«Όταν ήμουν φαντάρος το ’88 είχα έναν φίλο που σπούδαζε τότε στην Γαλλία και μου έστελνε διάφορα γράμματα στα οποία υπέγραφε ως “Ο Μάγος Merlin” και μας ήρθε από εκεί σαν φλασάκι η ιδέα. Βέβαια, Merlin’s Music Box είναι ένα live album των Seeds, αλλά όταν βγάλαμε το όνομα δεν είχαμε υπ’ όψη μας το album, αν και το γνωρίζαμε, δεν το είχαμε συνδυάσει.». Περίπου τριάντα χρόνια μετά, κάπως έτσι θυμάται ο Γιάννης Καστανάρας, την αφετηρία του Merlin’s Music Box, ενός από τα πιο επιτυχημένα fanzines των αρχών των 90s – της χρυσής εποχής αυτών των εντύπων.
Η υπόθεση fanzine αποτελεί κατ’ εξοχήν παρεΐστικη υπόθεση και η περίπτωση του Merlin’s Music Box επιβεβαιώνει τον κανόνα: o «Μάγος» που μεσουράνησε στο «γαλατικό χωριό» του εγχώριου do-it-yourself Τύπου από το 1989 μέχρι και το 1994 ξεκίνησε από τρεις κολλητούς φίλους. Ο Γιάννης Καστανάρας (αρχισυντάκτης) και τα αδέρφια Μιχάλης και Βασίλης Τζάνογλος (γραφίστας και υπεύθυνος για το δημιουργικό κομμάτι, άρα και δημιουργός του μάγου-μασκότ του περιοδικού), παρακολουθώντας άλλα αντίστοιχα έντυπα της εποχής, όπως το θεσσαλονικιώτικο Rollin Under.
Έχοντας το μικρόβιο της μουσικής από μικροί, αποφάσισαν να βάλουν μπρος ένα μουσικό fanzine με τα μέσα που διέθεταν. Δηλαδή έναν υπολογιστή σε εποχές που η χρήση του δεν ήταν ακόμη διαδεδομένη, εκτυπωτή laser, μονταζιέρα και σκάνερ χειρός. Κάπως έτσι, τον Οκτώβριο του 1989 κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος του Merlin’s Music Box. «Στην ύλη των πρώτων τευχών, γράφαμε κι εμείς κάποια πράγματα, αλλά έπεφταν και στα χέρια μας διάφορα περιοδικά ξένα που όλο και κάτι κλέβαμε από εκεί. Γράφαμε reviews για δίσκους και παλαιότερους “κλασικούς” που είχαμε ήδη στην δισκοθήκη μας, για να γεμίσουμε την ύλη. Βασιστήκαμε σε πράγματα που ήδη είχαμε και κάποια λίγα σύγχρονα. Γράφαμε και για συναυλίες στις οποίες πηγαίναμε ή για δίσκους που δανειζόμασταν από φίλους ή κάπως “απαλλοτριώναμε” τέλος πάντων».
Το Merlin’s δεν άργησε να εξελιχθεί τόσο σε περιεχόμενο όσο και σε μορφή. Το παρθενικό ασπρόμαυρο τεύχος έδωσε την θέση του σε μερικές έγχρωμες σελίδες στο δεύτερο τεύχος, μέχρι σταδιακά να γίνει όλο έγχρωμο. Στα πρώτα τεύχη, που τυπώνονταν σε ριζόχαρτο, η διαδικασία ήταν η εξής: ξεκινούσε στο laser, μετά ακολουθούσε το μοντάζ και στο τέλος το τεύχος πήγαινε στο τυπογραφείο. Όπως λένε οι δύο ιδρυτές «ήταν μία “ανώμαλη” διαδικασία, αλλά ήταν η καλύτερη δυνατή για το budget μας». Ωστόσο, η δημοτικότητα του «παιδιού» τους δεν άργησε να αυξηθεί και οι 700 κόπιες του πρώτου τεύχους, αυξήθηκαν στις 1000 και το 1992, οπότε και το fanzine άρχισε να διανέμεται από πρακτορείο, το τιράζ είχε φτάσει τα 3500 κομμάτια. Φυσικά, αυξήθηκε και το περιεχόμενο, χάρη σε πολλούς φίλους και γνωστούς που προσέφεραν όπως μπορούσαν. «Είναι πολύ σημαντικό να πούμε ότι όλο αυτό δεν θα μπορούσε να έχει κρατήσει πολύ αν δεν υπήρχαν οι συνεργάτες. Υπήρχαν πολλά παιδιά που βοήθησαν πάρα πολύ».
