Όταν ρώτησαν κάποτε τον Dylan γιατί τον επηρέασε πια τόσο πολύ ο τροβαδούρος της φολκ Woody Guthrie, εκείνος απάντησε πως «βασικά, μπορούσες να ακούσεις τα τραγούδια του και να μάθεις να ζεις». Τηρουμένων των αναλογιών, το ίδιο μπορεί να ισχυριστεί κάποιος για τον Δεληβοριά. Τα χατζιδακικοσαββοπουλικά απόνερα λένε μόνο τη μισή αλήθεια, γιατί ήδη από το δεύτερο δίσκο του ο ίδιος έχτισε μια γλώσσα εντελώς δική του, μιλώντας για απτά πράγματα με ποιητικό τρόπο, χωρίς συνθήματα ή αερολογίες, κόντρα σε όλα αυτά που μούντζωσε εύστοχα κάποτε κι ο Morrissey με εκείνο το θρυλικό “it says nothing to me about my life”. Οι ακόλουθοι του Δεληβοριά σκόνταψαν στα μισά του δρόμου (αυτό που κάνει κρύβει από πίσω πολύ πράμα μέσα στη φαινομενική απλότητά του), ωστόσο ο ίδιος ήταν και είναι ένας οξυδερκής παρατηρητής που εκφράζει το μέλλον απ’ το παρελθόν, με μια αντι-χίψτερ ελληνικότητα, αλλά και σε άμεση σύνδεση με την Αμερική του Randy Newman, του Woody Allen, του Rufus Wainwright, του Noah Baumbach. Τελευταία, λίγο επειδή οι εποχές δε σηκώνουν μεγάλες αποχές από τη σκηνή και λίγο επειδή έχει κλείσει ήδη 25 χρόνια τραγουδοποιίας, μοιάζει περισσότερο αφοσιωμένος στο να φτιάξει μια παράσταση που να διαφέρει από την προηγούμενη, να πετύχει την τέλεια ενορχήστρωση, να εμπλουτίσει τον ήχο του, να βρει καινούρια αστεία. Εντούτοις, μπορεί ακόμα να γράψει εκείνο το τραγούδι που θα αποκαλύψει μια βαθύτερη αλήθεια του – μια βαθύτερη αλήθεια σου. Λίγο πριν τις νέες εμφανίσεις στο Passport, ακολουθεί μια προσωπική αποτίμηση των 20 σημαντικότερων τραγουδιών του, εν αναμονή των καινούριων.
20. «Το ‘πα – το ‘κανα». Ραπ με ταμπουρά, ακορντεόν και Θανάση Βέγγο; Ακούγεται αυτοκτονικό αλλά στέκεται όρθιο, σε ένα δίσκο που ούτως ή άλλως θυμίζει ραδιοφωνικό ζάπινγκ. Ο πρωταγωνιστής νιώθει ξένος μέσα στη γενιά που λικνίζεται με τσιφτετέλια στην Ποσειδώνος και όταν τελικά αποφασίζει να μπει στο κλαμπ, βλέπει τη χορεύτρια να κλέβει κάθε φλώρου την ψυχή. Το συγχυσμένο παρόν της ελληνικής διασκέδασης, καθρεφτίζεται στην επίσης συγχυσμένη ενορχήστρωση, σε μια δήθεν απόπειρα εκμοντερνισμού που αγκαλιάζει ενσυνείδητα το κιτς. Ένα έξυπνο τραγούδι.
19. «Και του χρόνου». Η σύνδεση του internet έχει πρόβλημα. First world problems… Ο Δεληβοριάς δεν ξέρει καν τι ώρα είναι (κρατάει κατεβασμένα τα στόρια) και ξαφνικά δυο πιτσιρίκια του χτυπάνε την πόρτα να του πουν τα κάλαντα, οπότε αντιλαμβάνεται πως έχει ξημερώσει παραμονή Πρωτοχρονιάς. Μεγάλο ατού το γλυκόπικρο της μουσικής, που θέλει να είναι upbeat αλλά σε κάποια σημεία της σύνθεσης προδίδει τη μελαγχολία. Οι πρώτοι στίχοι δίνουν τίτλο στο άλμπουμ «Έξω», που για τον Δεληβοριά σηματοδότησε την απαρχή μιας νέας κοινωνικότητας.
