Θάνατοι σαν του Φίλιπ Σίμορ Χοφμαν, δεν μπορούν να μην σε κάνουν να νιώσεις ένα αίσθημα προδοσίας. Ο Φίλιπ Σίμορ Χόφμαν, που βρέθηκε χθες νεκρός, στα 46 του χρόνια, από υπερβολική δόση μιας εξαφανισμένης απ’ το 2008 ποικιλίας ηρωίνης, δεν ήταν μόνο ένας ηθοποιός του οποίου χαιρόσουν να προσμένεις την επόμενη δουλειά, κάθε φορά που είχες μόλις απολαύσει την καινούρια του. Ήταν ένας άνθρωπος στον οποίο είχες δείξει εμπιστοσύνη, ανάγοντάς τον σε φάρο ενός είδους τέχνης που εκτιμάς ως κάτι πολύτιμο για τον τρόπο που βλέπεις τη ζωή. Κι αυτός ο άνθρωπος, στον οποίο είχες ποντάρει να σού αποκαλύπτει μικρά μικρά κομματάκια της ανθρώπινης κατάστασης κάθε φορά, πρόδωσε την εμπιστοσύνη σου, αποφασίζοντας να «την κάνει». Και πήρε μαζί του, ένα σωρό πράγματα που είχες να περιμένεις.
Άλλωστε ο Φίλιπ Σίμορ Χόφμαν, δεν ήταν απλώς, άλλος ένας ηθοποιός. Ήταν ένα από τα ελάχιστα τεράστια ταλέντα που αναλογούν σε μια ολόκληρη γενιά. Δημιουργών, καλλιτεχνών, αναλυτών και απλών θεατών. Αυτοί οι τελευταίοι είναι που έχουν, φυσικά, μεγαλύτερη ανάγκη για τέτοιους ανθρώπους. Ένα πρόβλημα που έχω με τους ταγμένους σινεφίλ, είναι ότι αρνούνται πεισματικά να αναγνωρίσουν στο εμπορικό σινεμά, την αξία του ως πύλη εισόδου για τον άψητο θεατή, στην ευρύτερη πίστα του παγκόσμιου κινηματογράφου και του πιο απαιτητικού, καλλιτεχνικού του παρακλαδιού. Ένα είδος δολώματος, που μπορεί απ’ τα Σαγόνια του Καρχαρία να σε οδηγήσει στον Στάλκερ κι απ’ τον Πόλεμο των Άστρων να σε φτάσει στην Η Οδύσσεια του Διαστήματος. Κι ο Χόφμαν έκανε ακριβώς αυτό.
Το πρώτο αποφασιστικό του, μεγάλο στίγμα, ο Χόφμαν το είχε αφήσει στη γενιά μας με την εμφάνισή του στον Ταλαντούχο Κύριο Ρίπλεϊ το ’99. Κρατώντας έναν δεύτερο ρόλο απέναντι στο ανερχόμενο άστρο, τότε, του Ματ Ντέιμον, ο Χόφμαν είχε κλέψει πρακτικά όλη την ταινία με την υποκριτική λεπτότητα χάρη στην οποία είχε κεντήσει ένα αξέχαστο πλέγμα μανιερισμών και ιδιαιτεροτήτων, γύρω από έναν σχετικά διδιάστατο χαρακτήρα. Τονίζοντας τις αδυναμίες και τους ανεπάρκειες του Φρέντι, τον είχε κάνει τόσο οικείο κι αξιαγάπητο, τόσο δικό σου άνθρωπο, που ακριβώς γι’ αυτό, όταν ερχόταν η ώρα, το τέλος του ήταν τόσο σοκαριστικό.
Το μεγάλο εμπορικό άνοιγμα για τον Χόφμαν, όμως, θα ερχόταν μια εφταετία αργότερα, όταν όχι απλώς θα κρατούσε το ρόλο της νέμεσης του Τομ Κρουζ στο Επικίνδυνη Αποστολή ΙΙΙ (2006), αλλά θα αποτελούσε και το βασικό ατού της διαφημιστικής καμπάνιας της ταινίας, που θα έβαζε το στρουμπουλό, ατσούμπαλο παρουσιαστικό του Νεοϋορκέζου ηθοποιού, στην αιχμή της εκστρατείας να διευρύνει το αγοραστικό της κοινό και να επαναφέρει τη σοβαρότητα ενός franchise που είχε χάσει την αξιοπιστία του, ήδη απ’ το δεύτερό του επεισόδιο.
Γιατί το όνομα του Χόφμαν, με ένα βουνό ταινίες ήδη πίσω του, αποτελούσε πια, μια σφραγίδα ποιότητας. Από το Άρωμα Γυναίκας (1992) στο Boogie Nights (1997), απ’ το Magnolia (1999) στο Almost Famous (2000) κι απ’ το Punch Drunk Love (2002) στην 25η Ώρα (2002), ο Χόφμαν είχε στήσει μια στιβαρή καριέρα ως ένας απ’ τους πιο πολυπρόσωπους δευτερορολίστες του σύγχρονου Χόλιγουντ. Ένας ηθοποιός που δεν χρειαζόταν πάνω από μια-δυο σκηνές για να χτίσει έναν πλήρη, αυτάρκη χαρακτήρα, που όχι απλώς διεκδικούσε και κέρδιζε μια θέση στις μνήμες σου απ’ την εκάστοτε ταινία, αλλά βοηθούσε στην δραματουργική ολοκλήρωση της κορύφωσης στην οποία κάθε φορά ο ρόλος του οδηγούσε. Μια πλούσια ερμηνευτική παλέτα που έχτιζε μια ολοένα κλιμακούμενη βάση θαυμαστών, πρόθυμων να εξερευνήσουν το εύρος ενός ηθοποιού με τολμηρό κριτήριο και συναρπαστική βεντάλια επιλογών, απ’ το ευθύβολα εμπορικό στο πιο ιδιαίτερο κι εσωτερικό.