«Δεν σκεφτήκαμε ποτέ να γίνουμε mainstream “κανονικό” περιοδικό. Δεν είχε νόημα. Εξάλλου είχαμε άλλες δουλειές, το Merlin’s στην ουσία ήταν το χόμπυ μας. Ποτέ δεν το είδαμε βιοποριστικά όλο αυτό, ούτε και την ενασχόλησή μας με την μουσική γενικότερα.»
Πώς προσεγγίζεις, όμως, ως fanzine έναν καλλιτέχνη; Όπως φαντάζεστε: μέσω αλληλογραφίας ή τηλεφώνου. Με τις ντόπιες μπάντες τα πράγματα ήταν εύκολα. Αλλά για τους καλλιτέχνες από εξωτερικό και λαμβάνοντας υπ’ όψη ότι αναφερόμαστε σε εποχές «μη ιντερνετικές», η διαδικασία απαιτούσε περισσότερο χρόνο, καθώς οι συνεντεύξεις γίνονταν με γράμματα. Και το ταχυδρομείο ήταν αγαπημένη συνήθεια του Merlin’s για την γενικότερη επικοινωνία και διάδοση του, καθώς, στέλνονταν τεύχη στο εξωτερικό και αντίστοιχα, ξένα fanzines έστελναν τα τεύχη τους και μπάντες τις DIY κασέτες τους με αποτέλεσμα, στο αρχείο του Merlin’s να υπάρχει αλληλογραφία μέχρι και από…την Μαλαισία. «Σε κάποια φάση μας ειδοποιούν από το ταχυδρομείο να πάμε να πάρουμε ένα δέμα. Μας λένε θα πληρώσετε για να το πάρετε, και ήταν ένα αρκετά σημαντικό ποσό. Ήταν ένα δέμα από την Polygram της Αυστραλίας κι είχε μέσα καμιά σαρανταριά CD, κάτι που επαναλήφθηκε μετά από κανένα μήνα. Τα πήραμε εννοείται και κάναμε σε δύο τεύχη στην σειρά αφιέρωμα στην αυστραλέζικη σκηνή», θυμάται χαρακτηριστικά ο Γιάννης Καστανάρας.
Προκειμένου να επιβιώσει το Merlin’s, το οποίο κατά τ’ άλλα, ήταν αυτοχρηματοδοτούμενο από τους ίδιους τους ανθρώπους του, συμπεριέλαβε στις σελίδες του από το δεύτερο κιόλας τεύχος διαφημίσεις, από ανεξάρτητα labels αρχικά, όπως η Wipe Out και η Hitch Hyke. Στην συνέχεια με την σχετική επιτυχία που γνώρισε, ξεκίνησε μια κάποια διαφημιστική συνεργασία με πολυεθνικές εταιρείες.
Ο Γιάννης Καστανάρας παραδέχεται πως η μοναδική φορά που έκαναν κάτι για καθαρά οικονομικούς λόγους ήταν όταν φιλοξένησαν στο εξώφυλλο ενός τεύχους τους Suede, για τους οποίους δεν έτρεφε και ιδιαίτερη συμπάθεια. «Αλλά το 99% ήταν πράγματα που γουστάραμε. Δεν σκεφτήκαμε ποτέ να γίνουμε mainstream “κανονικό” περιοδικό. Δεν είχε και νόημα. Εξάλλου είχαμε άλλες δουλειές, αυτό στην ουσία ήταν το χόμπυ μας. Ποτέ δεν το είδαμε βιοποριστικά όλο αυτό, ούτε και την ενασχόλησή μας με την μουσική γενικότερα. Δεν πήγαμε παραπάνω από εκεί που θέλαμε. Μας ενδιέφερε να έχουμε ένα τεύχος κάθε δύο μήνες περίπου, να βγάζει τα έξοδά του, που δεν έβγαιναν και πάντα».
