Μεσογείων και Σινώπης- Του γιώργου δομιανού

είχε ανάψει το κόκκινο.

δεν ξέρω πως να σου το πω, αλλά νομίζω πως κάθε φορά που κάνεις τα μαλλιά σου προς τα πίσω με το χέρι, ακούγονται ψαλμοί αγγέλων από το υπερπέραν. γι’ αυτό μάλλον θα γύρισα να σε κοιτάξω καθώς πέρναγες το φανάρι. η αίσθηση της ακοής θα ήταν υπαίτια για την αρχή. μετά η αίσθηση της όρασης θα κούναγε λευκό σημαιάκι, παρακαλώντας με να στρέψω το βλέμμα μου κάπου αλλού. δεν θα έκανα πίσω με τίποτα. οι βολβοί των ματιών μου θα ήσαν ακίνητοι. τα βλέφαρα μου άχρηστα, θα είχαν απολέσει την δυνατότητα ανεβοκατεβάσματος, φοβούμενα ταυτόχρονα πως θα ξόδευαν το υπόλοιπο της ζωής τους κρυμμένα μέσα στο κρανίο μου. θα λάδωνα τότε κάθε γρανάζι του σώματος μου, θα σηκωνόμουν διανύοντας την απόσταση που μας χώριζε πιο γρήγορα και από σφαίρα αποφασισμένη να σκοτώσει τον χίτλερ. δεν θα θυμόμουν την πρώτη λέξη που σου είπα, μα ούτε και την πρώτη λέξη που λέμε στην ζωή μας θυμόμαστε. και ύστερα αυτές τις πρώτες λέξεις θα τις θεωρούσα το ίδιο σημαντικές κι ας μην μπορούσα να τις επαναφέρω στην μνήμη μου. σίγουρα θα σου μίλαγα για τον κύριο που καθόταν απέναντι μας. θα φαινόταν τρομερά στεναχωρημένος. ο καπνός που θα έβγαινε από το τσιγάρο του θα έμοιαζε να έχει την δεκαπλάσια πυκνότητα από τον καπνό που έβγαζαν τα τσιγάρα των υπολοίπων θαμώνων. και φυσικά θα στο έλεγα για να συμπληρώσω πως αν άναβα εγώ τσιγάρο, αντί για καπνό θα ξεφύσαγα μικρά μοβ, λευκά, ροζ και κόκκινα ανθάκια από την ευτυχία που ήσουν δίπλα μου. θα χαμογελούσες και θα εμφανιζόντουσαν τα δόντια σου σαν μικρό σινικό τείχος που αντίθετα με το πραγματικό, ανοίγει κάθε σύνορο. τα δοντάκια σου, που στο κρεβάτι αργότερα -τότε που θα ήθελα να υπάρχει τρόπος να σε γαμάω ταυτόχρονα δέκα φορές- θα λάμπανε μέσα στο σκοτάδι, όταν αναστέναζες, όταν γέλαγες, όταν μου μιλούσες. θα το κατασπάραζες το σκοτάδι με τους μικρούς σου κυνόδοντες. θα μπορούσα να θρέφομαι από αυτό που γεννιόταν μέσα μου όταν σε έβλεπα, άγγιζα, μύριζα. γρήγορα θα σε αγαπούσα τόσο πολύ που θα με έπιανε ασφυξία στην ιδέα ότι θα είμαστε μαζί μόνο έως το τέλος της ζωής μας. και ύστερα κάτι θα συνέβαινε, κάποια τεκτονική πλάκα θα αποφάσιζε να πάει για τσιγάρα και όλα θα κατέρρεαν. κάτι θα έκανε την κοινή μας ζωή να σαπίζει σαν πατημένο νεράντζι, η καρδιά σου θα γινόταν πιο κρύα και από είσοδο πολυκατοικίας το καλοκαίρι, τα χαμόγελα σου θα έμπαιναν σε κάποιο ράφι που δεν θα έφτανα όσες σκάλες και να έβαζα τη μία πάνω στην άλλη, ενώ θα καταλάβαινα πως αργούσες τόσο να μακιγιαριστείς πριν βγούμε γιατί στην πραγματικότητα θα σχεδίαζες στο πρόσωπο σου το μαλακισμένο χαμόγελο που θα έριχνες σε κάθε ανόητο που θα σε κοιτούσε, θα σε άγγιζα και από κάθε σου πόρο θα φύτρωνε ένα αγκάθι με δηλητήριο αυστραλιανής μέδουσας, σιγά σιγά οι πέντε πόντοι που θα μας χωρίζαν την ώρα του ύπνου θα γινόντουσαν γη – άρης με ποδήλατο, δεν θα άντεχα να ζούμε έτσι, ένα πρωί θα έβαζα σε δυο βαλίτσες τα ρούχα μου, όλες τις συλλαβές των σε θέλω που σου είχα πει, θα πακετάριζα στις πλαϊνές τσέπες κάθε δευτερόλεπτο που έζησα μαζί σου, θα σε κοίταζα για μια ανάσα μόνο και θα έφευγα. *μπιπ* ένα κορνάρισμα από πίσω, πέρασες απέναντι, χάθηκες μέσα στο πλήθος για πάντα, δε σου μίλησα ποτέ, δεν έμαθα το όνομα σου ποτέ, η μεσογείων μύρισε σαν νεκροθάλαμος.

είχε ανάψει το πράσινο.

Η ποιητική συλλογή του γιώργου δομιανού «Δεν είναι η εποχή των κερασιών» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Χαραμάδα.

POPAGANDA

Share
Published by
POPAGANDA