Στον εγκέφαλο της δυτικής Ευρώπης, η Βραζιλία είναι συνήθως συνδεδεμένη με τη θάλασσα, το καρναβάλι, τα καλλίγραμμα μαυρισμένα κορμιά με τις φανταχτερές στολές, τα πολύχρωμα σπίτια και τις φαβέλες. Δεν είναι ότι πέφτουμε τελείως έξω, αλλά η αντίληψη περιορίζεται εκεί χωρίς περαιτέρω διάθεση εξερεύνησης του πεδίου και αρκούμαστε στα μπαρ με βραζιλιάνικη αισθητική ή τα σχετικά events. Ο Tim Maia (1942-1998) δεν θα μπορούσε να είναι, επομένως, πολύ γνωστός στην Ελλάδα, παρά τον κομβικό ρόλο που έπαιξε στην κουλτούρα των Βραζιλιάνων όταν μεσουρανούσε στα mid 70s. Με αφορμή την απόφαση της βραζιλιάνικης πρεσβείας να προβάλει στην Ελλάδα τη βραβευμένη βιογραφική ταινία Tim Maia, διοργανώθηκε μια ολόκληρη βραδιά-αφιέρωμα στον θρυλικό μουσικό που θα συνοδεύεται από dj sets και ένα tribute λάιβ από το πολυμελές συγκρότημα Superbacana. Λίγο πριν ανέβει στην σκηνή του Gagarin 205 την Παρασκευή 9 Οκτωβρίου, ο ιθύνων νους της βραδιάς και ιδρυτής της μουσικής αυτής κολεκτίβας, Jeff Maarawi, μας εξήγησε γιατί ο Tim Maia είναι τόσο σημαντικός (και μας έπεισε).
Πρώτα λίγη ιστορία…
«Ο Tim Maia έτυχε να γεννηθεί και να αρχίσει να εξελίσσεται καλλιτεχνικά σε μια εποχή όπου όλοι έπαιζαν ροκ εν ρολ κι έκαναν διασκευές στην αμερικάνικη μουσική. Γενικότερα, το στοιχείο της μίμησης είναι κάτι που παίζει πολύ στη Βραζιλία, υπάρχει μια μουσική “αμερικανοφιλία”. Ξαφνικά, εμφανίστηκε η bossa nova. Το Ρίο ντε Τζανέιρο χωρίζεται σαν να λέμε σε δύο πλευρές, το βορρά που είναι η πιο επικίνδυνη και το νότο που είναι η διάσημη περιοχή με τις φαβέλες, τα πολυτελή κτήρια και τις παραλίες. Όταν στο νότο έγινε μόδα το βραζιλιάνικο κίνημα με τον Chico Buarque το 1965 και όλες οι μπάντες και τα ωδεία έπαιζαν αυτή τη μουσική, το ροκ εν ρολ άρχισε να ξεχνιέται. Ο Tim Maia αγανακτισμένος έφυγε στην Αμερική για να ακολουθήσει τη soul και τη Motown και μερικά χρόνια αργότερα επέστρεψε στη Βραζιλία με όρεξη να κάνει αυτή τη μουσική. Ήταν ο πρώτος που το έκανε τόσο huge και δημοφιλές, είναι μάλιστα γνωστός σαν “ο άνθρωπος που έκανε τη Βραζιλία να χορέψει”. Έκανε τεράστιες soul και funk επιτυχίες και έδωσε φωνή στη μαύρη κοινότητα- γι΄αυτό υπάρχει μεγάλη αγάπη προς το πρόσωπό του μέχρι σήμερα», μου εξηγεί ο Τζεφ φορώντας ένα κοντομάνικο λουλουδάτο πουκάμισο που τονίζει την αφήγηση.
Ο ίδιος, έχοντας βραζιλιάνικες ρίζες από τη μητέρα του ταξίδευε συχνά στο Σαν Πάολο και ανακάλυπτε σταδιακά την τοπική κουλτούρα «σαν τουρίστας». Εδώ, έστησε τη μπάντα Egg Hell, αλλά οι 12μελείς Superbacana προέκυψαν από ένα τρελό μεθυσμένο βράδυ. «Το καλοκαίρι έφυγα για ένα μεγάλο ταξίδι σε Βραζιλία και Αμερική και σαν ένα αποχαιρετιστήριο πάρτυ αποφασίσαμε εγώ και κάποιοι μουσικοί από την παράσταση Shrek όπου συμμετείχα τον περασμένο χειμώνα να παίξουμε κάποια βραζιλιάνικα κομμάτια στο Six D.O.G.S. Μας άρεσε, πήγε καλά και είπαμε να το ξανακάνουμε. Εγώ άκουγα μικρός Tim Maia σε ένα φολκλόρ πλαίσιο γνωριμίας με τη βραζιλιάνικη μουσική, αλλά τα τελευταία τρία χρόνια άρχισα να ακούω φανατικά και να διαβάζω και γι’ αυτόν. Τελείως συμπτωματικά μάθαμε ότι η βραζιλιάνικη πρεσβεία θα έφερνε στην Ελλάδα την ταινία και σκεφτήκαμε να συμμετάσχουμε».