18. «Με φλάουτα και κιθάρες». Εντάξει, αντικειμενικά δεν μπαίνει στα 20 καλύτερά του, δείχνει εντούτοις τι μπορούσε να γράψει στα 15 του χρόνια, τη στιγμή που άλλοι συνομήλικοι εναντιώνονται στην πόλη που τους πνίγει, την κοινωνική αδικία, την τρύπα του όζοντος κλπ. Άγουρο αρμονικά, κερδίζει πόντους περιγράφοντας το πέρασμα από τη θέση του δημιουργού στη θέση του δέκτη («κι απλά μαγεύομαι ακούγοντας τραγούδια»), που συχνά αποδεικνύεται εξίσου ευεργετική, μιας και ο θεατής, ο αναγνώστης, ο ακροατής κάθε άλλο παρά αμέτοχοι είναι στο θαύμα της τέχνης.
17. «Υβρεοπομπή». Υπάρχουν τραγούδια άψογα ως προς την ιδέα και μέτρια ως προς την εκτέλεση. Για παράδειγμα, στον κατάλογο του Δεληβοριά, ένα τέτοιο είναι η «Δισκογραφική». Η «Υβρεοπομπή» πάλι, είναι το εκ διαμέτρου αντίθετο, μια απλοϊκή σάτιρα του μοναχικού φαντάρου προς τον ελληνικό στρατό, διατυπωμένη όμως με τον πιο ευφάνταστο τρόπο. Δυστυχώς, στα live ακολουθείται ένα ritual κάπως κουραστικό για τους μυημένους και επίσης δυστυχώς, το βρισίδι του ρεφρέν αποσπά ως ένα βαθμό την προσοχή από το δεύτερο κουπλέ, που εμπεριέχει όλη την ουσία του στρατού με απλά λόγια.
16. «Αυτή που περνάει». Πολύ πριν τα σχέδια πεζοδρόμησης της Πανεπιστημίου, τους Atenistas και τον Καμίνη, ο Δεληβοριάς βρήκε το κλειδί της πόλης στην κωλότσεπη της γκόμενας που χάζευε στο δρόμο. Kαι μας λέει πως μέσα στην μεγαλοαστική αθλιότητα, ο μόνος τρόπος για να δεις αλλιώς τα πράγματα είναι να φορέσεις τα γυαλιά του έρωτα, την ώρα που σαξόφωνα, τρομπόνια, τρομπέτες και σφυρίγματα δίνουν τον τόνο στο πιο γιορτινό και ανοιχτόκαρδο τραγούδι που γράφτηκε ποτέ για την Αθήνα.
15. «Φώτης». Προσπάθησε να γράψεις ένα τραγούδι για τον πατέρα σου κι αν τα καταφέρεις σφύρα μου. Ο Δεληβοριάς τα καταφέρνει – και είναι ένα από τα καλύτερά του, μια πατροκτονία με το μπαμπάκι που σε κάνει να ταυτιστείς ακριβώς επειδή είναι εντελώς προσωπική. Ρεφρέν δεν υπάρχει («στρογγυλό» ρεφρέν συναντάμε μόνο σε ένα τραγούδι του δίσκου «Χάλια») και το κομμάτι μοιάζει με ταινία μικρού μήκους, η οποία καλύπτει μέσα σε λίγους στίχους παρελθόν, παρόν και μέλλον.
