Μέχρι τα επτά της χρόνια λεγόταν Μαρία Δημητροπούλου. Οι γείτονες στα Χαλικιάτικα του Πύργου ήξεραν ότι γεννήθηκε μέσα σε μια σκάφη στο φούρνο του πατέρα της. Αυτόν θυμάται πρώτο στα τηλεοπτικά αφιερώματα όπου την καλούν για να ξετυλίξει τον προσωπικό της μύθο, χωρίς να αποφεύγει και η ίδια τους ασφυκτικούς περιορισμούς του μέσου. Με την ίδια ευκολία ξεθάβει αναμνήσεις για τους μεγάλους αστέρες των ’60s από συρτάρια και κομοδίνα: τον Καζαντζίδη και τον Μπιθικώτση, τον Μητσάκη και τον Χατζηχρήστο.
Κάπου εδώ τελειώνει ό,τι θυμίζει παράλληλο σύμπαν αφόρητης νοσταλγίας και ξεκινά η πραγματικότητα. Τη λένε Μαίρη Λίντα και το κάδρο της στέκεται δίπλα στους υπόλοιπους αστέρες. Ως το άλλο μισό του Μανώλη Χιώτη, αλλά και ως ερμηνεύτρια του Θεοδωράκη στην εκκίνηση του 1960. Στις 25 Ιουνίου θα εμφανιστεί στο Ηρώδειο -που άλλους τους ανεβάζει και άλλους τους κατεβάζει- για να θυμίσει τα απολύτως απαραίτητα μιας χρυσής δεκαπενταετίας. Πειραγμένα ελαφρώς, με σαμπλαρίσματα και λούπες, από τους Imam Baildi, τους Apurimac και τους Gadjo Dilo. Είναι ένα στοίχημα – δίκοπο μαχαίρι: θα καταφέρουν τα νεότερα συγκροτήματα να τραβήξουν ευθεία γραμμή από τα greek sixties στο σήμερα ή ο ήχος του Χιώτη θα ακούγεται μονίμως πιο φρέσκος;
Από το πρώτο καταγεγραμμένο «Χιώτη, μάμπο» που φωνάζει η Λίντα (στο τέλος του κομματιού «Περασμένες μου αγάπες») δύσκολα θα περάσουν βεγγέρες, γλέντια και Πρωτοχρονιές χωρίς τα σουξέ του χρυσού ντουέτου
Η Μαίρη Λίντα καταφτάνει από μια εποχή που λίγο πολύ έχει περάσει στο συναισθηματικό αρχείο διαφορετικών γενιών, σαν τα SOS σε εξετάσεις σύγχρονης ιστορίας. Τότε που το 18ο και μικρότερο παιδί μιας οικογένειας εμφανίζεται στις «Βραδιές ταλέντων» του Ορέστη Λάσκου και το επόμενο βράδυ κερδίζει το πρώτο του μεροκάματο. Που παντρεύεται τον Χιώτη σε ηλικία 15 ετών, ακολουθώντας τον άγραφο κανόνα ενός ιδιότυπου πατερναλισμού. Που κερδίζει από τον Λίντον Τζόνσον την πράσινη κάρτα και τετραετή παραμονή στις ΗΠΑ ύστερα από μια «λαϊκή ελληνική βραδιά» στον Λευκό Οίκο.
Στο μεταξύ, η Ελλάδα μετράει τις πληγές της από τον εμφύλιο μεταξύ οικονομικής ανάκαμψης, αντιπαροχής και παρακράτους. Στην ελληνική εκδοχή των survivors η Λίντα αποτελεί γνήσιο τέκνο της εποχής της. Πάνω στο πάλκο σιγοντάρει τη σουίνγκ δεξιοτεχνία του Μανώλη Χιώτη και απαντά στις τρίλιες του τετράχορδου μπουζουκιού του. Η φινετσάτη, όμως, φιγούρα που τραγουδάει όρθια δίπλα στον καλοντυμένο συνθέτη έχει πίσω της πολλά ένσημα από την περίοδο του 1950, όταν τραγουδούσε βιδωμένη σε μια καρέκλα με το συγκρότημα του Κώστα Καπλάνη.
Αν ο Καζαντζίδης με τη Μαρινέλλα εξαργυρώνουν τη θυσιαστική λατρεία των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων, το δίδυμο Χιώτη – Λίντα παραδίδει μαθήματα κοσμοπολίτικης εξωστρέφειας, «οικογενειακών προδιαγραφών». Το μάρκετινγκ για τον εκσυγχρονισμό της διασκέδασης άλλωστε επέβαλε την επιθεώρηση πίστας σε χάι λαϊκά κέντρα, εμφανίσεις σε κινηματογραφικές ταινίες, αλλά και θεατρικές παραστάσεις. Ο σολίστας ντυμένος «στο καντίνι», τουαλέτα με αρχαϊκά μοτίβα για την παρτενέρ, φρούτα με μαυροδάφνη και ποτά στο τραπέζι. Από το πρώτο καταγεγραμμένο «Χιώτη, μάμπο» που φωνάζει η Λίντα (στο τέλος του κομματιού «Περασμένες μου αγάπες») δύσκολα θα περάσουν βεγγέρες, γλέντια και Πρωτοχρονιές χωρίς τα σουξέ του χρυσού ντουέτου. Σε αυτό το σημείο ο δημοσιογραφικός κανόνας επιβάλλει την απαρίθμηση επιτυχιών, από τα «Ηλιοβασιλέματα» και «Το γκαρσόνι» ως το «Κίνδυνος θάνατος» και «Αφού το θες». Δεν έχει κανένα νόημα εν έτει 2014, όταν ένας ακροατής με παρθένο οργανισμό μπορεί να κολλήσει τυχαία σε ένα βιντεάκι του Youtube ανακαλύπτοντας από την αρχή τη Μαίρη Λίντα.
