Υπάρχει ένας άτυπος διχασμός στη θεατρική Αθήνα: στα θέατρα και τους δρόμους του λεγόμενου «εμπορικού» θεάτρου, εμάς, τους άλλους, του «εναλλακτικού», «καλλιτεχνικού», «μη εμπορικού» ή όπως διάβολο θέλουμε να το βαφτίσουμε, δύσκολα θα μας φέρουν τα βήματά μας. Η οδός Ιπποκράτους, π.χ., σπάνια μπαίνει στο χάρτη μας. νομίζω πως είναι θέμα συνήθειας ή/και οικονομίας χρόνου: είναι τόσες πια οι παραστάσεις στην Αθήνα, που δεν μπαίνεις στη διαδικασία να επιχειρήσεις κάτι που, ορθά ή λανθασμένα, θεωρείς πως μάλλον δεν σε αφορά.
Το Μικρό Γκλόρια είναι ένα θεατράκι που βρίσκεται πάνω από το μεγάλο συνονόματο αδελφάκι του, κι αν εξαιρέσουμε τη θέση του, αν μια τέτοια αίθουσα βρισκόταν σε άλλη «πιάτσα» = εδώ εναλλακτική, αλλού off-off Broadway – θα είχε ονομαστεί black box, πατάρι ή κάπως έτσι, και θα απευθυνόταν σε άλλο κοινό. Επίσης, τόσο το έργο που είδα εκεί – Καινούρια Σελίδα – όσο και ο συγγραφέας του, ο εξαιρετικά επιτυχημένος Νιλ Σάιμον, συνήθως ανεβαίνουν στις πιο μεγάλες αίθουσες του εμπορικού κυκλώματος, σε παραστάσεις πολύ πιο λαμπερές. Αν σε αυτά προστεθεί και το όνομα σου σκηνοθέτη – ο Γιάννης Μόσχος, με ευδόκιμη θητεία σε παραστάσεις για το Φεστιβάλ Αθηνών, αλλά και σε άλλα ανεβάσματα κλασικών έργων – αλλά και των ηθοποιών, τότε πείθεται κανείς ευκολότερα να ξεστρατίσει.
Και πράγματι, η βραδιά αποδεικνύεται ευφρόσυνη. Από τη διαμόρφωση του μικρού σκηνικού χώρου που είναι ευφυέστατη, καθώς τα σπίτια των δύο ηρώων ζωρίζουν στη μέση τη μικρή σκηνή χρωματισμένα γαλάζιο για τον Τζορτζ και ροζ για τη Τζέιν, σαν παιδικά δωμάτια – τα αγοράκια δεξιά, τα κοριτσάκια αριστερά! – μέχρι τον άψογο ρυθμό όλης της παράστασης, ακριβώς όπως απαιτεί η παράδοση της δραματικής κομεντί. Ναι, πρόκειται για πιο «κανονικό θέατρο» από αυτό που πολλοί από μας αγαπούν κι έχουν συνηθίσει. Κοινώς, είναι θέατρο που ακολουθεί μια παλαιότερη σχολή. Το ερώτημα όμως είναι ένα: είναι σωστά φτιαγμένο ή όχι; Κι η απάντηση είναι ναι.
Κι όπως απαιτεί αυτή η σχολή κι η παράδοση, το μεγάλο βάρος της παράστασης πέφτει στη διανομή και στις ερμηνείες. Ο Ταξιάρχης Χάνος κι η Μαρία Καλλιμάνη μπορεί να μην είναι οι πρώτες, πλέον ορθόδοξες επιλογές που θα έκανε κανείς για τους ρόλους του Τζορτζ Σνάιντερ και της Τζέιν Μαλόουν, όμως το αποτέλεσμα δικαιώνει το σκηνοθέτη απολύτως: και οι δύο ηθοποιοί, έχοντας ξεκινήσει με πολύ στέρεες βάσεις – η Καλλιμάνη από τη μυθική σχολή του Εμπρός, ο Χάνος από το Εργαστήρι Αρχαίου Δράματος του Λευτέρη Βογιατζή – κι έχοντας γράψει πολλά χιλιόμετρα σε διαφορετικά είδη θεάτρου, κινούνται σαν ψάρια στο νερό μέσα σε ένα είδος που προφανέστατα δεν είναι αυτό στο οποίο έχουν θητεύσει το μεγαλύτερο διάστημα της καριέρας τους. Πλάι τους, στους εξαιρετικά σημαντικούς δεύτερους ρόλους, η Άντρη Θεοδότου και ο Άγγελος Μπούρας επιδεικνύουν θαυμαστό μέτρο και ακρίβεια, χωρίς ποτέ να επιτρέψουν στην υποκριτική τους να εκπέσει σε τηλεοπτικές ευκολίες κλεισίματα ματιού– γιατί ακριβώς αυτή είναι η παγίδα σε αυτές τις δουλεύεις: να παίξει όπως ψυχανεμίζεται πως θα ήθελε, ίσως το κοινό. Κι όπως λέει ο ποιητής, που να βρίσκεται κρυμμένο το κοινό; Συχνά όχι εκεί που νομίζουμε.
Εν κατακλείδι, σε μια θεατρική πραγματικότητα όπως η παρούσα, ένα είναι το ζήτημα, αυτό που λέει η παροιμία: Άσπρος γάτος μαύρος γάτος, το ζήτημα είναι να πιάνει τα ποντίκια. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια έντιμη, ευφυή, αποτελεσματική και εν τέλει απολαυστική προσέγγιση ενός κειμένου που έχει γίνει επάξια κλασικό στο είδος του. Για μα δουλειά αρτιότατη σκηνοθετικά και υποκριτικά. Όχι, δεν αποδομεί, δεν μεταμοντερνίζει, δεν ανατρέπει, δεν ανοίγει νέους δρόμους – και προς θεού δεν ειρωνεύομαι, όταν κανείς επιχειρεί τέτοιους δρόμους εξίσου έντιμα, είναι ενδιαφέρων και αξιέπαινος, σχεδόν ανεξαρτήτως του αποτελέσματος. Ας κρατήσουμε όμως στο νου μας πως υπάρχει και τέτοιο θέατρο, που δικαιούται και αξίζει την προσοχή μας όταν γίνεται τόσο σωστά.