14. «Η άλλη καρδιά». Ο νευρωτικός έρωτας του διαδικτύου, ο ωραιοποιημένος εαυτός του facebook, η έκφραση αγάπης ως απωθητικό στοιχείο για τον άλλον, η αυταπάτη της φαντασίωσης. Κι όλ’ αυτά στο πιο ενδιαφέρον μουσικό χαλί που έχει στήσει ο άνθρωπός μας ως τώρα, που, με έναν παράδοξο τρόπο, όσο μεγαλώνει γίνεται λιγότερο παλιομοδίτης. Δίσκος χωρίς χιούμορ, οδούς και ονόματα, χωρίς μεγάλες κορυφώσεις αλλά με δίψα για κάτι νέο, ο Αόρατος Άνθρωπος αποχαιρετά τα κατακτημένα κύπελλα για να παίξει μπάλα σε άλλο γήπεδο, που ένας Θεός ξέρει πόσο «γκολ και θέαμα» μας επιφυλάσσει.
13. «ΜP3». Στην ελληνική τραγουδοποιία, οι τίτλοι και μόνο των τραγουδιών λένε πολλά για τη στιχουργική πρωτοτυπία – και εδώ πρέπει να βγάλουμε το καπέλο. Ο Δεληβοριάς αναφέρει γνωστές μάρκες και αλυσίδες καταστημάτων (το ενδεχόμενο να χρηματίστηκε παραμένει προς εξέταση), για να τοποθετήσει τον έρωτά του εκεί όπου δεν φυσάει αέρας Πεχλιβάνης αλλά αέρας αστικός. Εδώ βρίσκουμε και το καλύτερο ρεφρέν που έχει γράψει ποτέ, απλό όσο και συγκινητικό.
12. «Η γυναίκα του Πατώκου». Η νομιμοποιημένη (θέλω να πιστεύω) τάση των αντρών να ελκύονται απ’ τις γυναίκες των φίλων τους βρίσκει το θάρρος να γίνει τραγούδι, καθ’ ότι ως γνωστόν η ποιητική αδεία σου κάνει δώρο το ακαταλόγιστο. Η Ροζίτα Σώκου μπλέκεται με την Όλιβ του Ποπάι και ο αφαιρετικός λόγος με τον πεζό, η δε ακολουθία των συγχορδιών ακυρώνει πλήρως την αβάσιμη κατηγορία ότι ο Δεληβοριάς παρ’ ότι σπουδαίος στιχουργός, είναι αδιάφορος συνθέτης, διατυπωμένη ως επί το πλείστον από ανθρώπους που δεν ξέρουν να πιάσουν ένα λα ματζόρε.
11. «Με βλέπεις σαν φίλο». Μακράν το πιο αδικημένο του κομμάτι, ένα χαμένο μικρό αριστούργημα σε λαϊκό ύφος. Θίγοντας το αιώνιο πρόβλημα των αγοριών που είναι σε όλα τους τέλεια αλλά απορρίπτονται ερωτικά από τα κορίτσια γιατί έχουν περάσει άθελά τους στο “friend zone”, οι στίχοι θα μπορούσαν κάλλιστα να γράφονται κατά κόρον σε 90’s γυμνασιακά τετράδια, αντικαθιστώντας τις αερολογίες των Πυξ-Λαξ. Αχρείαστα περίπλοκο προς το τέλος («Αμφιάλη-Δραπετσώνα-Κοκκινιά»;), αδύναμο ερμηνευτικά, παραμένει ωστόσο μια δυνατή πρωτόλεια στιγμή που έχει να ακουστεί ζωντανά από κάτι εμφανίσεις στην Πετρούπολη το 2006.
10. «Θέλω να σε ξεπεράσω». Οι πιέσεις της εταιρίας για ένα radio-friendly hit προκαλούν αμηχανία στο σοβαρό δημιουργό, του χαρίζουν όμως την ευκαιρία να επιδοθεί σε μια άσκηση ύφους, που συν τοις άλλοις τον μετατρέπει σε household name. Αν και εύκολα το υποτιμάς, πρόκειται για τραγούδι με αξιοπρόσεκτο ποπ (λαϊκό) ένστικτο και μια σπάνια για τα δεδομένα του πολυλογά Δεληβοριά λακωνικότητα. Μέχρι και σήμερα ακούγεται άνετα δίπλα σε ένα τραγούδι του Xρήστου Δάντη και αυτός ακριβώς είναι ο μικρός θρίαμβός του και ο λόγος που μπαίνει στο top-10. Όσοι δε κοιτάξουν μέσα στην ποπ τσιχλόφουσκα, θα διακρίνουν και το καλοπαιγμένο organ, σε έναν κατά τα άλλα «σεσιονάδικο» δίσκο.