Πώς γίνεται όμως η διανομή ενός fanzine; Υπηρετεί κι αυτή λίγο πολύ τους DIY κανόνες: πριν το Merlin’s πάει στο πρακτορείο, οι δημιουργοί του πηγαίναν μόνοι τους τα τεύχη σε βιβλιοπωλεία, δισκάδικα, περίπτερα και σε όποιον ήθελε γενικότερα να τα πάρει, ενώ στέλνονταν τεύχη και στην επαρχεία και γενικά, όπου υπήρχαν άνθρωποι που μπορούσαν να βοηθήσουν.
«Προσπαθούσαμε να κάνουμε και κάποιες εκδηλώσεις, είχαν γίνει κάποιες μεγάλες συναυλίες στο Πεδίον του Άρεως και στο Λόφο του Στρέφη με πολύ κόσμο, μαζευόντουσαν από το πουθενά, ούτε καν ξέρω πως μαθαίνονταν όλα αυτά, αλλά υπήρχε ένας άλλος τρόπος επικοινωνίας εκείνη την εποχή. Υπήρχε ένα κοινό που στήριζε πολύ τις φάσεις αυτές. Μαγαζιά υπήρχαν λίγα εκείνη την περίοδο έτσι κι αλλιώς, οπότε, ό,τι μπορούσε ο καθένας έκανε» τονίζουν οι ιδρυτές του Merlin’s. Μία από τις στιγμές του ταξιδιού του «Μάγου» που θυμούνται πιο έντονα είναι «η συναυλία που κάναμε στον Λόφο του Στρέφη το ’92 όπου έγινε μακελειό. Είχαν παίξει οι Deus Ex Machina, Αρνητική Στάση, Make Believe κι ο Λάμπρος Τσάμης. Είχε “βουλιάξει” το βουνό. Δεν το περιμέναμε, είχαμε πάρει 1700 μπύρες και στη 1 το βράδυ δεν υπήρχε καμία κι ο κόσμος έφυγε μετά τις τρεις».
Τόσο η όλη σκηνή τότε, όσο και το ίδιο το Merlin’s είχε και ένα πολιτικό στίγμα ως απόρροια του «χώρου» από τον οποίο προέρχονταν οι άνθρωποί. Ένα στίγμα που ήθελαν να το εκφράσουν του μέσα από τη μουσική, επιλέγοντας να προσεγγίζουν και να περιλαμβάνουν στις σελίδες του fanzine μπάντες που θεωρούσαν ότι είχαν κάτι να πουν, αδιαφορώντας για την άμεση και επίκαιρη δημοσιογραφία. Αυτό που είχε στόχο το Merlin’s ήταν κάποιος, διαβάζοντάς το, να μάθει κάτι που δεν ήξερε.
Όταν κάτι κάνει τον κύκλο του, προκειμένου να μην βουτήξει στην παρακμή, καλό είναι να τελειώσει. Έτσι συνέβη και με το Merlin’s Music Box. Το 1994, μετά από 26 τεύχη, το fanzine σταμάτησε την κυκλοφορία του. «Στο τέλος είχε μείνει μόνο ο Γιάννης, για προσωπικούς λόγους εγώ κι ο αδερφός μου είχαμε αποστασιοποιηθεί. Παρέα δεν σταματήσαμε ποτέ να κάνουμε βέβαια, γνωριζόμαστε από το ’81. Ήταν θέμα οικονομικό και εφορίας πλέον, είχαν βγει κάποιοι νόμοι τότε και είπαμε, οκ, αφού το κάνουμε για χόμπυ, το σταματάμε», θυμάται ο Μιχάλης Τζάνογλος.
