Categories: ΣΙΝΕΜΑ

In Memoriam: Wes Craven

Μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού είναι οι σκηνοθέτες που μπορούν να δικαιολογήσουν τον τίτλο του μαέστρου του τρόμου, κι αυτό όχι γιατί δεν υπάρχουν αρκετοί σκηνοθέτες που να ξέρουν πώς να κρύψουν τρομάρες στις γωνίες των κάδρων τους, αλλά γιατί οι περισσότεροι απ’ αυτούς έχουν μάθει τα κόλπα τους από κάτι τύπους σαν τον Wes Craven. Γεννημένος σε θεοσεβούμενη οικογένεια κι ανδρωμένος σε χριστιανικό κολέγιο όπου «κινδύνευες με αποβολή αν σε έβλεπε κανείς σε κινηματογραφική αίθουσα», ο Craven έχασε τη μάχη με τον καρκίνο του εγκεφάλου το βράδυ της Κυριακής, αφήνοντας το σινεμά τρόμου φτωχότερο κατά έναν ηγέτη, αλλά εμπλουτισμένο καθοριστικά από την ανεκτίμητη παρακαταθήκη του. 

Με κάτι πάνω από δυο ντουζίνες ταινίες στα credits του, ο Craven κατάφερε να κάνει όχι μία, ούτε δύο, αλλά τρεις φορές στην καριέρα του, αυτό που άλλοι σκηνοθέτες ονειρεύονται να κάνουν σε όλη τους τη ζωή: όχι απλώς να καθορίσει, αλλά να επανεφεύρει το σινεμά που υπηρέτησε, στιγματίζοντας και τις τρεις δεκαετίες στις οποίες δραστηριοποιήθηκε. Δημιουργός δυο εκ των εμβληματικότερων κινηματογραφικών φιγούρων όλων των εποχών, ο άνθρωπος πίσω απ’ τον Freddy Krueger και τον Ghostface καθόρισε με αδιαμφισβήτητη σαφήνεια την έννοια του εφηβικού τρόμου στα ‘80s με τον Εφιάλτη στο Δρόμο με τις Λεύκες / A Nightmare on Elm Street (1984), κι ύστερα αποδόμησε όλα όσα πήγαν στραβά στην πορεία, μπάζοντας για τα καλά την έννοια του meta-τρόμου των ‘90s με το Scream (1996).

Οι δυο υπερδημοφιλείς τίτλοι γέννησαν τα μεγαλύτερα franchise τρόμου στην ιστορία των μπαμπούλων, και μπορεί η εμπορική τους απήχηση να τον έκανε έναν απ’ τους πιο πετυχημένους σκηνοθέτες της γενιάς του (ο Freddy Krueger του ουσιαστικά «γέννησε» το κραταιό στούντιο τρομοπαραγωγών, New Line, το οποίο αργότερα θα έφερνε στις οθόνες το σύμπαν του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, παρεμπιπτόντως), όμως η πραγματική ανύψωση του Craven στις κορυφές των παλμαρέ του τρόμου, σημειώθηκε με την πρώτη του μόλις ταινία: ευθέως εμπνευσμένο από την Πηγή των Παρθένων του Ingmar Bergman, το The Last House on the Left / Το Τελευταίο Σπίτι Αριστερά (1972) ήταν και παραμένει ένα απ’ τα πιο σοκαριστικά πράγματα που μπορείς να πετύχεις να ξεδιπλώνεται σε οθόνη, κι ένα απ’ τα φιλμ που όχι απλώς άφησαν χαρακιά στον κινηματογράφο τρόμου της εποχής, αλλά άνοιξαν το αυλάκι απ’ το οποίο θα κύλαγε όλο το αίμα των ‘70s.

Μια απ’ τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών, εντός κι εκτός περιχαρακωμάτων του τρόμου, το The Last House on the Left ήταν ο προπομπός ενός κύματος ταινιών που θα ήταν πολύ διαφορετικές χωρίς το πρωτόλειο δείγμα γραφής του Craven. «Όταν πρωτοπαίχτηκε στη Βοστώνη, ακούγαμε ότι ο κόσμος ξεσπούσε σε ξυλοδαρμούς, ότι κάποιος έπαθε καρδιακή προσβολή, ότι οι θεατές προσπαθούσαν να εισβάλουν στο θάλαμο προβολής για να καταστρέψουν την κόπια» θα θυμόταν χρόνια μετά ο σκηνοθέτης για την ταινία που πέρασε περίπου τριάντα χρόνια απαγορευμένη σε διάφορα σημεία του κόσμου. 

Απ’ το The Last House on the Left όμως, μέχρι τον Εφιάλτη στο Δρόμο με τις Λεύκες κι από το The Hills Have Eyes μέχρι το Scream, η φιλμογραφία του Craven ήταν πάντα μια αναζήτηση της εύπλαστης φύσης της πραγματικότητας: η μεταστροφή ενός φιλήσυχου ζευγαριού του The Last House on the Left σε φρικιαστικούς εκδικητές του βιασμού της κόρης τους, θα έμενε στην κινηματογραφική ιστορία ως η πιο άγρια στιγμή του Craven αν δεν την ακολουθούσε με το The Hills Have Eyes. Η δεύτερη ταινία του Craven, μαζί με το The Texas Chainsaw Massacre του Tobe Hooper, θα αναδεικνυόταν ως η χαρακτηριστικότερες των καταγραφών του τρόμου που κρύβεται στην απόσταση που χωρίζει τις παράλληλες πραγματικότητες των δυο όψεων της Αμερικής των πολλαπλών ταχυτήτων. Το Nightmare on Elm Street αργότερα θα αποτελούσε την ευθύβολη απεικόνιση της όσμωσης ονείρων και πραγματικότητας στο μυαλό του Craven, το Scream θα σάρκαζε την αυταρέσκεια και τους ιδεασμούς επιδραστικότητας της ίδιας της κινηματογραφικής βιομηχανίας, ενώ και οι λιγότερο γνωστές, ή εκτός τρόμου δουλειές του, όπως το The Serpent and the Rainbow (1988), ή το Red Eye (2005) και το (οσκαρικό του) Music of the Heart (1999), έχουν ως βασικό άξονα την υποκειμενικότητα της πραγματικότητας και την αλλοίωση, ή την ανατροπή της κάτω απ’ τα πόδια του πρωταγωνιστή.

Ταιριαστή θεματική μπορεί να πει κανείς, για έναν σκηνοθέτη που ξεκίνησε την καριέρα του από μια κινηματογραφική πραγματικότητα εντελώς διαφορετική: «Έμαθα ότι πρέπει να παίρνεις την πρώτη δουλειά που θα βρεις στο επάγγελμα που θες να ακολουθήσεις», είχε πει κάποτε, μιλώντας για το κομμάτι της καριέρας του που πέρασε ως ηχολήπτης, μοντέρ και σεναριογράφος στη βιομηχανία του πορνό. «Δεν έχει σημασία τι δουλειά είναι, αρκεί να μπορέσεις να πεις στο χώρο», είπε, κι ύστερα πήγε και ταύτισε το όνομά του με τον εμπορικό τρόμο που σέβεται τον θεατή του, όσο σέβεται και τον εαυτό του.

Ιωσήφ Πρωϊμάκης

Share
Published by
Ιωσήφ Πρωϊμάκης