9. «Το μέλλον απ’ το παρελθόν». Vintage τύπος με κλασική παιδεία ερωτεύεται μπουζουκογκόμενα των γυμναστηρίων και των ζωδίων, σε μια εποχή που όλα έχουν εκφυλιστεί – όλα εκτός από τον έρωτα. Πρώτη πετυχημένη απόπειρα του Δεληβοριά για έναν πιο μοντέρνο ήχο, με ηλεκτρονικά μπιμπλίκια που δεν ακούγονται καθόλου «φτηνά». Μια όχι και τόσο αναγνωρισμένη στιγμή του που συνδυάζει άψογα το κοινωνικό στοιχείο με το ερωτικό αλλά και το παλιό με το νέο. Λίγα χρόνια μετά, ο στίχος «παντού κυκλοφορούσε χρήμα» θα αντηχούσε προφητικός.
8. «Ο Καθρέφτης». Δεν είναι απορίας άξιο που προ δεκαετίας ο Δεληβοριάς ήθελε να κάνει τον καθρέφτη του κομμάτια, καθώς όπως διαπιστώνουμε από τις φωτογραφίες της εποχής, διένυε την πιο άχαρη φάση του. Η απέκδυση του ναρκισσισμού πάντως, ή τουλάχιστον μια ειλικρινής παραδοχή αυτού, σηματοδοτεί την πρώτη επιτυχημένη απόπειρά του να γράψει τραγούδι για τον εαυτό του. Όμως, κατά το σαββοπουλικό «Άμα κάνεις μια βουτιά στον εαυτό σου/ δεν θα βρεις τον εαυτό σου/ αλλά όλους τους άλλους», καταλήγει και πάλι στο αγαπημένο πρόσωπο («εσύ που ψάχνεις μες τα μαύρα σου τα μάτια/ να καθρεφτίσεις μόνο εμένα στη ζωή»). Τα «ααα» που ακολουθούν την τελευταία αυτή φράση, μαζί με το θεϊκό σόλο του μπουζουκιού, είναι η κορύφωση του ομώνυμου δίσκου.
7. «Ένας σκύλος στο Κολωνάκι». Το πιο εύστοχο τραγούδι που γράφτηκε για να φωτογραφίσει την ιλουστρασιόν δηθενιά της δεκαετίας του ’90, αυτή που χρόνια μετά οδήγησε ένα μεγάλο μόδιστρο στη φυλακή και έναν άλλο σε άδοξο τέλος. Το κάνει όμως όχι μέσα από το διαπεραστικό βλέμμα ενός σοφού τύπου με στρογγυλά γυαλάκια, όχι μέσα από το μασκαρεμένο μίσος ενός κοινωνού του Τσε Γκεβάρα, αλλά μέσα από τα μάτια ενός σκύλου. Έχοντας σαν όπλο αυτό το εύρημα και με μια ευχάριστα απλή μελωδία να στρώνει το χαλί, σε πείθει ότι δεν καταδικάζει κανέναν – απλώς παρατηρεί.
6. «Το καλοκαίρι θα ‘ρθει». Το τελευταίο κομμάτι που γράφτηκε για το Έξω, έναν δίσκο εξωστρέφειας μετά την ενδοσκόπηση του Καθρέφτη, παραμένει ούτε λίγο ούτε πολύ ό,τι πιο απαισιόδοξο έχει γράψει ο Δεληβοριάς, μια προφητεία πως όλα θα φτιάξουν για να χαλάσουν πάλι. Το «Καλοκαίρι» είναι η ματαιότητα της ζωής, του έρωτα, της ποιητικής αλήθειας και της άρνησης του χρήματος, αλλά μαζί μ’ αυτό και η παραδοχή πως, για κάποιες στιγμές, κάτω από το φως του ήλιου, όλα θα μοιάζουν αλλιώς. Είναι επίσης ένα υποδειγματικό πάντρεμα σύνθεσης-στίχων: Ξεκινά με ευχάριστη σύντομη μελωδία, προχωρά παρομοίως στο κουπλέ, για να καταλήξει σε ένα εντελώς μονότονο μελωδικά ρεφρέν – η ίδια διαδοχή συναισθημάτων δηλαδή που εκφράζεται στους στίχους.
