Μια ματιά έριξα μέσα από μια χαραμάδα.
Σε μια παρέα εργατών και καροτσέρηδων γύρω απ’ τη σόμπα κάποιου καπηλειού αργά ένα βράδυ του χειμώνα, ενώ εγώ απαρατήρητος καθόμουνα σε μια γωνιά,
Κι είδα έναν νέο που με αγαπά και τον αγαπώ να με πλησιάζει σιωπηλά και να κάθεται κοντά μου για να μπορεί να μου κρατά το χέρι,
Για ώρα πολλή μέσα στον θόρυβο αυτών που μπαινοβγαίνουν, πίνουν και βρίζουν και ανταλλάσσουν πρόστυχα αστεία,
Εκεί εμείς οι δυο, χαρούμενοι, ευτυχισμένοι που είμαστε μαζί, μιλώντας ελάχιστα, ίσως ούτε μια λέξη.