Το σαράκι, όμως, φαίνεται πως δεν άφησε ποτέ τους τρεις φίλους και γι’ αυτό, πριν δύο χρόνια αποφάσισαν να ξαναβάλουν μπρος το Merlin’s με νέους, διαδικτυακούς όρους. Βοήθησαν φυσικά και οι συγκυρίες: «Το ίδιο πράγμα που μας ώθησε τότε, μας ώθησε και τώρα. Η στιγμή που το πήραμε απόφαση ήταν καθαρά θέμα συγκυρίας διότι βρεθήκαμε σε μία φάση της ζωής μας και οι τρεις που είχαμε κάποιον ελεύθερο χρόνο να διαθέσουμε», λέει ο Μιχάλης Τζάνογλος. Έτσι, το Merlin’s Music Box είναι και πάλι ενεργό μέσα από την ιστοσελίδα του, ενώ από τον περασμένο Νοέμβριο ανανεώνει το υλικό του σε καθημερινή βάση.
Όπως σημειώνει ο Γιάννης Καστανάρας, «υπάρχει ένας παραλληλισμός της σκηνής τότε με τώρα, με την έννοια ότι έχουν ξεφυτρώσει πάρα πολλά συγκροτήματα πλέον. Δεν ξέρω αν ευθύνεται η κρίση. Είναι και η συνεχής ανάγκη των παιδιών για έκφραση. Πάντα υπήρχε. Πάντα υπήρχαν μπάντες, απλά τώρα, είναι λίγο πιο εύκολα τα πράγματα για να ασχοληθεί κάποιος με την μουσική». Βέβαια, υπάρχει και ο αντίλογος, ότι οι πληροφορίες τώρα είναι τόσες πολλές που δεν είναι διαχειρίσιμες. «Χαίρομαι πάρα πολύ να βλέπω νέα παιδιά να έχουν τόσο κέφι και γνώσεις γι’ αυτό που κάνουν και αυτός είναι και ένας από τους λόγους που ξαναβάλαμε μπροστά το Merlin’s, έστω και ιντερνετικά. Γιατί υπάρχουν πράγματα τα οποία αξίζει να στηρίξεις και να προβάλεις για να ακουστεί η μουσική τους παραέξω, αυτός είναι κι ο ρόλος ενός fanzine στην ουσία».
Έτσι, στην αναβίωση του Merlin’s συμμετέχουν και πάλι πολλοί φίλοι που βοηθούν όπως μπορούν, ενώ με αυτό ασχολούνται και νέα παιδιά, καθώς και μερικοί παλιοί πιστοί. Δεν λείπουν τα διάφορα events, όπως οι συναυλίες αλλά και μερικά ημι-ακουστικά sessions που γίνονται στο σπίτι του Γιάννη Καστανάρα (οργανωμένα από την Γεωργία Συριοπούλου) και συνήθως βιντεοσκοπούνται από τον Μιχάλη Τζάνογλο, με το συνολικό υλικό που υπάρχει στο Youtube να είναι πάνω από δύο χιλιάδες βίντεο, κυρίως από ντόπιες μπάντες.
Όχι και άσχημα, λοιπόν, για ένα fanzine που αναστήθηκε. «Όσο έχει πλάκα είναι καλό και ακόμα, έχει πλάκα. Κανείς δεν ξέρει πως θα εξελιχθεί στην πορεία. Όλα παίζουν. Το σημαντικό είναι ότι από το ’81 μέχρι τώρα είμαστε και οι τρεις κολλητοί, αλλιώς δεν θα μπορούσε να κρατήσει όλο αυτό. Και φυσικά τα παιδιά που συνεργάζονται μαζί μας είναι και αυτά που στην ουσία τροφοδοτούν το Merlin’s».
Εν τέλει, τι σημαίνει με μία φράση το Merlin’s Music Box για τους ανθρώπους του; Ο Γιάννης Καστανάρας έχει μία περιεκτική απάντηση: «Fun, fun, fun!».