5. «Η μπόσα νόβα του Ησαΐα». Όσο να πεις, δεν είναι το πιο απλό πράγμα να πετάς τις φράσεις «στις σούβλες τα παλιά μας εγώ» και «ο ουρανός δεν κρύβει από πάνω Θεό» σε ένα τραγούδι που κατά τα άλλα μπορείς να το ακούσεις και ενώ πλένεις πιάτα. Η φαντασία του Δεληβοριά απογειώνεται και μέσα από το videoclip γνωρίζουμε όλοι ένα συμπαθητικό παιδί με ζελέ στα μαλλιά, που ανεβαίνει σε οροφές λεωφορείων απλά και μόνο για να ξαπλώσει. «Τραγουδιάρικο» ρεφρέν, στίχοι που ισορροπούν θαυμάσια μεταξύ σοφίας και ανοησίας («το ‘χω περάσει αυτό το στάδιο/ κι είναι το σπίτι μου άδειο»), παλιομοδίτικο ύφος που οδηγεί τεχνηέντως σε ένα παράδοξα μοντέρνο ποιητικό αποτέλεσμα.
4. «Χάλια (Invitation to the Blues)». Παίρνει ένα σπουδαίο αλλά όχι ιδιαίτερα γνωστό τραγούδι του Tom Waits (έχει κανένα γνωστό ο Waits;), του δίνει ρυθμική ραχοκοκαλιά, το αποδίδει στα ελληνικά και όποιοι στίχοι δεν κάθονται, τους αντικαθιστά με καλύτερους. Το «Χάλια» μιλάει για τους ντροπαλούς που μένουν άφωνοι στην ομορφιά, που αδυνατούν να κάνουν την πρώτη κίνηση, λιώνουν από την κάψα και εν τέλει αποφασίζουν μαζοχιστικά πως τους αρέσει κιόλας. Αλλά πόσο ποιητικά μπορεί να εκφραστεί αυτό; Το «Χριστός γεννάται σ’ ένα μήνα/κι ό,τι εύχεσαι ξεκίνα/ όλα θα ‘ναι πάντα μαύρα/ μα θα κρύβουν μια φωτιά» δεν υπάρχει στο κομμάτι του Waits και είναι από τους καλύτερους ορίτζιναλ στίχους του Δεληβοριά, ενώ το organ του Γιώργου Κοντραφούρη αφήνει και πάλι το στίγμα του.
3. «Η Κική κάθε βράδυ». Όσο κι αν έψαξα, δε βρήκα ακόμα αρνητική κριτική για δίσκο ή παράσταση του Δεληβοριά. Ο λόγος, νομίζω, δεν έγκειται στην αδιαμφισβήτητη τελειότητά του, αλλά στην αυτοϋποτίμηση που διέπει πολλά τραγούδια του, η οποία μαζί με την έμφυτη γλυκύτητά του σε ωθεί να τον υπερασπιστείς. Ο ίδιος πάντως γνωρίζει σίγουρα πως η αποτυχία είναι πολύ πιο ποιητική από την επιτυχία. Σε μια προσεκτική ανάγνωση λοιπόν, η «Κική» είναι το τραγούδι του “loser”, του παιδιού που ψάχνει το σεξ στα μπουρδέλα, που ζητάει από τους άλλους να του νοικιάσουνε να δει γουέστερν και να τον πάνε ταξίδι όπως ο Morrissey ζητάει στο “There is a light…” να τον πάνε βόλτα με το αμάξι, που μένει σε μια απλή συνοικία, δεν φοράει σουτιέν και γράφει τραγούδια χωρίς ρεφρέν. Με μουσική που βαδίζει στα χνάρια του Waits και σπουδαίο πλέξιμο ομοιοκαταληξίας, η «Κική» ήταν το τραγούδι που άφησε τον Σαββόπουλο με το στόμα ανοιχτό πίσω στο ‘95.
