διακοπές στην Ύδρα, το Πάσχα και ο μονόλογος για τα λιγδιασμένα από το κρέας χέρια που την έχουν στοιχειώσει, η μάνα που δε θέλει να δώσει χρήματα στην κόρη της για να ξεκινήσει μαθήματα ιταλικών και ένας άνδρας που ανησυχεί πώς θα φαινόταν στη μάνα του που είναι ακόμα στο ζαχαροπλαστείο και δε γύρισε σπίτι. Ή η ανησυχία ότι το δώρο που αγοράζεις για κάποιον, ακόμα κι αν αυτό είναι μια αλυσίδα με το όνομα του πάνω, δεν πρέπει να είναι το ίδιο με κάτι που έχει ένας γνωστός σου».
Το ζαχαροπλαστείο, ως μέρος συνάντησης, εξάλλου, ενθαρρύνει την άμεση συσχέτιση της παράστασης με μερικές από τις πιο στερεοτυπικές στιγμές της ελληνικής καθημερινότητας. Δίνεις ραντεβού κάπου, μένεις εκεί για ώρες και δε φεύγεις. Ποιος από εμάς δεν έχει νιώσει αυτό το πάγωμα του χρόνου;
Όλοι οι συντελεστές πάντως καταλήγουν πως πρόκειται για ένα κείμενο ελεύθερο για ερμηνείες, γι’ αυτό και οι ίδιοι δε θέλουν να δώσουν πολλές επεξηγήσεις. Στην πρώτη ανάγνωση, ο καθένας είχε κάτι άλλο στο μυαλό του, αλλά η ματιά του Πάνου Κορώνη του έδωσε μια πιο φορμαλιστική κατεύθυνση όπου ο λόγος και η πράξη μπήκαν σε μια φόρμα, ενώ η μορφή του σερβιτόρου που δεν είναι υπαρκτός στο βιβλίο προσθέτει μια ακόμα δόση χιούμορ. «Είναι ένα έργο χωρίς κατηγορία, είναι ό,τι θέλει το ίδιο να είναι και ό,τι θέλουν οι θεατές ή οι αναγνώστες του να είναι», συμπληρώνει ο Νίκος Γεωργάκης. «Άλλοι το βάζουν στην κατηγορία του κοινωνικού, άλλοι το θέλουν να είναι μια σουρεαλιστική κωμωδία ή κομεντί και για κάποιους άλλους είναι θρίλερ- σημασία έχει να προκαλεί ένα μειδίαμα στο κοινό». Κι όπως συμφωνεί και η Γιώτα Σκουβαρά, η παράσταση είναι αποτέλεσμα αυτού που νιώθουν και είναι στο χέρι του θεατή το τι θα νιώσει- αν θα θελήσει να νιώσει κάτι.
Αυτό που κάνει ιδιαίτερη την παράσταση είναι πως ό,τι συμβαίνει και λέγεται πάνω στη σκηνή είναι συμβολικό και αινιγματικό, τόσο ως προς το χρόνο όσο και ως προς την ίδια τη σχέση των ηρώων. Η αίσθηση του αληθινού, βέβαια, δε χάνεται- όπως ακριβώς γίνεται και στη ζωή. Υπάρχουν ασήμαντες και περιττές συζητήσεις που στην πραγματικότητα δείχνουν το πόσο σημαντική και αναγκαία είναι η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων που απομακρύνονται. Και ξαφνικά μετά το καλοκαίρι, έρχεται ο χειμώνας, τα χιόνια και η βροχή και όλα αυτά βγαίνουν μέσα από ένα παιχνίδι.
Για την Ιωάννα Μαυρέα, ίσως αυτός είναι και ο συνδετικός κρίκος του τίτλου με το κείμενο. «Η όλη μεταφορά κρύβεται στο γάλα. Θυμίζει κάτι από την παιδική ηλικία και ξυπνάει αυτήν ακριβώς την παιδικότητα και την αθωότητα, αν θέλουμε να το δούμε λίγο πιο ελεύθερα. Το έργο άλλωστε βάζει ως στόχο τα δήθεν στοιχεία της μάσκας που φοράνε οι άνθρωποι και που τα χρησιμοποιούν για να κρύψουν την παιδική πλευρά». Η οποία, τελικά, δεν κρύβεται.
Κι αν κλέβαμε μια φράση από το κείμενο για να περιγράψουμε τις στιγμές των χαρακτήρων επί σκηνής, τίποτα δε θα ήταν πιο εύστοχο από «τον ψεύτικο παράδεισο, την ιδανική πραγματικότητα» που και οι δυο ψάχνουν να επαναφέρουν στη ζωή τους. Θα τα καταφέρουν;
Θέατρο OLVIO. Σάββατο και Κυριακή στις 21:30. Εισιτήρια: 12€ (8€ μειωμένο, 5€ για ανέργους, πολύτεκνους, Α.Μ.Ε.Α. και φοιτητές σχολών θεάτρου/κινηματογράφου). Τηλέφωνο και ώρες κρατήσεων: 210 3414118 (17:00-21:00)