Όπως σε όλες τις αντίστοιχες περιπτώσεις, η διάκριση του ερμηνευτή σε λαϊκό ή έντεχνο, της «τάδε ή της δείνα σχολής» είναι ολισθηρή. Έχει καταλήξει ανυπόφορο κλισέ η τοποθέτηση των καλλιτεχνών σε μια ακατοίκητη, θολή και τελικά ανύπαρκτη «όχθη» του ελληνικού τραγουδιού. Συνέβη και με τη Λίντα. Όσοι θέλουν να υποστηρίξουν τον «μύθο» στέκονται στο γεγονός ότι επιβίωσε με την προίκα του Χιώτη, σε βάρος πιθανότατα άλλων τραγουδιών της. Όσοι θέλουν να πριμοδοτήσουν την «έντεχνη» εκδοχή της, εστιάζουν στις περιορισμένες ηχογραφήσεις της με το Μίκη Θεοδωράκη (Επιτάφιος, Αρχιπέλαγος, Μαγική πόλη και, φυσικά, η «Απαγωγή» του Φεστιβάλ ΕΙΡ) ή τα κινηματογραφικά τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι («Ξημερώνει», «Το τραγούδι της σειρήνας», «Κάνε τον πόνο σου χαρά», «Θαλασσοπούλια μου»). Αν θέλουν, πάλι, να την απομυθοποιήσουν, στέκονται στις επιλογές της μετά το 1970, που δεν προσέδωσαν ποτέ κάτι από την επίχρυση πατίνα του 1960 στην καριέρα της.
Η αλήθεια είναι ότι ούτε η συνεργασία της με τον Γιάννη Σπανό, το 1995, απέδωσε τόκους (εκτός ίσως από το εσκεμμένα… χιώτικο «Μάνα μου/εγώ για σένα θα ξεχάσω και τη μάνα μου/θ’ αφήσω απότιστη, βρε, και τη μαντζουράνα μου). Αλλά ούτε και οι δεύτερες εκτελέσεις σε τραγούδια των Τσιτσάνη, Μητσάκη, Βαμβακάρη («Αυτά που ήθελα να πω») είχαν απήχηση εκτός των ορίων του μυημένου ιερατείου. Μόνο η ζωντανή ηχογράφηση από τα Εννέα όγδοα (1994) στέκει σαν λαμπερή καρτ ποστάλ. Εκεί, όμως, ξαναθυμίζει το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένη η καριέρα της. Είναι τότε που ο Διονύσης Σαββόπουλος σηκώνεται από το τραπέζι του και υποκλίνεται θεατρικότατα στη ντίβα (ναι, υπάρχει και φωτογραφικό ντοκουμέντο). «Ο κόσμος συνέχιζε να ζητάει τα παλιά», λέει έκτοτε στις συνεντεύξεις της.
Ως ένα σημείο, η Μαίρη Λίντα είναι αιχμάλωτη της πιο δημιουργικής στιγμής στην πορεία της. Αλλά μοιάζει να το έχει αποδεχθεί πίνοντας νερό στο όνομα των μεγάλων συνθετών. Από το «Λαό και το Κολωνάκι» ως τη «Μυρτιά» και το «Ροδόσταμο» υπερασπίζεται την καταγωγή της επιτυχίας της κάνοντας πράξη το «όπου σκηνή, πατρίς». Όταν πριν από τέσσερα χρόνια τραγουδάει ως γκεστ δίπλα στην Καίτη Χωματά, τον Μιχάλη Βιολάρη, τον Κώστα Καράλη και τη Ρένα Κουμιώτη, επιδίδεται στις πατενταρισμένες χορευτικές της φιγούρες σε μια πίστα τεσσάρων μέτρων και ο ιδρώτας στο λαιμό είναι εμφανής από τους θαμώνες των τραπεζιών. Επόμενη στάση για μάμπο: Ακρόπολη.
Η Μαίρη Λίντα εμφανίζεται στις 25 Ιουνίου στο Ηρώδειο, σε σκηνοθετική επιμέλεια του Θωμά Μοσχόπουλου και μουσικό συντονισμό του Κορνήλιου Σελαμσή. Οι Imam Baildi, Apurimac και Gadjo Dilo ανέλαβαν να «επιχρωματίσουν» με φρέσκες ενορχηστρώσεις τα τραγούδια της ερμηνεύτριας
Έναρξη 21:00
Ελληνικό Φεστιβάλ
Εκδοτήρια εισιτηρίων: Πανεπιστημίου 39 (εντός στοάς Πεσμαζόγλου)
Τηλ. 210 3272 000
Δευτέρα-Παρασκευή: 9:00-17:00
Πληροφορίες και αγορά εισιτηρίων διαδυκτιακά: www.greeekfestival.gr