2. «Χριστούγεννα». Το έγραψε μέσα σ’ ένα απόγευμα, κατόπιν παραγγελίας του Διοικητή του για ένα τραγούδι που θα ακουγόταν στη γιορτή της Αεροπορίας. Προσωπικά θα ήθελα πολύ να δω τις αντιδράσεις των ένστολων στα «λαμπιόνια τα θανατερά» και τα «σβησμένα στη σαμπάνια βεγγαλικά», όμως κατ’ ουσίαν το τραγούδι δεν προσπαθεί να πει τίποτα περισσότερο από το “River” της Joni Mitchell, να περιγράψει δηλαδή την τόσο κοινή σε όλους μας μελαγχολία των Xριστουγέννων. Η λύπη γεννάει περισσότερη λύπη όταν της επιβληθεί με το ζόρι η χαρά κι έτσι ο Δεληβοριάς προτείνει να γιορτάσουμε όχι αυτό που είμαστε, αλλά αυτό που θέλουμε να γίνουμε, «χωρίς να προσποιούμαστε τίποτα πια». Οι μεταφορές και οι παρομοιώσεις είναι οι καλύτερες που συναντάμε στους στίχους του, εκφράζοντας το συλλογικό μέσα από το ατομικό.
1. «Εκείνη». Κάθε λίστα που φιλοδοξεί να δημιουργήσει έστω και τον ελάχιστο ντόρο οφείλει να είναι υποκειμενική και εγωιστική (γεια σου Άρη), ωστόσο η τοποθέτηση ενός άλλου τραγουδιού στην κορυφή θα πήγαινε πακέτο με το ερώτημα «ποιον κοροϊδεύουμε τώρα». Ηθελημένη ντιλανική μονοτονία στη μελωδία, στίχοι που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από την ποίηση παρ’ ότι και πάλι ψηλαφούν το συγκεκριμένο, αναγνώριση του έρωτα ως έναν μικρό θάνατο, οιδιπόδεια συμπλέγματα, παιδικές καφρίλες και εφηβική καύλα. Μοναδική διέξοδος, η Τέχνη, η οποία όμως σε γυρίζει πάλι εκεί απ’ όπου ξεκίνησες, όπως στα video games. Ένα κατεβατό στίχων χωρίς ρεφρέν που πάει από το τρίτο πρόσωπο στο πρώτο χωρίς να το κάνει θέμα (πάλι ο Dylan), έπεισε πρωτίστως τον ίδιο του το δημιουργό του ότι κανένας συμβιβασμός δεν χρειάζεται για να γοητευτούν τα πλήθη. Πολύ δύσκολα ο Δεληβοριάς θα γράψει τραγούδι καλύτερο από το «Εκείνη» στο μέλλον κι ακόμα δυσκολότερα θα μας πείσει ότι έχει βαρεθεί να το τραγουδάει, δήθεν απαλλαγμένος από την αίσθηση περηφάνιας που με κάθε επανεκτέλεση θα πρέπει δικαιωματικά να αισθάνεται.
Από τις 18 Ιανουαρίου και για οκτώ σαββατόβραδα, ο Φοίβος Δεληβοριάς και η μπάντα του θα πραγματοποιήσουν μια «Αρμένικη βίζιτα» στο Passport του Πειραιά.
* Οι φωτογραφίες του Φοίβου είναι από τη συναυλία που έδωσε στο Popaganda Welcome Party. Ρίξτε ξανά μια ματιά στα υπέροχα κείμενα που έχει γράψει ο Φοίβος στην Popaganda, για τη στήλη του, “Το Αριστούργημά Μου“.