Το 2005, ο Χόφμαν είχε επιδείξει το αληθινό βάθος στο οποίο μπορούσε να φτάσει για να βρει τον άνθρωπο που θα ενσάρκωνε επί οθόνης, ζωγραφίζοντας με εξωπραγματική λεπτομέρεια τον χαρακτήρα του Τρούμαν Καπότε κι οδηγώντας σχεδόν μόνος του το Capote του Μπένετ Μίλλερ σε πέντε υποψηφιότητες για Όσκαρ, απ’ τα οποία έφυγε με το χρυσό αγαλματάκι για την ανατριχιαστική ερμηνεία του. Είχε δώσει μάχη με τον Μίλλερ στο δωμάτιο του μοντάζ γι’ αυτήν του την ερμηνεία, θυμάται ο κριτικός του New York Magazine, κι όχι τη συνήθη μάχη που δίνουν οι αστέρες για να βγει ο χαρακτήρας τους πιο συμπαθής στην θεατή. Το αντίθετο. Ο Χόφμαν χρειάστηκε να παλέψει για να πείσει τον Μίλλερ, ότι «ο δρόμος να συμπονέσουν οι θεατές αυτόν τον χαρακτήρα, είναι να είμαστε όσο πιο σκληροί μπορούμε μαζί του». Γιατί, όπως είχε πει, «νομίζω πως βαθιά μέσα τους, οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται πόσα ελαττώματα έχουν, κι όσο πιο ευνοϊκός είσαι με έναν χαρακτήρα, τόσο πιο αναληθή τον κάνεις».
Αυτές οι δυο αράδες, είναι και το κλειδί τόσο για όλη την καριέρα του, όσο και για την πλέον μεγαλειώδη στιγμή της. Αυτήν που ήρθε τρία χρόνια μετά το Όσκαρ του, όταν ο Χόφμαν συνάντησε ένα απ’ τα πιο γοητευτικά, μυστηριώδη μυαλά του σινεμά της εποχής μας: τον Τσάρλι Κάουφμαν. Η Συνεκδοχή της Νέας Υόρκης (2008), αυτός ο αφοπλιστικός γρίφος, η ασυγκράτητη τήξη υπαρξιακού δράματος και καλλιτεχνικής εξερεύνησης, το υποβλητικό ταξίδι στην αδυσώπητα φευγαλέα μορφή του χρόνου και το αχόρταγο ανικανοποίητο του ανθρώπου, που προσπαθεί να βρει νόημα στη ζωή και μέσα απ’ την τέχνη να το εκφράσει ως κάτι σημαντικό. Αλλά χάνει συνεχώς κομμάτια του εαυτού του, απ’ την ολοένα και πιο ξεκάθαρη διαπίστωση ότι το μεγαλείο της μικρότητας της ανθρώπινης ζωής, δεν χωράει πουθενά. Αυτή η πεσιμιστική Οδύσσεια στην μάστιγα της μη-επιτυχίας, της κανονικότητας, δύσκολα θα ήταν αυτό που ήταν χωρίς τον Χόφμαν. Γιατί κι ο ίδιος ο Χόφμαν ήταν ένας άνθρωπος που πάλευε για το σημαντικό, το μεγάλο, χωρίς να έχει σαφή εικόνα του τι είναι αυτό, και δίχως να μπορεί να αποδεχτεί το γεγονός ότι το είχε βρει. Αλλιώς, γιατί να θέλει με τέτοιο τρόπο να του ξεφύγει;
Φυσικά, η τεράστια παρακαταθήκη του Χόφμαν, με τις τέσσερις οσκαρικές υποψηφιότητες, τις δεκάδες βραβείων και τις πάνω από 60 ερμηνείες, σ’ ένα σωρό άλλες ταινίες που μπορούν από μόνες τους να δικαιολογήσουν σελίδες επί σελίδων ψηφιακού και μη μελανιού, θα είναι πάντα εδώ και πάντα θα έχουν κάτι να μας θυμίσουν, ή κάτι καινούριο να μας δείξουν. Κι έχουμε, άλλωστε, κι άλλες δυο δουλειές του να δούμε φέτος (το κατασκοπικό A Most Wanted Man απ’ την ομότιτλη νουβέλα του Τζον Λε Καρέ, και το ανεξάρτητο God’s Pocket που άνοιξε πριν λίγο καιρό στο Sundance), έτσι σαν τελευταία αποχαιρετιστήρια. Αλλά το θέμα είναι ότι, μετά τον Χιθ Λέτζερ και τώρα τον Φιλιπ Σίμουρ Χόφμαν, ποιον τεράστιο ηθοποιό θα έχει να παρακολουθεί η γενιά μας όταν φτάσει ώρα να χάνουμε τα μαλλιά μας;
Είναι, βέβαια, εγωιστική μια τέτοια οπτική, αλλά όταν σταματά έτσι ξαφνικά το έργο ενός ανθρώπου που είχε διαμορφώσει το εγώ σου, κι είναι σα να χάνεις ένα κομμάτι απ’ τον εαυτό σου, είναι λίγο δύσκολο να το δεις από άλλη μεριά.