Ένα χαρακτηριστικό του φαινομένου Tim Maia ήταν αρχικά η πληθωρική εμφάνισή του, η μεγάλη αγάπη του για τις απολαύσεις της ζωής (με έμφαση στη μουσική, τα ναρκωτικά και το φαγητό) αλλά και η τεράστια μπάντα του Vitoria Regia που απελευθέρωνε μια απίστευτη ενέργεια στη σκηνή, με ανελέητο groove και ψυχή.
«Είμαστε 12 μουσικοί γιατί θέλαμε να κάνουμε κάτι ωραίο και μεγάλο, που να είναι στο mood και να έχει το μεγαλείο της μπάντας του Tim Maia. Δεν γίνεται να παίξεις αυτή τη μουσική χωρίς πνευστά κι επειδή το event άρχισε να μεγαλώνει, θέλαμε να το ζήσουμε αυθεντικά, να το δοκιμάσουμε. Υπάρχει επιμέρους οργάνωση μεταξύ μας, δηλαδή η Ειρήνη Αραμπατζή οργανώνει το κομμάτι των φωνητικών, ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος οργανώνει την εκμάθηση των πνευστών, ο Μάνος Αναγνωστόπουλος αναλαμβάνει τη δομή των κομματιών. Σίγουρα θέλουμε να το συνεχίσουμε».
Αναζητώντας κομμάτια του Tim Maia στο ίντερνετ, σε αρπάζει μια περίεργη αίσθηση συγκίνησης μαζί με χαρά που πηγάζει από τις μελωδίες και το ρυθμό. Είναι αυτό ένα γενικότερο χαρακτηριστικό της βραζιλιάνικης μουσικής; «Είναι πολύ παιχνιδιάρικη. Ενώ μπορεί να είναι δύσκολα κομμάτια, έχουν μια έλλειψη σοβαρότητας, αλλά αυτό πάρτε το με την καλύτερη έννοια του κόσμου. Υπάρχει ένα παιχνίδι γλωσσικό, νοηματικό, αυτή η χαρακτηριστική αίσθηση του χιούμορ που έχουν οι Βραζιλιάνοι», απαντάει ο Jeff. Πάντως ένα στοιχείο που εκπλήσσει είναι ότι η samba και η bossa nova αντιμετωπίζονται πλέον σαν μουσειακά είδη μουσικής, «είναι η μουσική που παίζουν κάτι τύποι στα εμπορικά κέντρα. Τα τραγούδια του Tim Maia τα βρίσκεις κλασικά σε βραδιές καραόκε, ενώ έχει δοθεί χώρος σε mainstream μουσικές, κάτι σαν βραζιλιάνικη ποπ που στα ελληνικά μεταφράζεται ως “πανεπιστημιακό country” και το ακολουθούν εκατομμύρια κόσμου. Μόνο οι underground σκηνές του Σαν Πάολο κρατάνε ζωντανή τη βραζιλιάνικη κουλτούρα και το είδος funk carioca που ήδη έχει εξελιχθεί εκτός Βραζιλίας».
Την ερχόμενη Παρασκευή, ο πιο ιδιοσυγκρασιακός και αφοσιωμένος soulman με τον τεράστιο ήχο και την τεράστια προσωπικότητα θα λάβει το φόρο τιμής που του αξίζει στο ελληνικό έδαφος και τη σκηνή του Gagarin 205. «Είναι μια καρικατούρα της βραζιλιάνικης μουσικής λόγω του στυλ, του μεγέθους του και της τρέλας του, και είναι πολύ ωραίο που τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να αυξάνεται το ενδιαφέρον για την περίπτωσή του», λέει ο Jeff και φεύγει βιαστικά για να μεταφερθεί στην ατμόσφαιρα των κατάμεστων θεάτρων της Βραζιλίας των 70s με τον κόσμο να χορεύει τραγουδώντας, στην πρόβα με τους Superbacana για το λάιβ της Παρασκευής.